Τάσος Δενέγρης-Φωτογραφική μακέτα: Μάγδα Χριστοπούλου |
Ήμασταν αγαπημένοι
και τα γιορτινά φώτα τρεμόπαιζαν πάνω στα ηλεκτρικά σύρματα καθώς
περπατούσαμε τσιμπώντας ο ένας τους καρπούς του άλλου, χωρίς να
βλεφαρίζουμε, κρατώντας στητές τις πλάτες και τα ρουθούνια ανοιχτά σαν
κυψέλες τεντωμένες κόντρα στα τρίμματα ξεριζωμένου πάγου που έρχονταν
μέσα στον νυχτερινό αέρα για να απλωθούν στα μονίμως χαρωπά μας πρόσωπα
και ν’ ανακατέψουν την ευφορία, βυθίζοντάς την σ’ ένα μπουκαλάκι με
φορμόλη. Ελάχιστες στ’ αλήθεια συσπάσεις, κι αυτές για ένα πείραγμα,
μια συνοπτική κίνηση των χειλιών, ανασάλευαν τις δυο λευκές μας
επιφάνειες από μουδιασμένους πόρους, ροζ
διάσπαρτες τουλίπες και αραιά κρυσταλλωμένα δάκρυα, εγώ κι εκείνος, σχεδόν αγαλμάτινοι, σχεδόν ξαπλωτοί πάνω στη βουτυρωμένη φέτα του έρωτα που έμοιαζε να μη φοβάται –ενώ ηδονικά φοβόταν– την αναπάντεχη συνάντηση με ανθρώπους που θα μας ανάγκαζαν ν’ αποτραβήξουμε για λίγο τα χέρια –τίποτε περισσότερο απ’ αυτό–, καθώς βαδίζαμε τώρα στα αχνοφώτιστα πεζοδρόμια της πόλης και πηγαίναμε στο ξέγνοιαστο πουθενά, τραμπαλίζοντας τα τακούνια των παπουτσιών μας και σφίγγοντας τα δάχτυλα όπως τις χειρολαβές των σχολικών στην πρώτη εκδρομή του χρόνου. Σταματούσαμε κάθε λίγο σε σβησμένες βιτρίνες για να διαλέξουμε δώρα που ποτέ δεν θα κάναμε ο ένας στον άλλον, πάντοτε μ’ αυτό το «έμοιαζε» να κοχλάζει στις σχισμές του εγκεφάλου, σαν μικρός τροφοδοτικός σωλήνας της χαράς μας – ένας απ’ τους χιλιάδες σωλήνες εκείνη τη στιγμή ανόθευτης ευτυχίας, αυτού του προσωπικά μοιρασμένου κόσμου όπου αισθάνεται κανείς το κερασφόρο ανθρωπάκι ν’ αναπηδά στις κόρες των ματιών σαν δικτάτορας κάποιας ένσαρκης χορωδίας η οποία είχε τόσο μπολιάσει τις πέτσες της καρδιάς και τα ακόμη υγρά απ’ τον έρωτα μέλη μας ώστε μόνο η δολοφονία ενός αθώου παιδιού ή μιας γλυκιάς ηλικιωμένης φιγούρας θα μπορούσε να σταθεί σαν αντίβαρο ενστικτώδους κακίας απέναντι σ’ αυτό που νιώθαμε χωρίς να το ομολογούμε καθένα απ’ τα αργόσυρτα λεπτά που ξεχύνονταν μέσα στο λεπιδωτό γαϊτανάκι του χιονόνερου. Ακούγαμε την εξωτερική διακύμανση αυτής της χορωδίας πάνω στους γλιστερούς κρότους των τακουνιών και στους λαρυγγισμούς ευχαρίστησης που άφηναν πίσω τους πυκνά άσπρα χνώτα. Άκουγα την καρδιά μου να χτυπά ξετρελαμένη από τη διύλιση της στιγμής, γνωρίζοντας κιόλας πως, μολονότι ο κόσμος δεν θα ήταν πάντοτε βυθισμένος σε τούτη την ηδονική φορμόλη, δεν υπήρχε κανένας λόγος για να μην μπήγω μέχρι το μεδούλι το νυστέρι της· και θέλησα να το φωνάξω, να το σφηνώσω φωναχτά στον διερχόμενο αέρα· να το δω να τυπώνεται πάνω στην παντομίμα των σκιών· να μείνει «για πάντα» εκεί, μπροστά στις αισθήσεις μας. Παρέμεινα όμως σιωπηλός αμέσως μόλις σκέφτηκα ότι τίποτα τελικά δεν θα μπορούσε να προσθέσει κάτι περισσότερο σ’ αυτό που ήδη υπήρχε. Κι ήταν τότε, ενόσω διχαζόμουν αυτιστικά απ’ το εσωτερικό φορτίο ενός γέλιου που γαργαλάει τον εαυτό του, ήταν τότε που γύρισα και είδα, χωρίς τρόμο ακόμα, χωρίς ίχνος ανησυχίας, το βλέμμα του φίλου μου να φουντώνει μια μαύρη κηλίδα από ανεξιχνίαστες σκέψεις. Κι ακολουθώντας ασυναίσθητα αυτό το βλέμμα, το παρακολούθησα να εκτείνεται στη γραμμή του αέρα και να προσκρούει σ’ έναν σκοτεινό όγκο, ευθεία κι αριστερά μας, απέναντι από τη βιτρίνα του μαγαζιού, σε μια ανακούρκουδα καθισμένη σιλουέτα που είχε την πλάτη της τεντωμένη, φτιάχνοντας τέλεια γωνία με το πλαστικό τείχος του σκουπιδοντενεκέ. Ήταν μια μορφή πετρωμένη, εντελώς αλύγιστη· μορφή ανθρώπου ο οποίος διαλογίζεται σιωπηλά, όπως ένας σοφός μανδαρίνος, ασκαρδαμυκτί ατενίζοντας σφαίρες που διαφεύγουν της δικής μας αντίληψης, άλλους κόσμους που τόσο παράταιρα, σαν επαφή με αιχμηρό αντικείμενο, έρχονταν να χτυπήσουν τη δική μου σκέψη, ακάλεστοι και θολά απειλητικοί. Πήρα μια ανάσα και θέλησα στ’ αλήθεια να γελάσω· να πω μια ελαφριά κουβέντα· να διακωμωδήσω εκείνο που φαινόταν σαν ξαφνική έλευση κάποιου παιδιάστικου φόβου πάνω στο πρόσωπό μου. Όμως το χέρι του φίλου μου άρχισε να γλιστρά από το δικό μου, αργά αργά, σαν να έλυνε διακριτικά έναν κόμπο και με περηφάνεια να απογαλακτιζόταν από εκείνο που δεν μπορούσε να ακολουθήσει την πορεία της δικής του ανάγκης. Και το μόνο που πρόλαβα να δω μέσα στα ελάχιστα δευτερόλεπτα, ανάμεσα από άμορφες εικόνες και διακλαδωτές κινήσεις, ήταν η πλάτη του, μια εβένινη παραίσθηση που ξεμάκραινε διαρκώς απ’ το πλάι μου, πηγαίνοντας προς εκείνον τον παράλογα ακλόνητο όγκο, ολοένα πιο απόμακρη από τον νοερό χώρο που πριν ονόμαζα «προσωπικά μοιρασμένο κόσμο». Γαντζωμένος θαρρείς από ένα αόρατο αγκίστρι, βάδιζε όλο και πιο κοντά σ’ αυτή την αδικαιολόγητα καθισμένη κούκλα του πεζοδρομείου, λες και από κείνη προσμονούσε μια μεγαλόψυχη παραχώρηση, κάποια κίνηση που θα ενωνόταν με τις κινήσεις της υπόλοιπης ζωής κατά τρόπο λυτρωτικό για τους δυο τους αλλά συνάμα μυστηριακό για όσους δεν μπορούσαν να διακρίνουν το συνεκτικό νήμα που έφερνε κοντά τις ψυχές τους. Είδα τον φίλο μου να γονατίζει μπροστά στον άνθρωπο με το προτεταμένο χέρι και, όταν το στιγμιαίο φως ενός αυτοκινήτου αποκάλυψε έναν κοινό, ρακένδυτο ζητιάνο –έναν απ’ τους χιλιάδες περιπλανώμενους, κακορίζικους ανθρώπους που εδρεύουν στο πιο ρυπαρό και δυσώδες συκώτι της σάρκας που σπονδυλώνει την πόλη–, κατάφερα να ξεχωρίσω δύο ελαφρώς σχιστές απολήξεις στις άκριες των ματιών του: το αμυγδαλωτό σχήμα που έχουν τα μάτια του φίλου μου, χαραγμένο στο πρόσωπο εκείνου του τραγικά ακίνητου ανθρώπου. Κι ήρθε τότε στο μυαλό μου μια ερμηνεία που ακόμα και σήμερα δεν έχω επιβεβαιώσει, αλλά που πάντα θα στοιχειώνει τις υποψίες μου. Ήταν όμως αδύνατο ν’ αποτελειώσω οποιαδήποτε σκέψη που πάνω της θα μπορούσε να βασιστεί με ασφάλεια η μνήμη. Θυμάμαι μόνο μια σιωπή σαν αυτές που έχουμε συνδέσει με ιερούς τόπους· μαυσωλεία, ορεινούς ναούς ή ομαδικούς τάφους, όπου ο ουρανός και η γη χάνονται στο σύθαμπο ενός εσωτερικού βόμβου, δίχως να χωρίζονται από την υποβλητική δύναμη ενός όντος στο οποίο έχουμε αποδώσει την ευθύνη της δημιουργίας. Κι ύστερα τον φίλο μου να πέφτει στα γόνατα, παραδομένο σε σύγκορμους, πένθιμους λυγμούς, ενώ τα χέρια του κρατούσαν με λατρευτική σχεδόν μανία τους κερωμένους επιδέσμους που ξεπρόβαλλαν σαν ματοβαμμένοι λώροι μες απ’ τις ρωγμές των παπουτσιών εκείνης της πεισματικά ακλόνητης στήλης με το ανθρώπινο κεφάλι και τα σχιστά μάτια βαλσαμωμένης γάτας. Κοιτάζονταν για ώρα. Κοιτάζονταν φριχτά, κόρες με κόρες, όπως οι σιαμαίοι που κατάφεραν να σπάσουν τα κόκαλα του αυχένα. Και το χιονόνερο συνέχιζε να πέφτει καθώς εγώ πισωπατούσα, μέσα στο λοξό σκοτάδι, σπρωγμένος όλο και πιο μακριά από αυτή την αντίρροπη δύναμη, ώσπου ο δρόμος θόλωσε εντελώς και χάθηκαν πια οριστικά απ’ το βλέμμα μου οι δύο ενωμένες τους φιγούρες.
Οι Φλώροι εικαστικοί ευχαριστούνε θερμά τον Δημήτρη Τανούδη για τη χειρονομία. Θα ακολουθήσουν άλλα τρία διηγήματα.
διάσπαρτες τουλίπες και αραιά κρυσταλλωμένα δάκρυα, εγώ κι εκείνος, σχεδόν αγαλμάτινοι, σχεδόν ξαπλωτοί πάνω στη βουτυρωμένη φέτα του έρωτα που έμοιαζε να μη φοβάται –ενώ ηδονικά φοβόταν– την αναπάντεχη συνάντηση με ανθρώπους που θα μας ανάγκαζαν ν’ αποτραβήξουμε για λίγο τα χέρια –τίποτε περισσότερο απ’ αυτό–, καθώς βαδίζαμε τώρα στα αχνοφώτιστα πεζοδρόμια της πόλης και πηγαίναμε στο ξέγνοιαστο πουθενά, τραμπαλίζοντας τα τακούνια των παπουτσιών μας και σφίγγοντας τα δάχτυλα όπως τις χειρολαβές των σχολικών στην πρώτη εκδρομή του χρόνου. Σταματούσαμε κάθε λίγο σε σβησμένες βιτρίνες για να διαλέξουμε δώρα που ποτέ δεν θα κάναμε ο ένας στον άλλον, πάντοτε μ’ αυτό το «έμοιαζε» να κοχλάζει στις σχισμές του εγκεφάλου, σαν μικρός τροφοδοτικός σωλήνας της χαράς μας – ένας απ’ τους χιλιάδες σωλήνες εκείνη τη στιγμή ανόθευτης ευτυχίας, αυτού του προσωπικά μοιρασμένου κόσμου όπου αισθάνεται κανείς το κερασφόρο ανθρωπάκι ν’ αναπηδά στις κόρες των ματιών σαν δικτάτορας κάποιας ένσαρκης χορωδίας η οποία είχε τόσο μπολιάσει τις πέτσες της καρδιάς και τα ακόμη υγρά απ’ τον έρωτα μέλη μας ώστε μόνο η δολοφονία ενός αθώου παιδιού ή μιας γλυκιάς ηλικιωμένης φιγούρας θα μπορούσε να σταθεί σαν αντίβαρο ενστικτώδους κακίας απέναντι σ’ αυτό που νιώθαμε χωρίς να το ομολογούμε καθένα απ’ τα αργόσυρτα λεπτά που ξεχύνονταν μέσα στο λεπιδωτό γαϊτανάκι του χιονόνερου. Ακούγαμε την εξωτερική διακύμανση αυτής της χορωδίας πάνω στους γλιστερούς κρότους των τακουνιών και στους λαρυγγισμούς ευχαρίστησης που άφηναν πίσω τους πυκνά άσπρα χνώτα. Άκουγα την καρδιά μου να χτυπά ξετρελαμένη από τη διύλιση της στιγμής, γνωρίζοντας κιόλας πως, μολονότι ο κόσμος δεν θα ήταν πάντοτε βυθισμένος σε τούτη την ηδονική φορμόλη, δεν υπήρχε κανένας λόγος για να μην μπήγω μέχρι το μεδούλι το νυστέρι της· και θέλησα να το φωνάξω, να το σφηνώσω φωναχτά στον διερχόμενο αέρα· να το δω να τυπώνεται πάνω στην παντομίμα των σκιών· να μείνει «για πάντα» εκεί, μπροστά στις αισθήσεις μας. Παρέμεινα όμως σιωπηλός αμέσως μόλις σκέφτηκα ότι τίποτα τελικά δεν θα μπορούσε να προσθέσει κάτι περισσότερο σ’ αυτό που ήδη υπήρχε. Κι ήταν τότε, ενόσω διχαζόμουν αυτιστικά απ’ το εσωτερικό φορτίο ενός γέλιου που γαργαλάει τον εαυτό του, ήταν τότε που γύρισα και είδα, χωρίς τρόμο ακόμα, χωρίς ίχνος ανησυχίας, το βλέμμα του φίλου μου να φουντώνει μια μαύρη κηλίδα από ανεξιχνίαστες σκέψεις. Κι ακολουθώντας ασυναίσθητα αυτό το βλέμμα, το παρακολούθησα να εκτείνεται στη γραμμή του αέρα και να προσκρούει σ’ έναν σκοτεινό όγκο, ευθεία κι αριστερά μας, απέναντι από τη βιτρίνα του μαγαζιού, σε μια ανακούρκουδα καθισμένη σιλουέτα που είχε την πλάτη της τεντωμένη, φτιάχνοντας τέλεια γωνία με το πλαστικό τείχος του σκουπιδοντενεκέ. Ήταν μια μορφή πετρωμένη, εντελώς αλύγιστη· μορφή ανθρώπου ο οποίος διαλογίζεται σιωπηλά, όπως ένας σοφός μανδαρίνος, ασκαρδαμυκτί ατενίζοντας σφαίρες που διαφεύγουν της δικής μας αντίληψης, άλλους κόσμους που τόσο παράταιρα, σαν επαφή με αιχμηρό αντικείμενο, έρχονταν να χτυπήσουν τη δική μου σκέψη, ακάλεστοι και θολά απειλητικοί. Πήρα μια ανάσα και θέλησα στ’ αλήθεια να γελάσω· να πω μια ελαφριά κουβέντα· να διακωμωδήσω εκείνο που φαινόταν σαν ξαφνική έλευση κάποιου παιδιάστικου φόβου πάνω στο πρόσωπό μου. Όμως το χέρι του φίλου μου άρχισε να γλιστρά από το δικό μου, αργά αργά, σαν να έλυνε διακριτικά έναν κόμπο και με περηφάνεια να απογαλακτιζόταν από εκείνο που δεν μπορούσε να ακολουθήσει την πορεία της δικής του ανάγκης. Και το μόνο που πρόλαβα να δω μέσα στα ελάχιστα δευτερόλεπτα, ανάμεσα από άμορφες εικόνες και διακλαδωτές κινήσεις, ήταν η πλάτη του, μια εβένινη παραίσθηση που ξεμάκραινε διαρκώς απ’ το πλάι μου, πηγαίνοντας προς εκείνον τον παράλογα ακλόνητο όγκο, ολοένα πιο απόμακρη από τον νοερό χώρο που πριν ονόμαζα «προσωπικά μοιρασμένο κόσμο». Γαντζωμένος θαρρείς από ένα αόρατο αγκίστρι, βάδιζε όλο και πιο κοντά σ’ αυτή την αδικαιολόγητα καθισμένη κούκλα του πεζοδρομείου, λες και από κείνη προσμονούσε μια μεγαλόψυχη παραχώρηση, κάποια κίνηση που θα ενωνόταν με τις κινήσεις της υπόλοιπης ζωής κατά τρόπο λυτρωτικό για τους δυο τους αλλά συνάμα μυστηριακό για όσους δεν μπορούσαν να διακρίνουν το συνεκτικό νήμα που έφερνε κοντά τις ψυχές τους. Είδα τον φίλο μου να γονατίζει μπροστά στον άνθρωπο με το προτεταμένο χέρι και, όταν το στιγμιαίο φως ενός αυτοκινήτου αποκάλυψε έναν κοινό, ρακένδυτο ζητιάνο –έναν απ’ τους χιλιάδες περιπλανώμενους, κακορίζικους ανθρώπους που εδρεύουν στο πιο ρυπαρό και δυσώδες συκώτι της σάρκας που σπονδυλώνει την πόλη–, κατάφερα να ξεχωρίσω δύο ελαφρώς σχιστές απολήξεις στις άκριες των ματιών του: το αμυγδαλωτό σχήμα που έχουν τα μάτια του φίλου μου, χαραγμένο στο πρόσωπο εκείνου του τραγικά ακίνητου ανθρώπου. Κι ήρθε τότε στο μυαλό μου μια ερμηνεία που ακόμα και σήμερα δεν έχω επιβεβαιώσει, αλλά που πάντα θα στοιχειώνει τις υποψίες μου. Ήταν όμως αδύνατο ν’ αποτελειώσω οποιαδήποτε σκέψη που πάνω της θα μπορούσε να βασιστεί με ασφάλεια η μνήμη. Θυμάμαι μόνο μια σιωπή σαν αυτές που έχουμε συνδέσει με ιερούς τόπους· μαυσωλεία, ορεινούς ναούς ή ομαδικούς τάφους, όπου ο ουρανός και η γη χάνονται στο σύθαμπο ενός εσωτερικού βόμβου, δίχως να χωρίζονται από την υποβλητική δύναμη ενός όντος στο οποίο έχουμε αποδώσει την ευθύνη της δημιουργίας. Κι ύστερα τον φίλο μου να πέφτει στα γόνατα, παραδομένο σε σύγκορμους, πένθιμους λυγμούς, ενώ τα χέρια του κρατούσαν με λατρευτική σχεδόν μανία τους κερωμένους επιδέσμους που ξεπρόβαλλαν σαν ματοβαμμένοι λώροι μες απ’ τις ρωγμές των παπουτσιών εκείνης της πεισματικά ακλόνητης στήλης με το ανθρώπινο κεφάλι και τα σχιστά μάτια βαλσαμωμένης γάτας. Κοιτάζονταν για ώρα. Κοιτάζονταν φριχτά, κόρες με κόρες, όπως οι σιαμαίοι που κατάφεραν να σπάσουν τα κόκαλα του αυχένα. Και το χιονόνερο συνέχιζε να πέφτει καθώς εγώ πισωπατούσα, μέσα στο λοξό σκοτάδι, σπρωγμένος όλο και πιο μακριά από αυτή την αντίρροπη δύναμη, ώσπου ο δρόμος θόλωσε εντελώς και χάθηκαν πια οριστικά απ’ το βλέμμα μου οι δύο ενωμένες τους φιγούρες.
Οι Φλώροι εικαστικοί ευχαριστούνε θερμά τον Δημήτρη Τανούδη για τη χειρονομία. Θα ακολουθήσουν άλλα τρία διηγήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου