Αιώνια Ύλη
Ένα βιβλίο που δεν είναι. Γίνεται βιβλίο.
Τα πρόσωπα της ιστορίας δεν είναι αυτά που την απαρτίζουν, ως πρόσωπα. Είναι σκέψεις, αισθήσεις, είναι η βροχή και ο άνεμος. Ζωή που ζουν κι ο συγγραφέας θεατής της, ή καλύτερα ζωγράφος της. Ένας κυβιστικός πίνακας. Το θέμα του είναι το πιο απλό, το πιο καθημερινό.
Εκείνος, εκείνη και το πεπρωμένο τους, ο αναρχικός Στράτος, ο καταραμένος καναπές, ο Nietzsche, η κβαντομηχανική και η αγχόνη, το σπίτι που βλέπει, το παρελθόν τους, ένα γράμμα κι άλλο ένα, ο ζουρλομανδύας και ο Βobby Fischer, η κηδεία, το τέρας, το adagio του Albinoni. Μια ιστορια αγάπης, καταστροφής, φιλίας, καταποντισμού, αυτοπροσδιορισμού και θανάτου. Λάθος. Δεν έχει θέμα. Έχει ένα πινέλο ή μια κάμερα κι απλώς καταγράφει τους δαιδάλους των μορφών που εμφανίζονται και χάνονται μέσα στο παρόν. Τέσσερα κεφάλαια. Τέσσερα παρόντα ή μάλλον τέσσερεις έγχρονοι κόσμοι. Μία ιστορία προσώπων που ζουν μέσα από τα μάτια τους μια ζωή δική τους. Το θέμα, το περιεχόμενο, είναι κάτι που παίζεται κάθε στιγμή. Ο συγγραφέας του δεν ανησυχεί, ούτε νοιάζεται για τις ιδέες που ξεπηδούν σαν φλόγες. Η μορφή είναι το πάθος του για σκηνοθεσία. Το μόνο του παράπονο είναι πως όπως κάθε ιστορία έτσι κι αυτή έχει κάποιο τέλος, έπειτα νιώθει καλύτερα αφού ξέρει πως είναι το σώμα των λέξεων το οποίο ευθύνεται για τούτο, για την κάθε κατάληξη, την οριστική τελεία, δεν είναι αλήθεια, δεν, μιας και αυτή πάντοτε αντιστρέφεται, γίνεται νόημα μιας πρότασης, διαχωρίζεται από την ύλη, πνευματοποιείται, ψεύδεται. Τελειώνει και αν διασώζει κάτι είναι μόνο και μόνο επειδή το αφήνει ανοικτό –ένα περιθώριο ζωής που ζει χαμογελώντας μπροστά στο σώμα των λέξεων. Εισπνέει. Θέλει…
Ιστορία
Μέσα σε έξι μήνες, από τον Σεπτέμβρη του 2004 έως τον Μάρτη του 2005, το βιβλίο είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Έξι μήνες αγρύπνιας, έντασης, μιας κυοφορίας επώδυνης. Ξεκίνησε ως παιχνίδι -το πρώτο μου μυθιστόρημα το οποίο θα έγραφα για να νιώσω καλύτερα, απόφαση που πάρθηκε σε μία δύσκολη περίοδο της ζωής μου και θα αποτελούσε την προσπάθεια εκείνη η οποία θα συντελούσε στην αντίστροφη πορεία μιας καταβύθισης στον πυρετό και στην τρέλα. Είπα στον εαυτό μου: να γράψω ένα μυθιστόρημα, μια ιστορία τρόμου και αγάπης, έτσι να διασκεδάσω την θλίψη μου. Κάτι μεταξύ King (Stephen) και Neruda. Αυτό είπα, οι λέξεις που σχηματίστηκαν μου δώσαν χαρά. Φαινόταν αστείο και συγχρόνως με είλκυε. Άρχισα να γράφω κάποια κομμάτια τα οποία ήταν ασύνδετα -έγραφα αλλά δεν είχα ιστορία. Ήταν μόνο ήχοι μορφοποιημένοι σε λέξεις, αισθήσεις και βιαιότητες από την απομόνωση, μια απομόνωση που είχε τις ρίζες της στην αθλιότητα του κόσμου, την ευτέλεια, το απαράδεκτο. Δεν μ' ενδιέφερε τίποτα. Είχα μόνο σφυριά που ήθελαν να χτυπήσουν, κόψεις που ζητούσαν να αφαιρέσουν, ευαισθησίες που βαστούσαν μόνο τη νύχτα. Όσο περισσότερο έγραφα τόσο πιο ξεκάθαρο ήταν ότι δεν γράφω τίποτα. Δεν υπάρχει ιστορία, δεν υπάρχει η επόμενη σελίδα. Τίποτα. Κι αφέθηκα εντελώς. Έτσι, κάθε νύχτα -μόνο τότε μπορούσα να γράψω- καθόμουν στη μαξιλάρα στο σπίτι της Ιασονίδου και περνούσε ώρα, και περνούσαν ώρες μέχρι να αδειάσω, να σταθώ κενός μπροστά σε μια άβυσσο που συντάραζε κάθε μέσα θέαση. Η σκόνη της καθημερινότητας επικάθεται στα αντικείμενα της καθημερινότητας όπως και στις σκέψεις μας. Εκεί όμως δεν υπήρχε σκέψη αλλά θέαση μιας αγριότητας που την ίδια στιγμή είναι και μοναδικής ομορφιάς, πληρότητας ενός κόσμου του οποίου τις σάρκες αποσπούσα θαρρείς με τα δόντια μου, και προσπαθούσα να γειτνιάσω τις υφές τούτες ενδύοντας με το σώμα των λέξεων. Άρχισαν να εμφανίζονται πρόσωπα, ίχνη ζωών που ζούνε μια δική τους ανεξάρτητη ζωή. Τέσσερεις ενότητες κειμένων ήταν παρούσες. Κατά ένα περίεργο τρόπο άρχιζαν να σχηματίζουν ένα παζλ -κάτι υπήρχε, μια εικόνα που δεν μπορούσα να δω καθαρά. Όσο προχωρούσα ακολουθώντας αυτή τη συγκεκριμένη διαδικασία προσέγγισης, οικείωσης, καταγραφής, τόσο οι χαρακτήρες μιλούσαν για τις ζωές τους. Μιλούσαν ακατάπαυστα. Συνδέονταν, επίπεδα το ένα πάνω στο άλλο. Τέσσερα κεφάλαια. Μία ιστορία. Οι χαρακτήρες έγιναν όργανα που ανέπνεαν κάτω από την επιδερμίδα μου.
Όταν δύο χρόνια αργότερα, ξαναβρήκα την επαφή με τον κόσμο εκείνον που αποτέλεσε το πρώτο μου μυθιστόρημα, δυο-τρεις νύχτες ήταν αρκετές για την ολοκλήρωσή του -για το τέλος του τρίτου και τέταρτου κεφαλαίου. Τέλος. Έπειτα ξεκίνησε ο δρόμος απογαλακτισμού του, η ενηλικίωσή του και η ζωή του μακριά από τον δημιουργό του. Αυτή η περίοδος μέχρι και την έκδοσή του ήταν η πιο σκληρή. Ήμουν έτοιμος να παραιτηθώ από κάθε προσπάθεια. Μου ήταν αδύνατο να γίνω μάνατζερ του εαυτού μου. Να χτυπάω πόρτες, να παρακαλάω, να υπάρχω κατά έναν τρόπο που δε μου πηγαίνει, ένας ρόλος που δύσκολα παίζεται από μένα -πέραν του να γράφω δε θέλω κάτι άλλο. Ωστόσο έστειλα μερικά αντίτυπα, έκανα αυτές τις λιγοστές κινήσεις, έλαβα αρνήσεις. Είπα, δεν αξίζει -αλλά μάλλον δεν το εννοούσα, έστειλα το τελευταίο αντίτυπο που θα έστελνα μιας και το είχα αποφασίσει πως δεν αξίζει, όχι, ο χώρος του βιβλίου είναι κι αυτός σάπιος, το ταχυδρόμησα σε έναν σπουδαίο άνθρωπο που αξίζει, και έφυγα από την Ελλάδα. Μόλις γύρισα μου τηλεφώνησε -σύμπτωση. Μου ζήτησε αν θα του επέτρεπα να το προωθήσει. Και φυσικά! Το προώθησε, και από ό,τι υποψιάζομαι ο ρόλος του υπήρξε καταλυτικός στην έκδοση. Τον ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου. Πήρα δύναμη και αποφάσισα να το κυνηγήσω, να παλέψω γι' αυτό που δεν είναι απλώς δουλειά ή χόμπι μου, βίτσιο, ή φιλοδοξία. Είναι αναγκαιότητα. Όπως ο αέρας, το νερό, το σεξ -είναι η πιο βαθιά μου έκφραση. Γράφω εδώ στο blog αναζητώντας ανθρώπους με πάθος γι' αυτό που κάνουν. Να που βάζω την ελπίδα από το παράθυρο. Διαφορετικά ποιος ξέρει, ίσως να παρέμενα στην Κολομβία.
Εκείνοι, οι χαρακτήρες του βιβλίου, συνεχίζουν κάπου κει έξω να ζουν τη δική τους ζωή. Ποιός ξέρει…
γ. γεωργίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου