Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Μοντέρνα τέχνη: Οι τελετές των δισεκατομμυριούχων

Ο γερμανός καθηγητής της Θεωρίας της Τέχνης Χ. Φάλκενμπεργκ συνδέει την έκρηξη της αφηρημένης τέχνης με το big bang του μεταπολεμικού καπιταλισμού. Εχει δίκιο;
O πρώην χρηματιστής - Ο Τζεφ Κουνς, τον Ιούνιο του 2012, ποζάρει χαμογελαστός μπροστά στον πίνακά του "Antiquity 3", σε έκθεση ζωγραφικής στην Φρανκφούρτη.

Είναι το μεταπολεμικό κίνημα της μοντέρνας τέχνης μια «θρησκευτική έκφραση» των όπου Γης δισεκατομμυριούχων; Και ποια είναι η αντανάκλαση του χρηματιστηρίου της μοντέρνας τέχνης με τις αποφάσεις των ηγετών, από τον Κένεντι ως τον Ρίγκαν και τον Κλίντον; Πώς διαμορφώθηκε η θηριώδης παγκόσμια οικονομία της αγοράς;

Σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του στους «Financial Times» ο γερμανός συλλέκτης και καθηγητής της Θεωρίας της Τέχνης στην Ακαδημία Τεχνών του Αμβούργου, Χάραλντ Φάλκενμπεργκ, κάνει ακριβώς αυτό, ανατρέχει δηλαδή στην ανά δεκαετία αλληλένδετη σχέση μεταξύ της οικονομίας και του κόσμου της τέχνης. Χρησιμοποιεί ως αφετηρία ένα ορόσημο για την Ιστορία της σύγχρονης τέχνης - σύμφωνα με τον αμερικανό κριτικό και φιλόσοφο της τέχνης Αρθουρ Ντάντο: την έκθεση του Αντι Γουόρχολ στην γκαλερί Stable στη Νέα Υόρκη, όπου παρουσίασε τα περιβόητα ξύλινα κουτιά, αντίγραφα των πακέτων συσκευασίας των σφουγγαριών με σαπούνι Brillo. Η έκθεση είχε γίνει το 1964, τέσσερα χρόνια μετά την ανακοίνωση των προγραμματικών θέσεων του Τζον Φ. Κένεντι, με το σύνθημα «Νέα Σύνορα» (Νew Frontier), η ευφορία ήταν διάχυτη για το οικονομικό θαύμα της Αμερικής και το ενδιαφέρον μεγάλο για τα καλλιτεχνικά κινήματα που το περιέθαλπαν σατιρίζοντάς το - ως γνωστόν, ο Αντι Γουόρχολ, υπεύθυνος για το «θαύμα» να μεταμορφώσει αντικείμενα της καθημερινής ζωής σε έργα τέχνης και την τέχνη σε μπίζνες, ηγείτο αυτής της σχέσης αγάπης - υπονόμευσης...
Είχε, εξάλλου, καταφέρει κάτι μοναδικό: είχε μόλις προσφέρει στη νέα καπιταλιστική ελίτ, η οποία, συνήθως ξεκινώντας από το μηδέν, συγκέντρωνε τεράστιες περιουσίες, ένα πολύ δυνατό σύμβολο για να εκφράσει τη νέα γλώσσα που διαμορφωνόταν. Την τέχνη που ναι μεν ερχόταν σε πλήρη ρήξη με το παρελθόν αλλά και που αποτελούσε ένα σύστημα επικοινωνίας με το μεταπολεμικό πολιτικό ρεύμα της Δύσης και τη μετεξέλιξη του καπιταλισμού. Ενα σύστημα επικοινωνίας που αναζητούσε τα δικά του «ιερά σύμβολα» και μέσα σε τριάντα χρόνια πέρασε από το Brillo του Γουόρχολ στην αγελάδα στη φορμόλη του Ντέμιαν Χερστ.
Οταν, λοιπόν, ακολούθησε η κάμψη της αγοράς τη δεκαετία του '70 εξαιτίας του οικονομικού κραχ που προκλήθηκε από την ενεργειακή κρίση και από την ήττα στον πόλεμο του Βιετνάμ, η αγορά της τέχνης μέτρησε τις απώλειές της. Μετά φτάσαμε στη δεκαετία του '80, όπου με συντονισμένες χορογραφίες οι συντηρητικοί Ρόναλντ Ρίγκαν, Μάργκαρετ Θάτσερ και Χέλμουτ Κολ ανέδειξαν την ατομικότητα και απενοχοποίησαν τον άκρατο πλουτισμό. Οι γιάπις είχαν όλα τα λεφτά για να αγοράσουν τέχνη καλλιτεχνών οι οποίοι με τη σειρά τους, επηρεασμένοι από το κλίμα της εποχής, χωρίς να έχουν κανέναν να τους προφυλάξει από τον ίδιο τους τον εαυτό («Protect me from what I want», όπως έλεγε η συνάδελφός τους Τζένι Χόλζερ), απέβαλαν τους όποιους ενδοιασμούς για το ασυγκράτητο φλερτ με την αγορά της τέχνης.
Οι τιμές έφτασαν σε δυσθεώρητα ύψη, καθώς ο - ποιος άλλος από έναν πρώην χρηματιστή - Τζεφ Κουνς έβαλε για τα καλά την τέχνη στο χρηματιστήριο. Ο Αντι Γουόρχολ είχε διαχωρίσει την πρόθεση του καλλιτέχνη από τη δημιουργική διαδικασία, ο Γιόζεφ Μπόις είχε δυναμιτίσει την ιδέα της μοναδικότητας του καλλιτέχνη με το μότο του «κάθε άνθρωπος είναι καλλιτέχνης» και ο Μαρσέλ Ντυσάν δεν θα μάθαινε ποτέ πόσο ανεπανόρθωτα επηρέασε την τέχνη του 20ού, αλλά και του 21ου αιώνα, όταν παρουσίαζε τον θρυλικό ουρητήρα του, «Fountain», το 1917, σε έκθεση στη Νέα Υόρκη. Readymade, κακότεχνη ζωγραφική (το άστρο του Ντέμιαν Χερστ είχε αρχίσει να ανατέλλει) και ένα ξέφρενο πάρτι που σταμάτησε απότομα στις αρχές της δεκαετίας του '90 όταν κάποιος έκλεισε απότομα τον διακόπτη. Το ανατολικό μπλοκ είχε πέσει και χρειαζόταν κάποιος χρόνος για να απορροφηθεί το σοκ από τις αγορές. Στο μεταξύ, σύμφωνα με τον Φάλκενμπεργκ, τα κακόγουστα 80s που είχαν μόλις εκπνεύσει θα έμεναν στην Ιστορία ως η δεκαετία στην οποία «πουλήθηκαν τα περισσότερα έργα τέχνης από ό,τι σε όλους τους αιώνες που προηγήθηκαν».

Πάτρωνες και επιμελητές
Οι αγορές είναι εκείνες που καθόρισαν τις εξελίξεις στα χρόνια διακυβέρνησης Μπιλ Κλίντον και Τζορτζ Μπους του νεότερου. Αυτά ήταν μεγαλεία. Οπως η προτροπή του Κένεντι για τα «Νέα Σύνορα» (New Frontier) δεν ήταν ασύνδετη με τους νέους πειραματισμούς στην τέχνη, έτσι και η νέα αμερικανική αισιοδοξία της εποχής Κλίντον και η φρενήρης ανάπτυξη των αγορών δεν μπορούσε παρά να εκφραστεί με την έμφαση σε νέους εικονοκλάστες καλλιτέχνες.
Ο Αντι Γουόρχολ, ο Τζεφ Κουνς και βεβαίως οι μεγάλοι της τέχνης εξακολούθησαν να είναι περιζήτητοι, όμως οι επιμελητές άρχισαν να μυρίζουν έντονα το νέο αίμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και αυτό ακριβώς το ανιχνευτικό ταλέντο τους ενδυνάμωσε τη θέση τους και προκάλεσε το φαινόμενο που ο Φάλκενμπεργκ αποκαλεί «curatism». Οι Μπιενάλε και Τριενάλε αυξήθηκαν κατακόρυφα και οι νέοι καλλιτέχνες έγιναν το «κλειδί»: η διατράνωση μιας άποψης ήδη διαμορφωμένης στο μυαλό του επιμελητή πραγματοποιείται μέσα από τη δουλειά καλλιτεχνών που επιλέγονται περισσότερο για να αποδείξουν ένα point παρά για να το σχηματοποιήσουν.
Οι οίκοι δημοπρασιών ακολούθησαν την τάση. Οι νέοι καλλιτέχνες παρείχαν πρόσφορο έδαφος για «τζόγο», προσφιλές παιχνίδι της εποχής στο πλαίσιο του οποίου ανερχόμενοι καλλιτέχνες «στοχοποιούνταν» σε δημοπρασίες πριν από τα εγκαίνια εκθέσεών τους, προκειμένου να ανέβουν οι τιμές των έργων τους. Η τέχνη χρησιμοποιήθηκε ως επένδυση μικρού και μεσαίου ρίσκου η οποία απέφερε κέρδη όταν ξανάπεφτε στην αρένα της αγοράς με την αξία της ανεβασμένη. Μια «έξυπνη» επένδυση, εξού και επιδόθηκαν σε αυτή εξίσου έξυπνοι άνθρωποι: δισεκατομμυριούχοι όπως οι επιχειρηματίες ειδών πολυτελείας Μπερνάρ Αρνό και Φρανσουά Πινό ή ο διαφημιστής Τσαρλς Σάατσι. Φιλότεχνοι πέρα από κάθε αμφιβολία, οι οποίοι ωστόσο γνωρίζουν δυο-τρία πράγματα για τις μπίζνες και τους κανόνες που διέπουν τη στρατηγική της παγκόσμιας αγοράς. Το γεγονός ότι η καλλιτεχνική  παραγωγή καθοδηγήθηκε από δισεκατομμυριούχους «ιμπρεσάριους», για να πουληθεί σε πρόσωπα αντίστοιχης ισχύος, όχι μόνο δίνει την εξήγηση για τις υψηλές τιμές της μοντέρνας τέχνης, αλλά επιβεβαιώνει και την προσέγγιση του Φάλκενμπεργκ ότι η τέχνη είναι η «θρησκεία» της μεταπολεμικής δυτικής καπιταλιστικής ελίτ, η οποία τελεί σε μια διαρκή αναζήτηση για τα «ιερά σύμβολά» της.

Και ύστερα κατέρρευσε η Lehman
Κατά διαβολική σύμπτωση, την ίδια ακριβώς ημέρα, καθώς και την επομένη, ο οίκος Sotheby's πουλούσε έργα του Ντέμιαν Χερστ για το ιλιγγιώδες ποσό των 111 εκατ. στερλινών. Για την ακρίβεια, ο Χερστ περνούσε στην αυτοδιαχείριση, καθώς είχε προσφέρει τα έργα του απευθείας για δημοπρασία, παρακάμπτοντας τους γκαλερίστες του, και έσπαγε έτσι το ρεκόρ για δημοπρασία αφιερωμένη στο έργο ενός καλλιτέχνη - ο προηγούμενος ήταν ο Πικάσο και το ρεκόρ του χρονολογούνταν στο 1993. Ενας καλλιτέχνης θριάμβευε ολομόναχος όσο ένας τραπεζικός κολοσσός χρεοκοπούσε. Η κατάρρευση του χάρτινου πύργου είχε ως αποτέλεσμα τσουνάμι επιπτώσεων, όμως κατά έναν μυστήριο τρόπο τα νούμερα που καταφθάνουν από τους οίκους δημοπρασιών εξακολουθούν να ακούγονται εξωφρενικά. Οπως, για παράδειγμα, τα 142,2 εκατομμύρια δολάρια για το τρίπτυχο του Φράνσις Μπέικον «Τρεις μελέτες του Λούσιαν Φρόιντ», το ακριβότερο έργο που πουλήθηκε ποτέ σε δημοπρασία. Το φουσκωτό σκυλάκι, «Balloon Dog», του Τζεφ Κουνς άγγιξε τα 58,4 εκατομμύρια δολάρια και έγινε έτσι το πιο ακριβό έργο καλλιτέχνη εν ζωή που πουλήθηκε ποτέ. Απολογισμός για τη συγκεκριμένη δημοπρασία των Christie's: 670,4 εκατομμύρια δολάρια.
Οι πολύ πλούσιοι δεν υποφέρουν και η τέχνη εξακολουθεί να είναι μια αξιόπιστη επένδυση, ένα αγαθό ακίνητης (στο περίπου) περιουσίας σε έναν κόσμο αόρατων κεφαλαίων και επισφαλών μετοχών. Είναι δε ιδιαίτερα συμφέρουσα, δεδομένων των χαμηλών επιτοκίων που προσφέρουν οι τράπεζες και της ευκαιρίας που προσφέρει για ξέπλυμα χρήματος. Η εξωφρενική τιμή ενός έργου τέχνης δεν μπορεί εύκολα να αμφισβητηθεί, είναι πλέον μια συνηθισμένη εκκεντρικότητα. Δεν είναι, βέβαια, το ίδιο εύκολο πλέον να πουλήσεις ξανά ένα έργο τέχνης και η μόδα των καλλιτεχνών αλλάζει πολύ πιο γρήγορα, όπως ακριβώς γίνεται στη σόουμπιζ και στα ποπ είδωλά της. Γιατί λάμψη δεν υπάρχει μόνο στην πρεμιέρα μιας ταινίας ή στην απονομή μουσικών βραβείων, αλλά και στα εγκαίνια μιας έκθεσης ή μιας εικαστικής διοργάνωσης όπου γοητευτικοί VIPs συρρέουν κατά ορδές.
«Η τέχνη έχει γίνει η θρησκεία της υψηλής κοινωνίας» έγραφε για τα εγκαίνια της Art Cologne το αμφιβόλου αξιοπιστίας ταμπλόιντ «Bild», το οποίο όμως εν προκειμένω έκανε ένα εύστοχο σχόλιο. Πέρα από σημαίνον κοινωνικής υπεροχής, που υποδηλώνει εκλεπτυσμό και καλλιέργεια, η τέχνη γίνεται πεδίο αναζήτησης διεξόδων από τα πολιτιστικά, πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα που μας κατακλύζουν. Μια πράξη «αντίστασης» που θα κάνει κάποιος άλλος πριν από εμάς για εμάς. Ο Αϊ Γουέι Γουέι αντιστέκεται στη λογοκρισία της χώρας του και πληρώνει το τίμημα, καθώς παρακολουθείται ανηλεώς από την κινεζική κυβέρνηση. Τα έργα του, όμως, μοσχοπουλιούνται. Οχι στην ανερχόμενη δύναμη Κίνα, οι συλλέκτες της οποίας μπαίνουν δυναμικά στο παιχνίδι, αλλά εκτός αυτής. Σήμερα είναι πιο εύκολο να κάνει ένας καλλιτέχνης διεθνή καριέρα, γιατί το ενδιαφέρον για «εξωτικούς» δημιουργούς έχει αυξηθεί, όπως επίσης και ο αριθμός των συλλεκτών που προέρχονται από τις ίδιες ανερχόμενες χώρες και χτίζουν τις συλλογές τους προσέχοντας να μην παραλείψουν τους εικαστικούς-αστέρες. Ολος ο κόσμος μια σκηνή (τέχνης).

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου