Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Μια περιπλάνηση στις υπόγειες διαδρομές του Νέου Ερείπιου του Μανόλη Ρωμαντζή

                         


Η πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κανείς μπαίνοντας στον χώρο της Γκαλερί Ζουμπουλάκη είναι χαοτική.
Ένας χώρος γεμάτος από άτακτα σκορπισμένες οντότητες φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους. Ένας ποιητής, σκυλιά, συρματοπλέγματα, κολώνες, ένα νησί, ένα πλήθος από ανθρώπινες φιγούρες, κλαδιά, πουλιά, οι κυρίες των ερειπίων, απόκληροι, τούβλα, ένα παιδάκι, κτίρια, σπασμένα αγάλματα. Η συμβολική αναπαράσταση ενός ερειπίου.


Ερείπιο. Η έννοια που κυρίως διαπραγματεύεται η εγκατάσταση και σχολιάζεται σε διάφορα επίπεδα∙ κοινωνικό, αρχιτεκτονικό, ατομικό, ψυχολογικό, οικονομικό. Μια έννοια θεμελιακή που δημιουργήθηκε ταυτόχρονα με τον Χωρόχρονο.
Παράλληλα σχολιάζονται οι έννοιες του Εγκλεισμού, του Αποκλεισμού, της Απομόνωσης, του Περιορισμού, της Απόγνωσης, του Θανάτου, της Ανακύκλωσης, της Συνεργασίας, της Κοινής δράσης.
Θέμα της εγκατάστασης είναι και η Μεγάλη Πρόκληση της δημιουργίας νησίδων αρνητικής εντροπίας σε ένα Σύμπαν που αναπόδραστα τείνει προς την αταξία, τον θερμικό θάνατο. Η Μεγάλη Πρόκληση της αναστήλωσης του εαυτού μας ως αναγκαία συνθήκη για την αναστύλωση οποιουδήποτε άλλου ερειπίου είτε αυτό αφορά την κοινωνία είτε αφορά το άτομο.
Η έννοια του Ερειπίου έχει την ίδια βαρύτητα με τις έννοιες της Δημιουργίας και της Ζωής. Η Δημιουργία είναι μια πορεία ενάντια στην Εντροπία. Είναι ταυτόχρονα μια Σισύφεια προσπάθεια που εμπεριέχει εξ’ αρχής την Άρνησή της. Η Δημιουργία όπως και η Ζωή θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως αντίστροφη μέτρηση προς την Άρνησή τους (το ερείπιο, τον θάνατο). Το Ερείπιο νοείται ως η αποδιοργάνωση κάθε οργανωμένης δομής, είτε βιολογικής, είτε γεωλογικής, είτε κοινωνικής.
Η Ζωή και η Δημιουργία είναι διαδικασίες Θεϊκής φύσης γιατί είναι ενάντια, πέρα και πάνω από τους νόμους που διέπουν το Σύμπαν. Είναι διαδικασίες ελάττωσης της εντροπίας, που μπορεί βέβαια να συμβούν μόνο σε μεμονωμένες νησίδες χωρίς να αποτρέπεται η αύξηση της συνολικής εντροπίας.
Η ιστορία της ζωής, της φύσης και της κοινωνίας δεν είναι παρά αλλεπάλληλοι κύκλοι Δημιουργίας και Ερειπίωσης με τα ίδια πάντα υλικά να ανακυκλώνονται.

Είναι όμως πράγματι ασύνδετες μεταξύ τους οι σκορπισμένες, μεσ’ το χώρο της γκαλερί, οντότητες;

Πάνω σ’ ένα κλαδί, στην είσοδο, ένα πουλί κι ένας ζητιάνος με εξαπλωμένην χείρα ψωμοζητούντες(1). Εκλιπαρούν κι οι δύο για ψίχουλα από μια κοινωνία με ελλιπή αίσθηση του Μέτρου, αδηφάγα και άπληστη.

Η Μεγάλη Πρόκληση είναι γραμμένη με μια μακρυά κόκκινη πινελιά από τούβλα που πάει κι έρχεται στο πάτωμα παράλληλα μ’ ένα τοίχο του ερείπιου.
Στη μια άκρη της πινελιάς ένα παιδάκι φτιαγμένο από παλιά τούβλα, παίζοντας, απαντάει στη Μεγάλη Πρόκληση καθώς χτίζει εκ βάθρων ένα καινούργιο εαυτό με νέα υλικά. Υλοποιεί την αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη μιας κοινωνικής ανασυγκρότησης ουσιαστικής και με διάρκεια.
Απ’ την άλλη άκρη της πινελιάς ξεκινάει γραμμένη στα Γερμανικά, με τούβλα, η φράση Κυρίες των Ερειπίων (Trümmerfrauen). Οι Κυρίες των Ερειπίων, σύμβολα ανασυγκρότησης, είναι οι Γερμανίδες που ανάλαβαν και έφεραν εις πέρας, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, την αναστύλωση των κατεστραμένων πόλεων της Γερμανίας, ενός έθνους με αδύναμη ιστορική μνήμη.

Στη μέση της αίθουσας ξεπροβάλει από το πάτωμα σαν ράχη θαλάσσιου κήτους(2) ή σαν σχεδία ένα νησί που έχει το σχήμα και το περίγραμμα της Μακρονήσου, μια Νέα Μακρόνησος. Μια σχεδία φορτωμένη με συγκαιρινά γεγονότα και μνήμες του παρελθόντος που επιπλέει στο πέλαγος του Χρόνου και της Ιστορίας.
Ένα νησί  μικρογραφία του Νέου Ερειπίου, δηλαδή της κοινωνίας μας στη σημερινή της φάση. Κλαδιά ατάκτως ερριμένα, όπως το κύμα, οι επικυρίαρχοι μας, τα ξεβράζει. Οι κάτοικοι του νησιού, απόκληροι, έγκλειστοι αποκλεισμένοι και κατακερματισμένοι, αδυνατούν να τα τακτοποιήσουν. Η Νέα Μακρόνησος κατακλύζεται από θραύσματα αγαλμάτων, μετανάστες παλιάς και νέας γενιάς, άστεγους, απελπισμένους, διαδηλωτές, εγλωβισμένους και αυτόχειρες. Αλλά και από δύο εμβληματικά κτίσματα του Κωσταντινίδη και του Πικιώνη τα οποία εγκαταλείφθηκαν ή γκρεμίστηκαν στο βωμό του κέρδους και της δήθεν ανάπτυξης. Θραύσματα αγαλμάτων που συμβολίζουν τον κατακερματισμένο μας εαυτό, τον κατακερματισμένο κοινωνικό ιστό καθώς και τον κατακερματισμό των διαχρονικών αξιών.
Η Νέα Μακρόνησος είναι ένας χώρος υψηλής εντροπίας, παρότι ως νησίδα θα μπορούσε να αναπτύξει αρνητική εντροπία. Παντού σε όλα τα επίπεδα κυριαρχεί η αταξία που είναι και η ουσία του Ερείπιου.
Πάνω από το νησί μια ιδανική αυτόχειρας, σύμβολο των χιλιάδων θυμάτων ενός ακήρυχτου πολέμου, γυμνή, κρεμασμένη από ένα κόκκινο μπαλόνι - αν είναι δυνατόν - που την μεταφέρει, έρμαιο του ανέμου, προς … προς τα πού; Ποιος ξέρει;

Μια ογκώδης τσιμεντένια ανθρώπινη φιγούρα, ένας ποιητής, ο Νίκος Καρούζος, αποσβολωμένος από τα τεκταινόμενα και σκεπτικός, είναι με την πλάτη στο συρματόπλεγμα που δυσκολεύει την είσοδο στο ερείπιο και το οριοθετεί ως προς τον έξω/άλλο κόσμο. Μοιάζει να ακούει τα κελαϊδίσματα των πουλιών και ίσως να σκέπτεται ότι εύκολα εν μία νυκτί μπορεί να μετατραπούν σε κροταλίσματα μυδραλίων(3).
Ταυτόχρονα ένας σκύλος του επισείει ένα λερωμένο τούβλο θέτοντάς τον, ως εκπρόσωπο του πνευματικού κόσμου, προ των ευθυνών του για την δημιουργία του ερείπιου. Τον καλεί επίσης να αναλάβει τις ευθύνες του και να συνδράμει στη συλλογική προσπάθεια είτε ως ποιητής-χειρώναξ είτε ως ηθο-ποιητής.

Το κτήριο του Φιξ, δημιούργημα του Ζενέτου, εντυπωσιακή ανάμνηση των παιδικών μας χρόνων, αιωρείται ακρωτηριασμένο και παραμορφωμένο.

Σε μια γωνιά πλήθος διαχρονικό, αποτελούμενο από  άτομα μαρμαρωμένα αλλά ταυτόχρονα απειλητικά, αναδύεται από το πάτωμα, το πέλαγος του Χρόνου και της Ιστορίας, έτοιμο να βυθιστεί και να αναδυθεί ξανά σε μια άλλη εποχή, συντηρώντας τον αέναο κύκλο της εμφάνιση και εξαφάνισης του λαού από το προσκήνιο της Ιστορίας.
Ανθρώπινες φιγούρες που είναι σαν να έρχονται από το παρελθόν. Σαν να διαπερνούν την Ιστορία. Σαν να ήταν εκεί χθες, να είναι σήμερα και να είναι και αύριο. Άτομα που όταν η σπίθα ανάψει θα απαιτήσουν το αυτονόητο, την αναστήλωση του ερείπιου. Θα συνδράμουν όμως σ’ αυτήν; Γιατί χωρίς την συμβολή όλων και τη συνεργατική δράση η αναστήλωση θα ‘ναι λιψή.

Σκυλιά τριγυρίζουν στο εγκαταλειμένο ερείπιο. Θα εγκατασταθούν εκεί μόνιμα καταλαμβάνοντας τη θέση των πρώην ενοίκων ή θα λειτουργήσουν ως φύλακες πρόθυμοι να παραδώσουν τα κλειδιά όταν οι πρώην ένοικοι επανέλθουν έτοιμοι να αναλάβουν την ευθύνη της ανασυγκρότησης του ερείπιου;

Πάνω σε κλαδιά που σαν χέρια απειλητικά ξεπροβάλλουν από τους τοίχους, πολυάριθμα πουλιά, εύλαλοι τραγουδιστές αλλά και βουβοί μάρτυρες των τεκταινομένων καταγράφουν τα γεγονότα. Τα παρατηρούν από ψηλά και τα απομνημονεύουν για να τα μεταφέρουν πετώντας σε άλλους τόπους, σε άλλες εποχές.
Είναι μια εμπειρία και μια ιστορία που δεν πρέπει να χαθεί. Χωρίς την ιστορική μνήμη οι ανασυγκροτήσεις θα εμπεριέχουν τα ίδια λάθη που οδήγησαν στην αποτυχία των ανασυγκροτήσεων του παρελθόντος.

Ο χώρος υπάρχει πέρα και έξω από εμάς. Όμως εμείς όντας όντα εφήμερα και αδύναμα εστιάζουμε στα δέντρα και όχι στο δάσος. Στους χώρους με διαστάσεις ανθρώπινες, στους χώρους που μπορεί να χρησιμεύσουν για φωλιά μας, για καταφύγιο, για προστασία. Τέτοιου είδους χώροι συνεχώς ερειπώνονται κι’ εμείς νιώθουμε ανασφάλεια, απογοήτευση, ορφάνια και Νοσταλγία.


                                                                                                  


















                                                              28-2-2014
Μανόλης Ρωμαντζής


(1)Ανδρέας Κάλβος
Αι ευχαί

Της θαλάσσης καλήτερα
Φουσκωμένα τα κύματα
Να πνίξουν την πατρίδα μου
Ωσάν απελπισμένην,
Έρημον βάρκαν

Στήν στεριάν, στά νησία
Καλήτερα μίαν φλόγα
Να ιδώ παντού χυμένην,
Τρώγουσι πόλεις, δάση,
Λαούς και ελπίδας

Καλήτερα, καλήτερα
Διασκορπισμένοι οι Έλληνες
Να τρέχωσι τον κόσμον,
Με εξαπλωμένην χείρα
Ψωμοζητούντες

Παρά προστάτας νάχωμεν...


(2)Οδυσσέας Ελύτης
Άξιον Εστί

  Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
        Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ' εικόνα
και ομοίωσή μου:
            Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
            και γαλήνιοι αμφορείς
            και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος


(3)Νίκος Καρούζος
Λένιν και Μαχάτμα

Ξημέρωνε κ’ οι δυο τους
ασπροντυμένοι.
Κελαηδούσε απ’ όξω ο τόπος. "Τα πουλιά"
ψιθύρισε ο Μαχάτμα.

Ο Λένιν χαμογέλασε καλόκαρδα διορθώνοντας.
"Μυδράλια".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου