Το να ζωγραφίζεις ανθρώπους είναι εξαιρετικά γοητευτικό. Η ανθρώπινη
παρουσία έχει τέτοια ένταση, που πολλές φορές, ήδη από τις πρώτες
πινελιές πάνω στο τελάρο, μόλις γίνει ένα μάτι, με την πρώτη ένδειξη
ενός βλέμματος, νιώθεις ότι το τελάρο σου έχει κατοικηθεί. Να
συμπεράνουμε ότι αυτό βολεύει τον ζωγράφο; Πώς είναι πιο εύκολο; Όχι,
γιατί αρκεί μια ελάχιστη αστοχία, μια γραμμή, για να μετατρέψει την
έκφραση ενός προσώπου σε μορφασμό.
Η ζωγραφική που κάνω έχει σαν αφετηρία ό,τι βλέπω κάθε μέρα γύρω μου. Είναι η φυσική συνέπεια των ερεθισμάτων που δέχομαι απ’ ό,τι με περιτριγυρίζει. Είναι φορές που μένω αποσβολωμένος μπροστά σε ένα βλέμμα, μια φυσιογνωμία, μια χειρονομία.
Αναρωτιέμαι καμιά φορά τι μπορεί να σκέφτονται για μένα όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που πολλές φορές τους κοιτάζω τόσο επίμονα στο δρόμο ή στο μετρό, στις μετακινήσεις μου μέσα στη πόλη. Για μένα όμως έχει πολύ μεγάλη σημασία γιατί έκπληκτος, κάθε φορά, ανακαλύπτω ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, αν μπορέσεις να δεις λίγο πιο πέρα από την καθημερινότητά τους, αποκαλύπτονται σαν κάτι το αρχαϊκό, κάτι που υπερβαίνει το χρόνο και που με μεγάλη ευκολία συναντά τις συμβολικές μορφές που μας έχει παραδώσει η τέχνη και η λογοτεχνία του παρελθόντος. Αυτό άλλωστε με κάνει να μπορώ να απολαμβάνω εξίσου ένα σπουδαίο έργο του μπαρόκ όσο και μια σταλαγματιά από χρώμα στα σανίδια του εργαστηρίου μου. Νομίζω πως είναι πολύ σχετικό με όλα αυτά κάτι που γράφει ο Σεφέρης στο ημερολόγιό του, τα Χριστούγεννα του 1965:
«Κατέβαινα προς την παλιά αγορά· ένα ζευγάρι ανηφόριζε. Ο άντρας αψηλός, νέος ακόμη, και αλλήθωρος, η γυναίκα ακολουθώντας πέντε - έξι βήματα πίσω· τόσο αλλήθωρος που, ενώ μιλούσε σ’ αυτήν, νόμισα πως μου μιλούσε εμένα. Τι να κάνουμ’ αφού μας έδωσαν κλειδί άλλ’ αντ’ άλλο· τι φταίξαμ’ εμείς;». Και σημειώνει «Καβαφική σκέψη».
Τέτοιου είδους αφορμές παίρνω και εγώ από το περιβάλλον , μόνο που το είδος της δικής μου ευαισθησίας με κάνει να αντιλαμβάνομαι καλύτερα αυτά που έχουν σχέση με την όραση, που έχουν όχημα το φως.
Για μένα, η μετάβαση απ’ αυτό που λέμε καθημερινότητα στην ποίηση δεν γίνεται με μία φράση που θα ακούσω, αλλά από ένα γυάλισμα στο μάτι ή την λάμψη πάνω σ’ ένα αντικείμενο ή το τσάκισμα ενός ρούχου.
Κάποια στιγμή, μετά από πολύ καιρό, αφότου τις είχα ζωγραφίσει, συνειδητοποίησα ότι η φιγούρα της "Ιωάννας που κρατάει την τσάντα" και η άλλη με τις μαύρες μπότες, που τις ζωγράφισα το 2004, είναι ίδιες και απαράλλαχτες με τις γυναίκες, που έβλεπα στον Πειραιά όταν ήμουν μικρός. Κάτι τέτοιες διαπιστώσεις με κάνουν να νοιάζομαι λίγο για το τι είναι νέο και τι είναι παλιό, αφού είναι τόσο ανακατεμένα όλα αυτά μεταξύ τους και να κοιτάζω το πώς θα σκάψω πιο βαθιά σ’ αυτό που αισθάνομαι για τον κόσμο και τα πράγματα. Βιώματα αυτού του είδους μου δίνουν το κλειδί για να καταλάβω αυτό που έγραψε κάποιος άλλος στο ημερολόγιό του, ένας ζωγράφος αυτή τη φορά, ο Ντελακρουά, στις 15 Μαΐου του 1824: «Αυτό που κάνει τα μεγάλα πνεύματα ή ακριβέστερα αυτό που κάνουν τα μεγάλα πνεύματα δεν είναι οι καινούριες ιδέες, αλλά είναι η ιδέα, ιδέα που τους κατακυριεύει ότι, ό,τι έχει ειπωθεί δεν έχει ειπωθεί ακόμα επαρκώς.»
Όλα τα έργα μου έχουν γίνει από το φυσικό. Τα έργα μου τα κάνω κοιτώντας πραγματικούς ανθρώπους, τα μοντέλα μου, ζώντας μαζί τους, μετέχοντας στην πραγματική τους ζωή, καθώς το κάθε έργο μου, παίρνει αρκετό καιρό για να το κάνω και νομίζω ότι αυτό με βοηθάει να κάνω μια ζωγραφική που να αφορά την αληθινή ζωή και με προστατεύει από τις φαντασιώσεις μου και τα πάσης φύσεως ιδεώδη, τα οποία βλέπω με καχυποψία, ξέροντας πως συχνά δεν είναι παρά εσωτερικεύσεις άνωθεν εντολών και κατεστημένων παραδοχών.
Info: Γεννήθηκε το 1952 στον Πειραιά. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, στο εργαστήριο του Γιώργου Μαυροϊδή, από το 1970 έως το 1974 και συνέχισε τις σπουδές του στη Λυόν και στο Παρίσι (1978-1981). Αργότερα, ως ακροατής παρακολούθησε το εργαστήριο του Leonardo Cremonini στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη , στο Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης στην Τράπεζα της Ελλάδος, στο Μουσείο Φρυσίρα, στην Πινακοθήκη Κουβουτσάκη και σε άλλες ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα (Συλλογή Σωτήρη Φέλιου, Αντώνη και Άζιας Χατζηïωάννου, Θανάση Μιχαηλίδη) στη Γαλλία, στο Βέλγιο και αλλού.
* Αναδημοσίευση από το περιοδικό Culturenow Mag, τεύχος 27
Photo: Robert Mc Cabe
ΠΗΓΗ http://www.culturenow.gr
Η ζωγραφική που κάνω έχει σαν αφετηρία ό,τι βλέπω κάθε μέρα γύρω μου. Είναι η φυσική συνέπεια των ερεθισμάτων που δέχομαι απ’ ό,τι με περιτριγυρίζει. Είναι φορές που μένω αποσβολωμένος μπροστά σε ένα βλέμμα, μια φυσιογνωμία, μια χειρονομία.
Αναρωτιέμαι καμιά φορά τι μπορεί να σκέφτονται για μένα όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που πολλές φορές τους κοιτάζω τόσο επίμονα στο δρόμο ή στο μετρό, στις μετακινήσεις μου μέσα στη πόλη. Για μένα όμως έχει πολύ μεγάλη σημασία γιατί έκπληκτος, κάθε φορά, ανακαλύπτω ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, αν μπορέσεις να δεις λίγο πιο πέρα από την καθημερινότητά τους, αποκαλύπτονται σαν κάτι το αρχαϊκό, κάτι που υπερβαίνει το χρόνο και που με μεγάλη ευκολία συναντά τις συμβολικές μορφές που μας έχει παραδώσει η τέχνη και η λογοτεχνία του παρελθόντος. Αυτό άλλωστε με κάνει να μπορώ να απολαμβάνω εξίσου ένα σπουδαίο έργο του μπαρόκ όσο και μια σταλαγματιά από χρώμα στα σανίδια του εργαστηρίου μου. Νομίζω πως είναι πολύ σχετικό με όλα αυτά κάτι που γράφει ο Σεφέρης στο ημερολόγιό του, τα Χριστούγεννα του 1965:
«Κατέβαινα προς την παλιά αγορά· ένα ζευγάρι ανηφόριζε. Ο άντρας αψηλός, νέος ακόμη, και αλλήθωρος, η γυναίκα ακολουθώντας πέντε - έξι βήματα πίσω· τόσο αλλήθωρος που, ενώ μιλούσε σ’ αυτήν, νόμισα πως μου μιλούσε εμένα. Τι να κάνουμ’ αφού μας έδωσαν κλειδί άλλ’ αντ’ άλλο· τι φταίξαμ’ εμείς;». Και σημειώνει «Καβαφική σκέψη».
Τέτοιου είδους αφορμές παίρνω και εγώ από το περιβάλλον , μόνο που το είδος της δικής μου ευαισθησίας με κάνει να αντιλαμβάνομαι καλύτερα αυτά που έχουν σχέση με την όραση, που έχουν όχημα το φως.
Για μένα, η μετάβαση απ’ αυτό που λέμε καθημερινότητα στην ποίηση δεν γίνεται με μία φράση που θα ακούσω, αλλά από ένα γυάλισμα στο μάτι ή την λάμψη πάνω σ’ ένα αντικείμενο ή το τσάκισμα ενός ρούχου.
Κάποια στιγμή, μετά από πολύ καιρό, αφότου τις είχα ζωγραφίσει, συνειδητοποίησα ότι η φιγούρα της "Ιωάννας που κρατάει την τσάντα" και η άλλη με τις μαύρες μπότες, που τις ζωγράφισα το 2004, είναι ίδιες και απαράλλαχτες με τις γυναίκες, που έβλεπα στον Πειραιά όταν ήμουν μικρός. Κάτι τέτοιες διαπιστώσεις με κάνουν να νοιάζομαι λίγο για το τι είναι νέο και τι είναι παλιό, αφού είναι τόσο ανακατεμένα όλα αυτά μεταξύ τους και να κοιτάζω το πώς θα σκάψω πιο βαθιά σ’ αυτό που αισθάνομαι για τον κόσμο και τα πράγματα. Βιώματα αυτού του είδους μου δίνουν το κλειδί για να καταλάβω αυτό που έγραψε κάποιος άλλος στο ημερολόγιό του, ένας ζωγράφος αυτή τη φορά, ο Ντελακρουά, στις 15 Μαΐου του 1824: «Αυτό που κάνει τα μεγάλα πνεύματα ή ακριβέστερα αυτό που κάνουν τα μεγάλα πνεύματα δεν είναι οι καινούριες ιδέες, αλλά είναι η ιδέα, ιδέα που τους κατακυριεύει ότι, ό,τι έχει ειπωθεί δεν έχει ειπωθεί ακόμα επαρκώς.»
Όλα τα έργα μου έχουν γίνει από το φυσικό. Τα έργα μου τα κάνω κοιτώντας πραγματικούς ανθρώπους, τα μοντέλα μου, ζώντας μαζί τους, μετέχοντας στην πραγματική τους ζωή, καθώς το κάθε έργο μου, παίρνει αρκετό καιρό για να το κάνω και νομίζω ότι αυτό με βοηθάει να κάνω μια ζωγραφική που να αφορά την αληθινή ζωή και με προστατεύει από τις φαντασιώσεις μου και τα πάσης φύσεως ιδεώδη, τα οποία βλέπω με καχυποψία, ξέροντας πως συχνά δεν είναι παρά εσωτερικεύσεις άνωθεν εντολών και κατεστημένων παραδοχών.
Info: Γεννήθηκε το 1952 στον Πειραιά. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, στο εργαστήριο του Γιώργου Μαυροϊδή, από το 1970 έως το 1974 και συνέχισε τις σπουδές του στη Λυόν και στο Παρίσι (1978-1981). Αργότερα, ως ακροατής παρακολούθησε το εργαστήριο του Leonardo Cremonini στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη , στο Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης στην Τράπεζα της Ελλάδος, στο Μουσείο Φρυσίρα, στην Πινακοθήκη Κουβουτσάκη και σε άλλες ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα (Συλλογή Σωτήρη Φέλιου, Αντώνη και Άζιας Χατζηïωάννου, Θανάση Μιχαηλίδη) στη Γαλλία, στο Βέλγιο και αλλού.
* Αναδημοσίευση από το περιοδικό Culturenow Mag, τεύχος 27
Photo: Robert Mc Cabe
ΠΗΓΗ http://www.culturenow.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου