Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ Η ποίησή του μύριζε μπαρούτι...





Η ποίηση του Βάρναλη γράφει ο Μενέλαος Λουντέμης 
«δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από την αρχή μπαρούτι. Κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά "γυμνάσματα" και δοκιμές και περιπλανήσεις στους "λειμώνες των ασφοδελών". Μ' άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Οχι. Η ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα πού 'πεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού».

Ενας πολύ καλός φιλόλογος κι εκπαιδευτικός στη νεότητά του υπήρξε ο Κώστας Βάρναλης, «αλλά χωρίς κριτικό νου» - όπως σημειώνει στα μελετήματά του για τον Βάρναλη ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου - «βουτηγμένος στον πιο αντιδραστικό λογοτεχνικό σκοταδισμό, χώριζε την τέχνη από τη ζωή της κοινωνίας, όπως οι περισσότεροι του σιναφιού του. Στον κλειστό κύκλο των ποετάστρων τίποτα δεν περνούσε από τον έξω κόσμο, από το χώρο των ανθρώπων της δουλειάς, της παραγωγής υλικών και πνευματικών αγαθών. Αυτά τα δυο αγαθά ήταν διαιρεμένα, απόλυτα ασύνδετα μεταξύ τους. Και τούτος ο απόλυτος χωρισμός προκαλούσε τη διάσπαση της προσωπικότητας του ανθρώπου της τέχνης, του ποιητή. Τέτοιος φιλόλογος και τέτοιος λογοτέχνης ήταν ο Βάρναλης ως πριν από το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Αριστος τεχνίτης του στίχου, μα για να ντύνει τον αισθησιασμό του και τις απόλυτες ιδέες καλλιτεχνικά».
Αρχαιογνωσία και μελαγχολία
Και πράγματι, στα πρώτα του ποιήματα ο Βάρναλης επιδιδόταν στην τέλεια επεξεργασία του στίχου κι αναζητούσε τα θέματά του στην αρχαιότητα. Η βαθιά αρχαιογνωσία του και η αρχαιολατρία του μαζί, του ενέπνευσαν μερικά από τα πιο όμορφα ποιήματά του. Ορισμένα απ' αυτά δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Ηγησώ», που ο ίδιος ίδρυσε και αποπνέουν την ευγένεια και τη μελαγχολία του ομώνυμου αρχαίου μνημείου της θλιμμένης κόρης του Προξένου (που έμεινε στην ιστορία γνωστή από την ανάγλυφη παράστασή της σε επιτύμβια στήλη ιδιαιτέρου κάλλους και αισθητικής που βρέθηκε στον Κεραμεικό).
Ο Βάρναλης έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα Ελληνικά Γράμματα με ποιήματα που δημοσίευσε στο περιοδικό «ΝΟΥΜΑΣ» του Δ. Ταγκόπουλου. Τα ίδια αυτά ποιήματα συμπληρωμένα τα περιέλαβε στην πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον γενικό τίτλο «ΚΗΡΗΘΡΕΣ» που κυκλοφόρησε το 1905, έργο το οποίο θα αποκηρύξει αργότερα σαν ιδεαλιστικό παραλήρημα. Ωστόσο, η κριτική θα αναγνωρίσει τη ρωμαλέα ποιητική του ιδιοσυγκρασία. Ο Ν. Καρβούνης θα πει για τις «Κηρήθρες»: «Φέρνει την υπόσχεση της φόρμιγγας του μεγάλου Πανός».
Βέβαια, πρώτη του ποιητική δουλειά ήταν οι «ΠΥΘΜΕΝΕΣ», μια ποιητική συλλογή που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, αφού προηγουμένως εντοπίστηκε στο Αρχείο του Κωστή Παλαμά. Ο Βάρναλης είχε στείλει τους «ΠΥΘΜΕΝΕΣ» στον Παλαμά, ζητώντας απ' αυτόν την κριτική και τις συμβουλές του, επιθυμία στην οποία ο Παλαμάς ανταποκρίθηκε. Σ' ένα κείμενό του, γραμμένο στα χρόνια της κατοχής απ' αφορμή το θάνατο του Παλαμά, ο Βάρναλης περιγράφει ως εξής εκείνη την επαφή μαζί του: «Του 'στειλα με το Ταχυδρομείο σ' ένα φάκελο χειρόγραφα ποιήματά μου και τον παρακαλούσα να μου πει τη γνώμη του. Καθαρογραμμένα, καλλιγραφημένα. Αυτό είτανε το μοναδικό τους προσόν. Υστερα από μέρες πήρα μια "βραχεία". Μου έγραφε: "Φίλε... συνάδελφε!". Πωπώ! Πήγα να τρελαθώ απ' τη χαρά μου».
Η μεταστροφή
«Σαν ιδεαλιστής» - σημειώνει ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου - «πίστευε πως δεν είναι ο κοινωνικός παράγοντας που παράγει και διαμορφώνει τις ιδέες, μα πως ο αντικειμενικός υλικός κόσμος είναι το αντικαθρέφτισμα των ιδεών. Ο πόλεμος με τις εκατόμβες των θυμάτων, με τις καταστροφές του τον έθιξαν στο συναίσθημα το Βάρναλη. Από κει άρχισε και η ιδεολογική του αλλαγή. Δεν ήταν ο μόνος που συγκλονίστηκε. Ηταν όμως από κείνους που δεν έμεινε μόνο στο ανθρωπιστικό συναίσθημα. Ζήτησε εξηγήσεις σχετικά με τις αιτίες των πολέμων. Για να κατανοήσει τα εξωτερικά, τα κοινωνικά φαινόμενα έπρεπε να επιστρατευτεί το μυαλό, γιατί αυτό θα επεξεργαζόταν τις απαντήσεις. Ετσι ο πριν άκριτος, διακρίθηκε από τότε για την οξύτητα της κρίσης του. Μένει για πάντα σαν ένα από τα σημαντικότερα κριτικά μυαλά στην ιστορία της Ελλάδας αλλά και του κόσμου. Για να φτάσει στην ανυπέρβλητη διαύγεια η σκέψη του, τού χρειάστηκε και η συμβολή του χαρακτήρα του».
Το λέει άλλωστε και ο ίδιος: «... εξόν από τη συναισθηματική ευαισθησία, εξόν από την ικανότητα του να καταλαβαίνει κανείς την πραγματικότητα, χρειάζεται και χαρακτήρας. Δυστυχώς, τα ταξικά καθεστώτα φροντίζουνε όχι μόνο να χαλάνε το μυαλό, μα και τους χαρακτήρες των θυμάτων τους».
Το 1919 όμως ένα πολύστιχο (480 στίχοι) ποίημα «Ο προσκυνητής», σύνθεση αριστουργηματική που μέσα της «αστράφτει η γλώσσα του λαού», θα σηματοδοτήσει τη στροφή του, τη νέα πορεία του ποιητή.
Ο «Προσκυνητής» είναι το ορόσημο, το μεταβατικό σημείο για τον Βάρναλη. Το παλιό συνυπάρχει με το καινούριο. Ο παλιός και έμπειρος τεχνίτης του στίχου παρατάει το μικρό ποίημα και καταπιάνεται με το έπος, το μεγάλο ποίημα το χωρισμένο σε άσματα. Το παράδειγμα του Παλαμά, μαζί ίσως και του Βαλαωρίτη, ακόμα και του Σολωμού του θρέφει τις φιλοδοξίες. Δεν είναι τυχαίο ότι στον «Προσκυνητή» προσπαθεί να συγκεράσει την αρχαία, βυζαντινή και σύγχρονη λαϊκή παράδοση, που είχε πρωτεργάτη τον Παλαμά, μαζί με το παγανιστικό, χριστιανικό και λαϊκό θρησκευτικό πνεύμα που ήδη είχε αρχίσει να διαπλάθει στο έργο του ο Σικελιανός.
Ο Γιάννης Κορδάτος σημειώνει: «Πολλοί χαρακτηρίζουν τον "Προσκυνητή" μεγαλόπνοο εθνικιστικότατο ποίημα. Σωστό είναι πως ο "Προσκυνητής"... έχει έντονη εθνικιστική νότα και ρητορικότητα, όχι όμως και σωβινισμό. Στο ποίημα υμνείται η Ελλάδα σε ολόκληρη την ιστορική της διαδρομή και σε όλες τις εκδηλώσεις της (ηρωισμός, διονυσιασμός, φύση, τέχνη, γυναίκες). Ο "Προσκυνητής" αποτελεί ορόσημο. Απαρχή της νέας ποιητικής δημιουργίας του Βάρναλη».
Ο επαναστάτης ποιητής
Η μεταβολή του Βάρναλη ήταν απότομη, αληθινή μεταστροφή. Στη συνείδηση του ποιητή άλλαξε ολότελα η αντίληψη του κόσμου. Ο Μάρκος Αυγέρης έγραψε: «Από την αισθητική αρχαϊκή και διακοσμητική λογοτεχνία προσγειώνεται ξαφνικά στη σημερινή δραματική πραγματικότητα, αφήνει τους πολυσύχναστους παλιούς δρόμους, αλλάζει πορεία κι ακολουθεί αποφασιστικά τη νέα ανθρωπότητα, που έρχεται ν' αναγεννήσει τον τόπο. Τη συνείδηση του Ποιητή από δω και πέρα θα τη γεμίσει το τρικυμισμένο πνεύμα του εικοστού αιώνα. Η μεταβολή έγινε όταν ο Ποιητής ήταν στο Παρίσι για μετεκπαίδευση. Εκεί όπως σ' όλη την Ευρώπη είχαν ξεσπάσει τα φιλειρηνικά και κοινωνικά νέα ρεύματα, τα συγχυσμένα αισθήματα της απογοήτευσης, της διαμαρτυρίας, το πνεύμα της επανάστασης».
Για το ίδιο θέμα ο Δημήτρης Γληνός έχει γράψει: «Η κρίσιμη στιγμή φυσικά από καιρό ετοιμαζότανε μέσα του. Από τον καιρό που έζησε τον βαλκανικό πόλεμο και τον εθνικό θρίαμβο. Μιαν ανταρσία, μιαν αντίθεση με τα καθιερωμένα είχε πάντα μέσα του. Τώρα, όμως, στο Παρίσι ήρθε σε αμεσότατη επαφή με τις μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις. Ο Ρομαίν Ρολλάν, ο Μπαρμπύς τον επηρεάζουνε. Ακούει την κριτική των αριστερών για το μεγάλο πόλεμο. Και πέρα στο βάθος του ορίζοντα ξεχωρίζει τις τεράστιες φλόγες της ρουσικής επανάστασης».
Σε τέτοιες συνθήκες εξωτερικών ερεθισμάτων και εσωτερικής πνευματικής επανάστασης γράφτηκε το «Φως που καίει», που κυκλοφορεί στην Αθήνα τον Οκτώβρη - Νοέμβρη 1922. Ο πρώτος που το υποδέχεται είναι ο Κώστας Παρορίτης από τις στήλες του «Νουμά»«Στη θέση που 'πεσε η πόρνη (η παλιά κοινωνία) έρχεται ύστερα ο Λαός για να βροντοφωνήσει ότι η ζωή δεν είναι προνόμιο των λίγων αλλά δικαίωμα των πολλών:
Ενα μεγάλο σπίτι είναι όλη Σφαίρα
κι είναι όλοι αδέρφια, θεοί και κυβερνήτες
και κει το πνεύμα των ανθρώπων,
η Αλήθεια, η αρετή, το ωραίο,
είναι ολωνών χαρά κι έργο ολωνώνε».


Φλογίστηκε από τα ιδανικά της σοσιαλιστικής επανάστασης
Διήμερο συνέδριο, με τίτλο: «Κ. Βάρναλης, φως που πάντα καίει», οργανώνει η ΚΕ του ΚΚΕ στις 16 και 17 του Απρίλη

Ο Βάρναλης το 1935 στη Μόσχα με τον Δ. Γληνό (δεξιά) και τον Κανονίδη, διευθυντή του ελληνικού θεάτρου του Σοχούμ, στο συνέδριο Σοβιετικών συγγραφέων
..Οχι με λόγια, μ' έργα τ' Αδικο πολέμα!Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου!
Τ' άδικο μ' αίμα θρέφεται! Πνίξε το με αίμα.
Κι άμα θα σπάσουν οι αλυσίδες τ' αδερφού
η λευτεριά η δικιά σου θάναι λευτεριά σου,
κι ανάγκη πια δεν θα 'χεις κανενός Θεού!...
Η αποφασιστική στιγμή της μεταστροφής του πνευματικού ανθρώπου, του στοχαστή, του ποιητή, Κώστα Βάρναλη, προς την κοινωνική και επαναστατική τέχνη, κατά τον Μ. Μ. Παπαϊωάννου «φτάνει με την Οχτωβριανή επανάσταση του 1917. Τότε η μούσα του Βάρναλη φλογίζεται από τα ιδανικά της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης, από τους αγώνες της εργατικής τάξης. Τότε θ' αγαναχτήσουν και θα χύσουν χολή οι αργυρώνητοι των εφημερίδων εναντίον του, γιατί τους έβγαλε τη μάσκα».
Εγώ 'μαι η ιερή Πατρίδα,
πόχω τον πόλεμο θεμέλιο,
της ευτυχίας των δυνατών θεμέλιο,
για να μπορούν να χαίρονται, γινόμενοι
πιο δυνατοί
και πιο σκληροί,
πιο αχρείοι,
τις αδερφές, τις μάνες των «ηρώων»
μαζί με το αίμα των «ηρώων».
(Από την πρώτη έκδοση του «Φως που καίει»)
Αγαλλίασαν οι καταπιεζόμενοι
«Αυτή η "ιερή" πατρίδα παρομοιαζόταν με πόρνη!» - σημειώνει ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου - «Αλαλάξαν οι αντιδραστικοί. Αγαλλίασαν οι καταπιεζόμενοι κι όσοι διανοούμενοι ήταν μαζί τους. Κ' είχε πέσει αυτό το επαναστατικό βιβλίο στην ώρα. Είχε γραφεί πριν, μα κυκλοφόρησε ύστερα από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τα εκατομμύρια των προσφύγων, οι στρατιώτες του μετώπου, οι απορφανισμένες οικογένειες των σκοτωμένων, οι άνεργοι, οι κακοπληρωμένοι μεροκαματιάρηδες και μισθωτοί, οι άστεγοι, οι πεινασμένοι παίρναν από την καταγγελία του Βάρναλη την απάντηση στα ερωτήματά τους, ποιος ο δολοφόνος και γιατί; Υστερα απ' αυτό, άπατρις ο Βάρναλης! Ομως γέμισε από απάτριδες η λογοτεχνία μας, η χώρα, όλες οι χώρες της Γης. Η ως τότε «ιερή» πατρίδα τέλος. Αλλη πατρίδα αναδυόταν, η πατρίδα των θυμάτων των πολέμων, του μεγάλου κεφαλαίου».


«Ακου, πώς παίρνουνε οι αέρες χιλιάδων χρόνων τη φωνή ... και πώς τη ματαλέν βουνά, πεδιάδες, θάλασσες, χωριά και πολιτείες: Οθε περνάει γκρεμίζει τα βασίλεια του Μίσους, της Ψευτιάς, της Αδικίας στηλώνοντας τετράπλατο, τετράφωτο το Ενα βασίλειο της Αγάπης, της Παγκόσμιας Αγάπης το βασίλειο!». Αυτό το βασίλειο της δουλειάς, της ειρήνης και της πανανθρώπινης φιλίας, όπως το λέει στη δεύτερη ξαναπλασμένη έκδοση του 1932, ήταν το κυρίαρχο ιδανικό του σοσιαλισμού. Θα μιλήσει για την «κολασμένη κοινωνία». Θα το κάνει με την Αριστέα στο «Φως που καίει»:Να! Μανιασμέν' ιθύφαλλοι (Θεός φυλάγει!)
κιθαριστάδες, αυλητάδες, γέροι μίμοι
γραμματικοί, ρητόροι, φιλοσόφοι, τράγοι.
παιδούλες που το φως ντυθήκανε με κόμη
κοντή σε μια κορδέλα μεταξένια μπλάβη
γύρω στην ήβη, που δεν ίσκιωσεν ακόμη.
μαστόρισσες εταίρες στη χαρά της μέρας
σε στέρνες από μάρμαρο βουτάνε ομάδι
ανθός γιαλού, κάθε φυλής αθέρας ...
η κολασμένη πολιτεία μέσα στη σκόνη
φλέγεται, ουρλιάζει και κυλιέται χάμου
και πιο στην αμαρτία βουτάει, μα δεν πατώνει ...
Δυνατή η φωνή του «Οδηγητή»
Με ανεπιφύλαχτο ενθουσιασμό υποδέχεται το βιβλίο και ο Κορδάτος από το«Ριζοσπάστη»(11.12.1922). Γράφει για τον «Οδηγητή»: «Στο αντάριασμα των φωνών ξεχωρίζει μια δυνατή φωνή. Γίνεται σιωπή. Κι ακούεται η φωνή του Οδηγητή. Ο ποιητής βάλλει επικεφαλής του επαναστατημένου λαού τον αρχηγό, τον απαραίτητο οδηγητή της κοινωνικής επανάστασης. Εκείνον που συγκεντρώνει μέσα του τη θέληση όλων, του πλήθους. Εκείνων που εκφράζει ολωνών τους πόθους. Τον αρχηγό που θα εκτελέσει, θα οδηγήσει, θα ανοίξει το δρόμο, δίνοντας κατεύθυνση και μορφή στην ακαθόριστη θέληση των πολλών».



Παπαγεωργίου Βασίλης
Ο Δ. Γληνός σε μια μελέτη του για το «Φως που καίει» στους «Νέους Πρωτοπόρους» (1938) εξετάζει με κοινωνιολογικά κριτήρια τον«Οδηγητή»: «Ερχεται η Επανάσταση, ο λυτρωμός. Και ανάμεσα στις φωνές, που ζυγώνουνε ρυθμικά, ξεχωρίζει μπροστά μια πιο βαριά, πιο δυνατή», είναι η φωνή του οδηγητή. Ο Οδηγητής δεν είναι κανένας Μεσσίας, που στάλθηκε από τους Ουρανούς, για να λυτρώσει τους ανθρώπους, δεν είναι παιδί του Μυστηρίου ή της Τέχνης, είναι η συνείδηση του ίδιου του λαού, που ξεκίνησε ορμητικά για τον τελειωτικό αγώνα. Είναι η πρωτοπορία της μάζας που μάχεται και γκρεμίζει το σάπιο κόσμο, για να πλαστουργήσει τη Νέα Ζωή μέσα στο βασίλειο της Δουλιάς και της πανανθρώπινης αγάπης. Τ' αντρίκια του γοργά λόγια αστράφτουνε σα σπαθιές:«Δεν είμ' εγώ σπορά της Τύχης,
Ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ 'μαι τέκνο της Ανάγκης
τ' ώριμο τέκνο της Οργής».
Στην πρώτη έκδοση η διατύπωση ήταν πιο συγκεκριμένη:
«Κι αν κάποιο όνομα με ορίζει,
ήρωας δεν είμ' εγώ που το 'χω,
είναι η Ζωή η με δίχως όνομα!»
Ο Δ. Γληνός σημειώνει επίσης: «Ο δρόμος λοιπόν του λυτρωμού είναι ο δρόμος της επανάστασης. Ο σηκωμός του λαού, ο αγώνας ο σκληρός. Και ο αγώνας αυτός, που γίνεται σήμερα με τόσο συνειδητούς σκοπούς πρέπει να είναι ο τελειωτικός. Και όταν ο λαός νικήσει - όπως νίκησε το ηρωικό προλεταριάτο στη Σοβιετική Ενωση - τότε θ' αντηχήσει το θριαμβευτικό του επινίκειο τραγούδι, που μεγαλόστομα και ζωηρόχρωμα ζωγραφίζει την καινούργια ζωή. Ο λαός τραγουδάει:
Βουνά, πελάη αντίμαχα
και ριζιμιά καστέλια
και των αιμάτων άβυσσοι,
των πατρίδων θεμέλια,
η Νια ζωή τ' αφάνισε
και στράτα γίνανε μαβιά,
που την περνά ακατάλυτη
τώρα, που ξύπνησε, η Σκλαβιά».
Ο,τι αγαθό στερούνταν άλλοτε ο λαός, γιατί του το αρπάζαν οι δυνατοί, τώρα το χαίρεται λεύτερα.
Δεν είναι για τους λιγοστούς η ζωή,
δεν είναι για τους διαλεχτούς!
Είναι δικά μας όλα τα βασίλεια
της φύσης και της τέχνης
και της αρετής του πνεύματος!
Στη διάθεση της εργατικής τάξης
O Bάρναλης πλέον έχει ταχθεί στη διάθεση της εργατικής τάξης αντιμέτωπος με τον παλιό αστικό κόσμο που πριν ανήκε. Γι' αυτό και θα αρνηθεί το έργο της πρώτης του περιόδου. Θα κριτικάρει σκληρά τον εαυτό του και θα ανοίξει ανανεωμένος, φρέσκος την καινούργια περίοδο. Από την καινούργια θέση του κοίταξε πια πίσω του, για να δει και να καταδικάσει τον παλιό εαυτό του και μαζί να καταδικάσει την προηγούμενη ιδεαλιστική του ποίηση.
«Εγώ 'μαι η Τέχνη του Απολύτου, του έξω καιρού και τόπου η Τέχνη, χωρίς σκοπό και δίχως όφελος. Εγώ 'μαι η Τέχνη της Μορφής, των λέξεων, των ρυθμών, του αισθήματος, του υποκειμενισμού, των αντιφάσεων, της Ηδονής!
Εγώ 'μαι ο αριστοκράτης Στίχος, η Κεντρική όψη της Ζωής, των υπερκόσμιων ψιθύρων Ακοή, πούχασα την αφή της Ζωής που αλλάζει κύκλους, νόημα και σκοπό με τους καιρούς.
Εγώ 'μαι η Τέχνη που χωρίζω, αντίς να ενώνω τους ανθρώπους, και που ανασταίνω μέσα από τους τάφους παλιές ιδέες, πόχουν πεθάνει, χτυπώντας τα φτερά του πνεύματος οπίσω, οπίσω, σκοτώνοντας τη ζωή και τη λαχτάρα της για φως, για Λευτεριά γι' Ανάσασμα!» («Το φως που καίει»).
Για να φτάσει να καταδικάσει έτσι την παλιά του τέχνη «των μωρών, των τσαρλατάνων»χρειάστηκε να καταδικάσει αδίσταχτα τον παλιό εαυτό του:
Είπα: «Ξεφορτώσου
τον παλιό εαυτό σου
και ξαναγεννήσου
να 'σαι, όπως δεν είσουν.
Κ' έριξα στα σκότη
των αβύσσων ό,τι
το 'χ από καιρό
μέσα μου Ιερό.
Και στη ρεματιά
άναψα φωτιά
κ' έκαψα τους πρώτους
και στερνούς ερώτους.
Και στο μέγα φως
βρέθηκ' αδερφός
καθ' Εσταυρωμένου
και δικού και ξένου.
Τα αμέσως επόμενα ποιήματα του Βάρναλη, «Λευτεριά» και «Μοιραίοι», δημοσιεύτηκαν το Δεκέμβρη του 1922, το πρώτο στη «Μούσα» και το δεύτερο στο περιοδικό της Κομμουνιστικής Νεολαίας «Νεολαία».
«Φαίνονται ανόμοια μεταξύ τους» - σημειώνει ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου «κι όμως είναι γραμμένα με την ίδια επαναστατική διάθεση, αν και το ένα προβάλλει εργάτες χωρίς ταξική συνείδηση και το άλλο είναι μαχητικό. Στους «Μοιραίους» οι εργάτες δεν ξέρουν τι τους φταίει και το ρίχνουν στο πιοτό. Στη «Λευτεριά» δεν έχει καμιά θέση η μοιρολατρία: «τη λευτεριά δε τη ζητάν με παρακάλια: τηνέ παίρνουν με τα δικά τους χέρια, μοναχοί». Είναι γραμμένα και δημοσιευμένα σχεδόν ταυτόχρονα. Αντί να το αποδώσει κανείς σε αντίφαση του ίδιου του ποιητή ή στον ποιητή με το εργατικό κίνημα, καλύτερα ν' αναζητήσει την ενότητα που υπάρχει στο βάθος των δύο ποιημάτων, που όμως κρύβεται από τη διαφορά στους τρόπους έκφρασης... Αγαναχτούσε διαρκώς με την αθλιότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά και λυπόταν να βλέπει το μεγάλο τμήμα του λαού να ζει μέσα στα παλιά δικά του πνευματικά σκοτάδια. Να τον βλέπει να ζει την κατάντια του, και να μην ξυπνά. Είναι μόνιμο στην ποίηση, στο χρονογράφημα, στο πεζογράφημά του, το θέμα του νωθρού λαού, του ιδεαλιστή διανοούμενου...».
Κάποτε, κάποιος αναγνώστης του Βάρναλη του έστειλε ένα γράμμα για να του πει πως οι«Μοιραίοι» είναι ξεπερασμένοι, γιατί μοιραίοι δεν υπάρχουν πια! Τότε ακριβώς η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος είχε εμπιστευτεί τη διακυβέρνηση της χώρας στον Παπάγο. Ο Βάρναλης απάντησε από τη στήλη του καθημερινού του χρονογραφήματος πως, όσο θα υπάρχουν ψηφοφόροι που θα ψηφίζουν αντίθετα στο συμφέρο τους, το ποίημά του «Οι μοιραίοι» δεν θα έχει ξεπεραστεί.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, χίλιες θα σε σταυρώσουν
Ο Βάρναλης, δε δίστασε να έρθει και σε ανοιχτή σύγκρουση με τον Παλαμά, το δάσκαλό του. Τα κίνητρα δεν ήταν προσωπικά. Ο Παλαμάς πέρασε μέσα από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς να υποστεί καμιά σημαντική ιδεολογική αλλαγή. Ε­μεινε ο εκφραστής της αστικής τάξης. Η Οχτωβριανή Επανάσταση του 1917 τον διέθεσε εχθρικά - για τότε τουλάχιστον - απέναντι στο εργατικό κίνημα.
«Βοσκοί, στη μάντρα της Πολιτείας οι λύκοι! Οι λύκοι! Στα όπλα, Ακρίτες! Μακριά οι φαύλοι και οι περιττοί, καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί»... (Παλαμάς).
«Μέσα σε φλόγες και καπνούς ανάμαλλ' είδα να ξετρέχει τους άνομους γιγάντια Δίκη. Ξάφνου του σάλαγου κοπή· γέλια με φτάσανε στριγγά: σπαράζαν τους μωρούς ποιητές οι Λύκοι» (Βάρναλης, «Λευτεριά», 1922).
Ανάμεσα στα δύο αυτά τετράστιχα, βρίσκεται ανάγλυφη η αντίθεση των δύο κύριων κοινωνικών δυνάμεων, της αστικής και της εργατικής τάξης.
Το 1926, για τη συμμετοχή του στα «Μαρασλειακά» τιμωρείται με δυσμενή μετάθεση στα Χανιά. Επειδή αντιδρά, απολύεται οριστικά. Η παύση του προκαλεί τη διαμαρτυρία των λογίων της Αλεξάνδρειας. Φεύγει για το Παρίσι απ' όπου στέλνει ανταποκρίσεις στην εφημερίδα «Πρόοδος» (αλλού 1925 απόλυση ως άπατρις, εξορία και απαγόρευση υπογραφής στα γραπτά του). Aφορμή ένα δημοσίευμα της «Eστίας» που δημοσίευσε ως παράδειγμα της αντεθνικής δράσης των μεταρρυθμιστών παιδαγωγών ένα απόσπασμα από «Tο φως που καίει».
Επιστρέφει στην Aθήνα και το 1927 κυκλοφορούν οι «Σκλάβοι πολιορκημένοι». Eίναι η πιο δημιουργική περίοδος του ποιητή και είναι προφανές ότι είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών της εποχής. Η ποίησή του ώριμη πια, έχοντας κατακτήσει όλα τα εκφραστικά μέσα, φτάνει στο κορύφωμά της, γίνεται συστηματικά και ολοκληρωτικά κοινωνική και επαναστατική.
H «καμπάνα» στους «Σκλάβους πολιορκημένους» τελειώνει με την προτροπή: «Φτωχέ σου μάραναν κόποι και πόνοι τη θέληση άβουλη πιομένο αφιόνι! Aν είναι ο λάκος σου πολύ βαθύς χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς».
Την ποιότητα του έργου του τη διακρίνει κανείς και στο αριστούργημά του από τους«Σκλάβους πολιορκημένους», που το ονομάζει «Οι πόνοι της Παναγιάς». Επειδή, όμως, οι καιροί ήταν πονηροί ακόμη στα 1954, στα Ποιήματα (Εκλογή) το τιτλοφόρησε «Οι πόνοι της μητέρας».
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί
σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφήν ερημική;
Ποτέ μη μάθεις να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις.
Ξέρω πως θα 'χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βράχια των κακών, ταχιά, θενά σπαράξεις...
...Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κ' η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδί μου, τίποτα μην πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή απ' την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, χίλιες θα σε σταυρώσουν.
Στα 1935 επισκέπτεται μαζί με τον Δ. Γληνό τη Mόσχα και συμμετέχουν ως αντιπρόσωποι των Eλλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο των Σοβιετικών συγγραφέων. Για τη δράση του αλλά και τις μαρξιστικές του τοποθετήσεις εξορίζεται απ' τον Kονδύλη στη Mυτιλήνη και τον Aϊ - Στράτη, όπου γράφει το ποίημα «Οκτώβρης», με αφορμή την επέτειο της Οχτωβριανής Επανάστασης:
Αϊ-Στράτης 1935
Αφού μας εσκοτώναν με το ζόρι
στα μακελειά τους χρόνια οι μπαζαδόροι
κι αφού μας εσκοτώνανε πιο φίνα
στα χρόνια της ειρήνης με την πείνα,
αφού μας εσκοτώναν έτσι, αιώνες
οι μασκαράδες κι οι απατεώνες,
του γδικιωμού, συντρόφοι, η ώρα φτάνει.
Αρπάχτε το σφυρί και το δρεπάνι!
Τελειώσανε τα λόγια και τ' αστεία.
Ολούθε τρίζει η σάπια πολιτεία,
κάνει νερά και γέρνει το καράβι.
Δεν το σώζουν των φασιστών οι μπράβοι.
Εμπρός, παιδιά, με τα γερά μας μπράτσα
των ληστών να σαρώσουμε τη ράτσα.
Απ' τα μπουντρούμια και την εξορία
η νέα του Κόσμου ξεκινά Ιστορία.
Οπως μάλιστα μας πληροφορεί ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου, και σύμφωνα με μαρτυρία της Δώρας Μοάτσου, το ποίημα αυτό αναρτήθηκε στην εφημερίδα τοίχου των εξορίστων.
Οργή λαού
Στις δύο τελευταίες του συλλογές «Ελεύθερος κόσμος»(1956-'66) και «Οργή λαού» (1975), με ποιήματα γραμμένα μέσα σε μια εικοσαετία ύστερα από το 1952, τον έχει πνίξει η σιχασιά για την προδοσία της πατρίδας και των προοδευτικών ιδεών από την κυρίαρχη τάξη και τα όργανά της, για το ξεπούλημα της Ελλάδας στους ξένους, για τα διαφθαρμένα ήθη.
Τ' αγνά μας εθνικόπουλα, ορκισμένα
τον άγιον όρκο των αρχαίων εφήβων,
γράφουν στην πλάκα των τουφεκισμένων
από τους Γερμανούς: «Καλά σας κάναν!»
Μισόν αιώνα, γράφει στην «Αυτονεκρολογία» του, πάλευε για τη δικιά του λευτεριά και των άλλων. Από μωρό τον μπούκωναν με «Μεγάλη Ιδέα» κρύβοντάς του τον πιο αιμοβόρο οχτρό του: «νάμαι του ξένου ο πάτος, να μισώ και να καταφρονώ τ' ανόσιο πλήθος». Τα σκολειά τού τα κλείνανε τα μάτια. Μα η ζούγκλα των Ολίγων και τα «καταραμένα» τα βιβλία του τ' ανοίγαν: Κι ολάνοιχτ' απομείναν ως το τέλος.
Ο Βάρναλης έμεινε συνεπής στην κομμουνιστική ιδεολογία και στο μαρξισμό ως το τέλος. Αυτό εκτιμήθηκε και εκτιμιέται από το λαό και τον προοδευτικό πνευματικό κόσμο και παρότι πολεμήθηκε και πολεμιέται από τους συντηρητικούς κύκλους κάποιοι από αυτούς του αναγνωρίζουν τις αρετές του ήθους και της προσήλωσης στον άνθρωπο και το λαό.
Ο Γ. Φτέρης σ' ένα χαιρετισμό του στον Βάρναλη από τη στήλη του στην εφημερίδα «Βήμα»τον είχε αποκαλέσει παλικάρι: «Από τότε που τον πρωτογνώρισα ως τα σήμερα, συνεχίζει το έργο του, την πνευματική του δραστηριότητα, σ' όλους τους τομείς όπου μπορεί να προσφέρει. Να προσφέρει με τη μεγαλύτερη ανιδιοτέλεια, και δίχως καμιά ανταμοιβή. Δεν μπήκε ούτε στην Ακαδημία, ο Βάρναλης, ο ανώτερος σήμερα ποιητής μας, καθώς τον αισθάνεται όλος ο ελληνικός κόσμος, που γνωρίζει το υψηλό πνευματικό του ήθος και την προσήλωσή του στον άνθρωπο, σε ό,τι εξυπηρετεί τον άνθρωπο, το λαό. Ωστόσο ο Βάρναλης, όπως και ο Κορδάτος και ο Γληνός, τοποθετήθηκε στη θέση του πατριάρχη της προοδευτικής διανόησης του τόπου μας από το λαϊκό κίνημα».
«Εκείνο πάντως που βγαίνει ως τελικό συμπέρασμα από τη νέα του αισθητική» - καταλήγει σε ένα από τα πολλά του άρθρα για τον Βάρναλη ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου - «είναι πως τον καλό ποιητή τον συνδυάζει με τον καλό διανοητή. Το διαπιστώνουμε αυτό και πάνω στη δουλειά του, την ποιητική ή πεζογραφική, πόσο ο λυρισμός του κερδίζει, από τη στιγμή που ενεργεί κάτω από ένα πρόσταγμα όχι μόνο καλλιτεχνικό μα και κοινωνικό, όταν υπηρετεί μια σκοπιμότητα, τον αγώνα της εργατικής τάξης για την ανατροπή του καπιταλιστικού κοινωνικού συστήματος».

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ:
Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ

πηγή:http://ropewalker.pblogs.gr/2011/02/kwstas-barnalhs-h-poihsh-toy-myrize-mparoyti.html
Ανάρτηση:hellenis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου