Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Χρυσόστομος, η απόλυτα ρεαλιστική εκδοχή του αφηρημένου από το Μάνο Στεφανίδη







Ζωγραφική έχουμε όταν στον καμβά κατατίθεται όχι ο τρόμος του ορατού αλλά το τρομερό ως οπτική δυνατότητα.



  • Quo vadis Domina?
  • Πού πηγαίνει σήμερα η ζωγραφική, αυτή η τέχνη του χειροποίητου, μέσα στον κατακλυσμό της ηλεκτρονικής εικόνας, δηλαδή της αναπαραγωγής μορφών αποκλειστικά με μηχανικά, με άυλα μέσα;
  • Έφτασε ήδη στα όριά της, στην ιστορική ολοκλήρωση των εκφραστικών της τρόπων σαν τελευταίο προπύργιο ενός αστικού τρόπου ζωής, ή μπορεί να πει ακόμη πράγματα ως μια ποιητική της αντίστασης απέναντι σ’ αυτή τη vita nova terribilis?



Προσωπικά απεχθάνομαι εκείνη τη ζωγραφική που ζηλεύει ή μιμείται τη φωτογραφία και που υποβιβάζει την χειροποίητη διαδικασία σ’ ένα επίπεδο αναπαραστατικής ψευδομαγείας τέτοιας που να εντυπωσιάζει τον μικροαστό και τίποτε άλλο. Πρόκειται για εκείνη τη ζωγραφική που ο Duchamp ονόμαζε υποτιμητικά πλην ορθώς «τέχνη του αμφιβληστροειδούς».

Αντίθετα, με γοητεύει η ζωγραφική που επιτρέπει να φανεί η διαδικασία που την κατασκεύασε βήμα-βήμα, πινελιά τη πινελιά σαν τις μικροφόρμες -δομικά στοιχεία που χρησιμοποιούσε ο Cézanne για να χτίσει τις μουσικές-αρχιτεκτονημένες συνθέσεις του. Συνθέσεις που οδηγούσαν dulcissime από το προφανές στο αινιγματικό, από την υλική στην πνευματική υπόσταση των πραγμάτων. Και το μάθημα του Cézanne, αλλά και αυτό του Matisse, τουBonnard, του Pollock, του Rothko παραμένει επίκαιρο εκατό ή πενήντα χρόνια μετά το θάνατό τους σαν μια μυστική επανάσταση που επανατροφοδοτείται και δεν θέλει να κλείσει τον κύκλο της.

Σ’ αυτό το δόγμα της ζωγραφικής που ερμηνεύει αλλά και «φανερώνει» κατά τους τρόπους του Heidegger, ανήκει και ο Χρυσόστομος Μ., διανοούμενος πρώτα και μετά ζωγράφος, ένας φιλόσοφος που σκέπτεται με τα χέρια και διατυπώνει οπτικά θεωρήματα, ο Χρυσόστομος αποτελεί ένα μοναδικό παράδειγμα ηθικής στάσης -δηλαδή αισθητικής- στη σύγχρονή ελληνική ζωγραφική. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό.

Η έρευνά του αναψηλαφεί τους μοντερνιστικούς κώδικες του προηγούμενου αιώνα για να προχωρήσει όχι σε μια φορμαλιστική εφαρμογή αλλά σε μιαν εξ εφόδου ανακατάληψη κάποιων στόχων μυθικών και για να δηλώσει πως το ταξίδι συνεχίζεται... Κάνει δηλαδή mutatis mutandis ό,τι έκαναν οι συνθέτες του όψιμου ρομαντισμού έως τον Mahlerενσωματώνοντας σε ρηξικέλευθα έργα τους μουσικούς τρόπους των μεγάλων κλασικών. Ή, αίφνης ο Picasso όταν «έκλεψε» την τεχνοτροπία του Ingres στο πορτρέτο της Olga Koklova ή όταν επιδιδόταν σε πολυάριθμες παραλλαγές των Meninas του Velázquez.

Ο Χρυσόστομος πάλι επιμένει να ζωγραφίζει την τρομακτική εκείνη τάξη που κρύβεται στο συμπαντικό ή υπαρξιακό χάος. Τον αμείλικτο ρυθμό που κρύβει κάθε ανοργάνωτο και τυχαίο γεγονός, είτε έχουμε να κάνουμε με σεισμό (φυσικό ή μεταφορικό), είτε αμπώτιδα (ιδεών και υδάτων), είτε παλίρροια (νεκρών φίλων, νεκρών φύλλων ή συναισθημάτων).

Θέλω να πω με όλα αυτά πως εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ έναν δημιουργό που καταπιάνεται με τα δύσκολα, που οι εικόνες του είναι φορτισμένες με το άγχος και με το δέος του υπάρχειν και που αγωνιά να εγκιβωτιστεί μέσα σε μια σειρά χειρονομιακών δράσεων πάνω στον καμβά, τον ρέοντα χρόνο, το συγκεκριμένο που όμως ποτέ δεν αποκαλύπτεται σαν τέτοιο και τις άπειρες παραλλαγές που μπορεί να πάρει το εφήμερο ή το καθημερινό στα μάτια ενός μυημένου. Υπό την έννοια αυτή η ζωγραφική του είναι η απόλυτα ρεαλιστική εκδοχή του αφηρημένου.

Σε ανάλογη λογική -και ηθικοαισθητική στάση- κινούνται και τα απειράριθμα (!) σχέδια εκ του φυσικού που εκπονεί συνεχώς, με καταιγιστικούς ρυθμούς και με το πάθος ενός μανιακού. Το θέμα του εξίσου εμμονικό επί δεκαετίες: το γυμνό γυναικείο σώμα. Όχι το πρόσωπο, όχι το αιδοίο αποκλειστικά. Το σώμα μόνο, γυμνό και απροστάτευτο αλλά και παντοδύναμο λόγω της ερωτικής του προσφοράς. Ένας χειροποίητος ανθρωπισμός, ένα δράμα του ζην μ’ άλλα λόγια χωρίς προσποιήσεις ή ορθολογιστικούς συμψηφισμούς. Ο ποιητής λέει: Η ποίησις πρέπει να είναι σπερματική ή να μην υπάρχει. Ο ζωγράφος απαντά με τον τρόπο του: η ζωγραφική όσο πιο ερωτική είναι, τόσο πιο κοντά βρίσκεται στην αλήθεια, δηλαδή στο θάνατο.

Τα ερωτικά σχέδια του Χρυσόστομου θα μπορούσαν να διαβαστούν σαν μια εικαστική φιλοσοφία του Μπουντουάρ, σαν μια αφήγηση της επιθυμίας και του Ίμερου. Έχουν όλη τη καλλιέπεια και τον βιρτουόζικο οίστρο για να το επιτύχουν. Επειδή ο ζωγράφος εδώ συνενώνει τη γνώση του από τον Fragonard και τον Rodin, από τονGiacometti και τον Tiepolo. Θα ήταν όμως λάθος να εκληφθούν τα σχέδια αυτά απλώς σαν γραφιστικές φαντασιώσεις του προσφερόμενου κορμιού, ως το εικαστικό πάρισο μιας πραγματοποιημένης ή απραγματοποίητης συνουσίας. Πιστεύω πως τα χιλιάδες (!) αυτά σχέδια βρίσκονται σε μια απόλυτα διαλεκτική σχέση με την υπόλοιπη ζωγραφική του. Και εκεί και εδώ το ίδιο χάος χαρτογραφείται. Το χάος του σύμπαντος κόσμου εξισωμένο προς το χάος μιας ανώνυμης, ανθρώπινης ύπαρξης, ενός κοριτσιού με συστραμμένο έτσι το κεφάλι ώστε να μη βλέπουμε το βλέμμα του. Ο Χρυσόστομος είναι έτσι σαν να μας λέει πως ο κάθε άνθρωπος είναι ένας ολόκληρος κόσμος, ένα νησί στις ακτές του οποίου μπορούμε να κολυμπήσουμε αλλά ποτέ δεν θα διαπεράσουμε ολόκληρη την ενδοχώρα του: τόσο κοντά και τόσο μακριά μας. Τελικά, τόσο μα τόσο μακριά... Όπως και κάθε ουτοπία.



Μάνος Στεφανίδης

05.07.12

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου