«Είναι ήδη sold out!» με ενημερώνουν από το θέατρο. Μπορώ να σκεφτώ διάφορους λόγους που δυσκολεύεσαι κιόλας να βρεις θέση για τον «Ρινόκερο» του Ιονέσκο στο θέατρο Θησείον, αν και έκανε πρεμιέρα μόλις στις 11 Ιανουαρίου. Ο πρώτος λόγος λέγεται Θωμάς Μοσχόπουλος. Κάθε σκηνοθεσία του αποτελεί ένα θεατρικό γεγονός. Ο δεύτερος λόγος είναι η συνάντηση του Θωμά με ένα από τα σπουδαιότερα και αειθαλή έργα της παγκόσμιας δραματουργίας. Και ο τρίτος λόγος είναι οι ηθοποιοί της παράστασης, που αποτελεί ο καθένας τους έναν ξεχωριστό πόλο έλξης για κάθε θεατρόφιλο που σέβεται τον εαυτό του.
Λίγο πριν από την πρεμιέρα συναντώ στο φουαγιέ του θεάτρου τον Γιώργο Χρυσοστόμου και την Ηρώ Μπέζου. Δεν τους διάλεξα τυχαία. Είναι δύο ηθοποιοί που εκτιμώ βαθιά. Ο Γιώργος μετράει ήδη αρκετά χρόνια στο θέατρο. Είναι από τους ελάχιστους ηθοποιούς που μπορούν να κάνουν τόσο διαφορετικά είδη θεάτρου τόσο καλά. Από τον αριστοφανικό λόγο («Λυσιστράτη», «Όρνιθες») και τη σύγχρονη μετεπιθεώρηση («Άγαμοι Θύται», «Τρομόπολις») στο λυρικό θέατρο του Σαίξπηρ («Μάκβεθ»), το ρεαλιστικό του Άλμπι («Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;») και του Ουίλλιαμς («Γυάλινος κόσμος») και το παράλογο του Ιονέσκο («Ρινόκερος»). Η ερμηνεία του στο “Mistero Buffo”, πάλι σε σκηνοθεσία του Μοσχόπουλου, είναι από εκείνες που κρατάς βαθιά χαραγμένες στη θεατρική σου μνήμη. «Από πολύ νωρίς ήξερα τι δεν ήθελα να μου συμβεί στο θέατρο. Δεν ήξερα τι ακριβώς ήθελα, αλλά ήξερα τι δεν ήθελα!», μου λέει με νόημα ο Γιώργος.
Η Ηρώ κάνει ακόμα τα πρώτα της βήματα στον χώρο, αλλά ήδη έχει δώσει το στίγμα της και έχει ξεχωρίσει. Όχι, δεν έχει ξεχωρίσει λόγω των διάσημων γονιών της. Γι’ αυτό και η φράση «το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει» μοιάζει μάλλον άδικη στην περίπτωσή της. Η Ηρώ ακολουθεί ξεκάθαρα τη δική της διαδρομή. Η ερμηνεία της στην «Αντιγόνη» του Ανούιγ πέρυσι έδειξε ότι μάλλον πρέπει να περιμένουμε πολλά από εκείνη. Μετά τις καλοκαιρινές «Τραχίνιες» συναντιέται ξανά με τον Μοσχόπουλο στον «Ρινόκερο» και μοιάζει να το απολαμβάνει. «Δουλεύει μαζί μας πολύ δημιουργικά, χωρίς να εξαντλούμαστε. Υπάρχει μία σαφήνεια στο τι θέλει, αλλά παράλληλα σου δίνει πολύ χώρο και μαζί και την αντίστοιχη ευθύνη. Αυτό προσωπικά μου αρέσει πάρα πολύ», μου εξομολογείται.
Γραμμένος το 1959 ο ξεκάθαρα αλληγορικός «Ρινόκερος» του Ιονέσκο μας μεταφέρει σε μία πόλη, που όλοι οι κάτοικοί της σταδιακά αρχίζουν να μετατρέπονται σε ρινόκεροι! Μόνο ένας, ο ψιλοαποτυχημένος και μάλλον εξαρτημένος από το ποτό Μπερανζέ (τον υποδύεται ο Μανώλης Μαυροματάκης) αντιστέκεται σθεναρά στην επιδημία ρινοκερίτιδας. «Θα παραμείνω άνθρωπος! Δεν θα γίνω σαν κι εσάς!» φωνάζει στο τέλος του έργου. Αναρωτιέμαι γιατί ο Ιονέσκο τοποθετεί στη θέση του κεντρικού ήρωα – επαναστάτη έναν περιθωριακό, φαινομενικά αδύναμο τύπο. «Δεν είναι στ’ αλήθεια αδύναμος. Η επανάστασή του είναι το μυαλό του. Δεν είναι ο ήρωας που θα μπει μπροστά και θα σηκώσει το λάβαρο. Ο Μπερανζέ είναι δυνατός μέσα του. Μέσα σε ένα χάος επιβιώνει τέλεια. Αυτό από μόνο του θέλει φοβερή δύναμη», επισημαίνει ο Γιώργος.
Η Ηρώ προχωράει ένα βήμα παρακάτω. «Νομίζω ότι έχουμε πάντα την τάση να κατατάξουμε κάπου τον κάθε άνθρωπο, εξαιτίας της δικής μας αδυναμίας να τον διαχειριστούμε. Ο Μπερανζέ είναι ένας άνθρωπος που ο κόσμος τον έχει βάλει στο περιθώριο, γιατί δεν εντάσσεται στο σύνολο και δεν συμφιλιώνεται με τη ζωή. Θα μπορούσε να είναι ένας ποιητής, αλλά έτυχε να μην είναι. Έχει λοιπόν να κάνει με την εμμονή μας να βάζουμε ταμπέλες στους ανθρώπους για να μη βρεθούμε αντιμέτωποι με το κάτι παραπάνω που έχουν, που μας τρομάζει».
Ο ρινόκερος βρίσκεται μέσα μας. Δεν είναι ένας εξωτερικός εχθρός. Η πάλη γίνεται με τον εαυτό μας. «Το θέμα είναι πόσο αφήνεσαι στην πιο πρωτόγονη και εγωιστική πλευρά σου. Νομίζω ο καθένας μας γίνεται ρινόκερος σε κάποια φάση της ζωής του», μου λέει η Ηρώ. «Εγώ έγινα προχθές! Βγήκε η σκοτεινή μου πλευρά, ευτυχώς χωρίς να πληγώσω κανέναν!» παρεμβαίνει ο Γιώργος και συνεχίζει: «Ξέρεις, έκανα αυτό το παιχνίδι σε ένα σπίτι. Ρώτησα κάτι φίλους τι είναι ρινόκερος για εσάς. Και τελικά η κάθε απάντηση είναι υποκειμενική. Μια φίλη μου μου είπε ότι η μόδα είναι ρινοκερισμός!»
«Και σε τι συνίσταται το να είσαι άνθρωπος;» τους ρωτάω. «Για μένα άνθρωπος είναι καθαρό συναίσθημα. Άνθρωπος παύλα ανθρωπιά. Το συναίσθημα που προκύπτει μετά από την πάλη που βγαίνει με τον πρωτόγονο εαυτό σου. Αυτό είναι άνθρωπος. Το αποτέλεσμα αυτής της αντίστασης», μου απαντά ο Γιώργος – και η Ηρώ συμφωνεί: «Αυτό ακριβώς. Η αντίσταση. Είναι ο μόνος τρόπος για να ζήσουμε και να συμβιώσουμε. Δεν γίνεται αλλιώς. Η συνειδητή διαχείριση της ύπαρξής σου και η ευθύνη που φέρει αυτή. Αυτό συνιστά τον άνθρωπο».
Ευφυώς σκεπτόμενος ο Θωμάς Μοσχόπουλος δεν αντιμετώπισε τον «Ρινόκερο» ως ένα δραματικό έργο. «Ευτυχώς έχει την εξυπνάδα να καταλαβαίνει ότι κάποια πράγματα μέσα από την κωμωδία γίνονται πολύ πιο τραγικά. Ακολουθεί μία μινιμαλιστική σκηνοθετική γραμμή. Με τα ελάχιστα δυνατά, το οποίο είναι κι αυτό μία πολιτική στάση. Είναι ένα κείμενο που δεν χρειάζεται πολλά. Είναι ένα σκηνικό με κάτι κύβους που μετακινούνται και μεταμορφώνονται σε διάφορα πράγματα. Κάποιοι ηθοποιοί που παίζουν δυο τρεις ρόλους παίζουν με κάδρα. Δεν πρόκειται για ένα κλασικό ανέβασμα. Θα έλεγα ότι είναι λίγο “κουνημένο’», σημειώνει ο Γιώργος και η Ηρώ συμπληρώνει: «Αφήνει χώρο στη φαντασία. Το βασικό όμως είναι ότι το βλέπει σαν κάτι πολύ πραγματικό. Το παράξενο και το παράλογο είναι κάτι που δεν μας αφορά τόσο».
Ίσως γιατί όσα θεωρούσαμε παράλογα φαντάζουν πια σήμερα αναπάντεχα αληθινά… «Το παράλογο για μένα και παράλληλα απολύτως φυσιολογικό είναι ότι ενώ θα έπρεπε σήμερα να είσαι συνέχεια στεναχωρημένος και να σκέφτεσαι όλη την ώρα τι θα έπρεπε να γίνει, δεν γίνεται αυτό. Έτσι είναι ο άνθρωπος. Τη μια στιγμή μπορείς να κλαις με μαύρο δάκρυ και την άλλη στιγμή να σου αποσπάσει κάτι άλλο την προσοχή, που είναι πολύ αληθινό. Ας πούμε για κάποιον τρελά ερωτευμένο, μπορεί να μην έχει τίποτα σημασία! Και γιατί όχι; Στην τελική ποιος ξέρει απόλυτα τι συμβαίνει;» σχολιάζει η Ηρώ.
«Με ρώτησε μία γνωστή μου, που δεν έχει δει θέατρο ποτέ της, τι είναι ο “Ρινόκερος’. Και έπρεπε να της πω κάτι για το έργο πολύ περιεκτικά. Της λέω λοιπόν… Είναι ένα σύστημα ανθρώπων, που ενώ έξω συμβαίνει ένα κοσμογονικό γεγονός, εκείνοι φλυαρούν με τις ώρες για διάφορα άσχετα. Και μου λέει αυτή… “Α, σαν και σήμερα!’. Αυτή λοιπόν είχε στο μυαλό της ότι έξω ο κόσμος δυστυχεί και μέσα σε ένα στούντιο έξι άτομα μπουρδολογούν ταυτόχρονα. Κι αυτό κάνουμε και στο έργο… Μιλάμε ταυτόχρονα σχεδόν στις μισές σκηνές. Δεν εννοεί κανείς κάτι, αλλά όλοι κάτι εννοούν. Δεν πιστεύει κανείς κάτι, αλλά όλοι θέλουν να πιστεύουν ότι κάτι πιστεύουν. Αυτό για μένα είναι κάτι παράλογο».
ΠΗΓΗ: http://www.metropolispress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου