Αλεξάνδρα Σαράντη
Η παρακάτω φοιτητική ερευνητική εργασία που παρουσιάστηκε στην Αρχιτεκτονική Χανίων (επιβλέπων καθηγητής Αλέξανδρος Βαζάκας) έχει σαν αντικείμενο τη θεωρητική διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στο παραγόμενο αρχιτεκτονικό έργο, με έμφαση στο δημόσιο χώρο, και το χρήστη. Ο τρόπος με τον οποίο οι χρήστες νοηματοδοτούν συλλογικά ή ατομικά τον χώρο εξετάζεται μεταξύ άλλων υπό την οπτική των θεωρητικών εργαλείων των “κοινωνικών αναπαραστάσεων”, των “νοητικών χαρτών” και της “ενιαίας πολεοδομίας” της καταστασιακής διεθνούς. Η ελαστικότητα του παραγόμενου χώρου που επιτρέπει πολλαπλές ερμηνείες και διευκολύνει την οικειοποίησή του αναδεικνύεται σε πολιτική πράξη από την πλευρά των σχεδιαστών.
Σε αυτή την εργασία, θα εξεταστεί η μορφή, ως ένα από τα αντικείμενα μελέτης της αρχιτεκτονικής, με σκοπό τη χρήση της, ως επί το πλείστον, από τον άνθρωπο. Η χρήση προϋποθέτει την ερμηνεία της μορφής και έτσι ενισχύεται η επικοινωνιακή διάσταση της αρχιτεκτονικής. Θα γίνει αναφορά στην εξέλιξη της μορφής τής πόλης και του δημόσιου χώρου, ως αποτέλεσμα δυναμικής διαδικασίας επικοικωνιακών σχέσεων και ιστορικών παραγόντων. Η μορφή τού χώρου αποτελεί σημείο αναφοράς, μια συλλογική δομή για το χρήστη, την οποία επεξεργάζεται ανάλογα με το αντίκρισμα που έχει πάνω του. Οι ατομικές ερμηνείες δίνουν νόημα στη συλλογική δομή του χώρου, μέσω της χρήσης. Η πολλαπλότητα στην ερμηνεία της μορφής, είναι αυτή που την κάνει ευέλικτη σε διαφορετικές χρήσεις και συνεπώς πιο άμεσα οικειοποιήσιμη από περισσότερους χρήστες.
Η παραγωγή τού χώρου θέτει στον αρχιτέκτονα το ζήτημα της δημιουργίας μορφής. Ο προσδιορισμός τής έννοιας τής μορφής και η ερμηνεία της, ενυπάρχει σε κάθε πτυχή τής ανθρώπινης δραστηριότητας. Η υλική υπόσταση της μορφής, δημιουργεί μια «δράση» η οποία προκαλεί στο άτομο ερεθίσματα και συνεπώς «αντίδραση».
Ο χώρος, μπορεί να χαρακτηριστεί ως σύνολο υλικών μορφών. Καθορίζεται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και την καθορίζει, καθώς αποτελεί το πεδίο δράσης της. Μέσω αυτής, ο χρήστης αντιλαμβάνεται το χώρο και του αποδίδει νόημα είτε ατομικά είτε συλλογικά. Μια πόλη περιλαμβάνει κτισμένους και ελεύθερους χώρους, ιδιωτικές και δημόσιες περιοχές και σαφώς «στεγάζει» τις αστικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων που την κατοικούν. Οι δημόσιοι χώροι είναι ο τόπος που εμφανίζονται και αναπτύσσονται αυτές οι σχέσεις. Ο δημόσιος χώρος μπορεί να χαρακτηριστεί ως η περιοχή που περιβάλει ιδιοκτησίες σε μια πόλη, «ο χώρος ανάμεσα στα κτίρια», όπως λέει ο Jan Gehl. Δημόσιος χώρος είναι «ο χώρος όπου όλοι έχουμε δικαίωμα πρόσβασης, χωρίς εισοδηματικούς ή κοινωνικούς περιορισμούς. Είναι οι δρόμοι, οι πλατείες, τα πάρκα, οι παραλίες αλλά και η πρόσβαση στην ποιοτική γνώση, την ψυχαγωγία, τον πολιτισμό».
Ο χώρος, μπορεί να χαρακτηριστεί ως σύνολο υλικών μορφών. Καθορίζεται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και την καθορίζει, καθώς αποτελεί το πεδίο δράσης της. Μέσω αυτής, ο χρήστης αντιλαμβάνεται το χώρο και του αποδίδει νόημα είτε ατομικά είτε συλλογικά. Μια πόλη περιλαμβάνει κτισμένους και ελεύθερους χώρους, ιδιωτικές και δημόσιες περιοχές και σαφώς «στεγάζει» τις αστικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων που την κατοικούν. Οι δημόσιοι χώροι είναι ο τόπος που εμφανίζονται και αναπτύσσονται αυτές οι σχέσεις. Ο δημόσιος χώρος μπορεί να χαρακτηριστεί ως η περιοχή που περιβάλει ιδιοκτησίες σε μια πόλη, «ο χώρος ανάμεσα στα κτίρια», όπως λέει ο Jan Gehl. Δημόσιος χώρος είναι «ο χώρος όπου όλοι έχουμε δικαίωμα πρόσβασης, χωρίς εισοδηματικούς ή κοινωνικούς περιορισμούς. Είναι οι δρόμοι, οι πλατείες, τα πάρκα, οι παραλίες αλλά και η πρόσβαση στην ποιοτική γνώση, την ψυχαγωγία, τον πολιτισμό».
Η ερμηνεία είναι επακόλουθο, «αντίδραση», στην ύπαρξη της μορφής. Είναι μια απόλυτα προσωπική διαδικασία, που δίνει σημασία και λειτουργία στη μορφή. Η αρχιτεκτονική, μέσω επικοινωνιακών διαδικασιών, συντελεί στην παραγωγή τής μορφής, του χώρου και του περιβάλλοντος. Η μορφή ερμηνεύεται ποικιλοτρόπως από τους χρήστες μέσω επικοινωνιακών διαδικασιών. Θα ακολουθήσει ερμηνεία τής πόλης σύμφωνα με τη θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων, των νοητικών χαρτών και των καταστασιακών.
Θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων
«Προκειμένου να ερμηνευθεί η κάθε είδους επικοινωνία, έχει ανάγκη από ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς: αυτό είναι οι κοινωνικές αναπαραστάσεις». Μια κοινωνική αναπαράσταση είναι το εννοιολογικό περιεχόμενο μιας λέξης, έτσι όπως αυτό έχει συμφωνηθεί από διάφορες πληθυσμιακές ομάδες. «Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις αποτελούν τον τρόπο που μια κοινότητα νοηματοδοτεί τον κόσμο καθώς και το περιεχόμενο αυτής της νοηματοδότησης». Σύμφωνα με τη θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων του Σεργκέ Μοσκοβίτσι o τρόπος που κατανοεί το κόσμο μια συλλογικότητα εκφράζεται από συλλογικές δομές. Οι συλλογικές δομές βασίζονται στα αρχέτυπα. Δηλαδή, σύμφωνα με τον Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ: σε εικόνες, τύπους, συμπεριφορές που δημιουργήθηκαν από τις επαναληπτικές, όμοιες εμπειρίες της ανθρωπότητας μέσα από χιλιετίες ζωής, όπως η ανατολή και η δύση του ήλιου, η εξεύρεση τροφής ή συντρόφου, η αποφυγή κινδύνου κ.α.
Η έννοια της δομής αναφέρεται στο συλλογικό, στο περισσότερο αντικειμενικό και σε κάθε περίπτωση, επιδέχεται περαιτέρω ερμηνεία. Σύμφωνα με τον Έρμαν Χερτζμπέργκερ, ως δομή αναφέρεται «σε σχέση με ένα κτίριο ή πολεοδομικό σχέδιο: μια μεγάλης κλίμακας μορφή, η οποία, με λίγες μηδαμινές αλλαγές είναι κατάλληλη για να εξυπηρετεί διαφορετικές καταστάσεις γιατί προσφέρει διαρκώς καινούριες ευκαιρίες για νέες χρήσεις». Εκτός από τις συλλογικές δομές, μία κοινωνική αναπαράσταση μπορεί να εκφραστεί και μέσω των ατομικών ερμηνειών. Οι ατομικές ερμηνείες, βασίζονται στο τρόπο με τον οποίο το άτομο, σύμφωνα με τα προσωπικά του βιώματα, τη μνήμη, τις επιθυμίες του, αντιλαμβάνεται και χρησιμοποιεί ένα μήνυμα. Συνεπώς μια μορφή είναι από μόνη της δομή και οι διαφορετικές σημασίες που μπορούν να της αποδοθούν αποτελούν τις ατομικές ερμηνείες. H ατομική ερμηνεία μπορεί να εμπεριέχει την «ανορθόδοξη», την προβλεπόμενη και τη μη προβλεπόμενη χρήση μιας δομής – μορφής.
Για παράδειγμα η κοινωνική αναπαράσταση ενός κουταλιού σε μια δυτική κοινωνία, βάσει συλλογικών δομών, ερμηνεύεται ως το αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να καταναλωθεί η τροφή. Μία ατομική ερμηνεία του κουταλιού, θα μπορούσε να είναι η χρήση του ως καθρέφτης που αντιστρέφει το είδωλο. Αυτή η ατομική ερμηνεία βασίζεται στη μη ύπαρξη μνήμης και βιωμάτων σχετικά με την «ορθόδοξη» χρήση του κουταλιού. Επιπλέον, ο καναπές αποτελεί μια μορφή που ανταποκρίνεται στη συλλογική δομή του καθίσματος. Αλλά μια μορφή, μπορέι να εμπεριέχει περισσότερες ατομικές ερμηνείες «ability to carry multiple meanings» όπως αναφέρει ο Τζον Χαμπράκεν και έτσι ο καναπές να χρησιμοποιηθέι και ως κρεβάτι. Στην παραλιακή ζώνη τής Θεσσαλονίκης υπάρχει το άγαλμα του μεγάλου Αλεξάνδρου, σήμα κατατεθέν για την ιστορία της πόλης. Ο συγκεκριμένος χώρος αποτελεί το σημείο από όπου ξεκίνησε η ιστορία τού αθλήματος του σκέιτ. Το άγαλμα ξεκίνησε να χρησιμοποιείται ως πεδίο σκέιτμπορντ λόγω της υφής των υλικών του, του μεγέθους του και των σημείων υψηλού βαθμού τεχνικής δυσκολίας που διαθέτει. Για τους σκέιτερς, το άγαλμα «είναι τοπόσημο και της δικής τους ιστορίας και το διεκδικούν ως σκηνή», όπως επισήμανε σε εισήγησή της η αρχαιολόγος και υποψήφια διδάκτωρ Α.Π.Θ. Στυλιάνα Γκαλινίκη. Με αυτό το τρόπο το άγαλμα αποκτά νέα ερμηνεία, χωρίς η αρχική του μορφή να την είχε προβλέψει, από τους χρήστες που «διεκδικώντας» το δημόσιο χώρο βρίσκουν τρόπους να τον οικειοποιηθούν.
Νοητικοί χάρτες
«Ο αισθητός χώρος είναι ο χώρος που αντιλαμβάνεται κανείς καθημερινά στην κλίμακα του ατόμου και της ομάδας του, της οικογένειας, της γειτονιάς, περιλαμβάνοντας αυτό που ονομάζουν «περιβάλλον».
Σύμφωνα με τον Κέβιν Λύντς μια μέθοδος για την ερμηνεία της μορφής αποτελεί η δημιουργία εικόνων «environmental images», μοναδικές στο μυαλό του κάθε ατόμου. «Environmental images are the result of a two way process between the observer and his environment». Η δημιουργία αυτής της εικόνας έχει να κάνει με τα ερεθίσματα και προσωπικά βιώματα του παρατηρητή (observer), αποτελώντας μια ατομική ερμηνεία πέρα από τη συλλογική δομή, που απορέει από τη μορφή μιας πόλης. Κατά τον Λύντς, οι άνθρωποι κατανοούν μία πόλη και προσανατολίζονται σε αυτήν χρησιμοποιώντας νοητικές αναπαραστάσεις όλων των στοιχείων που αυτή περιέχει. Με τον όρο place legibility, ο Κ. Λύντς αναφέρεται στην ευκολία και στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι κατανοούν διαγραμματικά την πόλη. Προκειμένου να αντιληφθεί ο περιπλανώμενος «flaneur» μια πόλη, φτιάχνει στο μυαλό του ένα νοητικό χάρτη (mental map) που είναι μια αναπαράσταση του τι περιλαμβάνει η πόλη και είναι διαφορετικός για τον καθένα.
Ο Λύντς κατέληξε στη θεωρία ερμηνείας των πόλεων μέσω των mental maps βασισμένος σε πειράματα ανάγνωσης διαφορετικών πόλεων από διαφορετικούς ανθρώπους. Ζήτησε, από περιπλανόμενους πολίτες και τουρίστες να αναπαραστήσουν γραφικά αμερικάνικες πόλεις. Παρατήρησε πως σχεδόν σε όλα τα σχεδιαγράμματα, εξέχουσα σημασία είχαν σημεία «σταθμός» των πόλεων, όπως οι χαρακτηριστικές πλατείες, τα μνημεία, τα ιστορικά κτίρια. Αυτά είναι χαρακτηριστικά σημεία, που έρχονται στο μυαλό κάθε ατόμου όταν αναφέρεται σε μία πόλη. Παράλληλα, εντόπισε πως σε κάθε διάγραμμα υπήρχαν και στοιχεία μοναδικά, που είχαν να κάνουν με την ατομική ερμηνεία τής πόλης από τον κάθε συμμετέχοντα στο πείραμα.
Μερικά χαρακτηριστικά των σύγχρονων πόλεων, αποτελούν σύμβολα και ορολογίες για τους κατοίκους τους. Έτσι, όταν κάποιος επισκέπτεται μία πόλη για πρώτη φορά φτιάχνει το δικό του mental map, «διαβάζοντας» αυτά τα σύμβολα, τα ταυτίζει με το δικό του μέρος κατοικίας κατά αρχετυπικό τρόπο και την οικειοποιείται . Στο πείραμα του Λύντς ο χώρος με τα χαρακτηριστικά του στοιχεία αποτελεί μία συλλογική δομή, ένα συλλογικό σημείο εκκίνησης. Ενώ τα διαγράμματα του κάθε συμμετέχοντα είναι οι διαφορετικές πιθανές ατομικές ερμηνείες.
Καταστασιακοί
Η ερμηνεία του χώρου, μέσω της περιπλάνησης, ο εντοπισμός στοιχείων και η δημιουργία προσωπικών ή συλλογικών ιστοριών, «καταστάσεων», παραπέμπει στην καταστασιακή πόλη. Δηλαδή στην πόλη όπως την αντιλαμβάνονται οι καταστασιακοί. H περιπλάνηση «dérive» είναι το εργαλείο, το οποίο οι καταστασιακοί χρησιμοποιούν για την ανάγνωση των πόλεων. Πρόκεται για ένα, μη προγραμματισμένο «ταξίδι» στο αστικό «σκηνικό», που εξαρτάται από τις επιθυμίες και ψυχολογικές παραμέτρους του άτομου, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμη. Η αντιμετώπιση της πόλης ως σκηνικό της περιπλάνησης, τη καθιστά άθροισμα σκηνογραφικών ενοτήτων (γειτονιών) οι οποίες αποτελούνται από σκηνικά (κτίρια) στο ενδιάμεσο των οποίων αναπτύσσεται, αυτό που οι καταστασιακοί αποκαλούν «ατμόσφαιρα» (ambiance). Αυτόματα η προγραμματισμένη χρήση των κτιρίων και του δημόσιου χώρου, ως πεδία κοινωνικής δράσης, αναιρείται και αντικαθίσταται από τα μικροκλίματα της ατμόσφαιρας που δημιουργεί, ανα πασα στιγμή, ο περιπλανώμενος. Ο ίδιος ο χρήστης τής καταστασιακής πόλης την αντιλαμβάνεται μέσω τής αλληλουχίας ατμόσφαιρων που ο ίδιος δημιουργεί.
Το βασικό πρόγραμμα της καταστασιακής διεθνούς, όσον αφορά την κατασκευασμένη πόλη, περιγράφεται από την ενωτική πολεοδομία (unitary urbanism). Βασικό στοιχείο τής θεώρησης αυτής είναι ο συμμετοχικός χαρακτήρας στη δημιουργία και στη λειτουργία της. Η ενωτική πολεοδομία αντιμετωπίζει την αστική κατάσταση ώς ένα παιχνίδι, στο οποίο συμμετέχει ο περιπλανώμενος. Η καταστασιακή πόλη χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή των ατμοσφαιρών και διαφέρει από τις σημερινές «πόλεις τού θεάματος» όπου πρωταγωνιστεί το θέαμα, μέσω της εικόνας και της υπερβολικής πληροφορίας. Καταλύτης, στο όραμα των καταστασιακών για την «πόλη του παιχνιδιού», είναι η συμμετοχή στην «κατασκευή καταστάσεων». Αυτή η πρακτική, έχει σκοπό να απελευθερώσει τους κατοίκους από τους προκατασκευασμένους ρόλους και να τους κάνει από θεατές, δράστες.
Πολλαπλότητα
Η εναλλαγή τής μορφής τής καταστασιακής πόλης, της δίνει τη δυνατότητα, όντας ευέλικτη, να συμπεριλαμβάνει όσο το δυνατό περισσότερες ατομικές ερμηνείες των κατοίκων και επισκεπτών της. Ένας χώρος που ευνοεί τις ατομικές ερμηνείες, μπορεί να οικειοποιηθεί από περισσότερους χρήστες ενδυναμώνοντας το αρχετυπικό ένστικτο για καθορισμό τού χώρου και του περιβάλλοντος τους. Εν αντιθέσει, ένας χώρος που ανταποκρίνεται αποκλειστικά σε συλλογικές δομές, έχοντας μονόπλευρη λειτουργία, είναι πιθανό να περιορίζει τις αυθόρμητες ατομικές ερμηνείες, είναι «άκαμπτος», δεν ευνοεί πληθώρα χρήσεων και συνεπώς οικειοποιείται πιο δύσκολα.
Ο Ε. Χερτζμπεργκερ αναφέρει για τα σπίτια στα κανάλια του Άμστερνταμ: «αυτό που κάνει τα πλωτά σπίτια των καναλιών τόσο κατοικίσιμα είναι ότι [...] κάθε δωμάτιο διεγείρει τη φαντασία του ενοίκου για το πως θα ήθελε να το χρησιμοποιήσει καλύτερα».
Επικεντρώνοντας στον δημόσιο χώρο των πόλεων, η πολλαπλότητα στη χρήση του είναι ακόμα πιο επιτακτική, αφού αποτελεί το σκηνικό δράσης πολλών ετεροτήτων. Όταν κάτι σχεδιάζεται για όλους, αποτελεί ένα συλλογικό σημείο εκκίνησης και πρέπει να περιλαμβάνει πολλές πιθανές ατομικες ερμηνείες και το πως αυτές αλλάζουν με το χρόνο. Η αρχιτεκτονική διαδικασία στο δημόσιο χώρο είναι μια προσπάθεια επικοινωνίας με πολλαπλούς αποδέκτες. Οι χρήστες του, μέσω αυτης της επικοινωνιακής σχέσης, δεν πρέπει να αφομοιωθούν (όπως συνέβει στα ολοκληρωτικά καθεστώτα), αλλά να παραμέινουν και να εξελιχθούν ως δημιουργικές ετερότητες.
Ο Ε. Χερτζμπεργκερ γράφει: «η μεγαλύτερη ποικιλία στο παλιό κέντρο της πόλης του Άμστερνταμ [...] οφείλεται σε αληλουχίες χώρων, που αν και συνήθως δε διαφέρουν μεταξύ τους σημαντικά, η δυνατότητα ατομικής ερμηνείας ενυπάρχει λόγω της μεγαλύτερης πολλαπλότητάς τους». Η ανάγκη για πολλαπλότητα στον πραγματικό χώρο, έχει ενδιαφερον να εξεταστεί με ποιους τρόπους ενσωματώνεται στο αρχιτεκτονικό σχέδιο. Ένας δημόσιος χώρος που τον χαρακτηρίζει η πολλαπλότητα σημαίνει ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί με διάφορους τρόπους ανάλογα τις ανάγκες κάθε χρήσης, προβλεπόμενης ή μη. Συνεπώς, η μορφή του πρέπει να είναι πιο εύκολα προσαρμόσιμη και τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, τροποποιήσιμα. Αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη μιας μορφής αρχικά, ώστε να παραχωρούνται κάποιες βασικές δυνατότητες (συλλογικές δομές). Εν συνεχεία μία ευέλικτη μορφή χώρου, χωρίς σαφή και ολοκληρωμένη αντιστοιχία χρήσης. Έτσι, ο χώρος θα μπορεί να οργανώνεται ανάλογα, ώστε να φιλοξενεί διαφορετικές χρήσεις σε διαφορετικούς ή παράλληλους χρόνους. Όμως πολλές φορές αυτό αποκλείει τη «sur mesure» χρήση για τον συγκεκριμένο χώρο, επιβεβαιώνοντας τις αρχές τού μοντέρνου κινήματος, που θέλει τη μορφή υποταγμένη στη λειτουργία.
Η μοντέρνα λογική, εκφράζεται χωρικά με μονοσήμαντους χώρους συγκεκριμένης λειτουργίας. Για την κατοικία, παραδείγματος χάριν, ένα δωμάτιο αντιστοιχεί σε μία μόνο χρήση. Για τη πόλη, οι μόνες απαραίτητες για την ανθρώπινη επιβίωση λειτουργίες (κατοικία, εργασία, ψυχαγωγία) δεν πρέπει να συγχέονται μεταξύ τους. Έτσι, με τη χάρτα των Αθηνών, η οποία προβλέπει το σύστημα του zoning, διατμηματίζεται η πόλη σε ρυμοτομικές ζώνες οι οποίες αναφέρονται αποκλειστικά στις αναφερθείσες λειτουργίες. Το βασικό χαρακτηριστικό τής φονξιοναλιστικής αρχιτεκτονικής είναι η μελέτη τής σχέσης μεταξύ τής μορφής και τυποποιημένης συμπεριφοράς του χρήστη. Τόσο στον ιδιωτικό και το δημόσιο χώρο όσο και στο εργασιακό περιβάλλον, μελετήθηκαν εξονυχιστικά οι κινήσεις και επιθυμίες των χρηστών ώστε να συμπεριληφθούν στο αρχιτεκτονικό σχέδιο. Αυτό οδηγεί στην τυποποιημένη και μαζική παραγωγή χώρων, που προϋποθέτουν έναν παθητικό χρήστη με συγκεκριμένες κινήσεις ανάγκες και επιθυμίες.
Το 1930, υπό το πρίσμα του φονξιοναλισμού, εγκαταλείπεται η αισθητική ως το σημαντικότερο σχεδιαστικό κριτήριο και αντικαθίσταται από την φυσική λειτουργία τόσο των κτιρίων όσο και ολόκληρης της πόλης. Ο σχεδιασμός των φονξιοναλιστών δεν περιλαμβάνει ψυχολογικές η κοινωνικές πτυχές. Σύμφωνα με τον Jan Gehl «οι δρόμοι και οι πλατείες, που ανέκαθεν, αποτελούσαν επίκεντρο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, αντικαταστάθηκαν από φαρδιές οδικές αρτηρίες που διευκόλυναν τις μεταφορές και από ατέλειωτες εκτάσεις πρασίνου χωρίς ουσιαστική καθημερινή χρήση από τους κάτοικους των πόλεων». Επιπλέον ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν χαρακτηριστικά αναφέρει: «Πολεοδομικά τετράγωνα και ολόκληρες συνοικίες, εν ονόματι του μειωμένου κόστους χτίστηκαν «από τα πάνω», απαγορεύοντας κάθε δυνατότητα παρέμβασης των άμεσα ενδιαφερομένων στη διαμόρφωση των όρων της ύπαρξής τους».
Αρωγός στη πορεία ταύτισης τής αρχιτεκτονικής με το νέο μοντέλο μαζικής παραγωγής τού 20ου αιώνα, αποτέλεσαν τα διεθνή συνέδρια Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής C.I.A.M που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια του μεσοπολέμου. Η αμφισβήτηση του μοντέρνου κινήματος που εκφράστηκε στο μεγαλύτερο του βαθμό μέσω της αρχιτεκτονικής, ήρθε οριστικά το Μάη του 1968. Μετά το τελευταίο C.I.A.M. έχουμε τη δημιουργία νέων ρευμάτων στο χώρο της αρχιτεκτονικής σκέψης, της πολεοδομίας και του αστικού σχεδιασμού.
Σήμερα οι ανάγκες των ανθρώπων για κατοικία, εργασία και ψυχαγωγία, έχουν πολλαπλούς τρόπους έκφρασης που δεν «χωρούν» πλέον στη μονοσήμαντη λογική των δωματίων για την κατοικία, ή του zoning για την πόλη. Οι διαφορετικοί τύποι οικογενειακών και αστικών σχέσεων απαιτούν πολλαπλότητα στον τρόπο σχεδιασμού. Ένα σχεδιασμό που κατά τους στρουκτουραλιστές θα έχει βασικη δομή, κορμό, αλλά θα τον χρησιμοποεί διαφορετικά για κάθε περιπτωση. Το χτίσιμο πέρνει τη φόρμα τής γλώσσας σύμφωνα με τη στρουκτουραλιστική θεωρία και τη γλώσσα των προτύπων του Κ. Αλεξάντερ.
Σύμφωνα με τον Αλεξάντερ, ένα μεγάλο μέρος τής δομής μιας πόλης ή ενός κτιρίου, απαρτίζεται από «πρότυπα» σχέσεων. Κάθε «πρότυπο» στο χώρο συνοδεύεται από ένα σύνολο συμβάντων σχετικών με αυτό. Το κτίριο, η γειτονιά, η πόλη είναι ακομα πιο άνετοι χώροι και οικειοποιήσιμοι όταν τα πρότυπα από τα οποία συνίστανται είναι πολλά και συνεργάζονατιαι μεταξύ τους. Τα κτίρια και η πόλη, κατά τον Αλεξάντερ είναι πολλαπλός συνδυασμός τρισδιάστατων προτύπων ανάλογα με την επιθυμία των χρηστών. Η γλωσσα αυτη βοηθάει τους ανθρώπους να δομήσουν συλλογικά την πόλη τους. Καθε χτισμένος όγκος έχει μία γλώσσα, κάθε πολή σαν ενότητα εχει μία γλώσσα. Στο άρθρο «A city is not a tree» υποστηρίζει πως η λειτουργία των πόλεων δεν έχει δενδρική διάταξη με αυστηρή ιεραρχία, αλλά οι λειτουργίες και οι σχέσεις αποτελούν οργανικές δομές από επίπεδα που αλληλοεπικαλύπτονται μεταξύ τους σχηματίζοντας ένα ελεύθερο δίκτυο (lattice, semi-lattice). Έτσι και ο σχεδιασμός της πόλης, για να ακολουθήσει αυτή τη δομή πρέπει να είναι πιο ελεύθερος, παρά να υποστηρίζει «ορθολογικούς» διαχωρισμούς των χρήσεων, όπως η χάρτα των Αθηνών.
Αντιμετωπίζοντας την αρχιτεκτονική ως αμφίδρομη επικοινωνία, δίνεται η ευκαιρία στους χρήστες να μετατραπούν σε «ενεργητικά μέλη της πραξης της ανάγνωσης» του δημόσιου χώρου. Οι χρήστες υφίστανται ως δημιουργικές ετερότητες, μέσω της επεμβάσής τους στις συλλογικές δομές. Ο δημόσιος χώρος σχεδιασμένος με πολλαπλότητα ενσαρκώνει τις ατομικές ερμηνείες των χρηστών, κάνοντας την πόλη παιχνίδι «συμμετοχής». Οι κανόνες του παιχνιδιού απορεόυν από τις συλλογικές δομές του χώρου, αλλά τροποποιούνται από τις ατομικές ερμηνείες. Σε αυτό το παιχνίδι του χώρου ο αρχιτέκτονας με το χρήστη αλληλοτροφοδοτούνται παίζοντας χώρις να αναζητούν για νικητή και χαμένο. Χαμένος είναι ο χώρος όταν δεν συμβαίνουν διαλεκτικές σχέσεις επικοινωνίας που, με την αλληλεπίδραση των μελών τους, τον αναζωογονούν. Χαμένος είναι ο χώρος όταν δε σε καλεί να συνυπάρξεις ως χρήστης και μέλος της κοινωνίας.
Ως αρχιτέκτονες πρεπεί να αποτρέπουμε την κατασκευή «χαμένων» χώρων. Αλλά να επιδιώκουμε δημιουργία χώρων ουσιαστικών για την εξέλιξη στη καθημερινότητα των ατομικών, συλλογικών, πολιτικών και κοινωνικών δραστηριοτών. Ο δημόσιος αστικός χώρος είναι ένα σύστημα δομής σε μια πόλη και απαρτίζεται από πλατείες, δρόμους για μεταφορικά μεσα και πεζούς ελεύθερους χώρους, αστικά κενά, χρήσεις γης και πράσινο. Η δημιουργία χωρικών δομών, βασισμένων στην ελαχιστοποίηση των αρμοδιοτήτων του αρχιτέκτονα δεν ακυρώνει το ρόλο του, αλλά αποτελεί συνειδητή σχεδιαστική, αισθητική και πολιτική επιλογή. Η μη ύπαρξη «αρχιτεκτονικής» στην ουσία είναι αρχιτεκτονική. Προετοιμάζει το πεδίο δράσης των χρηστών ευνοώντας την αυτοσχεδιαστική δραστηριοποίησή τους. Η ύπαρξη συγκεκριμένων χωρικών δομών στη διαμόρφωση δημόσιων χώρων αποτελεί ξεκάθαρα πολιτική πράξη, προάγοντας τη συλλογική λήψη αποφάσεων, την ενεργή ύπαρξη και δημιουργική δράση των πολλαπλών ετεροτήτων και τη πολιτική κινητοποίησή των χρηστών με αφορμή το ίδιο το περιβάλλον τους.
αν;aρτηση: hellenis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου