Σάββατο 14 Απριλίου 2012

σ ά λ ι ο - Δημήτρης Τανούδης


Τάσος Δενέγρης. Φωτογραφική μακέτα: Μάγδα Χριστοπούλου
Είχα βγει στο κεφαλόσκαλο της εξωτερικής σκάλας και κοιτούσα μια θολωμένη σκέψη όταν, ξάφνου, σε κάποια ροπή του σώματος που θα μπορούσε να έρχεται από τα παιδικά χρόνια –σαν κατάλοιπο αγορίστικης ανεξαρτησίας ή σαν κινησιολογικός προθάλαμος ανδροσύνης–, σούφρωσα τα χείλη μου μπροστά κι έφτυσα στον αέρα. «Μπάσταρδε» ακούστηκε η φωνή της μάνας μου από κάτω· μια φιγούρα που απομακρυνόταν ήδη πατώντας στις πλάκες της αυλής για να χαθεί στο υπόστεγο και ν’ απομείνει ένας αντίλαλος κουκουλωμένος απ’ το τρίξιμο της ηλεκτρονικής πόρτας του γκαράζ.
Μουδιασμένος είδα τη γυναίκα του απέναντι σπιτιού να με κοιτάζει: αυτή η καλοκάγαθη κυρία που έφερνε στο κατώφλι μας, χωρίς ποτέ να χτυπήσει την πόρτα, χωρίς να αρθρώσει ούτε μια κουβέντα, μπουκαλάκια βιολογικά καθαρισμένου νερού –αμέσως μόλις έμαθε πως υπέφερα από πέτρα στα νεφρά· πως το ένα μου νεφρό ήταν φραγμένο από μια σκληρή, ινώδη μάζα στο μέγεθος του κάστανου–, αυτή η ήσυχη μεσόκοπη γυναίκα που πενθούσε από χρόνια τον άντρα της, βουβή πίσω από κλεισμένα παράθυρα και χαμένη στην αυτιστική μοναξιά των σκύλων της –βγαίνοντας από τούτη τη ζωή ηθελημένης παραίτησης μόνο για να περνά τον δρόμο και ν’ αφήνει μερικά μπουκαλάκια νερού–, αυτή η άγνωστη αλλά στοργική γυναίκα στεκόταν τώρα μπροστά από τα κάγκελα της δικής της αυλής και κοιτούσε ατενώς τη φιγούρα μου, μισοκρυμμένη όπως ήταν πίσω απ’ τον τοίχο του κεφαλόσκαλου, λίγο πριν τραβηχτώ στο σπίτι, ακόμα μουδιασμένος και σιωπηλός, με τα μάγουλά μου ξαναμμένα από μια ντροπή που τη διύλιζαν χίλιες σκέψεις και στην κορφή τους φεγγοβολούσε σα νυστέρι μια παλινδρόμηση της μνήμης, φτάνοντας στη σκηνή που τόσα χρόνια καταχωνιαζόταν στις αμέτρητες παραλλαγές των ονείρων μου· σ’ ένα χαρούμενο κατά τ’ άλλα πρωινό κάποιου λησμονημένου κατά τ’ άλλα καλοκαιριού· όταν η μάνα μου απηύθυνε σε μένα την πρώτη και τελευταία από τότε δημόσια προσβολή της. Είχα γεμίσει με ούρα το παιδικό σορτσάκι, καθισμένος στη θέση ενός λεωφορείου: οι σταγόνες έπεφταν στο βρώμικο χαλάκι του πατώματος, απλωμένες σε μια λιμνούλα που ανάγκαζε τους επιβάτες ν’ αποστρέφουν τα κεφάλια, σφίγγοντας τα ρουθούνια τους σαν με τανάλιες. «Ντροπή σου» άκουσα τη μάνα  μου να φωνάζει, προσθέτοντας μια λέξη που την έχει πια θολώσει ο χρόνος, δίχως πάντως ν’ αφαιρέσει τίποτα από την πρώτη της εκείνη δύναμη.
Άνοιξα την πόρτα, έτρεξα κάτω, μπήκα στο αυτοκίνητο. Έβαλα μπρος χωρίς να κοιτάξω προς την άλλη πλευρά του δρόμου. Πάτησα γκάζι και, την τελευταία στιγμή, το μάτι μου έπεσε στην ανοιχτή πόρτα του γκαράζ. Πάτησα γκάζι και, ύστερα απ’ τα πρώτα μέτρα του κατηφορικού δρόμου, σ’ ένα πλατύ ίσιωμα που το κυκλώνουν τα πεύκα και οι θάμνοι, είδα το αυτοκίνητο της μάνας μου να προπορεύεται, λίγα μέτρα πιο πέρα, κινούμενο με ασυνήθιστη ταχύτητα, λες και έβαζε στ’ αλήθεια τα δυνατά της για να βρεθεί γρήγορα σ’ έναν χώρο με συγκεντρωμένους ανθρώπους που πρόθυμα θα άκουγαν την τελευταία εκδήλωση εκείνου που, χωρίς ποτέ η μάνα μου να το ομολογεί, αντιμετώπιζε ως αιώνια ανωριμότητα της ύπαρξής μου. Τους έβλεπα κιόλας να χαμογελούν απολαυστικά για την προδιαγεγραμμένη πορεία μιας ανεπάρκειας που είχα επιδείξει απ’ τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, κόντρα σ’ όλες τις ελπίδες της μάνας μου, καταλήγοντας τελικά σ’ ένα παιδί που δεν τόλμησε να μεταμορφωθεί σε άντρα ή σ’ έναν άντρα που εξακολουθεί να λερώνει το εσωτερικό του σορτσάκι, κρύβοντας περιστασιακά τα ούρα του από τον κόσμο των μεγάλων, σκελετικά και ηθικά ώριμων ανθρώπων – εκείνων που θα έτρεχαν να ζητήσουν συγνώμη απ’ τη δική τους μητέρα αν ποτέ τύχαινε να τη βλάψουν σε κάποια εντελώς συγκυριακή στιγμή, σ’ ένα απρόσμενο ευτελές ατύχημα: «μπάσταρδε» την άκουγα να ουρλιάζει μες απ’ την ατσάλινη ομπρέλα του αυτοκινήτου, που ’χε τώρα γεμίσει τις κόρες μου, και φανταζόμουν το σάλιο να στάζει ακόμα κολλώδες στο πρόσωπό της, χωρίς να το σκουπίζει, αφήνοντάς το να κυλά στα χείλη και στο πιγούνι και στο τιμόνι που κρατούσε ελάχιστα μέτρα εμπρός μου, μια ανάσα εμπρός μου, καθώς αύξανα κι άλλο ταχύτητα πατώντας τέρμα το γκάζι στις κατηφορικές στροφές και φτάνοντας ίσαμε τον προφυλακτήρα αυτής της κινούμενης νεκροφόρας όπου ήθελα να τη χώσω και με τα χέρια μου να τη θάψω στη μακρινή, εξορισμένη γούβα απ’ την οποία ποτέ ξανά δεν θα μπορούσουν να βγουν οι ευνουχιστικές βρισιές του ανθρώπου που κάποτε χάιδευε το κεφάλι μου πίσω απ’ το τείχος της φουσκωμένης κοιλιάς του.
Κίτρινες σπίθες, σαν φευγαλέες αστραπές, πέρασαν απ’ τα μάτια μου, όταν το μέταλλο ακούμπησε πάνω στο άλλο μέταλλο, όπως οι ράχες των άγριων ζώων που τρίβονται πριν βγάλουν τα νύχια. «Μέσα στη γλίτσα της δικής της κοιλιάς», σκεφτόμουν, «φτιάχτηκε ο πρώτος κόμπος του σάλιου που τώρα στεγνώνει στο πρόσωπό της». Κι αύξανα ολοένα ταχύτητα, μισοτυφλωμένος απ’ τα διαγώνια φουντώματα του ήλιου που αντανακλούσαν στον καθρέφτη του μπροστινού αυτοκινήτου, τόσο κοντά της ώστε ένιωθα πια να γλιστρά απ’ το χέρι μου το σκοινί μιας γκιλοτίνας που είχε παγιδεύσει το κεφάλι της. «Τώρα», σκέφτηκα, «σκότωσέ την». Κι ύστερα: «Τώρα σκότωσέ την μια για πάντα». Θυμάμαι τα εφαπτόμενα μέταλλα να πετούν τις τελευταίες κίτρινες σπίθες λίγο πριν γυρίσει ανάποδα το τιμόνι κι έρθουν μετωπικά στο τζάμι μου οι κορμοί των δέντρων λες και τους είχε σπρώξει ένα λασπερό κύμα απ’ αυτά που σέρνουν τον θάνατο. Άνοιξα τα βλέφαρα σε μια θολούρα από σκόνη και διάσπαρτες κηλίδες. Κι είδα τη μάνα μου να κρατάει το δικό μου βρεφικό κεφάλι στην αγκαλιά της. Το χάιδευε σαν να ψιθύριζε ένα ήρεμο, μυστικό μοιρολόι. Και το φιλούσε γλυκά. Όπως ένα κτήνος που γλείφει, μέσα στη σπηλιά του, το δικό του ξεριζωμένο μέλος.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου