Το οδυνηρό συμβάν της χρεοκοπίας ξυπνά φαντάσματα· ενθυμήσεις καταχωνιασμένες, στερεότυπα κατοχικών γονιών και μικρασιάτων παππούδων, φθαρμένα διαβάσματα που δεν έβρισκαν αντίκρισμα στην πραγματικότητα του προσφάτου παρελθόντος, πόνους εξορκισμένους και εξόριστους από την ευδαίμονα Ισχυρή Ελλάδα του ευρώ. Ξύπνησαν και δυο φαντάσματα, που ενώ στοίχειωσαν την γένεση του κρατιδίου, ακόμη και πριν από τον Ξεσηκωμό, εντούτοις τα τελευταία χρόνια φύραναν, αποδομήθηκαν, μεταστοιχειώθηκαν: ο λαός και το έθνος.

Προλαβαίνω: ας μην ταυτίσουμε επιπόλαια τον λαό με τον λαϊκισμό, και το έθνος με την εθνοκαπηλία. Ας τα δούμε στις πολλαπλές τους εκδιπλώσεις μες στην ιστορική διάρκεια, όπως μάλιστα φανερώνονται ιδρυτικά στην ευρωπαϊκή νεωτερικότητα, από την αυγή του Διαφωτισμού ώς το μεσουράνημα του Ρομαντισμού. Κι ας συνυπολογίσουμε ότι η ανάδυση του νεότερου ελληνισμού τροφοδοτείται από αυτά τα μέγιστα κινήματα και σε μεγάλο βαθμό τα εκφράζει κιόλας, σχεδόν ιδανικά. Ρομαντική είναι η σύλληψη της έννοιας λαός, ρομαντική είναι η αποκρυστάλλωση του έθνους, από τον Χέρντερ και τον Γκέτε έως τον Σίλλερ και τον Φίχτε· ρομαντική είναι η ουσία της σολωμικής ποίησης και η ενιαία ιστορική αφήγηση του ελληνικού λαού από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και τον Κ. Παπαρρηγόπουλο, ρομαντική η φύτρα του Παλαμά και του Σικελιανού, και του Σεφέρη και του Ελύτη. Ακόμη και ο νεοκλασικισμός στην Ελλάδα ρομαντικά βιώθηκε. Κι η ελληνική εθνογένεση πορεύεται χέρι χέρι με τη γερμανική εθνογένεση.

Υπό μία έννοια λοιπόν, η χρεοκοπία του 2012 και η συνοδός διεθνής επιτήρηση θυμίζει τη χρεοκοπία του 1893, που κατέστη αφορμή για βαθείς ιδεολογικούς και πολιτικούς μετασχηματισμούς, εκφραζόμενους πολύτροπα από διαφορετικές προσωπικότητες όπως ο Παλαμάς, ο Δραγούμης και ο Βενιζέλος. Αναδιατύπωσαν, ανατροφοδότησαν την αφήγηση του λαού και του έθνους, έτσι ώστε λαός και έθνος να ανορθωθούν και να επανεκκινήσουν προς την ιστορική τους μοίρα.

Πώς συζητούνται σήμερα αυτά τα θεμελιώδη, ο λαός και το έθνος; Μάλλον: Πώς βιώνονται; Πώς συμβάλλουν στην αυτοαναγνώριση και στην αίσθηση του συνανήκειν; Ολα εν συγχύσει ― η γρήγορη απάντηση. Για πολλούς λόγους, που δεν μπορούμε να αναπτύξουμε εδώ· μόνο ας υπαινιχθούμε πρόχειρα μια υβριδική κουλτούρα κοσμοπολιτισμού, ναρκισσισμού, υποτέλειας και ψυχικής μειονεξίας, συνδαυλιζόμενη από ιδιοτελή ραγιαδισμό, μεταπρατικά συμφέροντα και εθελοδουλία.

Κατά τα λοιπά, η ιστορία. Πάντα παρούσα, διδακτική ή είρων. Ιστορία των ιδεών. Από τον ρομαντικό 19ο αιώνα των πτωχεύσεων, της πελατοκρατίας και των διχασμών, ας θυμηθούμε τις ιδρυτικές ρομαντικές ιδέες περί λαού και έθνους, τόσο δραματικά επίκαιρες, τόσο φρέσκα αποκρινόμενες σε σημερινούς βολοδαρμούς.

Πρώτα ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, εισηγητής του πνεύματος του λαού παρ’ ημίν, ο υποστηρίξας ότι θεμέλια της καθόλου υπάρξεως είναι η γυνή και ο λαός. Το 1857 ήδη διαπιστώνει ότι οι λογιώτατοι απεχθάνονται τη λέξη λαός:

«Παρά μικρόν η λέξις Λαός ήλθε ν’ αποβληθή εκ της Ελληνικής συνηθείας. Επικρατέστεραι δε παρά τοις συγγραφεύσι του Βυζαντινού μεσαιώνος διέμειναν αι φράσεις Όχλος, Συρφετός, Όμιλος αγυρτώδης, Λύμα, το Χυδαίον, και έτεραι του αυτού είδους, άς άλλως τε ο λογιώτατος ουδέποτε μετεχειρίσατο μη κεκαρυκευμένας, εις επίδειξιν μισοδημίας, επιθέτοις υβριστικοίς και περιφρονητικοίς. Και όμως ο λογιώτατος ούτος ωνομάζετο χριστιανός. Εις εκατόν και πεντήκοντα δύο περιστάσεις αυτή και μόνη η Καινή Διαθήκη προσφωνεί απεριφράστως και επικαλείται του Λαού το όνομα!»

Υστερα ο φλογερός Ανδρέας Ρηγόπουλος, ο συνομιλητής του Βίκτωρος Ουγώ, του Ματσίνι και του Γκαριμπάλντι, λέει στη Βουλή, δέκα χρόνια πριν από την πτώχευση:

«Κλαίω εφ’ υμάς και επί τα τέκνα σας, ω στρατιωτικοί, οίτινες θα σύρετε τα ξίφη σας όχι πλέον υπέρ του Ελληνισμού, διότι αυτός δεν θα υπάρχει αλλ’ υπέρ των συμφερόντων των ξένων· κλαίω εφ’ υμάς και επί τα τέκνα σας, ω ναυτικοί, διότι θα χρησιμοποιήσητε την θαλασσινήν υμών ικανότητα υπέρ των ξένων ισχυρών, και θ’αποτελήτε τα πληρώματα των πλοίων των ως εις τον καιρόν των Βενετών· κλαίω επί σε, ω Ελληνικέ λαέ, διότι θα έλθη ημέρα καθ’ ην αι νέαι γενεαί δεν θα έχουν κανέν ιδανικόν, διότι ο Ελληνισμός εξέλιπε και καμμία έμπνευσις δεν θα υπάρχη ούτε εις την φιλολογίαν ούτε εις την πολιτικήν· κλαίω εφ’ υμάς ω γεωργοί, ω βιομήχανοι, ω έμποροι, διότι θα σας επιβάλλουν βαρείς δασμούς εις τα προϊόντα σας, διότι θα σας στέλλουν τα ιδικά των μηχανήματα και θα σας τα πωλούν ακριβά, διότι θα γίνετε μεσίται και όχι έμποροι, έως ου καταντήσει ο ελληνικός λαός είλως εργαζόμενος υπέρ των ξένων».