Επί σειρά 37 ετών ο εικαστικός Γιάννης Ζιώγας, καθηγητής ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Φλώρινας ασχολείται με την καλλιτεχνική σύγχρονη αποτύπωση της ασπίδας του Αχιλλέα. Σαν επιστέγασμα αυτών των προσπαθειών του και της πολύχρονης μελέτης του, στην Πινακοθήκη Γρηγοριάδη δημιουργεί ένα έργο μέσω ενός ανοικτού εργαστηρίου στο κοινό, που περιλαμβάνει το σύνολο των προβληματισμών του αλλά και των λύσεων που έχει βρει γύρω από τις ιδέες που τον απασχολούν. Θα είναι αυτό το έργο η ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας και το κλείσιμο της τριανταεπτάχρονης καλλιτεχνικής περιπέτειας; Ο καλλιτέχνης δηλώνει πως όχι.
-Μέσα στη διαδικασία τόσων χρόνων από το 1978-2013 ποια ήταν τα βασικά στοιχεία που σε απασχόλησαν για την Ασπίδα του Αχιλλέα.
Τα βασικά στοιχεία που με απασχόλησαν σε σχέση με την Ασπίδα του Αχιλλέα και διατήρησαν τη σημασία τους όλα αυτά τα χρόνια ήταν δυο ερωτήματα (που με τον καιρό απέκτησαν οντολογικό χαρακτήρα): Πως δημιουργείται μια σύγχρονη αφήγηση εικόνων σε μια ζωγραφική επιφάνεια που να μπορέσει να καταγράψει μια πολύπλοκη αφήγηση όπως εκείνη που περιγράφει ο Όμηρος στο Σ της Ιλιάδας; Το δεύτερο ερώτημα είναι που τοποθετείται αυτή η αφήγηση, σε ποιο πλαίσιο, σε ποιο κτίριο; Πως θα είναι ορατή και πως θα ανακαλύπτεται από τον θεατή.
Για το πρώτο ερώτημα ανταποκρίθηκα ζωγραφίζοντας αυτή την τρίμετρη κυκλική περιστρεφόμενη επιφάνεια πάνω στην οποία ενθέτω εικόνες, σχήματα, καταστάσεις. Ζωγραφίζοντας ό, τι έχει σημασία για μένα από την αφήγηση των εννέα σκηνών της περιγραφής της Ασπίδας από τον Όμηρο. Για το δεύτερο σχημάτισα κτίρια, υποδοχείς της Ασπίδας και πρόσφατα άρχισα να οικοδομώ μια μεγάλη επιφάνεια που θα τοποθετηθεί με ένα τρόπο που να αναδεικνύει τον χώρο και την πραγματικότητα του. Θα πρόκειται για ένα αναμορφωμένο λαβύρινθο μέσα στον οποίο θα κινούνται όσοι θέλουν να βιώσουν και να ανακαλύψουν την εικόνα της Ασπίδας.
-Αυτή η αναμέτρηση του με τον αρχαίο κόσμο τι σημαίνει για σένα; Είναι ένα μεγάλο τόλμημα;
Δεν νοιώθω ότι είναι αναμέτρηση με κάτι. Η Ασπίδακαι το ζωγράφισμά της ήταν μια ανάγκη που προέκυψε από μια προτροπή ενός καθηγητή μου στα Αρχαία Ελληνικά στα Ανάβρυτα όπου φοιτούσα το 1978. Ο αρχαίος κόσμος δεν υπήρξε ποτέ για μένα ένας άλλος κόσμος. Είχα επισκεφθεί τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους μέχρις την εφηβεία μου πολλές φορές. Το Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα ήταν στη γειτονιά μου και είχα περάσει ατέλειωτες ώρες σε κάθε αίθουσα. Γνωρίζω ένα-ένα όλα τα εκθέματα και με όλα είχα πολλές ώρες συνομιλίας ιδεών. Έβλεπα ξανά και ξανά τα γλυπτά, τα ανάγλυφα αφουγκραζόμουν την παρουσία των ανθρώπων που τα είχαν φτιάξει. Δεν τα έβλεπα αυτά τα έργα αισθητικά αλλά βιωματικά. Δεν θυμάμαι να είπα ποτέ « Α!!! τι όμορφα είναι» αλλά θυμάμαι να αφηγούμαι αλλά και να αφουγκράζομαι τις ιστορίες τους. Η Ασπίδα μου έδωσε τη δυνατότητα να βρω ένα πέρασμα στο χρόνο και να αφουγκραστώ και πάλι όλα εκείνα που ζούσα παρατηρώντας τα αγάλματα. Τα αγάλματα για εμένα δεν υπήρξαν, από τα δέκα μου που κυκλοφορώ στα Μουσεία, απλά τεχνουργήματα. Ήταν βιωματικές καταθέσεις και προβολές συναισθηματικής οθόνης. Δεν ανήκαν στην μια ή την άλλη εποχή, παρά μόνο στο σήμερα των εικόνων και των ιδεών μου.
Το μεγάλο τόλμημα, αν υπήρξε κάτι τέτοιο, ήταν η αναμέτρηση με το βίωμα.
-Το ότι εγκαινιάζεις ένα νέο χώρο με το έργο που κατασκευάζεις μπορεί να πει κανείς ότι δημιουργείς την ιστορία του;
Ο Γιώργος Γρηγοριάδης επέλεξε να κάνει μια τομή: να εγκαινιάσει ένα χώρο όχι με τούβλα και παράτες αλλά με ιδέες. Νοιώθω απίστευτα προνομιούχος που έχω βρεθεί σε αυτή τη θέση. Σε ένα χώρο και χώρα όπου ο πολιτισμός ταυτίζεται μόνο με τα ΕΣΠΑ του τίποτε και με τις διαγραφές χρεών ο Γρηγοριάδης με στήριξε όχι μόνο για να κατασκευάσω αλλά κυρίως για να ενθαρρυνθώ να καταφέρω το ακατόρθωτο: να κτίσω ένα χώρο με ιδέες. Όλα τα άλλα ας έλθουν μετά. Αυτή είναι η ιστορία που δημιουργούμε εδώ, στη Γλυπτοθήκη Γρηγοριάδη, στο χώρο υπό διαμόρφωση. Προτείνουμε μια πρακτική μέσα από μια υποδομή ιδεών.
-Ο χώρος που κατασκευάζεις την Ασπίδα του Αχιλλέα είναι τεράστιος. Σε καθοδήγησε, επέδρασε στη δημιουργία και την τελική αναπαράσταση του έργου;
Το μέγεθος του χώρου είναι τεράστιο (1500τμ με 5 ,5 μέτρα ύψος) και επιτρέπει στην ανάπτυξη μεγάλων φορμών και ιδεών. Ο χώρος αποτελεί την πυλωτή ενός συγκροτήματος πολυκατοικιών που είχαν κτιστεί πάνω σε ένα παλιό νταμάρι. Από το παλιό αυτό νταμάρι έχουν σωθεί κάποιες πέτρες που πιθανώς θα χρησιμοποιηθούν και αυτές στην εγκατάσταση.
Το να μπορεί κανείς να διανύει 30 και 40 μέτρα κινούμενος από την μία θέση της εγκατάστασης στην άλλη είναι ένα χαρακτηριστικό που εισάγει τη βιωμένη εικαστική εμπειρία στο χώρο. Έχω ήδη εργαστεί σε μεγάλα μεγέθη από τα πρώτα βήματα ανάπτυξης του έργου μου. Οι Φρίζες που είχα κάνει την δεκαετία είχαν μήκος 20 μέτρα ενώ το Πολύπτυχο 40 μέτρα. Οι εγκαταστάσεις μουΕνυδρείο Αντικειμένων του 1993, Από την Ουτοπία στο Επέκεινα το 1997, οι Μπαλάντες στην ταυτόχρονη ανάπτυξή τους σε Ελλάδα και Ηνωμένες Πολιτείες το 2003 και το Ημερολόγιο ενός Πολιτιστικού Πρόσφυγα στην Π37 το 2005, ήταν όλες εγκαταστάσεις μεγάλου (σε κάποιες περιπτώσεις όπως στο WesleyanUniversity γιγαντιαίου) μεγέθους όπου οι μικροφόρμες που τις αποτελούσαν δημιουργούσαν τόπους αφηγήσεων. Το μέγεθος επιτρέπει την κίνηση του θεατή μέσα στο χώρο και στην ενεργοποίηση βιωματικών εικαστικών εμπειριών.
Ο χώρος του Γρηγοριάδη επιτρέπει τη συνέχεια αυτής της διαδικασίας με ένα ανέλπιστο τρόπο αφού είναι λίγοι οι χώροι στην Ελλάδα που επιτρέπουν εγχειρήματα τέτοιου μεγέθους. Μου επέτρεψε ο χώρος να συνεχίσω αυτόν τον πολυετή προβληματισμό της χρήσης του χώρου ως ενός εργαλείου για τη δημιουργία εικαστικών μικροτόπων που να συνδέονται με διάφορους τρόπους μεταξύ τους και να ενεργοποιούνται από την κίνηση του θεατή. Χρειάστηκα δύο περίπου μήνες για να κατανοήσω την αίσθηση του μεγέθους και της κλίμακας μέσα στην οποία είχα βρεθεί αλλά τώρα μετά από τόσους μήνες δουλειάς νοιώθω απολύτως εξοικειωμένος.
-Το να δημιουργείς ένα ανοικτό εργαστήριο σε τι σε ωφέλησε, δεδομένου ότι εσύ έχεις μια ανοικτή σχέση με την τέχνη καθώς διδάσκεις τους φοιτητές σου στη Φλώρινα;
Πιστεύω στην έννοια της ανοικτότητας της τέχνης, είτε με το ανοικτό εργαστήριο είτε με την κοινωνική συμμετοχή. Την Φλώρινα, και το Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Πανεπιστήμιου Δυτικής Μακεδονίας όπου διδάσκω, την αντιμετωπίζω ως το κατ’ εξοχήν πεδίο κοινωνικής συμμετοχής διότι προσπαθούμε και έχουμε καταφέρει να κτίσουμε μια σχολή τεχνών στα σύνορα ένα πόλο εικαστικών δράσεων και δυνατοτήτων στην περιφέρεια που συνεισφέρει στην τέχνη και στον τόπο της Δυτικής Μακεδονίας. Η καλλιτεχνική πρακτική είναι μια διαρκής διεργασία αυτογνωσίας, αλληλοδιδασκαλίας, διερεύνησης της ετερότητας και με αυτό τον τρόπο οι αντιδράσεις των επισκεπτών είναι καθοριστικές στην ανάπτυξη του έργου.
-Περίγραψε μου το έργο. Έχω δει ορισμένες εκδοχές του στο ανοικτό εργαστήριό σου στην Πινακοθήκη Γρηγοριάδη, αλλά θα ήθελα να μεταφέρουμε στο κοινό μια νοερή του εικόνα.
Το έργο αποτελείται από δύο βασικούς άξονες: τη ζωγραφισμένη Ασπίδα του Αχιλλέα (το ζωγραφικό δίσκο κινούμενο με ταχύτητα μια στροφή το λεπτό) και τις αναμορφώσεις του κτιρίου Ασπίδα του Αχιλλέα. Μπαίνοντας κάποιος στο χώρο βυθίζεται σε ένα ανάπτυγμα αντικειμένων που είναι οι φορείς κατασκευές της Ασπίδας. Τα κτίρια/αναμορφώσεις είναι από μικρών (της τάξης του μισού μέτρου) έως μεγάλης διάστασης τριών και τεσσάρων μέτρων. Σε ένα κεντρικό σημείο ο κυκλικός δίσκος του ζωγραφικού έργου περιστρέφεται διαρκώς. Δεκάδες δίχτυα, σκάλες μικρής κλίμακας, γέφυρες συνδέουν τα στοιχεία μεταξύ τους. Υπάρχουν επίσης σχέδια, σημειώσεις διαφόρων περιόδων από το 1978 μέχρι σήμερα καθώς και το σύνολο των έργων που έχω ακόμη στην διάθεσή μου και αφορούν την Ασπίδα του Αχιλλέα. Δημιουργείται έτσι, ένας ιστός ιδεών, αντικειμένων όπου ο καλλιτέχνης κατασκευαστής είναι μια αράχνη που δεν θηρεύει αλλά θεραπεύει τον ίδιο του τον εαυτό.
Αυτή τη στιγμή (Μαρτίου 2014) είναι υπό διαδικασία κατασκευής μια γλυπτική κατασκευή/λαβύρινθος που θα έχει διαστάσεις 4 επί 4 επί 2 μέτρα περίπου και θα λειτουργεί ως ένα μικρής κλίμακας κτίριο που θα εισάγει τον θεατή σε μια διαδικασία αντίστοιχη με εκείνη των νεκρομαντείων: τόπων δηλαδή μιας σκηνοθετημένης μετάβασης από τη μια ψυχική κατάσταση στην άλλη. Στα νεκρομαντεία βέβαια υπήρχε ένα ιερατείο που εξουσιαστικά διαχειρίζονταν τον φόβο. Στην περίπτωσή μου κάτι τέτοιο δεν υπάρχει και εκείνο που έχει σημασία είναι η εισαγωγή του θεατή σε στάδια ψυχικής γνωριμίας με την Ασπίδα και τις ιδέες της.
-Γιατί είναι σημαντική για σένα η Ασπίδα του Αχιλλέα;
Η Ασπίδα είναι σημαντική για μένα διότι λειτουργεί ως ένα διηνεκές, και όσο ζω από ότι φαίνεται ως το κέλυφος/καταφύγιο των προσωπικών μου ιδεών. Εκεί εναποθέτω σαν ένα σεντούκι (σαν το σεντούκι του Πεσσόα) τις ιδέες που σχηματίζω σε κάθε φάση της εικαστικής μου και στοχαστικής εξέλιξης. Κάθε Ασπίδα κάθε περιόδου συμπυκνώνει εκείνο το οποίο είμαι ως εικαστικός. Η Ασπίδακαι οι διαφορετικές εκδοχές τους όλα αυτά τα χρόνια δεν είναι η αποκλειστική μου ενασχόληση. Έχω εργαστεί και σε άλλες διαδικασίες διαρκώς. Πάντοτε όμως, είτε σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της ζωής μου, είτε σε διαφορετικά μέρη όπου έχω βρεθεί, έχουν φτιαχτεί ασπίδες που κομίζω κάθε φορά σε κάθε τόπο και χρόνο. Έτσι υπάρχουν οι Ασπίδες του 1978, του 2013, του 1987 αλλά και του Ντιτρόιτ, της Νέας Υόρκης, του Μαρουσιού ή των Πρεσπών.
Γι αυτό το λόγο ονομάζω τη διαδικασία στου Γρηγοριάδη ως μια οριζόντια αναδρομική διότι, δεν πρόκειται για μια αναδρομική αντικειμένων ή εικαστικών επιφανειών, αλλά για την αναδρομική 37 χρόνων της μιας ιδέας: της Ασπίδας του Αχιλλέα.
-Περιέγραψε μου τα έργα που έχουν ήδη γίνει στο παρελθόν με την Ασπίδα του Αχιλλέα.
Τα έργα που έχουν φτιαχτεί ξεκινάν το 1978 με σχέδια και σημειώσεις στο βιβλίο της Ιλιάδας του Γυμνασίου στα Ανάβρυτα. Ήταν τότε που ο καθηγητής μου Βάσος Καραγεωργίου με προέτρεψε να ζωγραφίσω την Ασπίδα του Αχιλλέα και από τότε αυτό αποτέλεσε τον πυρήνα της αναζήτησής μου ως καλλιτέχνη. Κατόπιν υπάρχουν σχέδια της περιόδου 1980-87 όπου αποτύπωνα τις σκέψεις μου τόσο για την Ασπίδα ως εικόνα όσο και για την Ασπίδα ως κτίριο.
Από το 1985 και μετά έπαψε να με απασχολεί η ιδέα του ζωγραφικού έργου και με ενδιέφερε μόνο το κτίριο/κέλυφος. Θέλησα να κατασκευάσω ένα κτίριο όπου θα μπορούσε κάποιος να επισκεφθεί την Ασπίδα, να την ανακαλύψει μέσα από μια διαδρομή στο χώρο. Το 1987 στο Ντιτρόιτ έφτιαξα μια Ασπίδα/κτίριο διαστάσεων 3 επί 3 επί 1,5 μέτρα ύψος. Η Ασπίδα ήταν φτιαγμένη από το ίδιο υλικό που ήταν φτιαγμένες οι μακέτες των μοντέλων αυτοκινήτων που κατασκεύαζαν οι σπουδαστές της σχολής όπου φοιτούσα τότε, το CenterforCreativeStudies. Το 1989-91 είχα κατασκευάσει αρκετές εκδοχές του κτιρίου στην Νέα Υόρκη που αποτέλεσαν μέρος του Ενυδρείου Αντικειμένων της εγκατάστασης στο Γενί Τζαμί. Στο Μαρούσι έφτιαξα μια σειρά από Ασπίδες με κυριότερη εκείνη που εκθέτω στου Γρηγοριάδη: πρόκειται για ένα αιωρούμενο κτίριο διαστάσεων 1,2 επί 1,5 επί 1 μέτρο, που είναι μια εκδοχή της Ασπίδας του Ντιτρόιτ. Επίσης, έχω από εκείνη την περίοδο και ένα ζωγραφικό έργο όπου η πολυγωνική φόρμα του κτιρίου της Ασπίδας υποβόσκει ως ιδεόγραμμα. Είναι ένα από τα πολλά έργα εκείνης της περιόδου όπου υπάρχει αυτή η υπόμνηση. Γενικότερα, η Ασπίδα είτε επιβάλλεται ως παρουσία, είτε συμμετέχει ως υπόμνηση.
Η επόμενη σειρά έργων έγινε ως μια ενότητα για τις Μπαλάντες, την έκθεση που έκανα ταυτόχρονα σε Αθήνα (Αίθουσα Τέχνης Γιαγάννος) και στην Emile and Cecile Zilkha Gallery,Wesleyan University στις ΗΠΑ. Υπήρχαν τέσσερις Μπαλάντες. Μια σειρά από 13 Ασπίδες από ξύλο, βαμμένες με γκέσο με επιχρυσωμένες ορισμένες περιοχές, αποτελούσαν την Μπαλάντα που είχε εκτεθεί στην Ελλάδα (οι υπόλοιπες τρεις στις ΗΠΑ). Η κατάληξη είναι η τρέχουσα διαδικασία στον Γρηγοριάδη που τις παρουσιάζει όλες συγκεντρωτικά. Υπάρχουν και αρκετές άλλες που εκτίθενται και αποτελούν τους ενδιάμεσους κρίκους ανάμεσα σε εκείνες που ήδη αναφέρθηκαν και είναι οι κυριότερες.
-Κρατάς ημερολόγιο για την κατασκευή του έργου μέσα στο οποίο περιλαμβάνονται οι προβληματισμοί σου για την φόρμα του έργου. Τι σημαίνει για σένα η ολοκλήρωση αυτού του έργου;
Θα υπάρξει ολοκλήρωση; Ολοκληρώνεται ποτέ μια ιδέα; Δεν το νομίζω. Όταν ξεκίνησα να εργάζομαι στου Γρηγοριάδη τον Ιούλιο 2013 πίστευα ότι η διαδικασία θα λειτουργούσε ως ένα καταληκτικό όριο όπου θα τελείωνα με την Ασπίδα, τόσο ως εικαστικό αντικείμενο και εικόνα, όσο και ως ιδέες και όλα όσα με κατατρύχουν σε σχέση με αυτή. Το ημερολόγιο λειτουργούσε ως καταγραφή αυτής της ολοκλήρωσης. Σταδιακά και όσο περνάει ο καιρός, διαπιστώνω ότι κάτι τέτοιο δεν έχει τέλος και δεν πρόκειται να συμβεί κάποια ολοκλήρωση. Δεν ξεμπερδεύει κανείς με τις ιδέες του: οι ιδέες μου και όλα όσα τις συνοδεύουν θα συνοδεύουν και εμένα.
Και το ημερολόγιο θα εξακολουθήσει να συμπληρώνεται με ημερομηνίες, ο χρόνος όπως και οι ιδέες δεν ολοκληρώνονται ποτέ…..
Άρτεμις Καρδουλάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου