μπορούμε λέει και χαμογελώ
Δημήτρης Τανούδης
Ολόγυμνη, με τα γόνατα λυγισμένα και τις παλάμες ανοιχτές, ν’ ακουμπούν στο ξύλο και να τη στηρίζουν, λες κι ο πρωκτός της βρισκόταν πάνω απ’ το λασπώδες μάτι μιας τουαλέτας, εκεί, με μικρές συσπάσεις των βλεφάρων και τα χείλη κομμένα από ένα χαμόγελο που έκανε να λάμπει όλη της η μανία, αφόδευε, λικνιζόμενη πάνω κάτω, χωρίς τίποτα όμως να βγαίνει από μέσα της, κοιτάζοντάς με στα μάτια, κλεισμένοι εκεί, σ’ ένα τετραγωνικό χείλος όπου δεν ακουγόταν ανάσα δικιά μας ούτε ανάσα των έξω από μας, σαν να ήμασταν τότε πιόνια, μικρά καύκαλα ανθρώπων που σιγά σιγά μεγάλωσαν, έγιναν εμείς.
Την έβλεπα στον καθρέφτη λυγίζοντας το στέρνο μου από πάνω της ώστε οι τρίχες ν’ ακουμπούν ίσα ίσα την πλάτη της, κι ήμουν ιδρωμένος, παλλόμουν. Γελούσε κι εγώ πονώντας της έλεγα να μην κάνουμε φασαρία. Να γίνουμε αυτό που είναι να γίνει αλλά κρυφά, μυστικά, τουλάχιστον να μην είμαστε ήχος του κόσμου. Και για λίγο ο κόσμος να μην μπαίνει σ’ εμάς.
Έσπαγα όμως τη σιωπή μας κι αθέλητα σχεδόν τη ρωτούσα πώς μεγαλώσαμε, τι απογίναμε. Και μου ’λεγε διαλέξαμε να είμαστε αυτοί, όχι άλλοι. Μόνοι εμείς το διαλέξαμε όταν έφτασε η ώρα ν’ αρχίσουμε αυτό που έχουμε γίνει.
Αλλά υπάρχει της είπα στ’ αλήθεια καθαρή επιλογή; Μπορούν δυο άνθρωποι να κυλήσουν πέρα απ’ τα πράγματα;
Χρειαζόμασταν λέει να τρώμε. Γι’ αυτό κι ανοίγαμε όλες τις τρύπες. Χωρίς να βλέπουμε ανοίγαμε κι ύστερα πιο πολύ πονάει το μπουκωμένο στόμα. Γιατί σου χώνουν μια παλάμη γραμμένη πυκνά και την τεντώνουν αυτή σα βεντάλια μες στο λαρύγγι να σου κατέβει μέχρι τη σπλήνα ο λόγος. Κι η σπλήνα είναι κόκκινη από τα λόγια τους λέει.
Αλλά τώρα; Δεν μπορούμε τώρα που ξέρουμε; Δεν μπορούμε να σταματήσουμε τους βιασμούς; Τώρα της είπα να τα ξεράσουμε πίσω όλα ατόφια να τα πετάξουμε πίσω. Μπορούμε λέει και χαμογελώ.
Αλλά πρέπει πρώτα να κόψουμε με τον μπαλτά κομμάτια ολόκληρα, σπλάχνα και κρέας, απ’ τα μέσα να βγαίνουν. Να καθαρίσει το μέσα λέει. Ν’ αδειάσει αυτό που είναι εκείνοι σ’ εμάς.
Και τότε πια της είπα θα είμαστ’ εμείς; Τότε θα ξέρουμε ο ένας τον άλλον, θα γνωριζόμαστε;
Όχι μου λέει και πικραίνομαι. Σηκώνομαι. Σηκώνω το κεφάλι δεν τη βλέπω πια. Ούτε εσύ εμένα. Ούτε οι μήτρες εμάς. Ούτε εμείς τους άλλους. Κανείς δεν θα ξέρει κανέναν. Κανένας δεν θα ’ναι εκείνο που νομίζαμε πως πάντα θα είναι και κανείς εμάς δεν θα γνωρίζει όπως ήμασταν παλιά. Γιατί κατάλαβέ το ουρλιάζει χαμογελώντας πρέπει να καταλάβεις πως είμαστε ό,τι είμαστε επειδή πεινούσαμε και μας τάισαν και γίναμε.
Τώρα θέλουμε να εξεγερθούμε λέει γλυκά. Είδαμε τα στοιβαγμένα κόπρανα σαν κεφάλια φιδιών και πουθενά δεν μπορεί να πάει κανείς ο αέρας ακόμα κι η θάλασσα είναι όπως τα βλέπουμε επειδή έχουμε γίνει αυτό που τα βλέπει.
Και θέλουμε πια να κάνουμε τον κόσμο πεταλίδα και να τον κόψουμε απ’ το δέρμα με το σουγιά. Αλλά δεν έχουμε ακόμα το θάρρος να πούμε καλώς την αυτή τη νέκρα. Νέκρα είμ’ εγώ, δεν είσαι άντρας εσύ. Δεν είμ’ εγώ το σώμα σου κι εσύ ξένο σώμα είσαι για μένα. Νεκρό πια όπως ο καθρέφτης που του πήραν την ψίχα. Κι είναι πάλι εκεί. Αλλά μόνο γυαλί. Αλλά κενός που ξεκινά.
Και την έβλεπα τότε στον καθρέφτη να μιλά και ξάφνου να σιωπά, να γίνεται μικρή, να σουρώνει. Με τα μάτια μου κομμένα στα γιγάντια τερατώδη γυαλιά. Κι είπε θα παλέψουμε τον κόσμο κι είπε πάντα θα παλεύουμε τον κόσμο σε μας. Κι είπε αυτό μονάχα το νήμα. Κι είπε θα ξανασυναντηθούμε. Αλλά τίποτα από μέσα της δεν έβγαινε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου