Χριστίνα Αιβαζογλου πτυχιακές 2012 |
ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΗ
ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Ηλεκτρονικό ρολόι χειρός σε χέρι αντρικό.
Οθόνη.
Μηδέν οκτώ και μηδέν μηδέν.
Πρωί.
Έφτασε στην ώρα του όπως πάντα.
Αυτός που φέρει το χέρι που φορά το ρολόι, άνθρωπος συνηθισμένος,
ούτε ψιλός, ούτε λεπτός
ούτε όμορφος, ούτε κοντός
συνηθισμένο γκρι κοστούμι, το ρολόι φυσικά και μαύρο
χαρτοφύλακα στο χέρι.
Στέκεται σε μια, μαζί με πλήθος κόσμου ουρά.
Με μια πρώτη θα λεγα
πως είναι μια ασυνήθιστη, μεγάλη ουρά.
Ματιά.
Πίσω του πολλά
εκτείνεται χιλιόμετρα
και μπρός του, εκατοντάδες χιλιάδες
εκατομμύρια, ο ένας πίσω από τον άλλο.
Άνθρωποι
νέοι, γεροί
παιδιά ‘ντρες γυναίκες.
- ΜΑ…!!? τι..….όλοι
αυτοί εδώ ;;
Ψάχνεις,
βρίσκεις
πως σε μια πόρτα ενός μεγάλου κτηρίου τα εκατομμύρια των
ανθρώπων συνωστίζονται.
Γράμματα σκούρα βαριά μεταλλικά πάνω απ την πόρτα πάνω
στον γρανιτένιο τοίχο γυαλισμένο
‘’ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΘΑΝΑΤΟΥ’’
-Τι στο καλό..!!!;;
Μπαίνεις.
Θάλαμος τεράστιος.
Εκατοντάδες χιλιάδες
εκατομμύρια ανθρώπων συνωστίζονται σχηματίζοντας περίεργα ενός
ατέρμονους σίγμα τελικού σχήματα.
Στο βάθος ένας και μοναδικός
με ένα μεγάλο υπάλληλος του υπουργείου γιαπωνέζικο σπαθί
των σαμουράι στο χέρι.
Καθένας πρώτος στη σειρά του δίνει ένα χαρτάκι.
Εισιτήριο.
Σπαθί ανυψώνεται, και με ορμή, το κεφάλι μια για πάντα από
τους ώμους απομακρύνεται!
Μοναδικό.
Μέσα στο άχρωμο, υγρό μπροστά στα πόδια και την ποδιά
πάνω από το κοστούμι του υπάλληλου κάτασπρη αίμα.
Γνωστό ρολόι χειρός σε χέρι αντρικό.
Οθόνη.
Δεκαέξι και μηδέν μηδέν
όπως κάθε μέρα την ίδια ώρα φεύγει.
Τέσσερις.
Πέρασε άλλη μια,
ο δρόμος για το σπίτι
αυτός που τον πάει κάθε μέρα και τον φέρνει.
Σπίτι
κι’ όλοι μαζί απ το τραπέζι γύρω τρώνε
και πιο από συνήθεια
– Η μέρα σου πως πέρασε, ρωτάνε.
Χωρίς το κεφάλι από το πιάτο του αυτός να σηκώσει –‘’Ε… και πώς να πέρασε, σαν κάθε μέρα’’.
Κι έτσι έμειναν.
Ο καθένας με τις δικές του εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια
στο μυαλό του να συνωστίζονται ανέκφραστες σκέψεις.
Αυτές, που αν μαζευόμαστε ποτέ καθαρά δεν τις λέμε.
Και στο κορμί δηλητήριο να βγαίνει με ακατάλυτες κραυγές
βρισιές το ποτήρι όταν σπάει μες το μικρομεσοαστικό φωλιά κλουβί που έχουν κτίσει
γι’ ασφάλεια σπίτι.
Πατέρας.
Αργότερα.
-Έχω γνωστό τον υπουργό που μπορώ να μιλήσω η σειρά σου μην
έρθει.
κι αυτός σχεδόν αδιάφορα
τους ώμους σήκωσε, με το κεφάλι κατένευσε, γιατί όχι σκέφτηκε.
Αργότερα
πατέρας
-Κανονίστηκε… ‘’Ίσως’’ ήταν η απάντηση του υπουργού ‘’και
αυτό είναι οριστικό’’.
Πρωί, οκτώ
στο μέρος εκεί όπου δεκάδες χιλιάδες τα εκατομμύρια των ανθρώπων
μπλα μπλα μπλα συνεπείς στον κύκλο της ζωής συνωστίζονται
κι’ αυτός
από μακριά συνηθισμένος σαν κάθε φορά μοιάζει
μα τα σαγόνια σφιγμένα
και στους κροτάφους μικρές στάλες μαζεύονται φτιάχνοντας
μια.
Σταγόνα
που στο μάγουλο και παγωμένο από κρύο λαιμό αρχίζει να τρέχει
ιδρώτα.
Εκεί ξυπνώ !!
ιδρωμένος, με μια σκέψη που θέλει να βγει το κεφάλι μου σπάει.
Και προσπαθώ.
Να στεριώσω σε λέξεις, να μπορέσω
από την καρδιά στο μυαλό να χωρέσω τον πρωτόγνωρο φόβο.
Και να !!!
Χαρτί και μολύβι
‘’Η ελπίδα για αθανασία τον φόβο του αναπόφευκτου γεννά’’
Τώρα ηρέμισα.
μπορώ τον ύπνο μου ήσυχος να συνεχίσω τώρα
γιατί κατάφερα
ο αφελής !!!!
Μια νέα μάσκα, δικό μου πρόσωπο στον φόβο να βάλω…
Το.
Τέλος.
Καβουρίδης Βασίλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου