Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Η εξύμνηση της άγνοιας

 Αυτό που δεν καταλαβαίνουμε γίνεται πιο ισχυρό από μας. Είναι το άγνωστο που φαντάζει μυστηριωδώς ανυπότακτο από τα ανθρώπινα δεδομένα και σκέψη. Είναι όμως η ίδια η σκέψη που ορίζει αυτό το πλαίσιο του απλησίαστου, σε καταστάσεις που στην πραγματικότητα ενυπάρχουν με κάθε φυσικότητα σε κάθε καθημερινή περίσταση μιας ύπαρξης.

  Το θαύμα ή αλλιώς θαυμαστό, χαρακτηρίζεται από μια στάση παγώματος απέναντι στην ερμηνεία του ως γεγονός και προτιμάται να αφήνεται στο συρτάρι με τις εξιδανικευμένες στιγμές, για να χρησιμοποιείται ως τοτέμ. Η εξήγηση δε δύναται να δοθεί αν δε θελήσει κανείς να ρίξει το φόβο της ενδεχόμενης κατάρριψης του ρομαντισμού, που διακατέχει μια πίστη. Η εκλογίκευση για κάποιους σηματοδοτεί την αρχή ενός δρόμου δίχως μαγεία, φαντασία, συναίσθημα ή την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο πέρα από αυτό που βλέπουμε, το υλικό. Η ανάγκη να κρατήσει κάποιος για πάντα το χάος της μη συνείδησης, γίνεται ηρωική στάση, περιβάλλεται από παιδική ονειρικότητα γιατί θα επιφέρει μια ένταση συναισθηματική και ο ήρωας θα πλανιέται με δυσκολία σε μια πικρόγλυκη περιήγηση, σε έναν κόσμο που σχεδιάστηκε για να τον περιπλέκει ολοένα και πιο πεισματικά, στο υπερδύναμο και άδικο αδιέξοδο. Καθίσταται έτσι ο ίδιος μερακλής, πονεμένος, αλλά πάντα επιλέγει τον ίδιο κύκλο ώστε να επιβεβαιωθεί η δύναμη που είναι πάνω από αυτόν.

 Το καλό άγνωστο, αυτό το κάτι που εμφανίζεται και μας σώζει, έστω και για λίγο, πρέπει να παραμείνει άγνωστο για να έχει δύναμη. Για να μπορεί κανείς να επικαλεσθεί την ίδια δύναμη ή να την εξυμνήσει στους άλλους θα την αγαπήσει ως κάτι μοναδικό. Η αγάπη η ίδια θα βαφτεί με το χρώμα του άγνωστου, γιατί το συναίσθημα θα γίνει αποδεκτό μόνο ως πρόβλημα που  έρχεται από το πουθενά. Το πρόβλημα θα είναι ότι ποτέ δεν ελέγχεται η προέλευση, η ένταση και ποτέ δεν υπάρχει ερμηνεία, εκτός κι αν είναι επιδερμική και δίνεται κατόπιν εορτής.

 Το συναίσθημα ως συνθήκη που προκαλεί η ίδια η σκέψη δέχεται το χλευασμό του υπερρεαλιστικού. Δε θέλει η ψυχή να το δει στη βάση του ματιού του, γιατί θα είναι κουραστική η διαδικασία και θα καταστήσει το άτομο μαχόμενο σε μια αρένα μονάχα με τον εαυτό του και τις κρυφές του μνήμες. Οι πεποιθήσεις, οι λέξεις που ξεφεύγουν και πετούν σε πιο φανερά σημεία του εγκεφάλου, γίνονται μια περιπέτεια με πολύ χρώμα στην ουσία του. Όσο ξεδιαλύνεται το τοπίο, τόσο ο λαβύρινθος σπάει και η αγάπη θα τρέχει πιο γρήγορα, χωρίς περιορισμούς. Μα δεν το είχε σκεφτεί αυτό το μεγαλωμένο παιδί. Το επόμενο βήμα, θα είναι πιο βαθύ, θα το φέρνει σε άλλες περίπλοκες συνάψεις, που θα έχει όμως τη χαρά της σιγουριάς ότι είναι παιχνιδάκι πλέον να περπατήσει πάνω και σε κινούμενα ύδατα. Όσο αδύνατο κι αν φαίνεται μετά για τον κάθε παρατηρητή, τόσο θα ενθυμάται την προγενέστερη απεικόνιση του πεπειραμένου ως αδιανόητα χαρισματικού, που διέπονταν από το υπερβατικό, που δε χαρακτηρίζεται από το ανθρώπινο, αλλά από την ανωτερότητα απέναντι σε κάποιον που δεν έχει δώσει στο είναι του το δικαίωμα να αποφασίσει να πετάξει.





Μαρία Τασούλα, 14-2-16

αναδημοσίευση από ΗΧΩ Φλώρινας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου