Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Κάσση Κυριακή «Σπαράγματα και χαμένα φάσματα» Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου -Μαρία Ηλέκτρα Ζογλοπίτου



Δυο ιδιαίτεροι άνθρωποι, που έζησαν « στα όρια της ύπαρξης».

Εδώ και πολλά χρόνια, όταν στην πρώτη μου φοιτητική ηλικία δούλευα στο πασίγνωστο βιβλιοπωλείο της Αθήνας, την «Πολιτεία», είχα την τύχη να περιεργάζομαι μια πληθώρα ονομάτων συγγραφέων και καλλιτεχνών. Μυριάδες  πονήματά τους , κοσμούσαν τις σελίδες των βιβλίων στους πάγκους, άλλοτε προβεβλημένα και άλλοτε λησμονημένα, -στοιβαγμένα σε απόμερα ράφια-ανάλογα με τον βαθμό ζήτησής τους και τους συρμούς της σεζόν.



Μέσα στα αναρίθμητα , συναγελαζόμενα ονόματα σε τίτλους βιβλίων , το υποσυνείδητό μου είχε καταγράψει δυο μορφές: Αυτήν της Ελισάβετ Μουτζάν(ή Μουτσά) Μαρτινέγκο(υ) και της σύγχρονής μας Μαρίας Ηλέκτρας Ζογλοπίτου. Αδικοχαμένες περιπτώσεις ανθρώπων, όχι μόνο για τον πρόωρο και αναπάντεχο χαμό τους, αλλά για την σύντομη, βίαιη και αδυσώπητη ειμαρμένη που συνδέεται με κάποιους ασυνήθιστα ευφυείς ανθρώπους. Παράλληλες δράσεις, αν και φαινομενικά αντίθετες, με γνώμονα την εποχή. Τελικά, ίσως να υπάρχει μια «τιμωρητική πολιτική» για τους παράταιρα χαρισματικούς, στην φύση (ή στο σύμπαν )ή μια δυσερμήνευτη «οικονομία δυνάμεων» , που να διατηρεί την στάθμη της γνώσης και της συναισθηματικής νοημοσύνης, λίγο «πάνω από τα όρια του μετρίου». `Ισως και για λόγους ασφαλείας και αυτοσυντήρησης των συστημάτων.  

Καντούνης, α΄μισό του 19 ου αι., Λάδι σε καμβά



Η ευγενική «Μπέτα» βρίσκεται  χρονολογικά μακριά από την σύγχρονή μας Μαρία Ηλέκτρα. Τις συνδέει όμως  μια οντολογική εγγύτητα ,μια συγγένεια πνευματική. Η Ελισάβετ Μαρτινέγκο ήταν η καταπιεσμένη ευγενής  των αρχών του 19 ου αι. Μια ευγενής, δυστυχισμένη μέσα στην ευγένειά της, που ασφυκτιούσε εγκλωβισμένη σε μια νοσηρή, πατριαρχική δομή κοινωνίας. Η ιστορική συγκυρία την βρίσκει να  βιώνει τα κατάλοιπα της τρομοκρατίας των `Αγγλων στα Επτάνησα και της μαινόμενης Επανάστασης  του 1821. Τα ζει «εξ αποστάσεως», σε μια ιδιάζουσα συνθήκη αιχμαλωσίας μέσα στο ίδιο το σπίτι του πατέρα της: το ιδιάζον κοινωνικό καθεστώς ήθελε την γυναίκα «του καλού κόσμου» άθυρμα, έγκλειστο και κοινωνικά αμέτοχο, με λίγη γαρνιτούρα μόρφωσης από γαλλικά και πιάνο. Καμία προοπτική  μόρφωσης για την Ελισάβετ, που διψάει για μάθηση και αποφασίζει να ορθώσει ανάστημα σε μητέρα και γιαγιά και να απαιτήσει να μην μείνει αναλφάβητη: καταγίνεται με συγγραφή θεατρικών έργων,(22 τον αριθμό) μεταφράσεων από την ιταλική ,τραγωδιών από την αρχαία ελληνική, αλλά και οικονομικών μελετών, σχεδόν αυτοδίδακτη σε όλα. Ακατανίκητη, κοχλάζουσα επιθυμία της να μεταβληθεί σε δρων υποκείμενο, που σκοντάφτει στη δυσκαμψία και την χοντροκοπιά του κοινωνικού της περιγύρου. 

. « Ο πατέρας μου καθώς άνωθεν είπα είχεν ακόμη εκείνην την παλαιάν γνώμην του τόπου οπού δεν ήθελεν εις τα κοράσια πολλά γράμματα, όθεν νομίζω πως δεν  έβλεπε με καλόν μάτι τον διδάσκαλον  οπού ήρχετο να μου δίδη μάθημα και  μιαν βραδιάν αναφέρωντας τον η μητέ­ρα μου, Και τί (της λέγει) έρχεται να της μάθη επιστήμαις; Ό λόγος ήτον με στομάχι, εγώ οπού ήμουν έξω εις την άλλην κάμεραν τον ήκουσα, και ησθάνθηκα τον εαυτόν μου καταδαφισμένον. Μ' έπιασεν ένας μεγάλος φόβος μην ήθελε με εμποδίσει από την σπουδήν, έκραξα τότε την μητέρα μου, της κάμνω γνωστήν την μεγάλην μου στενοχωρίαν, αύτη με περνά με λό­για και ευγαίνει από την κάμεραν, εγώ μνέσκω μο­νάχη και στρέφωντας τα μάτια μου εις μίαν εικόνα της Θεομήτορος αρχινώ να την παρακαλώ εκ καρδίας να ήθελε μου δώκη την χάριν να νικήσω όσα εμπόδια μου επρόβαιναν εις την σπουδήν και να ήθελε με αξιώσει να γίνω ένα καιρόν ωφέλιμη εις την ανθρωπίνην εταιρίαν. Την άλλην ημέραν η θλΐψις μ' έκαμε να πάρω μίαν όψιν αχαμνήν, η μητέρα μου φοβείται δια την υγείαν μου όθεν με παρηγορά λέγωντάς μου πως ήθελε ομιλήσει με τον πατέρα μου περί τούτου, ωμίλησε, και αυτός της είπε πως δεν ήθελεν εμποδίσει τον διδάσκαλον από το να έρχεται να μου δίνη μάθη­μα. Διά το όποιον πράγμα εγώ ησύχασα..….» Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία. Εισαγωγή - Φιλολογική επιμέλεια Βαγγέλης Αθανασόπουλος. Αθήνα, Ωκεανίδα, 1997




Απελπισμένος ο δίκαιος αγώνας της. Δραπετεύει προσωρινά από το σπίτι, αλλά μην μπορώντας να διαχειριστεί την φυγή της, επιστρέφει άμεσα στην φυλακή της. Αντιστέκεται σθεναρά στον γάμο-παρωδία που της ετοιμάζουν ,προτιμώντας και το μοναστήρι ως «λύση». Εν κατακλείδι, φύσει πολιτισμένη και φιλειρηνική, υποκύπτει στις πιέσεις: παντρεύεται έναν κοινό προικοθήρα παρά τη θέλησή της και πεθαίνει  στα 31 της χρόνια, από επιπλοκές στην γέννα του μοναδικού της παιδιού, του Ελισαβέτιου. Τα γραπτά της θα καούν όλα στην μεγάλη πυρκαγιά της Ζακύνθου το 1953(Τα είχε φυλάξει στο αρχείο του ο Ν. Κονόμος το 1947).Μόνο διασωθέν ντοκουμέντο της γραφής της, η Αυτοβιογραφία της, κουτσουρεμένη, λογοκριμένη και ευπρεπισμένη από τον μοναχογιό της, που την εξέδωσε το 1881.

Αγωνίστηκε  μάταια να απαγκιστρωθεί από την μοίρα της, γράφοντας μια Αυτοβιογραφία της με πλήρη επίγνωση του τελεσίδικου της υποθέσεώς της. Στα γραφόμενά της αναδύονται σπίθες σπασμωδικής αντίδρασης, πυροδοτώντας την κραυγή του πνευματικού ανθρώπου προς τον ακατέργαστο δυνάστη. Η επίμονη αναζήτηση της γνώσης, ως στοιχείο διανοητικής αφύπνισης και υπαρξιακού αυτοπροσδιορισμού., την καθιστά την πρώτη Ελληνίδα λογοτέχνιδα της γενιάς της.



Κοινά γνωρίσματα με την Μαρτινέγκου στην αρτιότητά  της , παρά την αποσπασματική της παρουσία στη ζωή ,θα βρει κανείς και στην πρόωρα χαμένη, χαρισματική και ασυμβίβαστη Μαρία Ηλέκτρα Ζογλοπίτου.(1970-1997) Η Μαρία Ηλέκτρα είχε ήδη περάσει στην ιστορία των απανταχού κομιξάδων , όταν είχα εισαχθεί στην Φιλοσοφική Σχολή. Σε χρόνο ρεκόρ, επιδόθηκε σε ένα σωρό πράγματα μέχρι τον αιφνίδιο θάνατό της στα 27 της: Τελείωσε το Ιστορικό Αρχαιολογικό του ΑΠΘ, με υποτροφία στη Ιστορία της Τέχνης, εμφανίστηκε σε φανζίν , εικονογράφησε εξώφυλλα δίσκων βινυλίων και άλμπουμ σε underground μουσικά σχήματα , χρησιμοποιώντας με απαράμιλλη δεξιοτεχνία  τα εμβρυώδη μέσα της τεχνολογίας που διέθεταν οι σκιτσογράφοι των 90s  .
`Εζησε ασυμβίβαστα και πολιτικοποιημένα, με ιδεολογία –βίωμα, χωρίς την εσάνς του ελεγχόμενοι ακτιβισμού, την διαμεσολάβηση μιας μαζικής λογοκρισίας και την επίφαση ξεσηκωμού που παρέχουν σήμερα τα social media .Συμμετείχε σε καταλήψεις αυτό-εκπροσωπούμενη, χωρίς μαικήνες και χορηγούς και παίρνοντας το προσωπικό της ρίσκο,  ξεχώρισε με διαφορά για να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην  9η Μπιενάλε Νέων της Μεσογείου που έγινε στο Τορίνο το 1997, όπου και χάθηκε ξαφνικά. Ο θάνατός της, (για τον οποίο λόγω ιατροδικαστικής πλάνης κατηγορήθηκε άδικα ο σύντροφός της)οφειλόταν σε παθολογικά αίτια. Αντισυμβατική ως άνθρωπος, στην ρίζα μιας παλλόμενης ευαισθησίας, διοχέτευσε δημιουργική ένταση στην γραμμή της, με πυρήνα έναν γνήσιο, ανόθευτο  ιδεαλισμό και μια ατίθαση διεκδίκηση ελευθερίας. Ανήκε στην εσωστρεφή  και αυτοκαταστροφική γενιά των 90 s, που μετουσίωσε  τις ανθρωπιστικές κορόνες των  70s και τις αλυσιδωτές κοινωνικές εκρήξεις αμφισβήτησης των  80s, σε ολική
άρνηση  κάθε εφησυχασμού και ομαλότητας, αποβλέποντας σε μια εκ θεμελίων ευαισθητοποίηση (στους αντίποδες των ευπρεπισμένων και «καλοσιδερωμένων» αντιδράσεων της κοινής γνώμης του σημερινού διαδικτύου). Δυο άλμπουμ της κυκλοφορούν σε επανέκδοση, μετά τον θάνάτό της :

(2007)
Αποστολίδης, Τάσος,( σενάριο)  Χαμένο φάσμα,  Μεταίχμιο [εικονογράφηση]


 (2002)
Products of love and chaos, Ink Illusions [εικονογράφηση]


Χαμένα φάσματα και σπαράγματα για δυο πρόωρα ακρωτηριασμένες, ανατέλλουσες διάνοιες. Μορφές που εξαϋλώνονται, την στιγμή ακριβώς που αναταράσσουν ευεργετικά το στερέωμα, σαν πυροτεχνήματα. Η θλίψη δεν γεννιέται γι’αυτά που έδωσαν στη σύντομη περιδιάβασή τους από την κοινωνία των θνητών, αλλά για όσα εδύναντο να δώσουν. Αυτή η διαπίστωση μας κάνει φτωχότερους.




 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου