ΤΕΟΣ ΡΟΜΒΟΣ: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΕΓΡΟΣ ο τίγρης του Αιγαίου
του Αντώνη Αντωνάκου
Υπάρχει ένας σπουδαίος μύθος για το μικροσκοπικό πουλί κολιμπρί ή κολίμβρι. Ο μύθος λέει πως όταν έπιασε φωτιά στη ζούγκλα κι όλα τα ζώα άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητα και να λουφάζουν κοντά σε μια λίμνη, το κολιμπρί βουτούσε στο νερό σαν πυροσβεστικό αεροπλάνο και με το ράμφος του μετέφερε νερό προσπαθώντας να σβήσει τη φωτιά. Τα υπόλοιπα ζώα που παρακολουθούσαν αμέτοχα την καταστροφή το κοιτούσαν σαστισμένα κι αποχαυνωμένα. Τότε ο ελέφαντας φωνάζει στο κολιμπρί πως είναι μάταιο αυτό που κάνει και πως δεν πρόκειται να σβήσει τη φωτιά. Το κολιμπρί τότε του απαντά «εγώ, κάνω αυτό που μου αναλογεί».
Ο συγγραφέας Τέος Ρόμβος που ζει τα τελευταία χρόνια μαζί με τη σύντροφό του Χαρά Πελεκάνου στην Άνω Σύρα είναι ένα σύγχρονο κολιμπρί. Κάνει αυτό που τού αναλογεί. Δεν είναι ακτιβιστής με χορηγούς και μη κυβερνητικές. Είναι ένας παθιασμένος άνθρωπος με τη ζωή. Συνομιλεί καθημερινά με το Φερεκύδη, τους προσωκρατικούς, το Ροΐδη, το Σουρή, τις σαράντα πέντε γάτες του και τους φίλους του. Αγαπά το διάλογο και το λευκό κρασί. Μαγειρεύει με την αγάπη του και τις αισθήσεις του.
Ο Ρόμβος είναι ένας ενοχλητικός άνθρωπος για τους κρατούντες. Ξέρει τη δύναμη του λόγου και την ισχύ της συλλογικότητας. Γράφει και καταγγέλλει τη βρωμερή λεγόμενη ανάπτυξη και τη συνωμοσία σιωπής των νοικοκυραίων. Δεν είναι οικολόγος με κλιματιστικό και πισίνα αλλά γυρολόγος και περιπατητής, θυμωμένος με τους νεοέλληνες που χέζουν ακροποδητί την πατρίδα τους. Ο Ρόμβος δε ρουφήχτηκε από μανιφέστα και αγγλοσαξονικές φιοριτούρες. Ξέρει τα ονόματα των λουλουδιών και των ανέμων. Θαυμάζει τις γυναίκες και τις ευγνωμονεί. Μέσα στα γραπτά του υπάρχει η γενετήσια δόνηση και το πείσμα για αληθινή ζωή.
Ο Ρόμβος ταξίδεψε, έβγαλε περιοδικά, έκανε ταινίες, φωτογράφισε χαράγματα, έγραψε διαβολεμένα βιβλία. Δεν φωτογραφήθηκε σαν πουτάνα πολυτελείας σε καναπέδες, ποζάροντας ως σπουδαίος λογοτέχνης, ούτε έγλειψε τ’ αρχίδια των ποντοπόρων του συγκροτήματος Λαμπράκη. Στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων της Σύρου δεν υπάρχουν τα βιβλία του. Ο Ρόμβος δεν είναι η πρώτη είδηση για το νησί. Προηγούνται τα μηχανάκια και τα λουκούμια. Ο τουρισμός, η γκλαμουριά και η μαλακία. Ο Ρόμβος όμως είναι ακούραστος. Γράφει για τη Σύρο και τους Συριανούς. Λατρεύει τη Δήλο απέναντι και περιμένει το πλήρωμα του χρόνου αλλά και το πλήρωμα του πειρατή Γεωργίου Νέγρου που θα τον διορίσει μόνιμο αρχαιοφύλακα των φαλλών και των θυμιαμάτων του νησιού.
Ο Ρόμβος είναι ζωντανός και γράφει. Η δουλειά του είναι η τέχνη του θαυματοποιού και του παραμυθά. Του δαιμόνιου ερευνητή που ξεσκολίζει κιτάπια απ’ το επιγραφικό αρχείο του Βερολίνου μέχρι τις ακτινογραφίες της λεκάνης μιας γραίας που παρέσυρε ο άνεμος στην Άνω Μεριά. Ο Ρόμβος έχει χεσμένους τους μεγάλους εκδότες και τα παραπαίδια τους. Το τελευταίο του βιβλίο Γεώργιος Νέγρος, ο τίγρης του Αιγαίου, εξεδόθη από τις εκδόσεις Πανοπτικόν.
Ο Τέος Ρόμβος γράφει: έχω ξεκινήσει το γράψιμο του βιβλίου της Πειρατείας. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω το κείμενο δυνατά. Γράφω με αναπνοές, προσπαθώ να γράψω όπως αναπνέω. Προσπαθώ να δώσω στο γραπτό μου ρυθμό. Ανάσες. Πρέπει να προσπαθήσω να γράψω όπως αναπνέω, με ανάσες. Με μια ανάσα, με δυό, με τρείς ανάσες. Έτσι θα βρει το κείμενο το ρυθμό του. Όπως αναπνέω όταν κάθομαι γαλήνιος. Όπως αναπνέω μετά από τρέξιμο. Όπως αναπνέω όταν γαμάω. Όπως αναπνέω όταν είμαι οργισμένος. Όπως θα αναπνέω όταν θα ξεψυχώ…..
Ο Ρόμβος στο ένατο βιβλίο του έχει την ίδια αγωνία. Να βρει το ρυθμό. Να δώσει στίγμα. Να βγάλει την καύλα του αφτιασίδωτη και πυραχτωμένη. Να οξειδώσει την αναπνοή του η αλμύρα, να είναι σφοδρός σαν τον άνεμο που σείει το σπίτι του στην Άνω Σύρο. Ο Γεώργιος Νέγρος του Ρόμβου είναι ένα μικρός γλωσσικός άθλος. Μια λαλιά σμιλεμένη πάνω στον πειρατή που σκαμπανεβάζει το σκαρί του μέσα στην ιστορία ενός ολόκληρου θαυμαστού κόσμου. Με κλέφτες, καλούς, κακούς, πνιγμένους, οπλαρχηγούς, τελάληδες, ανθρώπους με σάρκα και οστά που γαμούν και γαμιούνται. Μια λαογραφία της θάλασσας και της στεριάς με άγριο κύμα, δρολάπια και φουρτούνες και κρύο και ζέστη και ύφαλα και τραγάνες και σπήλαια και ερημονήσια.
Γράφει ο Ρόμβος δια στόματος Γεωργίου Νέγρου του πειρατού: ξαλαφρώνει η ψυχή μες τη βροχή και την αντάρα, εις τα αστροπελέκια και τα μπουμπουνητά, εις τον άγριο άνεμο και εις τη λύσσα του καιρού. Ομπρός εις το θεριό θάλασσα, κανένας μας δεν ωφελεί, γινόμαστε μικροί και πάει καπνός η αποκοτιά μας.
Ο Ρόμβος είναι αυτό που γράφει. Είναι αυτό που διδάσκει, χωρίς διδακτισμό. Είναι απόγονος των πειρατών και των γάτων. Ένας μάγος συγγραφέας που φτιάχνει και εξαίσιες μακαρονάδες.
Ο Τέος Ρόμβος αρχίζει το Γεώργιο Νέγρο του έτσι: Το παλιό πέτρινο σπίτι που κατοικούμε το σαρώνουν χίλιοι άνεμοι. Κάθε χειμώνα αλλά και στα καλοκαιριάτικα μελτέμια το κτίσμα ζωντανεύει, αντιδρά, βογκάει, δονείται λες και τρέφεται από τους ισχυρούς ανέμους που κατεβαίνουν ανεμπόδιστα στο Αρχιπέλαγος κι έρχονται από χώρες βορινές και παγωμένες. Κι όταν ο αέρας ξεπερνάει τα εννέα και δέκα μποφόρ και αρχίζει ένας μόνιμος γδούπος πάνω στα βορινά ντουβάρια, τότε μπλέκεται και σφυρίζει στις κορυφές των δέντρων, τρεμουλιάζει και πάλλεται στα πατζούρια της μπαλκονόπορτας, στριμώχνεται κάτω από χαραμάδες και μαζί τρυπώνουν καμπανοκρουσίες, ερωτικά τραγούδια χωρισμού, καλπασμοί αλόγων, μυρωδιές από γυναικεία χείλη.
ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΡΟΜΒΟΥ ΕΔΩ: http://romvos.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου