Πρόλογος
Το έργο που προτείνεται ως πτυχιακή εργασία, αποτελεί την πραγματοποίηση μιας ιδέας, όπως αυτή διαμορφώθηκε έπειτα από σκέψη και σχεδιασμό ενός χρόνου. Σπινθήρας της θεματικής αποτέλεσε ο τρόπος που σκέφτομαι και λειτουργώ εικαστικά. Παρατηρώντας το έργο μου αναδύθηκαν συγκεκριμένοι χειρισμοί, όπως η αποκοπή σωματικών σημείων και η ανασύνθεσή τους, οι οποίοι με οδήγησαν στην επιλογή του ορισμού του βλέμματος. Για αρκετό καιρό ασχολήθηκα με το σημείο και το συμβολισμό των ματιών. Κάθε φορά, επηρεαζόμενη από την ψυχοσύνθεση του ζωντανού μοντέλου που είχα μπροστά μου, αναλογιζόμουν τις διάφορες εννοιολογικές προβληματικές που προέκυπταν. Έβλεπα στο αποτέλεσμα των έργων μου να αποτυπώνεται η συναισθηματική κατάσταση και ο χαρακτήρας των ανθρώπων μέσω του βλέμματός τους και το αποτυπωμένο κοίταγμά τους. Έτσι ξεκίνησα να συλλέγω βλέμματα. Με πρώτη αφορμή τη θεωρία του Wassily Kandinsky σχετικά με την κατάσταση αντιστροφής του εσωτερικού σε εξωτερικό παρατηρητή, συνέδεσα τα μάτια με μια συνθήκη εκτός εαυτού παρατήρησης, η οποία αποτέλεσε την βάση πάνω στην οποία δόμησα την κεντρική ιδέα του έργου μου.
Περιγραφή
του έργου
Το
έργο έχει την μορφή εγκατάστασης. Ο θεατής επρόκειτο να εισέλθει σε ένα χώρο
διαμορφωμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξυπηρετεί συγκεκριμένους σκοπούς. Κάθε
χωρικός χειρισμός αποτελεί μια συμβολική χειρονομία που προσθέτει στην κεντρική ιδέα.
Ξεκινώντας,
σε κάθε θεατή του έργου, δίνεται ένα
ζευγάρι γυαλιών όπου ο φακός που καλύπτει το ένα μάτι φέρει ενσωματωμένο ένα
αντιστρεφόμενο καθρέπτη, ο οποίος σου επιτρέπει να έχεις την εικόνα του ματιού
σου, ενώ στη θέση του άλλου ματιού ο φακός είναι κενός. Ο θεατής φορώντας τα
ειδικά γυαλιά και αφού αποκτήσει μια πρώτη εικόνα του ματιού του, διαπερνά μια
σχισμή που σηματοδοτεί την αρχή. Αμέσως βρίσκεται σε ένα μακρόστενο διάδρομο,
όπου το φως αποκλείεται και βαδίζει για αρκετή ώρα στο σκοτάδι. Καθ’ όλη την
διάρκεια της πορείας, ακούγεται ένας
ήχος που επενδύει ατμοσφαιρικά τη διαδρομή. Φτάνοντας προς το τέλος της, υπάρχει
άλλη μια κάθετη σχισμή, από την οποία ο θεατής εξέρχεται από τον διάδρομο, για
να τον τυφλώσει για δευτερόλεπτα το φως ενός παλλόμενου φλας. Μόλις η όρασή του
αποκατασταθεί συνειδητοποιεί πως έχει εισέλθει σε ένα χώρο κλειστό και
ταυτόχρονα διάφανο, γεμάτο με απεικονίσεις ματιών.
Ο
χώρος έχει το σχήμα του κύβου, στις επιφάνειές του έχουν τοποθετηθεί μπροστά
και πίσω οι απεικονίσεις των ματιών δημιουργώντας πολυεπιπεδότητα στις πέντε
πλευρές του. Ο θεατής κινείται ελεύθερα στο εσωτερικό βλέποντας το μάτι του να
είναι ενεργό σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα βλέμματα που τον κατακλύζουν ένα γύρω. Εξαιτίας του φωτός που βρίσκεται στη πίσω
πλευρά του κύβου, αναγκάζεται να πλησιάζει και να περιεργαστεί τα πολλά
διαφορετικά βλέμματα.
Η πορεία του συνεχίζει όταν το επιλέξει ο ίδιος,
προχωρώντας στο διάδρομο της εξόδου που διαφοροποιείται μορφικά από τον προηγούμενο
σκοτεινό διάδρομο. Αυτή τη φορά από την σχισμή ο θεατής διακρίνει ένα αμυδρό
φως στο βάθος που τον παρακινεί να συνεχίσει. Κατά το βάδισμά του ενώ εξακολουθεί
να ακούγεται ο ήχος, συναντά απτικά, καλούπια ματιών από γυψόγαζες που
κρέμονται. Τα μάτια σε αυτή τους την εκδοχή είναι κλειστά, ο θεατής περνά μέσα
από το πλέγμα που δημιουργούν και πλησιάζει προς το αμυδρό φως, όπου μπορεί να
δει πιο καθαρά και να αγγίξει την μορφή τους. Καθώς πλησιάζει προς το τέλος του
διαδρόμου τα μάτια πυκνώνουν, ώσπου να φτάσει στη σχισμή της εξόδου.
Εννοιολογική
προσέγγιση
Κάθε
εικαστική χειρονομία που διέπει την εγκατάσταση κρύβει πίσω της μια συμβολική
ερμηνεία. Αναλυτικότερα, από την αρχή ο
θεατής εισάγεται στην έννοια της παρατήρησης με άμεσο τρόπο, με τη τοποθέτηση
των γυαλιών, προοικονομώντας έτσι, τη
πρακτική του εσωτερικού κοιτάγματος, μέσω της πρώτης εντύπωσης του
οφθαλμικού ειδώλου.
Η είσοδος δια μέσου της σχισμής και ο τρόπος που
διεισδύει ο θεατής αποτελεί μια μεταφορά της κατάστασης από την ανυπαρξία στην
ύπαρξη. Η στενότητα του διαδρόμου σχετίζεται με την πορεία προς τη ζωή, και τα
πρώτα ακούσματα στην μήτρα. Έτσι συνδέεται και η προσθήκη του ήχου, ο οποίος
παραπέμπει χαρακτηριστικά σε ένα ζωτικό ρυθμό, προσφέροντας ένα βαθμό
εξοικείωσης ενώ διαφοροποιείται εσωτερικά με διακυμάνσεις, επαναλήψεις και μπάσα, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα και το τέλος, μιας και ηχητικά
επενδύει και τη διαδρομή της εξόδου.
Το
σκοτάδι παραπέμπει στην αρχική κατάσταση του οφθαλμού κατά την κυοφόρηση όπου το έμβρυο αρχικά είναι τυφλό. Η πορεία
στο σκότος αφορά και την εσωτερική αναζήτηση, τοποθετώντας το θεατή σε μετωπική
θέση με το άγνωστο, αναδύονται κάθε φορά προσωπικές ψυχικές εντάσεις. Η μη
ορατότητα οδηγεί σε διαφορετικές χειρονομίες χρονισμού. Ο κάθε ένας αντιλαμβάνεται το πέρας του
χρόνου με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με την ταχύτητα που κινείται, η οποία είναι
άμεσα εξαρτώμενη από τον τρόπο με τον οποίο ο κάθε ένας προσαρμόζεται και
πορεύεται υπό την συνθήκη της τυφλότητας.
Έχει την επιλογή να συνεχίσει ή να γυρίσει πίσω. Εκείνος που συνεχίζει
φτάνει στο τέλος της μη ορατότητας και με ξαφνικό τρόπο εισέρχεται-εξέρχεται
στο πρώτο φώς της ζωής, που ταυτόχρονα αποτελεί την αρχή.
Στο σύνολο του έργου χρησιμοποιώ αντιθετικά
εννοιολογικά ζεύγη που εκφράζονται με τεχνικές αντιστροφής. Από το σκοτάδι, στο
φως, ο θεατής εισέρχεται στο πλήθος από βλέμματα. Από την κατάσταση της
αμάθειας και του σκοταδισμού, περνά σε ένα περιβάλλον δυνητικής γνώσης και
συνειδητότητας, η οποία μπορεί να αποκτηθεί μέσω της παρατήρησης. Ο θεατής (προ)καλείται
να δει τον εαυτό του μέσα από το όργανο όρασης, και να το παρατηρήσει σε σχέση
με το πλήθος. Οι απεικονίσεις εστιάζουν στο μάτι ως μέσο αυτοπροβολής. Επιθυμία
μου είναι ο θεατής να βγει έξω από την παρατήρηση και εκτός του σώματός του,
ώστε να δει αρχικά το σύνολο και στη συνέχεια τον ίδιο του τον εαυτό. Όπως το μάτι δεν βλέπει τον
εαυτό του έτσι το άτομο για να αντιληφθεί τον εαυτό του κοιτάζει προς τα έξω.
Παράλληλα, τα στοιχεία που συνθέτουν την προσωπικότητα του ατόμου υπάρχουν και
προσδιορίζονται κάτω από το βλέμμα ενός άλλου. Ο “alter” εαυτός, πραγματώνεται στο
είδωλο. Έτσι λοιπόν επιχειρώ μια αντιστροφή της όρασης, ώστε να τεθεί ο εαυτός
σε τριτοπροσωπία. Υπό αυτή την κατάσταση είναι επιτρεπτή η πρόσβαση στην
ανώτερη γνώση, την γνώση του εαυτού, μέσω της αντανάκλασης
δεδομένων τα οποία εξοικειώνουν το θεατή με διάφορα δίπολα, όπως, η επιφάνεια
και το βάθος, το φως και το σκοτάδι, η γέννηση και ο θάνατος, η ύπαρξη και η
ανυπαρξία, η ορατότητα και η τυφλότητα, η ενεργητικότητα και η παθητικότητα, το
είδωλο και η μη ανακλασμένη εικόνα, το όμοιο και το διαφορετικό, η γνώση και η
αμάθεια.
Από τα μάτια δίνεται η εφόρμηση. Ξεκινώντας
από την ιδέα του καθρεφτίσματος της ψυχής μέσω αυτών δεν μένω μόνο σε αυτό. Ο
χαρακτήρας ενός ατόμου είναι δυνατό να σκιαγραφηθεί από τον τρόπο κοιτάγματος,
πάντα κατά την ενεργοποίησή του με σκοπό το κοίταγμα ενός αντικειμένου. Σε αυτή
τη περίπτωση, το προσωπικό κοίταγμα μέσα στο πλήθος επιστρέφει στον εαυτό και
εσωτερικοποιείται, οδηγώντας σε μια ενδοσκοπική, υπαρξιακή συνείδηση του
εαυτού. Εν προκειμένω, ο
θεατής- υποκείμενο του έργου, ενεργοποιεί την αμοιβαιότητα της όρασης.
Βλέπω
σημαίνει βλέπομαι. Ο καθρέφτης-μάτι (γυαλιά) επιτρέπει την ενσυνείδητη αλλαγή.
Η αντανάκλαση δέχεται συνεχώς εξωτερικές επιρροές και εξελίσσεται μαζί με το
άτομο. Αποτελεί ένα είδος συντρόφου, μιας και η σχέση του θεατή με αυτόν είναι
σωματική και χρηστική, παράλληλα μπορεί να συσχετισθεί και με το πέρας του
χρόνου καθώς εγκλωβίζει κάθε κίνηση. Είναι το μέσο που επιδέχεται όλες τις
ψυχικές φορτίσεις του θεατή, τον φόβο και το άγχος πως μας βλέπουν οι άλλοι, το
πως αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας μέσα από τους άλλους, κ.ά. Είναι ένα
εργαλείο ταυτόχρονα ενεργητικό και παθητικό μέσω του οποίου βλέπουμε συγχρόνως λιγότερο και περισσότερο
από όσο με την άμεση όραση. Από τη μια αποκαλύπτει εκείνο που χωρίς
αυτόν θα ξέφευγε από το βλέμμα, φέρνει κοντά ότι δεν είναι προσβάσιμο στο ανθρώπινο μάτι, από την άλλη οι
αντανακλάσεις του αποτελούν είδωλα της πραγματικότητας, των οποίων η
αναπαραγωγή έγκειται στις εκάστοτε δυνατότητές του. Γι αυτό η αντίληψη δεν
μένει μόνο στις κατοπτρικές αντανακλάσεις. Το αποτέλεσμα της όρασης αντιστοιχεί σε κάτι πολύ
παραπάνω από ένα είδωλο της πραγματικότητας, μια μικρογραφία του κόσμου.
Βλέπουμε με έναν τρόπο που έχει νόημα, και δίνουμε νόημα σε ό, τι βλέπουμε.
Το
φως που προέρχεται εξωτερικά, πίσω από το κολάζ με βλέμματα, έρχεται να τονίσει
νοηματικά το φαινόμενο της όρασης-γνώσης. Βοηθά στην ευκρίνεια και διευκολύνει
το ενεργό βλέμμα παρατήρησης του θεατή, μεταφορικά και κυριολεκτικά, η όραση
είναι φως.
Συνεχίζοντας τη πορεία του ο
θεατής, εξοικειώνεται με το τελευταίο μέρος της διαδρομής μέσω ενός αμυδρού,
ψυχρού φωτός που διαφαίνεται από μακριά. Γνωρίζει και νομίζει ότι μπορεί να
ελέγξει την κίνησή του σε ένα δρόμο μερικώς φωτισμένο. Έτσι λοιπόν, το κεντρικό
φως διαδέχεται σε αυτό το σημείο το σχεδόν φως και τη σκιά. Ο Αριστοτέλης
θεωρεί τη σκιά υποδιαίρεση της αντανάκλασης, η ίδια η σκιά είναι μια
αντανάκλαση που δεν συνάντησε καθρέπτη. Βαδίζοντας ο θεατής, φέρει ακόμη μέσα του ως συνολική εικόνα
τον προηγούμενο χώρο-κατάσταση μέσω του καθρεφτίσματος και τώρα προσπαθεί να
αορατοποιηθεί, να ξεφύγει, να χαθεί από το πλήθος ματιών.
Όντας στη σκιά, προχωρά πάλι
μόνος το δρόμο της φθοράς αυτή τη φορά. Τα κλειστά μάτια που προσκρούουν πάνω
του αποτελούν μια απτική εμπειρία που τον ξαφνιάζει καθώς στην αρχή του
διαδρόμου δεν είναι ορατά. Κατά τη συνεχόμενη διείσδυσή του στο διάδρομο, τα τυφλά βλέμματα γίνονται μορφικά αντιληπτά
μέσω του αμυδρού φωτός, έπειτα από προσπάθεια, και μετατρέπονται σε memento mori, προοικονομώντας το τέλος. Ως
γλυπτά στοιχεία έρχονται σε στιγμές και ακουμπούν τα μάτια του. Μετατρέπονται σε μάσκες,
υπολείμματα πνευμάτων, που κλείνουν το
βλέμμα και προετοιμάζουν για το επέκεινα, το πέρασμα του θεατή σε μια άλλη
κατάσταση.
Παράλληλα η τοποθέτησή τους
στο άνω μέρος προκαλεί συνειρμούς
αντιστραμμένης επίβλεψης-εποπτείας, καθώς το άνω θρώσκω, εδώ, απενεργοποιείται.
Αντίθετα προκύπτει η ενεργοποίηση του ρήματος καθορῶ. Τέτοιο είναι ένα
βλέμμα που προσπαθεί να διεισδύσει από τα έξω προς τα μέσα να οδηγήσει προς μια
καθαρή όραση μέσω της εξέτασης. Σε αυτή τη περίπτωση, το υποκείμενο εξετάζει
διεισδυτικά, βλέπει με ευκρίνεια σε βάθος, διακρίνει, κατανοεί, και τελικά αντιλαμβάνεται την αλήθεια των
πραγμάτων. Η
εξοικείωση με την έννοια του θανάτου αποτελεί και αυτή ένα παιχνίδι
αυτογνωσίας, το οποίο ο θεατής θα πρέπει να συνειδητοποιήσει, προκειμένου να
καταφέρει να συνδέσει και να αντιστρέψει την αρχή με-και το τέλος. Καθόλη τη
διάρκεια της εισόδου-εξόδου είναι δυνατό να υπάρξει σύμπτωση θεατών και ο ένας
να αντιληφθεί την διαμεσολαβημένη παρουσία του άλλου. Η αρχή και το τέλος
αναπτύσσονται παράλληλα και συγχρονικά, σαν αντικαθρέφτισμα της ζωής και του
θανάτου, σαν συνύπαρξη στο παρόν και το μέλλον.
Ευχαριστίες
Τέλος
θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στον καθηγητή μου Χάρη
Κοντοσφύρη, στο Τ.Ε.Ι. Φλώρινας για την παραχώρησση του χώρου, καθώς επίσης στην οικογένεια μου, στον σύζυγό μου και στους φίλους
μου Δαμιανού Γεωργία, Νίκο Κατσιούλη, Γιώργο Παλάντζα, Χριστίνα Δημητρακή,
Γιώργο Ντάλη, Δημήτρη Γούσιο, Πέτρο Τάτε, Κώστας Κωνσταντέλια, Νεφερτίτη
Ελευθεριάδου, Παναγιώτα Κορωνιου, Εύη Καρασάββα, Αλεξάνδρα Καραμηνά,
Κωνσταντίνο και Παναγιώτη Χαζάν, Χρήστο Τσίτση για την πίστη και την στήριξή
τους.
Φωτογραφίες Δημήτρης Κολωνιώτης
Βίντεο Γιώργος Ντάλης
Μουσική Vincent Andelmoth
Μουσική Vincent Andelmoth
Βιβλιογραφία
Arnheim, R., Τέχνη και οπτική
αντίληψη, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1999
Zeki, S., Εσωτερική Όραση,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2002
Fédida, P., Από πού αρχίζει το ανθρώπινο σώμα;,
Εκδόσεις Άγρα, Σειρά ΡΟΥΣ, Αθήνα 2014
Frontisi –
Ducroux, F.,Vernant, J., Στο μάτι του καθρέφτη,
ΟΛΚΟΣ, Αθήνα 2001
Μπιτσάκης Ε., Η
ύλη και το πνεύμα, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2001
Τσιβάκου, Ι., Υπό
το βλέμμα του παρατηρητή, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1997
Ρηγοπούλου, Π., Ο
νάρκισσος, Εκδόσεις Πλέθρον, 1994
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου