του Δημήτρη Δημητριάδη
Εικόνα: Έφη Τσακρακλίδου
Συγγραφέας παγκόσµιος, µε εµβληµατικό έργο που εκτείνεται από το θέατρο και την ποίηση έως την πεζογραφία και τη µετάφραση, και µία από τις σηµαντικότερες προσωπικότητες της ευρωπαϊκής διανόησης, ο Δηµήτρης Δηµητριάδης, o σπουδαιότερος διανοούµενος της πόλης σήµερα, µιλά µε λόγο χειµαρρώδη, αβάσταχτα ειλικρινή και ανατρεπτικό, για την πόλη στην οποία γεννήθηκε και ζει µόνιµα, δείχνοντας ως µοναδική έξοδο κινδύνου από το ζοφερά αδιασάλευτο παρόν της την τόλµη και την υπέρβαση.
Κάθε επιστροφή µου στην πόλη είναι σαν µια κάθοδος πάντα. Κάτι σαν ένας ενταφιασµός. Σαν να επανέρχεσαι στον τάφο σου, ο οποίος έχει τα χαρακτηριστικά της µικρότητας πάντα, είναι στενός τάφος. Δεν είναι στο µέγεθος κανονικού ανθρώπου. Το τσιµέντο, είτε µεταφορικά είτε πραγµατικά, είναι κάτι το οποίο είναι ασφυκτικό. Δεν αφήνει ούτε τον νεκρό σε ησυχία. Μία από τις λέξεις που χαρακτηρίζουν την κατάσταση είναι ασφυξία, πνιγµός.
Η εβραϊκή κοινότητα σίγουρα είχε παίξει κάποιο ρόλο για τον κοσµοπολιτισµό της πόλης. Τώρα η πόλη αυτή δεν έχει ούτε κόσµο ούτε πολιτισµό. Δεν έχει καµία τέτοια διάσταση ανοιχτή και ευρεία. Παραµένει µια ανώνυµη σχεδόν επαρχία. Πρέπει κανείς να κάνει µια προσπάθεια καθηµερινά για να αισθανθεί ότι είναι ζωντανός σε αυτή την πόλη. Η πόλη δεν σου δίνει ευκαιρίες... το ίδιο σου το σώµα σού θυµίζει καµία φορά ότι ζεις ακόµα.
Εµένα µου λείπει κάπως µια επαφή πιο κοινωνική, µε ένα στοιχείο διαλόγου ή ανταλλαγής. Τη βρίσκω όµως εδώ σε πολύ νεότερους, χωρίς να έχω να κάνω απαραίτητα µε συναδέλφους. Έχω πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις µε αυτούς τους λίγους ανθρώπους που γνωρίζω. Είµαι βέβαιος πως υπάρχουν πολύ περισσότεροι, απ’ όσοι φαίνονται, ενδιαφέροντες άνθρωποι οι οποίοι έχουν βρει ένα βηµατισµό που αφορά και τη ζωή τους µέσα στην πόλη και γενικότερα ή ειδικότερα στην τέχνη. Εδώ και δύο - τρία χρόνια γνωρίζω όλο και περισσότερους, δεν σταµατάει αυτό το ρεύµα. Και αυτό είναι ελπιδοφόρο. Μόνο που οι ίδιοι είναι άνθρωποι αφανείς, κρυµµένοι.
Μια πόλη για να είναι πόλη πρέπει να προσφέρει δυνατότητες διεξόδων. Η πόλη αυτή δεν έχει καµία διέξοδο. Είναι κλεισµένη από παντού. Υπάρχει ένα νοητό φρούριο γύρω - γύρω από την πόλη, ένα κάστρο, ένα είδος συρµατοπλέγµατος κυριολεκτικά ηλεκτροφόρο, δηλαδή έτσι και πλησιάσεις είναι ακαριαίο το χτύπηµα, δεν υπάρχει περίπτωση να ξεφύγεις. Πραγµατικά, είναι ένα στρατόπεδο. Είµαστε µέσα σε ένα στρατόπεδο και παρόλα τα φαινόµενα λειτουργούµε σαν άνθρωποι που στην πραγµατικότητα δεν έχουν τη δυνατότητα να ολοκληρώσουν ούτε µια στιγµή της ζωής τους. Είναι ψευδείς όλες αυτές οι δήθεν κινήσεις ελευθερίας ή αυθορµητισµού. Υπάρχει ένα γενικότερο ψέµα και ένα είδος λαθροχειρίας, δηλαδή ακόµα και οι λέξεις δεν ανταποκρίνονται στην πραγµατικότητα. Όλα λειτουργούν εσφαλµένα και καταχρηστικά.
Και έπειτα είναι µια πόλη στην οποία κυριαρχεί πάρα πολύ το κακό γούστο, το οποίο πολλαπλασιάζεται συνεχώς, δεν περιορίζεται µε τίποτα. Το βλέπω αυτό και στη συµπεριφορά των ανθρώπων. Υπάρχει µια αγένεια και µια κακογουστιά την οποία την αισθάνεται κανείς απειλητική ανά πάσα στιγµή. Όπου και να βρεθεί. Είτε είναι στους δρόµους, είτε σε λεωφορεία, είτε σε άλλους χώρους. Και µια υφέρπουσα βία που µε το παραµικρό µπορεί να ξεσπάσει σε κάτι πάρα πολύ ακραίο. Που σηµαίνει αυτό, συγχρόνως, µια συσσώρευση αξόδευτου δυναµικού.
Αυτό που κυριαρχεί ως κατάσταση είναι η αποφυγή της υπέρβασης. Με τίποτα δεν µπορεί κανείς να παρατηρήσει µια κίνηση η οποία βγαίνει από την πεπατηµένη, από την παραδεδεγµένη συµπεριφορά και νοοτροπία. Κάθε φορά που επανέρχοµαι αλλά και καθηµερινά που ζω, διαπιστώνω διαρκώς αυτό το πράγµα, τη συνεχή επαλήθευση αυτής της παγιωµένης επιβολής ορίων. Τα οποία στέκονται εκεί αµετακίνητα. Αµετακίνητα. Αυτό ανατροφοδοτείται από µια γενικότερη κατάσταση η οποία είναι ηθεληµένη νοµίζω. Επιβάλλεται µεν αλλά γίνεται και αποδεκτή. Όλο αυτό το σύστηµα γίνεται αποδεκτό γιατί λειτουργεί ένα είδος βολέµατος, µιας ασφάλειας που είναι σαν να σε προστατεύει κάτι από τον ίδιο τον εαυτό σου. Οπότε αυτό δεν επιτρέπει καµία κίνηση προς κάτι άλλο πέρα από αυτό.
Άλλες πόλεις φτιάχνουν τεχνητές θάλασσες και παραλίες, όπως ο δήµαρχος στο Παρίσι που έφτιαξε στο Σηκουάνα πλαζ. Κι εδώ τα έχουµε όλα δοσµένα απλόχερα και µε µία απίστευτη γενναιοδωρία και τα περιφρονούµε. Όπως περιφρονούµε και πολλά άλλα καλά που έχουµε. Τα οποία είναι τα περισσότερα στο χώρο του φυσικού περιβάλλοντος παρά στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Θα µπορούσε η πόλη αυτή να είναι αντιπροσωπευτική και παραδειγµατική και για άλλες πόλεις σε παγκόσµιο επίπεδο, ως πόλη µε αυτή τη θέση τη γεωγραφική Θα µπορούσε να είναι κάτι άλλο.
Είναι µια πόλη που ενοχλεί συνέχεια, δεν σε αφήνει σε ησυχία, µε την έννοια ότι δεν µπορείς να ησυχάσεις, είναι σαν να έχεις ένα µωρό µέσα στο σπίτι το οποίο κλαίει από το πρωί µέχρι το βράδυ. Δεν µπορείς να το σταµατήσεις, πρέπει να το πνίξεις. Να το τουφεκίσεις, να το πετάξεις από το µπαλκόνι για να απαλλαγείς. Δεν µπορούµε να απαλλαγούµε από αυτό το µωρό που κλαίει ασταµάτητα ό,τι κι αν του δώσουµε. Και δεν µας δίνει τίποτα το ίδιο. Μόνο βυζαίνει και τρώει.
Αυτή η πόλη δεν σε δέχεται. Δε σε υποδέχεται. Δεν σε θέλει αυτή η πόλη, δεν έχει καµία δεκτικότητα. Ξέρετε που οδηγεί αυτό; Ότι δεν έχουµε πια βλέµµα. Εγώ το βλέµµα µου το ξαναβρίσκω όταν βγαίνω, όταν φεύγω από τη χώρα και κοιτώ γύρω µου. Μένοντας εδώ δεν κοιτώ τίποτα. Δεν έχουµε τι να δούµε βγαίνοντας από τα σπίτια µας. Μόνο το τοπίο που είναι από τη θάλασσα και πέρα. Ίσως η πόλη θα πρέπει να γίνει ένα τέτοιο τοπίο, θαλάσσιο. Να κοιτάς έναν ορίζοντα, γιατί µόνο από κει έρχεται κάτι φτερουγίζοντας.
Σε άλλες πόλεις όταν βγαίνεις από το σπίτι σου δεν περνάς σε ένα περιβάλλον όπου η απόσταση ή η διαφορά ανάµεσα στο µέσα και στο έξω είναι τόσο µεγάλη. Δηλαδή, δεν γεφυρώνεται µε τίποτα το µέσα µε το έξω. Εγώ όταν βγαίνω έξω, αισθάνοµαι ότι κάπου µπαίνω, κάτι το οποίο είναι περισσότερο κλειστό απ’ ότι υποτίθεται ο προσωπικός χώρος. Είναι πιο κλειστό το έξω από το µέσα. Και το έξω γίνεται ένα µέσα το οποίο είναι ασφυκτικό. Και σου επιβάλλει κανόνες συµπεριφοράς, δεν σε αφήνει να λειτουργήσεις πιο άνετα, πιο ελεύθερα. Υποκρίνεσαι. Σε αναγκάζει να υποκρίνεσαι, να φέρεσαι σύµφωνα µε κάποιους τρόπους που δεν είναι δικοί σου ή που είναι δικοί σου και δεν σου αρέσουν, αλλά που όµως πρέπει να τους τηρήσεις.
Τα πράγµατα έχουν φτάσει σε ένα οριακό σηµείο που αυτοεπαναλαµβάνονται και µένουµε προσκολληµένοι σε πράγµατα τα οποία έχουν δώσει δείγµατα εξάντλησης απόλυτης πια. Αλλά βέβαια εκεί χρειάζεται µια άλλη τόλµη. Είναι η µόνη λέξη που µπορεί να αποτελέσει τη µόνη κατάληξη αυτών που λέµε. Τόλµη. Μεγάλη τόλµη σε όλους τους τοµείς. Και κυρίως στις µεταξύ µας σχέσεις. Πρέπει να είµαστε τολµηροί µεταξύ µας.
Εγώ νοµίζω ότι η φτώχεια, όχι µε την έννοια της εξαθλίωσης αλλά η φτώχεια µε την έννοια της έλλειψης, θα πρέπει να είναι ένας κανόνας, ας το πω έτσι, µια βασική παράµετρος σε µια πόλη, οι άνθρωποι πρέπει να αισθάνονται την ανάγκη πραγµάτων τα οποία είναι βασικής και ζωτικής σηµασίας για αυτούς. Θέλω να πω ότι το βίωµα της στέρησης, το βαθύ βίωµα της στέρησης είναι µια ουσιαστική προϋπόθεση για να γίνουν άλµατα και να γίνουν και συγκρούσεις και να προκληθούν και διάφορα γεγονότα. Πως µπορεί να γίνει µια ουσιαστική µετατόπιση προς τη βίωση της ανάγκης και της έλλειψης; Αυτό είναι το βασικό. Και νοµίζω πως αυτό που έχει αρνητική διάσταση, στην πραγµατικότητα είναι θετικό. Η έλλειψη και η ανάγκη είναι αποδεικτικά στοιχεία ζωής. Και όχι η ικανοποίηση. Κυρίως όχι βέβαια η φαινοµενική, η επιφανειακή και ρηχή ικανοποίηση.
Δεν ξέρω να αναφέρω ένα συγκεκριµένο πρόσωπο που θα µπορούσε να µε εµπνεύσει ως δήµαρχος αυτής της πόλης. Πάντως θα πρέπει να είναι ένας άνθρωπος µε µεγάλη καλλιέργεια, ίσως ένας καλλιτέχνης. Ας πούµε, ο Μίνωας Βολανάκης θα µπορούσε να είναι ένας καταπληκτικός δήµαρχος. Η θέση του και ο τρόπος που λειτουργούσε µέσα στο Κρατικό Θέατρο ήταν κάτι περισσότερο από διευθυντής ενός θεάτρου. Ήταν ένας πολιτικός άνδρας µε πολιτισµό βαθύτατο και ευρύτατο που για ένα µικρό χρονικό διάστηµα είχε διαχυθεί αυτό στην πόλη. Ήταν πάρα πολύ αισθητό. Ένα τέτοιο πρόσωπο χρειάζεται. Χωρίς ηθικές παρωπίδες, χωρίς τοπικιστικές µονοµέρειες, ένας κινούµενος αερόλιθος, ας πούµε, ένα τέτοιο πράγµα χρειάζεται.
Εγώ είµαι συγκινηµένος που υπάρχουν άνθρωποι σε αυτή την πόλη που κάνουν κάτι. Το τοπίο είναι ζοφερό αλλά είναι και κατοικηµένο από θύελλες. Προσωπικές θύελλες που είναι το σηµαντικότερο αυτό. Δελτίο θυέλλης, λοιπόν. Είναι το µόνο καλό για να σπάσει αυτή η νηνεµία, η άπνοια, η φοβερή άπνοια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου