Μέσα στο φως όλα τα ληξιαρχικά στοιχεία
ξεθωριάζουν. Κι όμως υπήρχε ο Isidore-Lucien Ducasse. Η ληξιαρχική πράξη του
θανάτου του γραμμένη από το χέρι κάποιου υπαλλήλου του Δήμου Παρισίων κάτω από
την μελαγχολική ημερομηνία, 24 Νοέμβρη 1870 στερεί το Πάνθεον από έναν ημίθεο.
Γιατί αν δεν είχε βρεθεί αυτό το καταραμένο ντοκουμέντο
τίποτα μα τίποτα δεν θα μαρτυρούσε τη γήινη προέλευση του Ducasse και ακόμα
περισσότερο το ανθρώπινο τέλος του. Είναι μάλλον ανόητο να επιχειρήσει
κανείς να αναλύσει κριτικά τα «ΑΣΜΑΤΑ του ΜΑΛΝΤΟΡΟΡ» δηλαδή το προϊόν μιας
διαταραγμένης μεγαλοφυίας που αποσπασματικά εκτόξευε ρουκέτες ακατάσχετου
συναισθήματος. Από χρόνια έχουμε πάψει να πιστεύουμε πως οι ποιητές είναι
προφήτες. Αυτό ισχύει και για τον κόμη Λωτρεάμον. Αυτός απλά ήταν
ένας προφήτης που έγραφε ποιήματα. Και ήταν προφήτης ο Isidore-Lucien
Ducasse γιατί πολλά χρόνια πριν την θεωρητική διατύπωση του Υπερεαλιστικού
Μανιφέστου άνοιγε μόνος του τη μυστική πόρτα του υποσυνείδητου και ορμούσε
ακάθεκτος στη παραμυθένια χώρα της υπερπραγματικότητας. Την εποχή εκείνη
ο Φρόυντ, ο άνθρωπος που θα νομιμοποιούσε επιστημονικά την ύπαρξη του
φανταστικού κόσμου σαν μέρος της καθόλου πραγματικότητας ήταν ακόμα μαθητής
λυκείου.
Λωτρεαμόν λοιπόν, ο πατέρας της αμφισβήτησης, μια πρώιμη μεγαλοφυΐα
που ανάμεσα στις μέτριες επιδόσεις του στη πολυτεχνική σχολή, τις βραδινές του
περιπλανήσεις στο εύθυμο Παρίσι της δεκαετίας του '60 και τις ατέλειωτες
μελέτες
του
στο πιάνο, εμπνεύστηκε τα «ΑΣΜΑΤΑ του ΜΑΛΝΤΟΡΟΡ» που τον πολιτογράφησαν με μιας
στον κόσμο των θεών χωρίς σχεδόν καμιά αμφισβήτηση. Φαίνεται πως ήταν τα
χρόνια που γεννιόνταν θεοί η δεκαετία του '60. Ο Αραγκόν - διαβάζω στα «ΑΝΟΙΧΤΑ
ΧΑΡΤΙΑ» του Ο. Ελύτη χαρακτήριζε το «1868» μαγική χρονιά. Πράγματι τα δύο
μεγαλύτερα ποιητικά φαινόμενα εμφανίσθηκαν τότε ΡΕΜΠΩ και ΛΩΤΡΕΑΜΟΝ.
Αν ο ΣΑΙΞΠΗΡ και ο ΝΤΑΝΤΕ μπορούν να θεωρηθούν οι μεγαλύτεροι τέκτονες της
μυθοπλασίας, αυτοί που μορφοποίησαν την γνώση και την κάναν λόγο, αυτοί που
άνοιξαν το δρόμο στις δύο μεγάλες σχολές που ακολούθησαν στους επόμενους
αιώνες, τον συμβολισμό και τον ρομαντισμό, μπορούμε σήμερα να ισχυριστούμε πως
ο Λωτρεαμόν υπήρξε ο πλέον μυημένος αντι-οικοδόμος, ο εφευρέτης της
καταστροφής, ένα «ΧΙΡΑΜ» που σκότωνε τους μαθητές του, που απογύμνωνε το μύθο
για να τον αφήσει έναν άσαρκο σκελετό.
|
Η
σχολή που φοίτησε ο Λωτρεαμόν
|
|
|
|
|
|
|
Η κυρία ΕΛΛΗ ΝΕΖΕΡΙΤΗ χρειάστηκε να αναλώσει μια ζωή και να ξαναπερπατήσει τη
ζωή του DUCASSE βήμα-βήμα από το μακρινό ΜΟΝΤΕΒΙΔΕΟ μέχρι τα νυχτερινά
Παριζιάνικα μπουλβάρια προσπαθώντας να αναστήσει τον έφηβο εραστή του
αποτρόπαιου. Μου είναι αδύνατον να κρίνω τη προσπάθεια «καθ' αυτή», μόνο
το μέγεθος της μπορώ να διακρίνω και να θαυμάσω του κουράγιο της. Πιστεύω πως
μέσα στις ερωτικές της περιπτύξεις με τον ζοφερό λόγο του Isidore-Lucien θα
ένιωσε ηδονές πρωτόγνωρες. Αυτές, καμιά εκ των υστέρων επιφημία ή κατακραυγή
δεν μπορεί να τις αφαιρέσει. Η κυρία Νεζερίτη που γνώρισε τον έρωτα του λέοντα
- λόγου πρέπει να θεωρείται μια ευεργέτης της Νεοελληνικής Γραμματολογίας και
προτείνω να της απονεμηθεί ο τίτλος της πριγκήπισσας αφού έτσι κι αλλιώς είναι
και αυτή μια αριστοκράτισσα του πνεύματος όπως και ο ΚΟΜΗΣ ΛΩΤΡΕΑΜΟΝ!
Η μετάφραση των «ΑΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΜΑΛΝΤΟΡΟΡ» κυκλοφόρησε από τον
εκδοτικό οίκο «ΕΚΑΤΗ», που τον διευθύνει ένας ιδιότυπος ποιητής, ο Κώστας ο
Νικολάκης. Αυτός ο εκδότης είναι ο ίδιος με 'κεινον τον ιδιότυπο πλανόδιο
βιβλιοπώλη που στην εποχή της δικτατορίας έστηνε το καρότσι του στον οδό ΧΕΫΔΕΝ
κοντά στην Πατησίων και μας πουλούσε παράνομα όση πνευματική τροφή μας
αρνιότανε η ΧΟΥΝΤΑ. Ένας ΚΟΜΗΣ μια ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ κι ένας ΠΟΙΗΤΗΣ συμβάλανε για
ένα από τα πιο ευτυχισμένα εκδοτικά γεγονότα των τελευταίων χρόνων.
Νίκος
Χειλαδάκης, 1986
Το
απόσπασμα που ακολουθεί, είναι από την βιογραφία του Λωτρεαμόν (Ιζιντόρ Ντυκάς,
όπως ήταν το πραγματικό του
όνομα)
που έγραψε ο Εντμόντ Ζαλού το 1938.
... «Αν επιχειρήσει κανείς να συνοψίσει σ' ένα
σύντομο εγχειρίδιο την πληθώρα των εικόνων πού αποτελούν την ύφη των Ασμάτων
του Μαλντορόρ, θα βρει πώς πράγματι υπάρχει κάτι πού θυμίζει Θεία Κωμωδία. Μια
Θεία όμως Κωμωδία, εμπνευσμένη από ένα μεγαλοφυές παιδί και διαπνεόμενη από
παράδοξες διαισθήσεις. Μία Θεία Κωμωδία ρομαντική, ανεξέλικτη, χωρίς θέση
θεολογική, χωρίς προσωπικά πάθη, όπου όμως παρουσιάζεται όπως και στον άλλον, ή
μανία του
τρόμου,
του αίματος και της καταδίκης. Όπως επίσης βρίσκει κανείς την αδιάλειπτη
επίκληση σε είδη αγγέλων, σαν αυτούς πού επικαλείται ο Λωτρεαμόν στην αρχή του
Τρίτου Άσματος: «Ας ξαναφέρουμε στη θύμηση
μας, τα ονόματα εκείνων των Αγγελόμορφων φανταστικών υπάρξεων, πού η πένα μου
στο δεύτερο Άσμα, έβγαλε από ένα μυαλό πού ώφειλε τη λάμψη του στο απαύγασμα
τους. Λέμαν!... Λόεγκριν!... Λομπανό!... Χόλτζερ!...». Κι υπάρχουν
φορές, που αυτοί οι άγγελοι μπερδεύονται με τους μυστηριώδεις ταξιδιώτες πού
περιγράφει ό Λωτρεαμόν να καλπάζουν στην ακροθαλασσιά, ενώ ό άνεμος
στριμώχνεται μέσα στο πανωφόρι τους, κι άλλοτε, μ' αυτούς τους βρυκόλακες πού
παρουσιάζονται
στον ορίζοντα και τρομοκρατούν τις μονιασμένες οικογένειες, όπως πάλι, μ'
αυτούς τους θεσπέσιους νέους που φαίνονται προορισμένοι να γίνουν βορά του
Μαλντορόρ: Φάλμερ, Έλσενερ, Ρέτζιναλντ, Μέρβυν, Άγκον. Οι φαινομενικές
παραδοξολογίες, οι μισάνθρωπες προσωνυμίες, το αδιάσειστο κατά μαθηματικό
τρόπο ορισμένων εκφράσεων, τα ξεσπάσματα της απελπισίας πού κατακλύζουν τα
Άσματα τού Μαλντορόρ, πολλές φορές μ' εμπόδισαν για να μπορέσω να δω το είδος
τού μυθιστορήματος πού σκιαγραφείται εκεί μέσα, πού ξεπηδάει από σελίδα σε
σελίδα, πού δεν παίρνει τέλος ποτέ, και πού μόνο στο έκτο Άσμα διαφαίνεται σαν
είδος λυρικού εγχειριδίου, γεμάτο συγχρόνως από σαρκασμούς και αρκτικά φέγγη,
ή απαρχή ενός Μαύρου μυθιστορήματος γραμμένου από ένα μεγάλο συγγραφέα »...
|
|
|
|
Όπως
χαρακτηριστικά αναφέρει και η Έλλη Νεζερίτη στο εισαγωγικό κείμενο της παρούσας
έκδοσης:
...
«Βέβαιο είναι, πώς αρχίζοντας να διαβάζει κανείς αυτό το βιβλίο, εκείνο που του
κάνει εντύπωση, είναι το μίσος που τρέφει αυτό το παιδί για τους γονείς του και
γενικά για τον άνθρωπο. Κι η αντίθεση του για τον άνθρωπο, στέκεται μια από τις
βασικές αρχές του έργου του. Για να φτάσει όμως κανείς σ' ό,τι αφορά αυτόν τον
ίδιο τον Ιζιντόρ Ντυκάς, χρειάζεται να πάει ψηλαφίζοντας μέσα απ' τις γενικότητες
και να
απομονώσει
τα στοιχεία πού τον αφορούν, πάντοτε φυσικά μέσα από το διδύναμο σκεπτικό του.
Στις αρχές του έργου του λέει: «Με λίγες γραμμές θα αποδείξω πώς ο Μαλντορόρ
υπήρχε καλός, κείνα τα πρώτα χρόνια όσο ήταν ευτυχής. Κατόπιν κατάλαβε πως είχε
γεννηθεί κακός». Εδώ αφήνει να εννοηθεί, πως όσο δεν ήταν σε θέση να
συνειδητοποιήσει τί γινόταν γύρω του, ήταν ευτυχής. Προχωρώντας όμως στην
ηλικία,
|
|
φαίνεται
πως ζει συγκλονιστικές καταστάσεις, τις όποιες μας δίνει στη φοβερή στροφή του
«έφηβου»: «Ω! τι ηδονή ν' αρπάζεις απ' το κρεβάτι του ένα παιδί πού δεν έχει
ιδρώσει ακόμα το χνούδι στο πάνω χείλι... και τη στιγμή που μόνο αυτό δεν
περιμένει, να μπήγεις τα νύχια σου στο τρυφερό του στήθος... και στη συνέχεια
να σκύβεις να του ρουφάς το αίμα και να γλύφεις τις πληγές». Και το σημείο αυτό
πρέπει να είναι από τα βασικότερα τεκμήρια της αυτοβιογραφίας του, συνδέοντας
το κανείς με τη στροφή τού «Σκαραβαίου». Κατόπιν, στη στροφή της
«Πυγολαμπίδας», έφηβος πια μας λέει πως είναι φθισικός: «Ενθάδε κείται ένας
νέος πού πέθανε φθισικός...». Το γεγονός πως είναι άρρωστος, το επαναλαμβάνει
σε πολλά σημεία, κι ένα απ' αυτά είναι στο τέλος της στροφής του «Ωκεανού»:
«...γιατί όμως να ξαναγυρίζω στα φιλικά σου χέρια, για να χαϊδέψουν το μέτωπο
μου που το ψήνει ο πυρετός, και στο άγγιγμά τους πέφτει!». Όπως πάλι: «...Σ'
ευχαριστώ ρινόλοφε, πού μ' εξύπνησες με το τίναγμα των φτερών σου... λένε πως
ήρθες να μου ρουφήξεις το λίγο αίμα που μου μένει. Γιατί να το υποθέτουνε, δεν
είναι τάχα αλήθεια;» ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου