Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

Φλώρινα 1912-2012: Ιστορία, Σιωπές και μνήμη.Από τον Ανδρέα Ανδρέου


Φλώρινα 1912-2012: Ιστορία, Σιωπές και μνήμη [1].

Οι επετειακοί εορτασμοί, Ιωβηλαία, ακολουθούν συνήθως έναν έντονο πανηγυρικό χαρακτήρα, με βασικό πυλώνα αυτό που στην επιστημολογία της Ιστορίας ονομάζουμε «μεγάλη αφήγηση», και κύριες συνιστώσες της το ένδοξο και υπέροχο παρελθόν, τους αψεγάδιαστους ήρωες με εγγενή ες αεί 


τα χαρακτηριστικά τους και φυσικά την πρόταξη και παρουσίαση της υποστασιοποιημένης και καθαγιασμένης έννοιας του «γένους» που φέρεται να λειτουργεί ως «θεία χάρις» μέσα στο χώρο και το χρόνο, απαλλαγμένη από κάθε είδους ρηγματώσεις, διαφοροποιήσεις και ασυνέχειες. Κατά μία έννοια, μια τέτοια προσέγγιση προωθείται και προσλαμβάνεται ως η μόνη ορθή κι ενδεδειγμένη για την εορταστική συζήτηση και παρουσίαση του παρελθόντος και μια παρόμοια ως προς το οργανωτικό- θεωρητικό της σχήμα παρουσιάστηκε λίγες μέρες πριν, εδώ σχεδόν στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο κι άκουγε στον συναισθηματικά φορτισμένο τίτλο «με δάκρυ, με αίμα και με όραμα».
Η λιγότερο διαδεδομένη- και αυτήν θα προσπαθήσω ν’ αγγίξω σήμερα- είναι η κριτική και αναστοχαστική προσέγγιση του παρελθόντος στο παρόν, ένα παρελθόν το οποίο με βεβαιότητα υπήρξε αυθύπαρκτο και μοναδικό, ωστόσο, διαμεσολαβείται από το λόγο μου που εμφορείται στο παρόν και κατά συνέπεια από ενδεχόμενους δικούς μου ιδεολογικούς υποκειμενισμούς.
Στην πρώτη αυτή διευκρίνιση, θα ήθελα να προσθέσω και μια δεύτερη αναγκαία, πως είναι πάρα πολύ δύσκολο στα περιορισμένα όρια του χρόνου μιας εισήγησης στον τύπο περισσότερο της παρέμβασης, να παρουσιάσει κανείς, έστω και σκιαγραφώντας τα, την Ιστορία της Φλώρινας σε όλες τις πτυχές της γι’ αυτά τα πρώτα εκατοντάχρονα της ζωής της από την ενσωμάτωσή της στον εθνικό κορμό του Ελληνικού κράτους, στο σύνολο δηλαδή της κοινωνικής συγκρότησής της.
Τιτλοφορώ το σύντομο αυτό κείμενό μου –παρέμβαση- με τρεις έννοιες:Ιστορία, Σιωπές και Μνήμη και θα προσπαθήσω όχι ν’ αποτιμήσω το χώρο, τους ανθρώπους, τις τέχνες και τον πολιτισμό, τις οικονομικές δραστηριότητες κ.λπ.-κάτι τέτοιο έχει γίνει άλλωστε αρκετές φορές, είτε μέσα από κάποιες επετειακές εκδόσεις θεσμών και φορέων, είτε από μεμονωμένες έρευνες που φωτίζουν επί μέρους πτυχές της κοινωνικής συγκρότησης- αλλά περισσότερο να θίξω πτυχές που επιμόνως αποσιωπήσαμε και αποσιωπούμε, είτε πάλι πτυχές που ενσωματώνουμε στο εθνικό μας αφήγημα ενορχηστρώνοντας τες, έτσι που να βολεύουν και να μην ενοχλούν.
Αν σταθώ στον πρώτο όρο αυτόν της Ιστορίας κι έρθω στο ζητούμενο αυτής της εισήγησης που αφορά μια πρώτη αποτίμηση στα εκατό χρόνια της Ιστορίας της Φλώρινας και αναζητήσω τις διαφορές που προκύπτουν με την Ιστορία λ.χ. της Θεσσαλονίκης που γιορτάζει κι αυτή τα εκατοντάχρονά της – θα μπορούσε να είναι και οποιαδήποτε άλλη πόλη του εθνικού κορμού- θα εντοπίσω κατά βάση μια ομογενοποιημένη εθνική αφήγηση με χρονικές τομές όπως 1912, 1916-17, 1922, 1940-41 1946-1949 (για την περίοδο αυτή δεν θέλουμε στον τόπο μας ακόμη να συζητάμε) 1967-1974, 1974-2012.
Η ιστορική μνήμη για τις παραπάνω τομές (ενδεχομένως και για κάποιες άλλες) ήταν πάντοτε προαποφασισμένη, πολιτική- αυταρχική, κρατική- εθνική, ομογενοποιημένη κι επιβαλλόταν στους ανθρώπους με τη μορφή της ιδιότητας του πολίτη μέσα από τη σχολική εκπαίδευση αλλά και τη χρήση της ιστορίας στη δημόσια σφαίρα –τελευταίο παράδειγμα το δρώμενο των προηγούμενων ημερών, όπου σε αυτού του είδους τη μνήμη οι σιωπές και οι αποσιωπήσεις είναι τόσο ηχηρές που καταντούν εκκωφαντικές[2].
Η πρώτη ρήξη στη σχέση του τόπου με την Ιστορία του και τις Ιστορίες του εδράζεται στην ίδια την τομή του 1912. Από τη Φλώρινα του Νοεμβρίου του 1912 και πριν, ελάχιστα πολιτισμικά τεκμήρια και ίχνη άφησε ο ομογενοποιητικός μας φανατισμός- κάποια αποτυπώνονται μέσα από τις φωτογραφίσεις τις γαλλικής στρατιάς της Ανατολής στα ταχυδρομικά δελτάρια και άλλα σε περιηγητικά και ιστοριογραφικά κείμενα- ήταν τόσος ο φανατισμός μας που σάρωσε τα πάντα από τους «άλλους» Φλωρινιώτες, χώροι λατρείας (τζαμιά μουσουλμάνων Φλωρινιωτών, συναγωγές Εβραίων Φλωρινιωτών, κοιμητήρια ανθρώπων Φλωρινιωτών) εξαφανίσθηκαν όχι μόνον μέσα από την πόλη αλλά και από όλες εν γένει τις κοινότητες και τους οικισμούς, ως μιαρά στοιχεία κατώτερων κι ανάξιων πολιτισμών.
Δεν θα αναμασήσω για ακόμη μία φορά τα καταγεγραμμένα γεγονότα κι επιτεύγματα αυτής της εκατονταετηρίδας, θα ήταν άκρως κουραστικό και ανούσιο, άλλωστε όπως ήδη προσημείωσα η σχέση Ιστορίας και μνήμης αναπτύχθηκε στο υπόδειγμα της Ιστορίας του Έθνους που στόχευε στην ανασύσταση ενός παρελθόντος χωρίς ασυνέχειες και χωρίς ρωγμές συστήνοντας και ενδυναμώνοντας τη μια και μοναδική μνήμη άρα και τη μία και μοναδική κανονιστική αλήθεια. Μια μνήμη που πρότεινε συνεχώς την αδιάσπαστη συγγένεια με το απώτατο ένδοξο παρελθόν και συνέθλιβε και εξοστράκιζε το εγγύτερο βαλκανικό παρόν πολύ δε περισσότερο την ιστορία του παρόντος χρόνου.
Ο ιστορικός της μνήμης, όπως ευστοχότατα σημειώνει ο Paul Ricoeur[3],  βρίσκεται μπροστά από τον πειρασμό να διασχίσει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις εθνικές μνήμες με τη φαντασιακή αδιάσπαστη συνέχεια και να εστιάσει στις ιδιωτικές μνήμες, τις εθνοτικές, κοινοτικές, ή πολυπολιτισμικές που παραμένουν τις περισσότερες φορές τραυματικές και εγκιβωτισμένες σ’ έναν ασυνεχή και αποδιαρθρωμένο χρόνο.
Ένας από τους πρόσφορους δρόμους για να υπερβεί κανείς το παραπάνω δίλλημα είναι η μετάβαση από την κατεστημένη Ιστορία της Εθνικής μνήμης στην Ιστορία της κοινωνικής μνήμης και ο φωτισμός των τραυματικών, ενίοτε, επί μέρους  μνημών. Αυτή η διεργασία μεταβάλλεται σε αναστοχασμό, σε γνώση της κοινωνίας για τον εαυτό της  και στην ουσιαστικότερη κατανόηση των νοοτροπιών του παρελθόντος που λειτούργησαν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.
Με άλλα λόγια:
  • οι σιωπές για τις αναγκαστικές σε πολλές περιπτώσεις μεταναστεύσεις μεγάλου μέρους του πληθυσμού ήδη πριν από το 1912 αλλά και σε όλη τη διάρκεια του αιώνα με διαφορετικές κάθε φορά προϋποθέσεις και προεκτάσεις
  • οι σιωπές για τις καταστολές, διώξεις και συνεχείς ταπεινώσεις εξ αιτίας μιας συγκεκριμένης γλωσσικής ετερότητας, όταν το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του τόπου ήταν η πολυγλωσσία
  • οι σιωπές για τους συνεργάτες και τους δωσίλογους της περιόδου 1941-1944
  • οι σιωπές για τα παιδιά πολιτικούς πρόσφυγες και τα παιδιά τους
  • οι σιωπές για τα έρημα της Ιστορίας του εμφυλίου πολέμου 1946-1949
  • οι σιωπές για τους άταφους ανθρώπους στο χωράφι- λάκκο- οικόπεδο, κάτω από τη σκιά του Αϊ Γιώργη
  • οι σιωπές για την εγκληματική σάρωση κάθε πολιτισμικού τεχνουργήματος που έφερε στο σώμα του άλλες σημαίνουσες και προσλαμβάνουσες ιδιαιτερότητες- πλην της φαντασιακής καθαρόαιμης ελληνικής- ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1967 μέχρι και στις μέρες μας με πρωτεργάτη τον ποιμενάρχη Αυγουστίνο Καντιώτη που πολλές φορές αντί να προσπαθήσει να επουλώσει τα πολυποίκιλα τραύματα αυτού του τόπου τα ενέτεινε με τις κατάρες  και το φόβο

Αυτές είναι μόνον κάποιες λίγες από τις σιωπές που τροφοδοτήσαμε αυτά τα εκατό χρόνια και άλλες πολλές, ακόμη περισσότερες πρέπει να αποτελέσουν πλέον μέρος μιας ουσιαστικής συζήτησης που θα προσπαθήσει να ερμηνεύσει για να κατανοήσει και να αναστοχαστεί και όχι για να καταδικάσει, η νέα κοινωνική Ιστορία του τόπου της Φλώρινας.
«Το παρελθόν, δεν μπορούμε παρά να το γνωρίζουμε και να το σεβόμαστε, και το έθνος να το υπηρετούμε, ενώ το μέλλον πρέπει να το προετοιμάσουμε. Οι τρεις όροι ανακτούν την αυτονομία τους. Το έθνος δεν είναι πλέον μια μάχη όπως την περίοδο της συγκρότησής του, είναι εδώ και είναι δεδομένο, η μνήμη είναι ένα καθαρώς ιδιωτικό φαινόμενο και η ιστορία μια κοινωνική επιστήμη που χρέος της είναι να ανασύρει τις ηχηρές σιωπές και να τις εντάξει στο σώμα της»[4].    
Αντρέας Π. Ανδρέου
Καθηγητής Ιστορίας και Πολιτισμού
Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας




[1] Κείμενο που συντάχθηκε τον Αύγουστο του 2012 για τις εκδηλώσεις «Πρέσπες 2012»
[2]Pierre Nora, «Τόποι Μνήμης»:Συνέντευξη στο περιοδικό Ίστωρ, 14 (2005), 179-198, Γ. Κόκκινος (και άλλοι), Προσεγγίζοντας το Ολοκαύτωμα στο ελληνικό Σχολείο, Αθήνα - Ταξιδευτής, 2007 σελ. 123-134. 
[3] Paul Ricoeur, Temps et Récit, τ.3. Le Temps rakonté, Point-Seuil, Paris 1985, 174. Γ. Κόκκινος, ό. π. σελ. 124-125.
[4] Γ. Κόκκινος, ό. π.  σελ. 127.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου