ΝΕΟ
ΕΡΕΙΠΙΟ 2
Νέο
ερείπιο - Εξερευνώντας τον Χαμένο Χώρο
Αν γίνεται και
κάθε μέρα / πρέπει μ’ ένα μολύβι κι ένα κομμάτι χαρτί / να δένομαι με τους
απέναντι. (Ραπτόπουλος κρατούμενος στην Μακρόνησο) Η Χωρική επιθυμία του κρατούμενου στην Μακρόνησο του
πρώτου στρατοπέδου ομαδικού βασανισμού που δημιουργήθηκε στην Δυτική Ευρώπη
μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο να δεθεί με τους απέναντι, μια θάλασσα τους
χώριζε, γίνεται ένας αλλοχρονικός μηχανισμός ακριβώς επειδή τους τόπους που
κάτι τους χωρίζει μονό ο χρόνος τους ενώνει.
Το πέρασμα στο επέκεινα, η επιστροφή από το επέκεινα, η
διαμονή σου εκεί, η προσαρμογή σου εκεί στον τόπο του επέκεινα είναι ένας
χρόνος αρχαιολογικός, είναι «γεμάτος» και καταγράφεται όχι με αστρονομική
ακρίβεια αλλά με πολιτισμένη πληρότητα. Σε όποια απομόνωση και αν βρεθείς η
απτή και ορατή εικόνα του ιστορικού χρόνου
απαρτίζεται από αμέτρητα λείψανα της ανθρώπινης δημιουργίας τα περιβόητα
και απεριόριστα Ερείπια. Στα Ερείπια βλέπεις και αγγίζεις το περιεχόμενο της
ιστορίας, αυτό σημαίνει πως συλλαμβάνεις την μεταφυσική αλήθεια του ιστορικού
χρόνου και το ζεις με αισθητηριακό και ενσώματο τρόπο.
Οι εξόριστοι στην
Μακρόνησο έπρεπε να πραγματοποιούν αντίγραφα αρχαίων ναών σαν αυτού απέναντι,
του ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Ο
Χαμένος χώρος αυτοπροσδιορίζεται ως χαμένος, ως κάτι που χάθηκε, ως απολεσθέν,
ένας χαμένος τόπος, ένας ξεριζωμένος τόπος, ένα τοπίο χωρίς Ζώντες χρήστες.
Είναι ένας νεκρός χώρος που μπορεί να είναι και ένας τόπος νεκρών. Ο μεξικανός συγγραφέας Χουάν Ρούλφο υποστηρίζει ότι οι νεκροί δεν έχουν χώρο και χρόνο. Δεν
κινούνται ούτε μέσα στο χρόνο ούτε μέσα στον χώρο.
Αν αυτό γίνει και βρεθείς σε
έναν χαμένο χώρο θεωρείται ανώνυμης
ιδιοκτησίας και ανήκει στον οποιοδήποτε, τότε ενσωματώνεις το χαμένο χώρο στην κρυφή
προσωπική σου ιστορία και εξευγενίζεις την διεκδίκηση με αναγωγές σε
γενεαλογικούς δεσμούς.Ο χαμένος Χώρος ανήκει στην ανακατανομή και στην
ανακατασκευασμένη χρονική απόσταση για την απώλεια του χώρου που κάποτε ήταν τόπος
…Μόνο μ' αγγίζουν οι ρίζες με το χώμα / και γυρίζω τρελά το βλέμμα μου / να δει τους δρόμους που ακούω / να ξανοίγονται σαν οδοστρωτήρες… "Τρελοί κύκλοι" της Μαρίας Τασούλα
Το Νέο ερείπιο αποτελεί ένα εικαστικό έργο συζήτηση για το πρόβλημα του χώρου και αποτελεσμάτων του περιορισμού. Περιορισμού που γνώρισε ο χώρος από την καταστολή, τον εγκλωβισμό, τους πειθαρχικούς προσδιορισμούς και τις αντι-ουτοπικές συνάξεις πλήθους ανθρώπων.
Ο
χώρος περιορίζεται όταν περιορίζονται και οι δράσεις σε αυτόν. Το Νέο Ερείπιο προτείνεται
ταυτόχρονα σαν το αναπόσπαστον όλον ενός Χώρου που αυτοκαθορίζεται και
αυτονομείται. Αυτό είναι ζητούμενο στην
Τέχνη αλλά και στην Ζωή. Η αυτονόμηση και η αυτονομία υπόκεινται σε μια
υποκειμενική κατηγορία και μπορεί να εμπεριέχει πολλών οπτικών και κοινωνικών
λογικών. Ένα στοιχείο που σταθεροποιεί τις ιδιότητες της όποιας αυτονόμησης
είναι η διαδικασία του αυτοκαθορισμού.
Μια οντότητα είναι αυτόνομη εφόσον δεν χρειάζεται να βγει έξω από τον εαυτό της
προκειμένου να καθοριστεί στο είναι της. Με αυτούς ακριβώς τους όρους, ο
αυτοκαθoρισμός, η
ελευθερία και το άπειρο σχημάτιζαν για τον Χέγκελ ένα αναπόσπαστο όλον: το
αληθινά άπειρο διαφορετικό από το πλαστό άπειρο, απαιτεί την ανεύρεση μέσα του
της αρχής του ίδιου του καθορισμού, αναφέρει
ο Ernesto Laclau. Η αρχή του καθορισμού στον όποιο χώρο όπως
και σε όποια οντότητα ορίζετε ως δυνατότητα αυτόκαθορισμού. Ότι συμβαίνει στο
ον συμβαίνει και στο Χώρο. Ένας Χώρος
ελεύθερος, αυτοκαθορισμένος και αυτόνομος συνεπάγεται μια αληθινά αυτόνομη
συνθήκη που λειτουργεί ως καθολικότητα. Ο χώρος ως καθολικότητα εκεί όπου συγκλίνουν
όλοι, αποτελεί επάρκεια και χαρακτηρίζεται από αυτό που είναι και δεν
καθορίζεται από κάτι έξω από αυτό. Ένα ερείπιο σε επάρκεια συνεχίζει να
προσδιορίζει το χαμένο όλον, να θυμίζει το πρωθύστερο σπίτι και ως αναγωγή και
ως εικόνα. Το «Ερείπιο» η έκθεση της Θεσσαλονίκης στην Γκαλερί της Λόλας
Νικολάου με το ουτοπικό αντίκτυπο του
χώρου όφειλε να αποξενώσει και να αποστασιοποιήσει το κοινό αλλά δεν το
κατάφερε γιατί μετατράπηκε σε ελκυστική συμβολική εκδοχή του αυτισμού που
προκαλεί ο καταναλωτισμός, μια καρποστάλ της καταρρέουσας υπόσχεσης για την
δανειοληπτούσα ευημερία πολλών.
φωτογραφία: Σοφία Αντωνακάκη |
Τα κλαδιά που διεκδικούν τον χώρο απλώνονται
σαν χέρια ζητιάνων που τα ψίχουλα που μαζεύουν ταΐζουν τα φωνασκούντα πουλιά
μιας κοινωνίας που ευημερή πάνω σε χρεωμένα ερείπια.
Μια εικαστική εγκατάσταση πρέπει πρωτίστως να
παραβιάζει την ουσιώδη ψευδαισθησιακή χωρικότητα των δισδιάστατων τεχνών. H εικαστική εγκατάσταση εισβάλει στον υποκείμενο χώρο
του κοινού της και τον εμπλουτίζει, τον κάνει πιο σύνθετο είναι ένα κατόρθωμα
που δεν στάθηκε από μόνο του, χρειάστηκαν τα
ηχητικά και γλυπτικά παραδείγματα που τα συνόδευαν ενεργοποιώντας και
ξεδιπλώνοντας το χώρο σε πολλές αισθήσεις.
Γεφυρώθηκε το χάσμα στην αφύσικα
εκλεπτυσμένη, αποδυναμωμένη σχέση των εικαστικών και του κόσμου των ήχων στην
ανθρωπινή ζωή. Το «ερείπιο» είναι μια εικαστική εγκατάσταση που προτείνει τον
ερειπιώνα χώρο ως μια ανασύνταξη του παραμελημένου ανθρώπινου χώρου, του τρόπου
που συνδιαμορφώνονται οι κοινωνίες, για
την οργάνωση των σχέσεων με το άλλο και το ίδιο. Οποιαδήποτε κοινωνική μορφή είναι επίσης χωρική μορφή που αναπτυγμένη σε ενότητες ενός
ορισμένου κοινωνικού υλικού αναπτύσσετε εκεί που ο χώρος γίνεται φορέας του
άλλου. Ως δράστες προτείνονται
εκατοντάδες πουλιά με τις εύλαλες φωνές τους να εισχωρούν και να οργανώνουν μια
πραγματολογικη αφήγηση για το ανοχύρωτο ρηγματώδη χώρο της ιστορίας των εξεγέρσεων, των
συλλαλητηρίων.
Οι θεατές βρίσκονται αντιμέτωποι με τα ακατάστατα κλαδιά που έχουν εισχωρήσει στον χώρο και
ανασυντάσσουν το ερείπιο, την ανάμνηση ολοκλήρου του χώρου, των διαστάσεων
αυτού του κόσμου και σαν α-χωρικές διατυπώσεις εξωθούν την δομή των γεγονότων
του χώρου, κυρίως σε μορφολογικές, λειτουργικές, συμβαντολογικές,
εδαφικές, χωρικές αλληλεπιδράσεις που
κάνουν ορατό το αόρατο.
Ο πρωταρχικός χώρος έχει
διαπεραστεί από τον ερείπιο και αυτό το χρονικό
ξεφλούδισμα σε βοηθάει να αντιλήφθης της ενδιάμεσες χωρικότητες σαν
κατώφλια ανάμεσα σε χώρους που εγκλείουν και σε χώρους που αποκλείουν. Ο
αποκλεισμός και η υπέρθεση των ερειπίων διαμορφώνουν μια γεωγραφία που το εγώ
αισθάνεται αμήχανο και μη αναπαραστήσιμο. Το ερείπιο προμηνύει την κατακρήμνιση
του εγώ. Η αναπαράσταση του εγώ από το εγώ ρυθμίζεται από την αναπαράσταση του
εγώ από τους άλλους πολύ
περισσότερο όταν ο άλλος είναι μάρτυρας της κατεδάφισης. Το συμβάν έχει παρέλθει η γεωγραφία της εξουσίας αντιτίθεται στις βιωμένες καταστάσεις. Πηγή ερείπωσης μπορεί να είναι και η αμείλικτη αιφνίδια εγκατάλειψη της στέγης, ο διασυρμός της εσωτερικής ζωής του σπιτιού.
Ο Καρούζος απαγγέλει την συνάντηση του Μαχάτμα
με τον Λένιν ανάμεσα σε ένα διαλυμένο περιστύλιο:
Ξημέρωνε κ’ οι δυο τους,
ασπροντυμένοι.
Κελαηδούσε απ’ όξω ο
τόπος.
«Τα πουλιά» ψιθύρισε ο Μαχάτμα.
Ο Λένιν
χαμογέλασε καλόκαρδα διορθώνοντας. «Μυδράλια».
Υπό
το βάρος των διάχυτων αλληγοριών ο ερείπιος χώρος καλείται να κάνει αληθοφανείς τις
εικόνες του συμβολικού παιχνιδιού, το οποίο στοχεύει όχι μόνο στο φαντασιακό
του θεατή αλλά επίσης στην πραγματικότητα του κόσμου που ενεργοποιείται ο θεατής
της εικαστικής εγκατάστασης. Όμως οι αναπαραστάσεις του εκθεσιακού χώρου δεν
διαμορφώνουν παρά την ιδανική εκδοχή
μιας χωρικής προβολής των κοινωνικών σχέσεων, των παραγωγικών σχέσεων
και των ιστορικών συγκυριών. Ένα απλουστευτικό σχήμα θα παραγκωνιζόταν μεμιάς μεταξύ πράξεων και κοινωνικών τόπων
μεταξύ ιστορικών και χωρικών μορφών γι’ αυτό αναπτύσσετε μέσα στον Χώρο της gallery Ζουμπουλάκη μια παράξενη επιπλέουσα ανεδαφικότητα «η Νέα Μακρόνησο» σε κλίμακα
αρκετή ώστε να γίνεται ορατό το σθένος του Πικιώνη να ανεγείρει την οικία Μωραΐτη
το 1921 στις Τζιτζιφιές και άμεσα να κατεδαφιστεί, ενώ στην άλλη πλευρά της μυστηριώδους νήσου να στέκει η εξοχική κατοικία που ανήγειρε ο Κωσταντινίδης στην Ανάβυσσο.
Πικιώνης / οικία Μωραίτη, Τζιτζιφιές 1926 |
Πικιώνης / οικία Μωραίτη, Τζιτζιφιές 1926 |
Κωσταντινίδης / εξοχική κατοικία στην Ανάβυσσο |
Ένα φανταστικό νησί
προπύργιο της αρχιτεκτονικής ταυτότητας που πρότεινε η ευαίσθητη γενιά του ’30
ως νεωτερικός καταναγκασμός για την
γαλούχηση του Χαμένου σπαρμένου χώρου με νέα ερείπια και κατεδαφίσεις.
Από
τους χωρικούς σχηματισμούς μιας κοινωνίας εκείνοι που έχουν το χαρακτήρα του
σκίτσου, του ανολοκλήρωτου σχεδίου, είναι πιο πολλοί απ’ ότι οι σχηματισμοί που
έχουν υλοποιηθεί. Σε αυτή την αχανή επιπολαιότητα, η αταξία είναι αυτή που βασιλεύει
και σχηματίζονται εδώ και εκεί νησίδες
όπως η πρόταση της Νέας Μακρονήσου με τους αυτοεξόριστους να εκτελούν όχι
ομοιώματα ακροπόλεων αλλά αρχιτεκτονικά ομοιώματα κτηρίων με αυξημένο το
βιωμένο και αντιληπτό χώρο τους, μια πιο καθημερινή αρχιτεκτονική συνυφασμένη με
την ανθρώπινη πρακτική. Η πρακτική ενώνει τον Χώρο με τον χρόνο αναζητώντας να
καθυποτάξει το ένα μέσα από το άλλο το έργο «Νέο Ερείπιο»
συνίσταται στο να ξεχωρίσει τις σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις τους. Το
ερείπιο αναμειγνύει φαντάσματα και φαντασιώσεις και οι αναπαραστάσεις του άλλου
διατρέχουν και συγκλονίζουν αυτό που θεωρούσαμε σταθερή συνθήκη: το δικαίωμα να
ζεις. Το ερείπιο είναι ένα μόρφωμα αποδυναμωμένο και συστηματοποιημένο σε ιδεολογία
και σίγουρα αποτελεί μέρος των διαδικασιών συντήρησης του αγώνα εναντίον του επινοημένου
κανόνα που λειτουργούν όλοι που οδηγεί υποχρεωτικά στην εγκατάλειψη.
Το
αποτέλεσμα είναι πλέον να εγγράφονται στο ιστορικό κείμενο εικόνες παραμορφωμένες.
Το ερείπιο σχήμα δεν είναι μια απλή προβολή μιας κατοικίας στο έδαφος είναι
αποτέλεσμα της αλλαγής σταθερών που προσδιόριζαν κάποτε τρόπους ζωής. Το
σπάραγμα της αρχιτεκτονικής συνεχίζει να συλλαμβάνεται σαν ένα οπτικό σύμβολο,
έναν όγκο που περιβάλλεται από όψεις ακόμα και μνήμης.
Το αρχοντικό του Βέργου στην Φλώρινα φωτογραφία: Μάγδα Χριστοπούλου |
Κάθε κατασκευασμένο ή κατεστραμμένο οίκημα δεν κάνει
τίποτα άλλο από το να επιμερίζει τον Χώρο στον οποίο προβάλλεται και να προτείνει
μια λογική οπτικοποίησης. Είτε εκτίθεται είτε κρύβεται στις πτυχές του εναπομείναντα
χώρου, το οίκημα αναλαμβάνει να διαμορφώσει μια εικόνα των τόπων. Η
αρχιτεκτονική είναι ο σχεδιασμός του χώρου σε δράση, η κατεστραμμένη αρχιτεκτονική
είναι η επανανάγνωση του χώρου σε διάφανη χωροταξία του συνόλου των δραστηριοτήτων.
Ένα παράξενο κουκλόσπιτο. Μέσα από το αδιάκοπο πέρασμα από το ειδικό στο
συνολικό, από το φθαρτό στο αόρατο, από το ασήμαντο στο μέγεθος που προβάλει. Το
ερείπιο λειτουργεί ως μετωνυμιοποίηση της άνθρωπο-γεωγραφίας και οπωσδήποτε σαν
κοινωνιολογία του έσχατου.
Ξυπνούσε πάντα
ακέραιος. Μάζευε προσεκτικά τους σπασμούς και τα ερείπια δέντρα. Μάγδα
Χριστοπούλου, ποίημα Αποστάσεις, εκδ. Μανδραγόρας 2008
φωτογραφία: Σοφία Αντωνακάκη |
Ο
αρχιτεκτονικός χώρος αντί τεκτονικός υποδέχεται έναν κοινωνικό χώρο κι αυτή η
υποδοχή είναι αισθητικής τάξης στα εικαστικά αλλά αφήγηση στα όρια της ιστορίας
του παρελθόντος χρόνου. Η καινούργια μορφή η ερειπιώδης δυναμική και συγκεχυμένη
παραμένει μια δομή όπου και η μετακίνηση μιας πετράς, το ξεφλούδισμα ενός εναπομείναντος
χρώματος, μια ακόμη ρωγμή αποτελούν συστατικό στοιχειό της αντίληψης ενός τέτοιου αντικειμένου όπου
η έκπληξη παίρνει το προβάδισμα από το αναμενόμενο. Ανάμεσα στην μορφή ως όψη
και στην μορφή ως περιεχόμενο η κατεδάφιση
είναι ένα παιχνίδι αποστάσεων και γειτνιάσεων που σκηνοθετείται από το θεατή, την συγκύρια
και την εγκατάλειψη. Οπότε το παρελθόν δεν είναι κλειστό και αναδιπλωμένο στον εαυτό
του αλλά αναζητά την κειμενική ή εικαστική συνεργασία του περιπλανώμενου, του θεατή,
του γείτονα. Τα θραύσματα που δημιουργούνται με κάθε μετατόπιση δεν είναι η
μνήμη του απόντα μνημείου αλλά αποσαθρώσεις του κτηρίου και του συνεχομένου ιστού
της πόλης, ένα χρονικό πρόσχωμα προς τον ανέγγιχτο ουρανό και τον ατελείωτο
χώρο. Το ερείπιο ως απόχρωση και κλιμάκωση άσεμνων μορφών βλέπει σ’ ένα σύμπαν
από χωρικές μήτρες που αντιπαραβάλλονται με αρχαία η νεώτερα ίχνη του
παρεκτρεπόμενου περιβάλλοντος. Το
φαντασιακό, το οραματικό, το μέρος του όλου, το ουτοπικό καλεί τον θεατή να εισχωρήσει
στο ερείπιο που δεν θα μπορούσε να είναι ιδιοκτησία παρά μονό κοινή μοίρα στην
ασυνέχεια των πραγμάτων. Το οραματικό ερείπιο πραγματοποιείτε ως αποσύνθεση κατόψεων,
κυματισμών και κίνηση όγκων από τον Gaudi στο πάρκο Cyell, τον Frank Gehry-
Vlado Milunic στο κτήριο που χορεύει
και Moshe Safdie στο Hampitat 67 μεταξύ άλλων.
Τα
θραύσματα των κτηρίων συναρμολογούν μνήμες που είναι η αντιστηκτική θέση της
θνητότητας. Τα θραύσματα είναι πάντα
μαρτυρία θανάτου. Η παρουσία τους αποκτα ρόλο μεσίτη της απουσίας. Η αναμέτρηση
με την απουσία καθίσταται, λοιπόν η βασικότερη λειτουργία της μνήμης (ατομικής
και συλλογικής) και κυκλώνει το πεδίο δράσης των θνητών, ενσωματώνοντας τις
προβολές του αφανισμένου. Ζητούμενο είναι η ανάπλαση της αντίληψης για το
θάνατο από θεμελιώδη ασυνέχεια σε εμπειρία διαρκείας μιας εν απουσία
μετουσιωμένης πραγματικότητας. Η πόλη είναι το κατεξοχήν πεδίο εγγραφής αυτής
της ανάπλασης, ο τόπος ταυτόχρονα του αφανισμού και της διάρκειας
προαναγγέλλει ο Άλκης Χατζηανδρέου. Αυτός ο αφανισμός σε διάρκεια δεν είναι τίποτα
άλλο από ένα αφανισμό ενεργητικό, διαδραστικό που από ένα απλό ερείπιο μπορεί
να αναχθεί σε συμβολική ολότητα.
Σε
όλη την Ελλάδα αλλά ειδικά στην Φλώρινα που ζω τα τελευταία τρεισήμισι χρόνια,
μια πόλη των συνόρων, του ξεριζωμού, των ερειπίων και της αιματοχυσίας του
εμφύλιου που έληξε τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μοιάζει συχνά με ένα τόπο ιερό
όσο και καταραμένο.
Η ΑΓΙΑ Χ
Ἦταν
ἐκεῖνο τὸ φθινόπωρο ἀπόγεμα ποὺ
ἡ Ἁγία μὲ πῆρε ἀπ᾿ τὸ χέρι καὶ μὲ ὁδήγησε
στὸ μικρὸ σκοτεινὸ δρόμο, ποὺ στὴν πραγματικότητα
δὲν ὑπῆρχε κἄν.
Γιατί ἂν ὑπῆρχε τότε τί ἦταν αὐτὰ τὰ αἵματα
κι οἱ στρατιῶτες ποὺ ξεπετάχτηκαν ἀπὸ τοὺς γύρω
δρόμους καὶ μὲ δέσανε σ᾿ ἕνα ξύλινο κρεβάτι,
τέσσερις μῆνες, κι ὅταν πιὰ μὲ λύσανε ἤτανε
χειμώνας, ἔβρεχε συνέχεια κι ἡ Ἁγία χάθηκε
κι οὔτε ποὺ ξαναφάνηκε πιά.
ἡ Ἁγία μὲ πῆρε ἀπ᾿ τὸ χέρι καὶ μὲ ὁδήγησε
στὸ μικρὸ σκοτεινὸ δρόμο, ποὺ στὴν πραγματικότητα
δὲν ὑπῆρχε κἄν.
Γιατί ἂν ὑπῆρχε τότε τί ἦταν αὐτὰ τὰ αἵματα
κι οἱ στρατιῶτες ποὺ ξεπετάχτηκαν ἀπὸ τοὺς γύρω
δρόμους καὶ μὲ δέσανε σ᾿ ἕνα ξύλινο κρεβάτι,
τέσσερις μῆνες, κι ὅταν πιὰ μὲ λύσανε ἤτανε
χειμώνας, ἔβρεχε συνέχεια κι ἡ Ἁγία χάθηκε
κι οὔτε ποὺ ξαναφάνηκε πιά.
Η
περιγραφή του Καρούζου ξεδιπλώνει μια μυθιστορική εγγραφή θεμελίωσης της όποιας
πόλης, της πόλης της Φλώρινας και των
χωριών του εμφυλίου σε μια συμβολική ολότητα που διεκδικεί ρόλο κέντρο-βάρους.
Τα ερείπια ως συμβολική χωρική διάταξη
στην πόλη είναι το σημείο καμπής ανάμεσα σε δυο κόσμους, των ζωντανών και των
νεκρών. Στην Αγία Χ όλα εκτυλίσσονται σε ένα μικρό δρόμο, στις πόλεις μας το
συμβολικό ρόλο του σημείου καμπής της φθοράς
παίζουν περίκλειστοι χώροι, το νοσοκομείο , το γηροκομείο ή το
νεκροταφείο στα οποία διακρίνουμε
μάλλον, την παραλλαγή αυτής της ιδιαιτερότητας που είναι η φθορά, σε απόλυτη
ετερότητα
Τα
ερείπια είναι μια μαρτυρία θανάτου, καταστροφής και εγκατάλειψης μια και η
φθορά τους ξεκίνα από τον αιφνίδιο θάνατο του κτήτορα, την ανεπάρκεια στέγασης σε φυσικές καταστροφές ή τον πόλεμο είτε ερείπωσης λόγω της
απαξίωσης τους μέσα στην καταναλωτική λαίλαπα των κοσμοειδώλων.
α
-Ο
νάνος στέκεται μπροστά στα ερείπια της πόρνης ιστορίας. (ιστοριογράφος)
-Η
βαρβαρότητα ως ουτοπία δημιουργεί τα ερείπια της ιστορίας
β
Το κουκλόσπιτο το παίζανε όλοι και
χάλασε. Το αγωνιστικό αυτοκίνητο έμεινε χωρίς ρόδες. (σπάσιμο, χαλασμένο
αυτοκίνητο, ταχύτητα)
Μια πεταλούδα με σκισμένα φτερά. Ένα
φτερό πουλιού που έπεσε κάτω. Ένα φίδι όπου πολεμούν οι ninjaκo. (Μια όμορφη
πεταλούδα που σκοτώθηκε όταν ήταν νέα. Πολεμιστές, φίδι που βρωμάει γιατί έχει
δηλητήρια, )
γ
Ο χρόνος της ιστορίας είναι
ιδιόρρυθμος. Άλλοτε απλώνεται νωχελικά και ράθυμα σε μεγάλους περιόδους κι
άλλοτε συμπυκνώνεται σε στιγμές οριακές. ( Χιροσίμα-Ναγκασάκι,
σουρεαλισμός)
Το σπιτάκι της Χιονάτης και των νάνων
γκρεμίστηκε. (Δέντρο που κόπηκε, ξεσυγυρισμένο, ο καιρός είναι κακός,
Χιλή-Πινοσέτ, ερείπια της προδομένης αλήθειας)
Αυτές είναι έξι από τις καινούργιες θέσεις
για την φιλοσοφία της Ιστορίας που ως συνειρμικά μετακείμενα του Walter Benjamin, πρόεκυψαν από την ερευνητική δουλειά για την έκθεση
«θυμάσαι;» από ομάδα προπτυχιακών φοιτητών,νεων καλλιτεχνών της Σχολής καλών
τεχνών και είκοσι νηπίων του νηπιαγωγείου
Μωραίτη, Αθήνα στην Beton 7.
ΘΥΜΑΣΑΙ; Διακινώ την υποτιμημένη καθημερινότητα για
λιγότερες δακρυγόνες αιτίες. Η διερευνητική έκθεση πάνω στην έννοια του
παρελθόντος στην Beton 7-Αθήνα ήταν ένα project του 3ικαστικού 3ργαστηρίου Ζωγραφικής πάνω στο Παρελθόν από το
Νοέμβριο του 2011. Προτάθηκε να συμμετέχουν οι καλλιτέχνες: Αντωνακάκη
Σοφία, Αντωνίου Νικόλας, Γιαννίκας, Αποστόλης, Ευαγγελόπουλος Νίκος, Γιοβάνογλου Αναστασία, Δημοπούλου
Παναγιώτα, Ζάζος Αχιλλέας, Κατσιλάκης Άρης, Κοντοσφύρης Χάρης, Μακινατζής
Θωμάς, Πασαλιμανιώτης Νίκος, Red Thyme (Κεσίσογλου Ελένη, Νικολάου Γεωργία),
Φτελκόπουλος Γαβριήλ, Χριστοπούλου Μάγδα, pixiterra.
μεταξύ μας Μεταξάς Γ. Φτελκόπουλος / έκθεση Θυμάσαι / beton 7 |
Σε αυτή την έκθεση εμφανίστηκε η ικανότητα
της εικαστικής και ποιητικής επιτέλεσης με υλικότητες ικανές να προσλάβουν
αποτυπώματα μνήμης, αμυχές τόσο μικρά στίγματα που φανερώνονται όταν
προσπαθούμε να εξιχνιάσουμε σχέσης με την θνητότητα.
Ν. Ευαγγελόπουλος / Σ. Αντωνακάκη / Ν. Αντωνίου / Α. Γιοβάνογλου |
Από τις επιστήμες του
ανθρώπου, η Ιστορία είναι εκείνη που έχει συνεχή σχέση με την ανέφικτη
αντικατάσταση της απώλειας μέσω γραπτής αναπαράστασης σε συμβολική ολότητα όπου
κομμάτια , σπαράγματα από το νεκρό
καλούνται να ενσωματωθούν στο ζωντανό, απενεργοποιώντας την απουσία ως νέα αφηγηματοποιημένη
παρουσία. Η εικαστικότητα των ερειπίων
είναι ένας ενεργός αφανισμός που
επιδιώκει να κάνει ορατή την κατολίσθηση και την συνεχή εγκατάλειψη των υλικών
καθιστώντας την εργαλείο για κοινωνικά
παιχνίδια και μνημονικά τεχνάσματα στις επαπειλούμενες συνθήκες που
ακολούθησαν την κατάρρευση.
Ο Άλκης Χατζηανδρέου παρατηρεί
στη παρουσίαση του «Θνητότητα: προσεγγίσεις μιας κατοίκησης» ότι η θνητότητα
είναι η ιδιότητα μας να πεθαίνουμε. Αναρωτιέμαι το ίδιο θα έπρεπε να γίνεται
και με τα κτήρια μας.
Στο τέλος του Β΄
παγκόσμιου πολέμου, γυναίκες, οι αποκαλούμενες «trümmerfrauen»( που στην γλώσσα μας θα πει «κυρίες των ερειπίων») συγκέντρωναν
καθημερινά χιλιάδες τούβλα από τους δρόμους των γερμανικών πόλεων. Επρόκειτο
για τούβλα από τα καταστραμένα, από τις βόμβες των συμμάχων, κτήρια. Αφού
αφαιρούσαν με τα χεριά τους το υφιστάμενο αποξηραμένο κονίαμα, τα τούβλα
μπορούσαν να επαναχρησιμοποιηθούν
Τη Τη
Τη στη Τη στιγμή εκείνη της απόλυτης και όχι μόνο οικονομικής- ανεπάρκειας, πολλές καινούργιες κατοικίες χρίστηκαν με το παλαιό υλικό… Η χρήση των θραυσμάτων ως μια μεταθανάτια δωρεά του λειψάνου της πόλης, επανεγγράφει την απώλεια ως αφηγηματοποιημένη υλική παρουσία..(Άλκης Χατζηανδρέου)
Τη στη Τη στιγμή εκείνη της απόλυτης και όχι μόνο οικονομικής- ανεπάρκειας, πολλές καινούργιες κατοικίες χρίστηκαν με το παλαιό υλικό… Η χρήση των θραυσμάτων ως μια μεταθανάτια δωρεά του λειψάνου της πόλης, επανεγγράφει την απώλεια ως αφηγηματοποιημένη υλική παρουσία..(Άλκης Χατζηανδρέου)
attenberg της Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη |
Στην ταινία attenberg της Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη με τους:
Βαγγέλη Μουρίκη, Αριάν Λαμπέντ, Γιώργο Λάνθιμο, ο ήρωας Σπύρος στην συνομιλία του με την ηρωίδα Μαρίνα
λέει : Είναι σα να σχεδιάζαμε ερείπια
είναι σα να υπολογίζαμε με μαθηματική ακρίβεια την φόρμουλα αυτοκαταστροφής
τους. Μπουρζουαζία υπεροψία …Μηχανική εποχή από τους βοσκούς στις μπουλντόζες,
από τις μπουλντόζες στα μεταλλεία και από τα μεταλλεία στο μικροαστικό παροξυσμό.
Κτίσαμε μια βιομηχανική αποικία στις στάνες. Αυτά είναι παιχνιώδης
διατάξεις της μνήμης που διαλύουν τους χώρους και θεματοποιούν τη συλλογική
μνήμη.
attenberg της Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη |
Τα χρόνια που ο Πικιώνης
ολοκληρώνει το πιο διάσημο έργο του, τη διαμόρφωση των χώρων της Ακρόπολης και
του Φιλοπάππου με χιλιάδες σπαράγματα, θραύσματα ημιτελή σχήματα, λιθόστρωτα αναδυόμενους
μαρμάρινους όγκους που δεν θα αναδυθούν πότε,
χαράξεις ενός παρελθόντος μια τσαλαπατημένη δαντέλα κάτω από την Ακρόπολη, τότε
ο Τάκης Ζενέτος αρχίζει τον σχεδιασμό μιας δικής του ριζοσπαστικής επέμβασης
στον ιστό της Αθήνας την ανακατασκευή του εργοστασίου Φιξ.
ΤΟ ΦΙΞ ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΖΕΝΕΤΟΥ |
3SK ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ/TIM RONALDS ARCHITECTS /Ι.
ΜΟΥΖΑΚΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ Ε.Π.Ε.
|
Το εργοστάσιο ερημώθηκε,
ερειπιώθηκε και ακρωτηριάστηκε για να
λειτουργήσει σαν σπάργανο του μουσείου σύγχρονης τέχνης, Το Φιξ είναι ένα ακόμη
παράδειγμα Νέου Ερείπιου. Η αρχική πληρότητα η κατακριτέα οργάνωση δουλειάς – δουλείας
στα υπόγεια( όσο ήταν μπυροεργοσάσιο), πληροφορίες που δεχόμαστε και αντλούμε, τις
μεταφράζουμε σε εμπειρίες μέσα από πράξεις που αναμετριούνται με τα υλικά στοιχεία
του περιβάλλοντος μας να αποτελούν διατάξεις μνήμης που μιμούνται το
ίδιο το χαρακτήρα της μνήμης δηλαδή μια πληροφορία από το παρελθόν που ζητά μια
καινούργια πρακτική. Η μνήμη δεν εφαρμόζεται γραμμικά ή διαδοχικά αλλά
αναλογικά, συνδυαστικά, συμφώνα με μια διαδικασία που προχωράει αυτόματα με συνεχείς
συσχετισμούς. Το Νέο ερείπιο του Ζενέτου υπέστει έναν ερειπιώδη ακρωτηριασμό όπου το εναπομείναντα
μέλος προσφέρεται σαν δωρεά οργάνου στην νέα χρήση του Εθνικού μουσείου σύγχρονης τέχνης.
Πρέπει η νέα κατοίκηση να ενσωματώσει,
να διεισδύσει στο ερείπιο για να προταθεί η νέα εσωτερικότητα του. Η χρήση των διασωσμένων από τον ακρωτηριασμό μελών του
λειψάνου του μοντέρνου κτηρίου του Ζενέτου ως μια μεταθανάτια δωρεά επανεγγράφει την απώλεια ως αφηγηματοποιημένη
υλική παρουσία για το προσδόκιμο ως αρχείου (μνήμης) συλλογής σύγχρονης τέχνης.
Η εστία οίκησης και επαφής στο παρελθόν
ως τεκμήριο έχει ως σημείο εκκίνησης το 1960 που αυτόχθονες αρχιτέκτονες (Κωσταντινίδης,
Πικιώνης, Ζενετος , Φατουρος, Βαλσαμάκης, Κρόκος)οργανώνουν μια απροσδόκητη όψη της μεταπολεμικής ελληνικής
ουτοπίας στο πεδίο της αριτεκτονικής και της πολεοδομίας αφενός με την
ριζοσπαστική χρήση υλικών και τεχνολογίας, αφετέρου με τον αποδομημένο κτηριακό
οργανισμό να λειτουργεί κριτικά και αναθεωρητικά για την γλώσσα του μοντέρνου
και της εξ ορισμού λειτουργία της καρτεσιανής αμφιβολίας στην ολοκλήρωση της αλήθειας.
Τάκης Ζενέτος Σχολείο Αγ.Δημητρίου |
Τα κτήρια αυτής της περιόδου δεν κατασκευάστηκαν για να γίνουν μνημεία αλλά στο
πεδίο συνάντησης της ιστορίας της μνήμης του λόγου και του τόπου σε έναν πνευματικό
ορίζοντα διαρκείας αυτά γίνονται. Οι πέτρες
που οικοδομούν τον τόπο συνυφαίνονται με τις λέξεις που εκφράζουν την μνήμη. Η μεταφορική
υπόσταση ενός θραύσματος από το ερείπιο και το νοητικό κείμενο ενός τόπου αποκτούν
παραδειγματική έκφραση και μνημειοποιούν ακόμα και το νεώτερο ερείπιο. Το Φιξ απελάθηκε
από την βαρύτητα και την άργητα των τοίχων που θα κατέρρεαν και διεσώθη
αποσπασματικό χωρίς την ολοκληρία του. Μπορείς
να κόψεις μια τριανταφυλλιά από την λέξη τριανταφυλλιά διερωτάται ο Νίκος
Καρούζος
Παραθέτω μερικά ακόμα συνειρμικά
μετακείμενα για τον Walter Benjamin
Η
πεταλούδα φτερούγισε κι ένας ανεμοστρόβιλος πήρε μαζί του τα ερείπια του
σπιτιού. (πλινθόκτιστα εγκαταλελειμμένα στο Βίτσι, τα πληγωμένα φτερά
ακούμπησαν την απελπισία τους στην εγκατάλειψη).
Ο χρόνος συμπύκνωσε τη ρέμβη σε
εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή της αποδόμησης. (ο Αϊνστάιν σκέφτεται,
ατομική βόμβα, άρλεκιν, ο σκελετός κραύγασε σιωπηλά).
Το δέντρο λύγισε από το βάρος της σκιάς
του μεγαλύτερου σε ηλικία δέντρου. ( Κεμάλ, Σμύρνη, Σκιάχτηκε).
Το παρελθόν ''κατοικεί'' στο παρόν .. Το
παρελθόν που εγώ είμαι το έχω για να είναι, χωρίς δυνατότητα να μην είναι. Φέρω
όλη την ευθύνη, σαν να μην μπορώ να το αλλάξω, αλλά δεν μπορώ να είμαι τίποτα
άλλο από αυτό.(Sartre,
καμήλα).
Αυτή η αλυσίδα που μας ενώνει με τα παρελθόντα, αιωρείται έχοντας ανοδική πορεία για να απολήξει στον παρόντα χρόνο και να μεταφέρει σαν ηλεκτροφόρο καλώδιο την ενέργεια που αναπτύχθηκε τη ιστορική στιγμή της δημιουργίας ''ερειπίων''. (αντίσταση, ανασύνταξη).
Η δύναμη της σκόνης των ερειπίων έγινε κινητήριος δύναμη και τρόπος να διακρίνει κανείς τη διαφορετικότητα της ύπαρξης. (αποκάλυψη)
Το σπιτάκι της Χιονάτης και των νάνων
γκρεμίστηκε. (Δέντρο που κόπηκε, ξεσυγυρισμένο)
Αυτές οι σημειώσεις λειτουργούν σαν αμπότιδες του χώρου και του χρόνου εφευρίσκοντας
μια καινούργια ευφυΐα: τι είναι το ερείπιο; ρώτα κάποιος κάποιον που θυμάται το
ξεριζωμένο σπίτι του. –Ερείπιο είναι έχοντας
το μπόι μου να κατεδαφίζεις ύψος. Μνήμη και καθημερινότητα της εξαίρεσης, γυμνή
ζωή, τιμωρητικές συνθήκες, αυτογκετοποίηση. Ερείπια που συγκροτούνται από τέτοιες
συνθήκες είναι κατασκευές που περιέχουν το «ύστερα» από το χρόνο. Η μορφή κάθε
κτηρίου είναι μια ολότητα από μόνη της, το μέγεθος της είναι στα μέτρα του
υποκειμένου που θα το χρησιμοποιήσει. Το ερείπιο είναι ο χώρος του διαχωρισμού υποκειμένου και
αντικειμένου που αναπαριστάται με όρους ομιλούσας αρχιτεκτονικής που στην περίπτωση
των ερειπίων είναι φλύαρη πολύ. Ο κόσμος ως ολότητα διαλύεται. Τα υπολείμματα είναι
το ορατά σημάδια ενός τόπου αναφοράς του κόσμου από ένα τόπο πράξης (τιμωρίας, εξορίας,
εξαίρεσης, γκετοποίησης, αβίωτης γυμνής ζωής)
Πουλιά μαύρες σαΐτες
τής δύσκολης πίκρας
δεν είν’ εύκολο πράμα ν’ αγαπήσετε τον ουρανό
πολύ μάθατε να λέτε πως είναι γαλάζιος
ξέρετε τις σπηλιές του το δάσος τους βράχους του;
έτσι καθώς περνάτε φτερωτές σφυρίχτρες
ξεσκίζετε τη σάρκα σας πάνω στα τζάμια του
κολλούν τα πούπουλά σας στην καρδιά του
Και σαν έρχεται η νύχτα με φόβο απ’ τα δέντρα
κοιτάτε τ’ άσπρο μαντίλι το φεγγάρι του
τη γυμνή παρθένα που ουρλιάζει στην αγκαλιά του
το στόμα της γριάς με τα σάπια τα δόντια του
τ’ άστρα με τα σπαθιά και με τους χρυσούς σπάγγους
την αστραπή τον κεραυνό τη βροχή του
τη μακριά ηδονή του γαλαξία του
Το κείμενο του Μ.Σαχτούρη , από την συλλογή "Με το πρόσωπο στον τοίχο"
δεν είν’ εύκολο πράμα ν’ αγαπήσετε τον ουρανό
πολύ μάθατε να λέτε πως είναι γαλάζιος
ξέρετε τις σπηλιές του το δάσος τους βράχους του;
έτσι καθώς περνάτε φτερωτές σφυρίχτρες
ξεσκίζετε τη σάρκα σας πάνω στα τζάμια του
κολλούν τα πούπουλά σας στην καρδιά του
Και σαν έρχεται η νύχτα με φόβο απ’ τα δέντρα
κοιτάτε τ’ άσπρο μαντίλι το φεγγάρι του
τη γυμνή παρθένα που ουρλιάζει στην αγκαλιά του
το στόμα της γριάς με τα σάπια τα δόντια του
τ’ άστρα με τα σπαθιά και με τους χρυσούς σπάγγους
την αστραπή τον κεραυνό τη βροχή του
τη μακριά ηδονή του γαλαξία του
Το κείμενο του Μ.Σαχτούρη , από την συλλογή "Με το πρόσωπο στον τοίχο"
φωτογραφία: Σοφία Αντωνακάκη
Νέο ερείπιο - Εξερευνώντας το Χαμένο Χώρο
Αν γίνεται
και κάθε μέρα / πρέπει μ’ ένα μολύβι κι ένα κομμάτι χαρτί / να δένομαι με τους
απέναντι (Ραπτόπουλος, κρατούμενος στη Μακρόνησο). Η Χωρική επιθυμία του κρατούμενου
στη Μακρόνησο, του πρώτου στρατοπέδου ομαδικού βασανισμού που δημιουργήθηκε στη
Δυτική Ευρώπη μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, να δεθεί με τους
απέναντι, που μια θάλασσα τους χώριζε, γίνεται ένας αλλοχρονικός μηχανισμός,
ακριβώς επειδή τους τόπους που κάτι τους χωρίζει, μόνο ο χρόνος τους ενώνει.
Το πέρασμα
στο επέκεινα, η επιστροφή από το επέκεινα, η διαμονή σου εκεί, η προσαρμογή σου
εκεί στον τόπο του επέκεινα, είναι ένας χρόνος αρχαιολογικός. Είναι «γεμάτος»
και καταγράφεται, όχι με αστρονομική ακρίβεια, αλλά με πολιτισμένη πληρότητα.
Σε όποια απομόνωση και αν βρεθείς, η απτή και ορατή εικόνα του ιστορικού χρόνου
απαρτίζεται από αμέτρητα λείψανα της ανθρώπινης δημιουργίας, τα περιβόητα και
απεριόριστα Ερείπια.
Στα Ερείπια, βλέπεις και αγγίζεις το
περιεχόμενο της ιστορίας. Συλλαμβάνεις τη μεταφυσική αλήθεια του ιστορικού
χρόνου και τον ζεις με αισθητηριακό και ενσώματο τρόπο.
Οι εξόριστοι στη
Μακρόνησο έπρεπε να δημιουργούν αντίγραφα αρχαίων ναών, σαν αυτού απέναντι, του
ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο.
Ο Χαμένος
χώρος αυτοπροσδιορίζεται ως χαμένος, ως κάτι που χάθηκε, ως απολεσθείς, ένας
χαμένος τόπος, ένας ξεριζωμένος τόπος, ένα τοπίο χωρίς Ζώντες Χρήστες.
Είναι
ένας νεκρός χώρος που μπορεί να είναι και ένας τόπος νεκρών. Ο μεξικανός
συγγραφέας Χουάν Ρούλφο, υποστηρίζει ότι οι νεκροί δεν έχουν χώρο
και χρόνο. Δεν κινούνται ούτε μέσα στο χρόνο, ούτε μέσα στο χώρο.
Αν αυτό
γίνει και βρεθείς σε ένα χαμένο χώρο, που θεωρείται ανώνυμης ιδιοκτησίας και
μπορεί ν’ ανήκει στον οποιοδήποτε, τότε ενσωματώνεις το χαμένο χώρο στην κρυφή
προσωπική σου ιστορία και εξευγενίζεις τη διεκδίκηση με αναγωγές σε
γενεαλογικούς δεσμούς.
Ο Χαμένος Χώρος ανήκει στην ανακατανομή και στην
ανακατασκευασμένη χρονική απόσταση για την απώλεια του Χώρου που κάποτε ήταν Τόπος.
…Μόνο μ' αγγίζουν οι ρίζες με το χώμα / και γυρίζω τρελά το βλέμμα
μου / να δει τους δρόμους που ακούω / να ξανοίγονται σαν
οδοστρωτήρες… "Τρελοί κύκλοι" της Μαρίας Τασούλα
Το Νέο Ερείπιο,
αποτελεί ένα εικαστικό έργο. Μια συζήτηση για το πρόβλημα του Χώρου και των αποτελεσμάτων του Περιορισμού. Περιορισμό που γνώρισε ο
χώρος από την καταστολή, τον εγκλωβισμό, τους πειθαρχικούς προσδιορισμούς και
τις αντι-ουτοπικές συνάξεις πλήθους ανθρώπων.
Ο χώρος
περιορίζεται όταν περιορίζονται οι δράσεις εντός του. Το Νέο Ερείπιο
προτείνεται ταυτόχρονα σαν το αναπόσπαστον όλον
ενός Χώρου που αυτοκαθορίζεται και αυτονομείται. Αυτό είναι ζητούμενο στην
Τέχνη αλλά και στη Ζωή.
Η αυτονόμηση
και η αυτονομία υπόκεινται σε μια υποκειμενική κατηγορία, στην οποία μπορεί να εμπεριέχονται
πολλές οπτικές και κοινωνικές λογικές. Ένα στοιχείο που σταθεροποιεί τις
ιδιότητες της όποιας αυτονόμησης, είναι η διαδικασία του αυτοκαθορισμού. Μια
οντότητα είναι αυτόνομη, εφόσον δεν χρειάζεται να βγει έξω από τον εαυτό της
προκειμένου να καθοριστεί στο είναι της. Με αυτούς ακριβώς τους όρους, ο αυτοκαθoρισμός, η ελευθερία και το άπειρο σχημάτιζαν για τον Χέγκελ ένα
αναπόσπαστο όλον: το αληθινά άπειρο, διαφορετικό από το πλαστό άπειρο,
απαιτεί την ανεύρεση μέσα του, της αρχής του ίδιου του καθορισμού, αναφέρει ο Ernesto Laclau.
Η αρχή του
καθορισμού, στον όποιο χώρο, όπως και σε όποια οντότητα, ορίζετε ως δυνατότητα
αυτοκαθορισμού. Ό,τι συμβαίνει στο ον, συμβαίνει και στο Χώρο. Ένας Χώρος
ελεύθερος, αυτοκαθοριζόμενος και αυτόνομος, συνεπάγεται μια αληθινά αυτόνομη
συνθήκη που λειτουργεί ως καθολικότητα. Ο χώρος ως καθολικότητα, εκεί όπου
συγκλίνουν όλοι, είναι επαρκής και χαρακτηρίζεται από αυτό που είναι και δεν καθορίζεται από κάτι έξω
από αυτόν. Ένα ερείπιο σε επάρκεια, συνεχίζει να προσδιορίζει το χαμένο όλον,
να θυμίζει το πρωθύστερο σπίτι και ως αναγωγή και ως εικόνα.
Το
«Ερείπιο», η έκθεση της Θεσσαλονίκης στη Γκαλερί της Λόλας Νικολάου, με το
ουτοπικό αντίκτυπο του χώρου, όφειλε να αποξενώσει και να αποστασιοποιήσει το
κοινό. Όμως δεν το κατάφερε γιατί μετατράπηκε σε ελκυστική συμβολική εκδοχή του
αυτισμού που προκαλεί ο καταναλωτισμός. Μετατράπηκε σε καρτ-ποστάλ της
καταρρέουσας υπόσχεσης για τη δανειοληπτούσα ευημερία πολλών.
Τα κλαδιά
που διεκδικούν το χώρο απλώνονται σαν χέρια ζητιάνων που μαζεύουν ψίχουλα και
ταΐζουν τα φωνασκούντα πουλιά μιας κοινωνίας που ευημερεί πάνω σε χρεωμένα
ερείπια.
Μια
εικαστική εγκατάσταση πρέπει πρωτίστως να παραβιάζει την ουσιώδη ψευδαισθησιακή
χωρικότητα των δισδιάστατων τεχνών. H εικαστική εγκατάσταση εισβάλει στον
υποκείμενο χώρο του κοινού της, τον εμπλουτίζει και τον κάνει πιο σύνθετο. Είναι
ένα κατόρθωμα που δεν στάθηκε από μόνο του.
Χρειάστηκε η συνοδεία ηχητικών και
γλυπτικών στοιχείων για να ενεργοποιηθεί και ξεδιπλωθεί ο χώρος σε πολλές
αισθήσεις, γεφυρώνοντας έτσι, το χάσμα της αφύσικα εκλεπτυσμένης, αποδυναμωμένης
σχέσης των εικαστικών με τον κόσμο των ήχων στην ανθρωπινή ζωή.
Το «Ερείπιο»,
είναι μια εικαστική εγκατάσταση που προτείνει τον ερειπιώνα χώρο ως μια ανασύνταξη του παραμελημένου ανθρώπινου
χώρου, του τρόπου που συνδιαμορφώνονται οι κοινωνίες για την οργάνωση των
σχέσεων με το άλλο και το ίδιο. Οποιαδήποτε κοινωνική μορφή είναι
επίσης χωρική μορφή, που αναπτυγμένη σε ενότητες ενός ορισμένου κοινωνικού
υλικού, αναπτύσσετε εκεί που ο χώρος γίνεται φορέας του άλλου.
Ως δράστες,
προτείνονται εκατοντάδες πουλιά με τις εύλαλες φωνές τους να εισχωρούν και να
οργανώνουν μια πραγματολογική αφήγηση για τον ανοχύρωτο ρηγματώδη χώρο
της ιστορίας των εξεγέρσεων, των συλλαλητηρίων.
Οι θεατές βρίσκονται
αντιμέτωποι με τα ακατάστατα κλαδιά που έχουν εισχωρήσει στο χώρο και
ανασυντάσσουν το ερείπιο, την ανάμνηση ολοκλήρου του χώρου, των διαστάσεων
αυτού του κόσμου και σαν α-χωρικές διατυπώσεις εξωθούν τη δομή των γεγονότων
του χώρου, κυρίως σε μορφολογικές, λειτουργικές, συμβαντολογικές, εδαφικές,
χωρικές αλληλεπιδράσεις που κάνουν ορατό το αόρατο.
Ο
πρωταρχικός χώρος έχει διαπεραστεί από τον ερείπιο
και αυτό το χρονικό ξεφλούδισμα σε βοηθάει να αντιληφτείς τις ενδιάμεσες
χωρικότητες ως κατώφλια ανάμεσα σε χώρους που εγκλείουν και σε χώρους που
αποκλείουν. Ο αποκλεισμός και η υπέρθεση των ερειπίων διαμορφώνουν μια
γεωγραφία που το εγώ αισθάνεται
αμήχανο και μη αναπαραστήσιμο. Το ερείπιο προμηνύει την κατακρήμνιση του εγώ. Η αναπαράσταση του εγώ από το εγώ, ρυθμίζεται από την
αναπαράσταση του εγώ από τους άλλους,
πολύ περισσότερο όταν ο άλλος είναι μάρτυρας της κατεδάφισης.
Το συμβάν έχει
παρέλθει και η γεωγραφία της εξουσίας αντιτίθεται στις βιωμένες καταστάσεις.
Πηγή ερείπωσης μπορεί να είναι και η αμείλικτη αιφνίδια εγκατάλειψη της στέγης,
ο διασυρμός της εσωτερικής ζωής του σπιτιού.
Ο
Καρούζος απαγγέλει τη συνάντηση του Μαχάτμα με τον Λένιν ανάμεσα σε ένα
διαλυμένο περιστύλιο:
Ξημέρωνε κ’ οι δυο τους,
ασπροντυμένοι.
Κελαηδούσε απ’ όξω ο τόπος.
«Τα πουλιά» ψιθύρισε ο
Μαχάτμα.
Ο Λένιν χαμογέλασε
καλόκαρδα διορθώνοντας. «Μυδράλια».
Υπό το βάρος των διάχυτων αλληγοριών, ο ερείπιος χώρος καλείται να
κάνει αληθοφανείς τις εικόνες του συμβολικού παιχνιδιού, το οποίο στοχεύει όχι
μόνο στο φαντασιακό του θεατή, αλλά επίσης στην πραγματικότητα του κόσμου που
ενεργοποιείται ο θεατής της εικαστικής εγκατάστασης. Όμως οι αναπαραστάσεις του
εκθεσιακού χώρου δεν διαμορφώνουν παρά την ιδανική εκδοχή μιας χωρικής
προβολής των κοινωνικών σχέσεων, των παραγωγικών σχέσεων και των ιστορικών
συγκυριών.
Ένα απλουστευτικό σχήμα θα παραγκωνιζόταν μεμιάς μεταξύ πράξεων και
κοινωνικών τόπων, μεταξύ ιστορικών και χωρικών μορφών. Μέσα στο Χώρο της gallery Ζουμπουλάκη, αναπτύσσετε «η Νέα Μακρόνησος», μια παράξενη
επιπλέουσα ανεδαφικότητα, σε τέτοια κλίμακα, ώστε να γίνει ορατό το σθένος
του Πικιώνη να αναγείρει την οικία Μωραΐτη το 1921 στις Τζιτζιφιές και άμεσα να
κατεδαφιστεί, ενώ στην άλλη πλευρά της μυστηριώδους νήσου, να στέκει η εξοχική
κατοικία που ανήγειρε ο Κωσταντινίδης στην Ανάβυσσο.
Ένα φανταστικό νησί,
προπύργιο της αρχιτεκτονικής ταυτότητας που πρότεινε η ευαίσθητη γενιά του ’30,
ως νεωτερικός καταναγκασμός για τη γαλούχηση του Χαμένου σπαρμένου χώρου
με νέα ερείπια και κατεδαφίσεις.
Από τους χωρικούς σχηματισμούς μιας κοινωνίας, εκείνοι που έχουν το
χαρακτήρα του σκίτσου, του ανολοκλήρωτου σχεδίου, είναι πιο πολλοί απ’ ότι οι
σχηματισμοί που έχουν υλοποιηθεί. Σε αυτή την αχανή επιπολαιότητα, η αταξία
είναι αυτή που βασιλεύει και σχηματίζονται εδώ και εκεί νησίδες, όπως η
πρόταση της Νέας Μακρονήσου με τους αυτοεξόριστους να εκτελούν όχι ομοιώματα
ακροπόλεων, αλλά αρχιτεκτονικά ομοιώματα κτηρίων με αυξημένο το βιωμένο και
αντιληπτό χώρο τους. Μια πιο καθημερινή αρχιτεκτονική, συνυφασμένη με την
ανθρώπινη πρακτική. Η πρακτική ενώνει το Χώρο με το χρόνο, αναζητώντας να
καθυποτάξει τον ένα μέσα από τον άλλο. Το έργο «Νέο Ερείπιο»,
συνίσταται στο να ξεχωρίσει τις σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις τους. Το
ερείπιο αναμειγνύει φαντάσματα και φαντασιώσεις και οι αναπαραστάσεις του άλλου
διατρέχουν και συγκλονίζουν αυτό που θεωρούσαμε σταθερή συνθήκη: το δικαίωμα να
ζεις.
Το ερείπιο είναι ένα μόρφωμα αποδυναμωμένο και συστηματοποιημένο σε ιδεολογία και αποτελεί μέρος των
διαδικασιών συντήρησης του αγώνα εναντίον του επινοημένου κανόνα που εφαρμόζουν
όλοι και που οδηγεί υποχρεωτικά στην εγκατάλειψη. Το αποτέλεσμα είναι πλέον να
εγγράφονται στο ιστορικό κείμενο εικόνες παραμορφωμένες. Το ερείπιο σχήμα δεν
είναι μια απλή προβολή μιας κατοικίας στο έδαφος. Είναι αποτέλεσμα της αλλαγής
σταθερών που προσδιόριζαν κάποτε τρόπους ζωής.
Το σπάραγμα της αρχιτεκτονικής συνεχίζει να συλλαμβάνεται σαν ένα οπτικό
σύμβολο, έναν όγκο που περιβάλλεται από όψεις ακόμα και μνήμες. Κάθε
κατασκευασμένο ή κατεστραμμένο οίκημα δεν κάνει τίποτα άλλο από το να
επιμερίζει το Χώρο στον οποίο προβάλλεται και να προτείνει μια λογική
οπτικοποίησης. Είτε εκτίθεται, είτε κρύβεται στις πτυχές του
εναπομείναντα
χώρου, το οίκημα αναλαμβάνει να διαμορφώσει μια εικόνα των τόπων. Η
αρχιτεκτονική είναι ο σχεδιασμός του χώρου σε δράση. Η κατεστραμμένη
αρχιτεκτονική είναι η επανανάγνωση του χώρου σε διάφανη χωροταξία του
συνόλου των δραστηριοτήτων. Ένα παράξενο κουκλόσπιτο. Μέσα από το αδιάκοπο
πέρασμα από το ειδικό στο συνολικό, από το φθαρτό στο αόρατο, από το ασήμαντο
στο μέγεθος που προβάλει. Το ερείπιο λειτουργεί ως μετωνυμιοποίηση της
άνθρωπο-γεωγραφίας και οπωσδήποτε σαν κοινωνιολογία του έσχατου.
Ξυπνούσε πάντα ακέραιος. Μάζευε προσεκτικά τους σπασμούς και τα ερείπια
δέντρα. Μάγδα Χριστοπούλου, ποίημα Αποστάσεις, εκδ.
Μανδραγόρας 2008
Ο αρχιτεκτονικός χώρος, αντί τεκτονικός, υποδέχεται έναν κοινωνικό χώρο κι
αυτή η υποδοχή είναι αισθητικής τάξης στα εικαστικά, αλλά αφήγηση στα όρια της
ιστορίας του παρελθόντος χρόνου. Η καινούργια μορφή, η ερειπιώδης δυναμική και
συγκεχυμένη, παραμένει μια δομή όπου και η μετακίνηση μιας πέτρας, το
ξεφλούδισμα ενός εναπομείναντος χρώματος, μια ακόμη ρωγμή, αποτελούν συστατικό
στοιχείο της αντίληψης ενός τέτοιου αντικειμένου, όπου η έκπληξη παίρνει
το προβάδισμα από το αναμενόμενο. Ανάμεσα στην μορφή ως όψη και στην μορφή ως
περιεχόμενο, η κατεδάφιση είναι ένα παιχνίδι αποστάσεων και γειτνιάσεων, που
σκηνοθετείται από το θεατή, τη συγκύρια και την εγκατάλειψη. Οπότε το παρελθόν
δεν είναι κλειστό και αναδιπλωμένο στον εαυτό του αλλά αναζητά την κειμενική ή
εικαστική συνεργασία του περιπλανώμενου, του θεατή, του γείτονα.
Τα θραύσματα που δημιουργούνται με κάθε μετατόπιση δεν είναι η μνήμη του
απόντα μνημείου αλλά αποσαθρώσεις του κτηρίου και του συνεχομένου ιστού της
πόλης, ένα χρονικό πρόσχωμα προς τον ανέγγιχτο ουρανό και τον ατελείωτο χώρο.
Το ερείπιο ως απόχρωση και κλιμάκωση άσεμνων μορφών βλέπει σ’ ένα σύμπαν από
χωρικές μήτρες που αντιπαραβάλλονται με αρχαία η νεώτερα ίχνη του
παρεκτρεπόμενου περιβάλλοντος. Το φαντασιακό, το οραματικό, το μέρος του
όλου, το ουτοπικό, καλεί τον θεατή να εισχωρήσει στο ερείπιο που δεν θα
μπορούσε να είναι ιδιοκτησία, παρά μονό κοινή μοίρα στην ασυνέχεια των
πραγμάτων. Το οραματικό ερείπιο πραγματοποιείται ως αποσύνθεση κατόψεων,
κυματισμών και κίνηση όγκων από τον Gaudi στο πάρκο Cyell, τον Frank Gehry- Vlado Milunic στο κτήριο που χορεύει και Moshe Safdie στο Hampitat 67 μεταξύ άλλων.
Τα θραύσματα των κτηρίων συναρμολογούν μνήμες που είναι η αντιστηκτική θέση
της θνητότητας. Τα θραύσματα είναι πάντα μαρτυρία θανάτου. Η παρουσία τους αποκτά
ρόλο μεσίτη της απουσίας. Η αναμέτρηση με την απουσία καθίσταται λοιπόν η
βασικότερη λειτουργία της μνήμης (ατομικής και συλλογικής) και κυκλώνει το
πεδίο δράσης των θνητών, ενσωματώνοντας τις προβολές του αφανισμένου. Ζητούμενο
είναι η ανάπλαση της αντίληψης για το θάνατο, από θεμελιώδη ασυνέχεια σε
εμπειρία διαρκείας, μιας εν απουσία μετουσιωμένης πραγματικότητας. Η πόλη είναι
το κατεξοχήν πεδίο εγγραφής αυτής της ανάπλασης, ο τόπος ταυτόχρονα του
αφανισμού και της διάρκειας. Προαναγγέλλει ο Άλκης Χατζηανδρέου. Αυτός ο
αφανισμός σε διάρκεια, δεν είναι τίποτα άλλο από έναν αφανισμό ενεργητικό,
διαδραστικό που από ένα απλό ερείπιο μπορεί να αναφθεί σε συμβολική ολότητα.
Σε όλη την Ελλάδα, αλλά ειδικά στη Φλώρινα που ζω τα τελευταία τρεισήμισι
χρόνια, μια πόλη των συνόρων, του ξεριζωμού, των ερειπίων και της αιματοχυσίας
του εμφύλιου που έληξε τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, μοιάζει συχνά με ένα τόπο
ιερό όσο και καταραμένο.
Η ΑΓΙΑ Χ
Ἦταν ἐκεῖνο τὸ φθινόπωρο ἀπόγεμα ποὺ
ἡ Ἁγία μὲ πῆρε ἀπ᾿ τὸ χέρι καὶ μὲ ὁδήγησε στὸ μικρὸ σκοτεινὸ δρόμο, ποὺ στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπῆρχε κἄν. Γιατί ἂν ὑπῆρχε τότε τί ἦταν αὐτὰ τὰ αἵματα κι οἱ στρατιῶτες ποὺ ξεπετάχτηκαν ἀπὸ τοὺς γύρω δρόμους καὶ μὲ δέσανε σ᾿ ἕνα ξύλινο κρεβάτι, τέσσερις μῆνες, κι ὅταν πιὰ μὲ λύσανε ἤτανε χειμώνας, ἔβρεχε συνέχεια κι ἡ Ἁγία χάθηκε κι οὔτε ποὺ ξαναφάνηκε πιά.
Η περιγραφή του Καρούζου ξεδιπλώνει μια
μυθιστορική εγγραφή θεμελίωσης της όποιας πόλης, της πόλης της Φλώρινας
και των χωριών του εμφυλίου σε μια συμβολική ολότητα που διεκδικεί ρόλο
κέντρο-βάρους. Τα ερείπια, ως συμβολική χωρική διάταξη στην πόλη είναι το
σημείο καμπής ανάμεσα σε δυο κόσμους, των ζωντανών και των νεκρών. Στην Αγία Χ
όλα εκτυλίσσονται σε ένα μικρό δρόμο. Στις πόλεις μας, το συμβολικό ρόλο του
σημείου καμπής της φθοράς, παίζουν περίκλειστοι χώροι, το νοσοκομείο, το
γηροκομείο ή το νεκροταφείο, στα οποία διακρίνουμε μάλλον, την παραλλαγή αυτής
της ιδιαιτερότητας που είναι η φθορά, σε απόλυτη ετερότητα.
Τα ερείπια είναι μια μαρτυρία θανάτου,
καταστροφής και εγκατάλειψης μια και η φθορά τους ξεκίνα από τον αιφνίδιο θάνατο
του κτήτορα, την ανεπάρκεια στέγασης σε φυσικές καταστροφές ή τον
πόλεμο είτε ερείπωσης λόγω της απαξίωσης τους μέσα στην καταναλωτική λαίλαπα
των κοσμοειδώλων.
α
-Ο νάνος στέκεται μπροστά στα ερείπια
της πόρνης ιστορίας. (ιστοριογράφος)
-Η βαρβαρότητα ως ουτοπία δημιουργεί τα
ερείπια της ιστορίας
β
Το κουκλόσπιτο το παίζανε όλοι και χάλασε. Το
αγωνιστικό αυτοκίνητο έμεινε χωρίς ρόδες. (σπάσιμο, χαλασμένο αυτοκίνητο,
ταχύτητα)
Μια πεταλούδα με σκισμένα φτερά. Ένα φτερό πουλιού που
έπεσε κάτω. Ένα φίδι όπου πολεμούν οι ninjaκo. (Μια όμορφη πεταλούδα που
σκοτώθηκε όταν ήταν νέα. Πολεμιστές, φίδι που βρωμάει γιατί έχει δηλητήρια)
γ
Ο χρόνος της ιστορίας είναι
ιδιόρρυθμος. Άλλοτε απλώνεται νωχελικά και ράθυμα σε μεγάλους περιόδους κι
άλλοτε συμπυκνώνεται σε στιγμές οριακές. ( Χιροσίμα-Ναγκασάκι,
σουρεαλισμός)
Το σπιτάκι της Χιονάτης και των νάνων
γκρεμίστηκε. (Δέντρο που κόπηκε, ξεσυγυρισμένο, ο καιρός είναι κακός,
Χιλή-Πινοσέτ, ερείπια της προδομένης αλήθειας)
Αυτές είναι έξι από τις καινούργιες θέσεις για τη φιλοσοφία της Ιστορίας
που ως συνειρμικά μετακείμενα του Walter Benjamin, πρόεκυψαν από την ερευνητική
δουλειά για την έκθεση «θυμάσαι;» από ομάδα προπτυχιακών φοιτητών, νέων
καλλιτεχνών της Σχολής καλών τεχνών και είκοσι νηπίων του νηπιαγωγείου
Μωραίτη, Αθήνα στην Beton 7.
ΘΥΜΑΣΑΙ; Διακινώ την υποτιμημένη
καθημερινότητα για λιγότερες δακρυγόνες αιτίες. (Ανασύνταξη στίχου της Κικής
Δημουλά) Η διερευνητική έκθεση πάνω στην έννοια του παρελθόντος
στην Beton 7-Αθήνα, ήταν ένα project του 3ικαστικού
3ργαστηρίου Ζωγραφικής πάνω στο Παρελθόν, από το Νοέμβριο του
2011. Προτάθηκε να συμμετέχουν οι καλλιτέχνες: Αντωνακάκη Σοφία, Αντωνίου
Νικόλας, Γιαννίκας Αποστόλης, Ευαγγελόπουλος Νίκος, Δημοπούλου Παναγιώτα, Ζάζος
Αχιλλέας, Κατσιλάκης Άρης, Κοντοσφύρης Χάρης, Μακινατζής Θωμάς,
Πασαλιμανιώτης Νίκος, Red Thyme (Κεσίσογλου Ελένη, Νικολάου Γεωργία),
Φτελκόπουλος Γαβριήλ, Χριστοπούλου Μάγδα, pixiterra.
Σε αυτή την έκθεση εμφανίστηκε η ικανότητα της εικαστικής και ποιητικής
επιτέλεσης με υλικότητες ικανές να προσλάβουν αποτυπώματα μνήμης, αμυχές τόσο
μικρά στίγματα που φανερώνονται όταν προσπαθούμε να εξιχνιάσουμε σχέσεις με τη
θνητότητα.
Από τις επιστήμες του ανθρώπου, η Ιστορία είναι εκείνη που έχει
συνεχή σχέση με την ανέφικτη αντικατάσταση της απώλειας μέσω γραπτής
αναπαράστασης σε συμβολική ολότητα όπου κομμάτια, σπαράγματα από το νεκρό
καλούνται να ενσωματωθούν στο ζωντανό, απενεργοποιώντας την απουσία ως νέα
αφηγηματοποιημένη παρουσία.
Η εικαστικότητα των ερειπίων, είναι ένας
ενεργός αφανισμός που επιδιώκει να κάνει ορατή την κατολίσθηση και τη συνεχή
εγκατάλειψη των υλικών, καθιστώντας την εργαλείο για κοινωνικά παιχνίδια
και μνημονικά τεχνάσματα στις επαπειλούμενες συνθήκες που ακολούθησαν την
κατάρρευση.
Ο Άλκης Χατζηανδρέου παρατηρεί στην παρουσίασή του «Θνητότητα: προσεγγίσεις
μιας κατοίκησης», ότι η θνητότητα είναι η ιδιότητα μας να πεθαίνουμε.
Αναρωτιέμαι, το ίδιο θα έπρεπε να γίνεται και με τα κτήρια μας; Στο τέλος
του Β΄ παγκόσμιου πολέμου, γυναίκες, οι
αποκαλούμενες «trümmerfrauen»(που στην γλώσσα μας
θα πει: «κυρίες των ερειπίων»), συγκέντρωναν καθημερινά χιλιάδες τούβλα από
τους δρόμους των γερμανικών πόλεων. Επρόκειτο για τούβλα από τα καταστραμένα,
από τις βόμβες των συμμάχων κτήρια. Αφού αφαιρούσαν με τα χεριά τους το
υφιστάμενο αποξηραμένο κονίαμα, τα τούβλα μπορούσαν να επαναχρησιμοποιηθούν. Τη
στιγμή εκείνη της απόλυτης –και όχι μόνο οικονομικής- ανεπάρκειας, πολλές
καινούργιες κατοικίες χρίστηκαν με το παλαιό υλικό… Η χρήση των θραυσμάτων ως
μια μεταθανάτια δωρεά του λειψάνου της πόλης, επανεγγράφει την απώλεια ως
αφηγηματοποιημένη υλική παρουσία.
Στην ταινία attenberg της Αθηνάς-Ραχήλ Τσαγγάρη με τους: Βαγγέλη
Μουρίκη, Αριάν Λαμπέντ, Γιώργο Λάνθιμο, ο ήρωας Σπύρος, στην
συνομιλία του με την ηρωίδα Μαρίνα λέει : Είναι σα να σχεδιάζαμε ερείπια,
είναι σα να υπολογίζαμε με μαθηματική ακρίβεια τη φόρμουλα αυτοκαταστροφής
τους. Μπουρζουαζία υπεροψία …Μηχανική εποχή από τους βοσκούς στις μπουλντόζες,
από τις μπουλντόζες στα μεταλλεία και από τα μεταλλεία στο μικροαστικό
παροξυσμό. Κτίσαμε μια βιομηχανική αποικία στις στάνες.
Αυτά είναι παιχνιώδεις
διατάξεις της μνήμης που διαλύουν τους χώρους και θεματοποιούν τη συλλογική
μνήμη.
Τα χρόνια που ο Πικιώνης ολοκληρώνει το πιο διάσημο έργο του, τη διαμόρφωση
των χώρων της Ακρόπολης και του Φιλοπάππου με χιλιάδες σπαράγματα, θραύσματα,
ημιτελή σχήματα, λιθόστρωτα, αναδυόμενους μαρμάρινους όγκους που δεν θα
αναδυθούν ποτέ, χαράξεις ενός παρελθόντος, μια τσαλαπατημένη δαντέλα κάτω από
την Ακρόπολη, τότε ο Τάκης Ζενέτος αρχίζει το σχεδιασμό μιας δικής του
ριζοσπαστικής επέμβασης στον ιστό της Αθήνας, την ανακατασκευή του εργοστασίου
Φιξ.
Το
εργοστάσιο ερημώθηκε, ερειπιώθηκε και ακρωτηριάστηκε, για να
λειτουργήσει σαν σπάργανο του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, Το Φιξ είναι ένα ακόμη
παράδειγμα Νέου Ερειπίου. Τις πληροφορίες που δεχόμαστε για την αρχική
πληρότητα και την κατακριτέα οργάνωση δουλειάς–δουλείας στα υπόγεια (όσο ήταν
μπυροεργοστάσιο), τις μεταφράζουμε σε εμπειρίες μέσα από πράξεις που
αναμετριούνται με τα υλικά στοιχεία του περιβάλλοντος μας, ώστε να
αποτελούν διατάξεις μνήμης που μιμούνται τον ίδιο το χαρακτήρα της μνήμης,
δηλαδή μια πληροφορία από το παρελθόν που ζητά μια καινούργια πρακτική.
Η μνήμη δεν εφαρμόζεται γραμμικά ή διαδοχικά αλλά αναλογικά, συνδυαστικά, σύμφωνα
με μια διαδικασία που προχωράει αυτόματα με συνεχείς συσχετισμούς. Το Νέο
ερείπιο του Ζενέτου, υπέστη έναν ερειπιώδη ακρωτηριασμό, όπου το
εναπομείναν μέλος προσφέρεται σαν δωρεά οργάνου στη νέα χρήση του Μουσείου Σύγχρονης
Τέχνης. Πρέπει η νέα κατοίκηση να ενσωματωθεί, να διεισδύσει στο ερείπιο για να
προταθεί η νέα εσωτερικότητά του. Η χρήση των διασωσμένων, από τον
ακρωτηριασμό, μελών του λειψάνου του μοντέρνου κτηρίου του Ζενέτου, ως μια
μεταθανάτια δωρεά, επανεγγράφει την απώλεια ως αφηγηματοποιημένη υλική
παρουσία για το προσδόκιμο ως αρχείου (μνήμης) συλλογής σύγχρονης τέχνης. Η εστία
οίκησης και επαφής στο παρελθόν ως τεκμήριο, έχει ως σημείο εκκίνησης το 1960,
που αυτόχθονες αρχιτέκτονες (Κωσταντινίδης, Πικιώνης, Ζενέτος, Φατούρος
Βαλσαμάκης, Κρόκος), οργανώνουν μια απροσδόκητη όψη της μεταπολεμικής
ελληνικής ουτοπίας στο πεδίο της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας, αφενός με
τη ριζοσπαστική χρήση υλικών και τεχνολογίας, αφετέρου με τον αποδομημένο
κτηριακό οργανισμό να λειτουργεί κριτικά και αναθεωρητικά για τη γλώσσα του
μοντέρνου και της εξ ορισμού λειτουργίας της καρτεσιανής αμφιβολίας στην
ολοκλήρωση της αλήθειας.
Τα κτήρια αυτής της περιόδου δεν κατασκευάστηκαν για
να γίνουν μνημεία αλλά, στο πεδίο συνάντησης της ιστορίας, της μνήμης, του
λόγου και του τόπου σε έναν πνευματικό ορίζοντα διαρκείας, αυτά γίνονται. Οι
πέτρες που οικοδομούν τον τόπο συνυφαίνονται με τις λέξεις που εκφράζουν τη
μνήμη. Η μεταφορική υπόσταση ενός θραύσματος από το ερείπιο και το νοητικό
κείμενο ενός τόπου, αποκτούν παραδειγματική έκφραση και μνημειοποιούν ακόμα και
το νεώτερο ερείπιο. Το Φιξ απελάθηκε από τη βαρύτητα και την άργητα των τοίχων
που θα κατέρρεαν και διεσώθη αποσπασματικά χωρίς την ολοκληρία του. Μπορείς
να κόψεις μια τριανταφυλλιά από την λέξη τριανταφυλλιά; διερωτάται ο Νίκος
Καρούζος
Παραθέτω μερικά ακόμα συνειρμικά μετακείμενα για τον Walter Benjamin
Η
πεταλούδα φτερούγισε κι ένας ανεμοστρόβιλος πήρε μαζί του τα ερείπια του
σπιτιού. (πλινθόκτιστα εγκαταλελειμμένα στο Βίτσι, τα πληγωμένα φτερά
ακούμπησαν την απελπισία τους στην εγκατάλειψη).
Ο χρόνος συμπύκνωσε τη ρέμβη σε εκείνη τη
συγκεκριμένη στιγμή της αποδόμησης. (ο Αϊνστάιν σκέφτεται, ατομική βόμβα,
άρλεκιν, ο σκελετός κραύγασε σιωπηλά).
Το δέντρο λύγισε από το
βάρος της σκιάς του μεγαλύτερου σε ηλικία δέντρου. ( Κεμάλ, Σμύρνη,
Σκιάχτηκε).
Το παρελθόν ''κατοικεί'' στο παρόν .. Το παρελθόν που
εγώ είμαι το έχω για να είναι, χωρίς δυνατότητα να μην είναι. Φέρω όλη την
ευθύνη, σαν να μην μπορώ να το αλλάξω, αλλά δεν μπορώ να είμαι τίποτα άλλο από
αυτό.(Sartre, καμήλα).
Αυτή η αλυσίδα που μας ενώνει με τα παρελθόντα, αιωρείται έχοντας ανοδική πορεία για να απολήξει στον παρόντα χρόνο και να μεταφέρει σαν ηλεκτροφόρο καλώδιο την ενέργεια που αναπτύχθηκε τη ιστορική στιγμή της δημιουργίας ''ερειπίων''. (αντίσταση, ανασύνταξη). Η δύναμη της σκόνης των ερειπίων έγινε κινητήριος δύναμη και τρόπος να διακρίνει κανείς τη διαφορετικότητα της ύπαρξης. (αποκάλυψη)
Το σπιτάκι της Χιονάτης και των
νάνων γκρεμίστηκε. (Δέντρο που κόπηκε, ξεσυγυρισμένο)
Αυτές
οι σημειώσεις λειτουργούν σαν αμπότιδες του χώρου και του χρόνου
εφευρίσκοντας μια καινούργια ευφυΐα: τι
είναι το ερείπιο; ρώτα κάποιος κάποιον που θυμάται το ξεριζωμένο
σπίτι του. –Ερείπιο είναι έχοντας
το μπόι μου να κατεδαφίζεις ύψος. Μνήμη και καθημερινότητα της εξαίρεσης, γυμνή
ζωή, τιμωρητικές συνθήκες, αυτογκετοποίηση. Ερείπια που συγκροτούνται από
τέτοιες συνθήκες, είναι κατασκευές που περιέχουν το «ύστερα» από το χρόνο. Η
μορφή κάθε κτηρίου είναι μια ολότητα από μόνη της, το μέγεθος της είναι στα
μέτρα του υποκειμένου που θα το χρησιμοποιήσει. Το ερείπιο είναι ο χώρος
του διαχωρισμού υποκειμένου και αντικειμένου που αναπαριστάται με όρους
ομιλούσας αρχιτεκτονικής που στην περίπτωση των ερειπίων είναι φλύαρη πολύ. Ο
κόσμος ως ολότητα διαλύεται. Τα υπολείμματα είναι τα ορατά σημάδια ενός τόπου
αναφοράς του κόσμου από έναν τόπο πράξης (τιμωρίας, εξορίας, εξαίρεσης,
γκετοποίησης, αβίωτης γυμνής ζωής)
Πουλιά μαύρες σαΐτες τής δύσκολης πίκρας
δεν είν’ εύκολο πράμα ν’ αγαπήσετε τον ουρανό πολύ μάθατε να λέτε πως είναι γαλάζιος ξέρετε τις σπηλιές του το δάσος τους βράχους του; έτσι καθώς περνάτε φτερωτές σφυρίχτρες ξεσκίζετε τη σάρκα σας πάνω στα τζάμια του κολλούν τα πούπουλά σας στην καρδιά του Και σαν έρχεται η νύχτα με φόβο απ’ τα δέντρα κοιτάτε τ’ άσπρο μαντίλι το φεγγάρι του τη γυμνή παρθένα που ουρλιάζει στην αγκαλιά του το στόμα της γριάς με τα σάπια τα δόντια του τ’ άστρα με τα σπαθιά και με τους χρυσούς σπάγγους την αστραπή τον κεραυνό τη βροχή του τη μακριά ηδονή του γαλαξία του Το κείμενο του Μ.Σαχτούρη , από την συλλογή "Με το πρόσωπο στον τοίχο" |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου