Αυτή η άναρχη, υπέροχη πόλη, όταν γίνεται έμπνευση, για να μην πω «θέμα», είναι τόσο ερωτεύσιμη όσο και οι άστεγοι ή οι τρελοί που την κατοικούν. Για τους υπόλοιπους ούτε λόγος.
Ο Μανώλης Μπαμπούσης, καλλιτέχνης έξοχος, αποκαλύπτει τη δύναμη της τρέλας του σε όλο της το μεγαλείο. Κατοχυρωμένος φωτογράφος, βάζει στην άκρη τις δεξιότητες και τις σιγουριές και οργανώνει ένα μνημείο ξεδιπλώματος των έσω με στοιχεία απόγνωσης. Η αυτοβιογραφία του, στο χώρο της Ιλεάνας Τούντα, τα έχει όλα. Κραυγή, πάθος, αλήθεια προσωπική, συναίσθημα, σχόλιο, ειρωνεία, κακία, μοναξιά.
Ο Μανώλης αντλεί από τα νεκροταφεία και αυτά ανακαλεί, είτε στα ΑΤΜ των τραπεζών είτε στις απέραντες αίθουσες των δημοσίων υπαλλήλων ή τα σαλόνια των μεγαλοαστών. Κάπου, πίσω από τα έγχρωμα θέματα της μοναξιάς, κρύβεται το μαυρόασπρο νεκροταφείο, που σήμερα του δίνει τον τίτλο «Νεκροταφείο ανώνυμων καλλιτεχνών», ξέροντας καλά ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να είναι καλλιτέχνης. Η Αθηνά-πόλη και η Μπαμπουσό-πολη, ερείπια, φωνές, λύκοι, ασυνεννοησία, φόβοι, όλα μέσα και το αόρατο πλήθος μαζί σε ένα δημόσιο χώρο, ακυρωμένο.
Ζήτω ο προσωπικός χώρος!
Το παλίμψηστο των οπτικών και λεκτικών εικόνων ζητά απαντήσεις για μια αρχιτεκτονική δίχως τείχη, όπου το εκτός σχεδίου μπορεί να επικοινωνεί με το εντός. Μια επιθυμία που εκφράζεται με την εγκατάσταση που εγκλείει νοηματικά το σύνολο της δουλειάς. Δυο σειρές καρέκλες και επάνω τους ένα τείχος-διάδρομος.
Η δουλειά του Μανώλη Μπαμπούση, φρέσκια, συναρπαστική και κριτική, ορίζει την ανομοιότητα των παρομοίων. Στο κείμενό του διαβάζω: «Ενα κομμάτι γης απολέσθη από την πόλη και από τα εκτός σχεδίου οικόπεδα. Αντικρίζουμε το πολύτιμο να αιωρείται ως κρεμασμένο χρηματοκιβώτιο. Το εκτέλεσαν ή αυτοκτόνησε; Τα πανομοιότυπα δεν είναι όμοια. Δύο πανομοιότυποι τάφοι περιέχουν δύο ανόμοια. Δύο θηλιές άλλα κεφάλια».
Εδώ θα πρέπει να θυμίσουμε ότι το πρώτο αγαπημένο υλικό του Κοντοσφύρη από τα χρόνια του «Δεσμού» και της πρώτης νεανικής του έκθεσης ήταν το τσιμέντο, που παραμένει ισχυρό στοιχείο στη δουλειά του. Το δεύτερο που τον απασχολεί εμμονικά είναι η αναφορά στους ποιητές και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ποιητής Νίκος Καρούζος, ως φόρμα, αλλά και η συμμετοχή έργων ποιητών στην περφόρμανς που οργάνωσε το περασμένο Σάββατο.
Τρίτη υγιής εμμονή του Κοντοσφύρη, η ύπαρξη της παρέας και η συνεργασία με φίλους. Στην εγκατάστασή του λοιπόν, με τον τίτλο «Νέο Ερείπιο-Δρώντας στο χαμένο χώρο», συμμετέχουν οι γλύπτες Μανόλης Ρωμαντζής και Χρήστος Τσώτσος, ο εικαστικός Νικόλας Καρναμπατίδης με την ηχητική εγκατάσταση, ο Αργύρης Ρήμος με τα αρχιτεκτονικά πρότυπα, ο Γιώργος Πανταζής με σύμπραξη στο ζωγραφικό έργο και η Σοφία Αντωνακάκη με το φωτογραφικό σχόλιο της πρόσκλησης.
Οπως βλέπετε και εδώ ο Χ.Κ. λειτουργεί πληθωρικά μια άλλη εμμονή του, που καμιά φορά αποτελεί και την αδυναμία του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση και στη συγκεκριμένη εγκατάσταση αυτό δεν ισχύει. Ο,τι εγκλείει το συρματόσχοινο, μια συμβολική ανοιχτή «κατοικία», ένας μικρόκοσμος, αν θέλετε, παραμένει ουσιώδες και απαραίτητο. Η κατασκευή αυτού του νέου ερειπίου σχολιάζει υλικά, διαφορετικά επίπεδα και καταστάσεις, από το ζήτημα του εγκλεισμού ή της απομόνωσης, έως τα ζητήματα αυτογνωσίας.
Το ερείπιο, χώρος ζωής και δημιουργίας αλλά και χώρος θανάτου, αφού από την ίδια την υφή του προστρέχει στο θάνατο, εγκλείει σημαδιακές αναπαραστάσεις. Τα πουλιά και οι ζητιάνοι εκλιπαρούν το ψωμί, οι φιγούρες ανακαλούν την ιστορία και το μέλλον, ο ποιητής σταθερή αξία στο χώρο αυτό, που μοιάζει γνώριμος και απεχθής. Μια νησίδα έχει την ίδια φόρμα με τη Μακρόνησο, ενώ οι σκύλοι, ένοικοι του ερειπίου και φύλακες της μνήμης, μπορούν να αντικαθιστούν τον άνθρωπο στις κάποτε ευτυχισμένες στιγμές του.
Το εξαιρετικό έργο του ώριμου Χάρη Κοντοσφύρη παραμένει μια ελεγεία της ζωής και του θανάτου με αόρατο προορισμό. Επέκεινα ενός κόσμου που έχει χαθεί, δημιούργημα ενός άλλου που συσσωρεύει τη μνήμη, τη νοσταλγία, την αθωότητα ή το πλέγμα της αποτυχίας. Εργο σημερινό, παρά τον οντολογικό του χαρακτήρα, που το κάνει άχρονο, διαθέτει το αίτημα της οργάνωσης απέναντι σε μια σμπαραλιασμένη κοινωνία και αντιτάσσει την ουσιώδη μνήμη απέναντι στη μηχανική κατανάλωση.
ΥΓ. Τόσο η έκθεση του Μανώλη Μπαμπούση όσο και η έκθεση του Χάρη Κοντοσφύρη κάνουν σαφή αναφορά στο καινούργιο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Ο Μπαμπούσης αρκετές φορές με ισχυρότερη και πιο σημαντική τη φωτογραφία της κατεδάφισης και το γραπτό σχόλιο. Με μια φοβερή έκρηξη δόθηκε το βραβείο στον καλύτερο αρχιτέκτονα, Ζενέτο. Κόψανε το κτήριο στη μέση. Η μια πλευρά του υπόλοιπου μισού επενδύθηκε με πέτρα. Στο ερείπιο του Κοντοσφύρη, ανάμεσα στο χώρο των περιφραγμένων με συρματόσχοινο αναμνήσεων, υπάρχει το Κτήριο Φιξ, μια εντυπωσιακή ανάμνηση, που αιωρείται ακρωτηριασμένο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου