Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Λαζαράτος: Τέχνη και φιλοσοφία προτάσουν την αυτονομία






2012-05

Λαζαράτος: Τέχνη και φιλοσοφία

Γιάννης Λαζαράτος: Τέχνη, φιλοσοφία, αυτονομία. Η απελευθερωτική αποδοχή της θνητότητας. Αθήνα: Παπαζήσης 2011, 319 σ., 19 €.


Κρίνει η Γιώτα Τεμπρίδου (Υπ. Δρ Φιλοσοφίας)
f.tempris@yahoo.gr
Η τέχνη και η φιλοσοφία προσφέρουν δυνατότητες απόδρασης από την εξωτερική πραγματικότητα, διανοίγοντας τον δρόμο προς ένα “αλλού”: παρέχοντας ένα καταφύγιο μέσω της δημιουργικότητας ή του στοχασμού. Τέχνη και φιλοσοφία αντιμετωπίζονται ενίοτε ως δύο συναφείς στάσεις ζωής. Ο Γιάννης Λαζαράτος στο τελευταίο βιβλίο του προτείνει να τις συσχετίσουμε διαμέσου μιας συγκεκριμένης έννοιας, διατεινόμενος ότι πρόκειται για δύο εκδηλώσεις του προτάγματος τηςαυτονομίας (σ. 61).


Τη σύντομη Εισαγωγή (σ. 11-16) ακολουθούν πενήντα περίπου σελίδες «ανθρωπολογικών σημειώσεων» (σ. 17-62), τις οποίες ο αναγνώστης καλείται να έχει κατά νου ακολουθώντας την πορεία που προτείνει ο συγγραφέας από μια φιλοσοφική ανθρωπολογία προς μια «οντολογία της επικαιρότητας». Για να οδηγηθεί εκεί, ο Λαζαράτος επικαλείται την αυτονομία – την οποία εντοπίζει στη φιλοσοφία και στην τέχνη. Αυτές οι τρεις έννοιες αντιστοιχούν στις τρεις κεντρικές ενότητες του βιβλίου («Φιλοσοφία», «Τέχνη», «Αυτονομία»). Η συνύπαρξή τους συγκροτεί την οντολογία της επικαιρότητας, που είναι το αντικείμενο της πέμπτης ενότητας. Με άλλα λόγια, ο τίτλος είναι περιγραφικός και εξηγητικός. Ο δε υπότιτλος παραπέμπει, πρωτίστως, στο περιεχόμενο της πέμπτης ενότητας. Η δομή του βιβλίου, που κλείνει με ένα «Υστερόγραφο» (σ. 281-98) εν είδει επιλόγου και μια αρκετά πλούσια (και βοηθητική για τους ιταλομαθείς) [1] βιβλιογραφία, είναι λειτουργική.
Στο πλαίσιο των, όντως επεξηγηματικών, «σημειώσεών» του, που μπορούν κατά περίσταση (και εξ ορισμού) να θεωρηθούν επιγραμματικές αλλά είναι διατυπωμένες με τη δέουσα σαφήνεια, ο Λαζαράτος διεξέρχεται ορισμένα φιλοσοφικά (οντολογικά) ζητήματα κινούμενος προς μια οντολογία της επικαιρότητας. Αφετηρία του είναι οι εξής διατυπώσεις-διαπιστώσεις: είμαστε ερριμμένοι «στο οντολογικό στρώμα της φυσικής πραγματικότητας», «στην έμβια φύση», «στην υπερβασιακή μας διάσταση ως ατομικών υποκειμένων», «στο οντολογικό στρώμα του κοινωνικού» (σ. 19, 19, 27 και 48, αντίστοιχα). Προκειμένου να προβεί σε μια συζήτηση που αφορά την εποχή μας, εστιάζει αρχικά σε αυτό το ίδιο το «μας». Συνδιαλέγεται με τον Χάιντεγκερ και, κυρίως, με τον Καστοριάδη και επιχειρεί να περιγράψει την ανθρώπινη φύση. Στη συνέχεια εξετάζει ορισμένες δραστηριότητες της φιλοσοφίας και της τέχνης, διερευνώντας πιθανότητες της ανθρώπινης αυτονόμησης. Καταλήγει ότι αυτές καθαυτές η τέχνη και η φιλοσοφία είναι (οι) δύο δυνατότητες αυτονόμησής μας.
Ως προς τις «ανθρωπολογικές σημειώσεις», και επειδή ο Λαζαράτος αναφέρεται συχνά στον προσεκτικό αναγνώστη, σαν να τον αναζητά, ίσως πρέπει να επισημάνουμε ότι μέρος των σημειώσεων αυτών είναι πιθανό να έχει ήδη αναγνωσθεί. Ο συγγραφέας είναι ιδιαίτερα επιμελής στο να δηλώνει τις οφειλές, τις πηγές, ακόμα και τις επιρροές του. Φαίνεται, παρόλα αυτά, πως κάποιες φορές ο Λαζαράτος δανείζεται υλικό από τον ίδιο τον Λαζαράτο, έργο του οποίου είναι και το Τέχνη και πολυσημία. Σημεία των δύο βιβλίων δεν είναι απλώς παρεμφερή, είναι ίδια. Δείγματος χάριν [2]:

Τέχνη, φιλοσοφία, αυτονομία
Τέχνη και πολυσημία
«Η δεύτερη ειδικότητα του ψυχικού κόσμου, σε αντιδιαστολή με την προηγούμενη (που από κοινού συγκροτούν την ειδικότητα του ψυχικού εν γένει, το στρώμα-ψυχή), αφορά όχι στην εγκάρσια ή οριζόντια, αλλά στην κάθετη διάστασή του· στη δική του περαιτέρω στιβάδωση ως στρώματος· στη στρωματική του συγκρότηση [σημ. 46: Καθώς δεν είναι μόνο το ανθρώπινο ον ως τέτοιο στρωματικό, αλλά και η υπό συζήτηση ιδιαίτερη στιβάδα του ψυχικού]. Ανεξαρτήτως δε του ποια ακριβώς είναι αυτή η στιβάδωση, εάν είναι π.χ. εκείνη του Freud (με τις δύο τοπικές του), ή της M. Klein, ή της P. Aulagnier, ή η προτεινόμενη από τον Κ. Καστοριάδη, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι η ψυχή είναι στρωματοποιημένη· ότι υπάρχει ψυχική διαστρωμάτωση, και ότι ο κόσμος του ψυχικού χαρακτηρίζεται απόπολλαπλότητα “αρχών”, η οποία υπερβαίνει κάθε λειτουργική τους εκδίπλωση που θα ανταποκρινόταν σε μια καλύτερη διαίρεση της εργασίας.» (σ. 37)
«Η δεύτερη ειδικότητα του ψυχικού κόσμου (που μαζί με την πρώτη, την εγκάρσια ή οριζόντια, συγκροτούν την ειδικότητα του ψυχικού εν γένει) αφορά στην κάθετηδιάστασή του, στη στρωματική συγκρότησή του. Στη στιβάδωσή του. Δεν είναι μόνο το ανθρώπινο ον-εν γένει στιβαδωμένο, αλλά και το επιμέρους στρώμα του ψυχικού (η ψυχή). Το ποια ακριβώς είναι αυτή η στιβάδωση, αυτή που περιγράφει ο x θεωρητικός ή εκείνη που περιγράφει ο άλλος, δεν έχει εδώ ιδιαίτερη σημασία. Είτε έχουμε να κάνουμε με την προτεινόμενη από τον ίδιο τον Freud διαστρωμάτωση με τις, πρώτη και δεύτερη, τοπικές του, είτε μ’ εκείνη της M. Klein ή της P. Aulagnier ή αυτή του ίδιου του Καστοριάδη, αυτό που εδώ ενδιαφέρει είναι ότι ο κόσμος της ψυχής χαρακτηρίζεται από πολλαπλότητα “αρχών” η οποία είναι πέρα από κάθε λειτουργικού τύπου εκδίπλωση που θα αποσκοπούσε σε μια καλύτερη διαίρεση της εργασίας.» (σ. 364-5)

Η δεύτερη ενότητα (σ. 63-108) αφορά τη φιλοσοφία. Ο Λαζαράτος θέτει δεκαέξι σημεία ως αρχές της φιλοσοφίας [3] και επιχειρεί να τα σχολιάσει-αναλύσει, αφιερώνοντάς τους από δύο σειρές έως τρεις σελίδες. Κεντρικό ερώτημα είναι το «Τι είναι φιλοσοφία;». Μέσα από τις πολλαπλές απαντήσεις του (π.χ. μια μορφή κοινωνικής συνείδησης, ένας συγκεκριμένος τρόπος του ερωτάν, μια κοσμοθεωρία, λόγος, αμφισβήτηση, σχέση), ο συγγραφέας επιχειρεί να κατατοπίσει κάθε αναγνώστη (ειδικό ή μη) σχετικά με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη φιλοσοφία, έτσι ώστε όταν φτάσει στην τελευταία ενότητα και μιλήσει για αυτήν σε συνάρτηση με την τέχνη και την αυτονομία να είναι άμεσα κατανοητός. Με την ίδια λογική λειτουργούν και οι δύο επόμενες ενότητες: προετοιμάζοντάς μας για τη (συνδυαστική) πέμπτη. Λειτουργούν φυσικά και αυτόνομα, αλλά αποτελούν, όπως θα επιχειρήσουμε να δείξουμε, τον (μακρύ ίσως) δρόμο για την οντολογία της επικαιρότητας που προτείνει ο Λαζαράτος.
Στην τρίτη ενότητα (σ. 109-96), ο συγγραφέας θέτει το ερώτημα «τι είναι τέχνη;», του αφιερώνει λίγες –πλην όμως περιεκτικές– σελίδες και περνάει κατόπιν από το «τι;» στο «πώς;»: Πώς λειτουργεί η σφαίρα της τέχνης; Πώς το αισθητικό καθίσταται καλλιτεχνικό; Ο Λαζαράτος δεν αργεί να εστιάσει στη σύγχρονη τέχνη. Γράφει για την Αισθητική και την ποιητική [4] (σ. 112-3), για την αισθητικότητα και την καλλιτεχνικότητα (σ. 116-7) και, μαζί με τους Banfi, Anceschi και, κυρίως, τον Nanni, περνά στο ζήτημα (του παραδόξου) της πολυσημίας της τέχνης: Το καλλιτεχνικό έργο αποτελεί ένα σημείο, αλλά δεν είναι αυστηρά προσδιορίσιμο, καθώς επιδέχεται πολλαπλές ελεύθερες κριτικές ερμηνείες (σ. 125-6). Ενώ ο Λαζαράτος καταλήγει σε μια απόπειρα περιγραφής της «σύγχρονης συλλογικής ποιητικής» (σ. 170), ο αναγνώστης ενδέχεται να αναρωτηθεί προς τι αυτή η λεπτομερέστατη ανάπτυξη της πολυσημίας (σ. 126-96). Το ερώτημα αν αυτή η ανάπτυξη είναι απαραίτητη για την ομαλή εκτύλιξη των εδώ ιδεών του συγγραφέα παραμένει ανοικτό. Τα σχετικά με την πολυσημία, πάντως, έχουν ξαναειπωθεί [5].
Επόμενο ζήτημα, η αυτονομία (σ. 197-231). Τι σημαίνει ατομική και κοινωνική αυτονομία; Ο συγγραφέας στοχάζεται πάνω στο ερώτημα, σχολιάζοντας παράλληλα όρους όπως η ετερονομία, η πολιτική και το πολιτικό, η εξουσία και η δημοκρατία. Αυτονομία, προϋπόθεση της οποίας είναι η ισότητα, σημαίνει ατομική και κοινωνική ελευθερία (σ. 75-6). Ισοδυναμεί «με ένα είδος πολιτισμού όπου το κοινωνικό σύνολο αυτοπροσδιορίζεται» (σ. 204) και συνυπάρχει με τις δύο περιοχές που προαναφέραμε κάτω από τη σκιά του όρου «οντολογία της επικαιρότητας», που ο Λαζαράτος αντλεί από τους Vattimo και Foucault (σ. 233). Με αυτόν αναφέρεται «σε κάθε “παρόν”, σε κάθε εποχή και επικαιρότητα» (σ. 237), εστιάζοντας όμως, ως επί το πλείστον, στο τώρα. Θεωρεί, διόλου εσφαλμένα ή αυθαίρετα, ότι η κρίση των ημερών μας, που δεν είναι μόνο οικονομική αλλά επεκτείνεται σε πολλούς τομείς του κοινωνικού, τείνει να καταρρίψει το πρόταγμα της αυτονομίας. Σε πείσμα μιας δυνητικής κραυγής του τύπου «ουαί τοις ηττημένοις», γιατί περί ηττημένων ο λόγος (σ. 245), ο Λαζαράτος διατείνεται ότι η ιστορία, αυτό το «απροσδιόριστο», «δεν έχει τελειώσει» (σ. 245), ότι υπάρχουν ψήγματα αυτονομίας ενσωματωμένα στην κοινωνία μας. Τα εντοπίζει κυρίως στην τέχνη και τη φιλοσοφία· και είναι ακριβώς αυτές οι δύο «μορφές ζωής» [6] που προτείνει.
Από τη μία, ανήκει στη φύση της φιλοσοφίας να εγείρει αμφισβήτηση, η αποδοχή της οποίας από μέρους μας σημαίνει “ετοιμότητα” για έναν δικό μας θάνατο, πράγμα που συνεπάγεται τη συμφιλίωσή μας με το γεγονός της θνητότητάς μας (σ. 257). Έτσι, η ιδέα του θανάτου και η αποδοχή της θνητότητας αποτελούν βασικές φιλοσοφικές παραδοχές. Η τέχνη, από την άλλη (από την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, θα λέγαμε), με την απεριόριστη ερμηνευτική ελευθερία που προσφέρει, προϋποθέτει σαφώς την αποδοχή της θνητότητας (της ερμηνείας) μας: Το έργο τέχνης δεν έχει μία μόνο αλήθεια, δεν εξηγείται με έναν και μοναδικό τρόπο· το έργο τέχνης είναι ανοικτό. Το γεγονός ότι δεν έχουμε τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τη (μία) αλήθεια του και ότι η προσωπική μας ερμηνεία δεν μπορεί παρά να καταρριφθεί, επιβεβαιώνει απλώς το θνητό της φύσης μας (και) εντός του πεδίου της τέχνης (σ. 276-7).
Η τέχνη και η φιλοσοφία αποτελούν, λοιπόν, δύο αυτόνομα και απολύτως συγγενή από άποψη νοήματος (σ. 246) κοινωνικά πεδία. Πρόκειται για δύο «όψεις και στιγμές του διαφορετικού» (σ. 247), δύο διεξόδους σε έναν άλλο κόσμο, σε μια πραγματικότητα διαφορετικής τάξης, αυτόνομης πάντως (σ. 281-2). Σε μια τέτοια κοινωνία, η εξουσία τίθεται στο ενδιάμεσο και όλοι έχουμε ίση πρόσβαση σε αυτήν (σ. 207-9). Επιθυμώντας προφανώς να είναι κατά το δυνατόν σχηματικός, ο Λαζαράτος προτείνει να αποδώσουμε τη δημοκρατία ως έναν κύκλο, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται η εξουσία και στην περιφέρεια εμείς, οι πολίτες (σ. 74, 259). Με τρόπο ανάλογο επιχειρεί να παρουσιάσει δύο ακόμα κύκλους, της φιλοσοφίας και της τέχνης. Στο κέντρο του πρώτου τίθεται η αλήθεια· στην περιφέρειά του, οι εκάστοτε φιλοσοφικές αφετηρίες προσέγγισης θεωρητικών ζητημάτων (σ. 259-60). Στον δεύτερο, έχουμε το έργο τέχνης στο κέντρο και γύρω από αυτό τις ελεύθερες ερμηνείες (του) (σ. 278). Ειπωμένο αλλιώς: Ο συγγραφέας θεωρεί ότι το γνώρισμα της ισότητας που εξ ορισμού χαρακτηρίζει τη δημοκρατία είναι ίδιον τόσο της φιλοσοφίας όσο και της τέχνης και προσπαθεί να δείξει την ισότητα και τελικά την αυτονομία που σημαίνουν οι τρεις αυτές περιοχές, με βάση τρία σχήματα κύκλου.
Είναι όμως τα σχήματα αυτά ανάλογα; Ας πάρουμε, δείγματος χάριν, τα κέντρα τους: εξουσία, αλήθεια, έργο τέχνης. Ο Λαζαράτος πρεσβεύει ότι όλοι είμαστε ίσοι στη φιλοσοφία και στην τέχνη, ακριβώς όπως στη δημοκρατία. Στα προτεινόμενα σχήματα, η αναλογία των περιφερειών είναι, νομίζουμε, σαφής· πολίτες είμαστε όλοι μας, οι φιλοσοφικές αφετηρίες μπορούν να είναι τόσες όσοι και εμείς, ενώ για τις ερμηνείες ενός έργου τέχνης δεν μπορεί παρά να ισχύει το ίδιο. Είναι, όμως, η εξουσία για τη δημοκρατία ό,τι είναι η αλήθεια για τη φιλοσοφία και, κυρίως, το έργο τέχνης για την τέχνη; Και αν θεωρήσουμε ότι η εξουσία είναι υπόθεση όλων σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα και ότι δικαιούμαστε όλοι την αλήθεια, μας αντιστοιχεί και από ένα ίσο μερίδιο του έργου τέχνης; Νομιμοποιούμαστε να μεταβούμε από το όλο (αλήθεια) στο επιμέρους (έργο τέχνης); Αν, έστω, η αλήθεια είναι το ζητούμενο, το τέλος της φιλοσοφίας, αποτελεί η εξουσία τον σκοπό της δημοκρατίας ή αυτός είναι η ισότητα, που εν προκειμένω αποτελεί την ακτίνα και όχι το κέντρο του κύκλου; [7]
Το βιβλίο είναι ενδιαφέρον, με μια δομή ιδιαίτερα βοηθητική για τον αναγνώστη. Η πιο δυνατή του ενότητα είναι ίσως η τελευταία – η πλέον πρωτότυπη και συνδυαστική, παραδόξως όχι η πιο εκτενής ή αναλυτική. Ενώ η δεύτερη επιχειρεί να ορίσει (έστω ενδεικτικά) τη φιλοσοφία, η τρίτη έχει ως άξονα την τέχνη και την πολυσημία και παραπέμπει σε προηγούμενο πόνημα του συγγραφέα, και η τέταρτη θεματοποιεί την αυτονομία (με επίδραση από τον Καστοριάδη), η πέμπτη ενότητα, στην οποία κατά βάση εντοπίζεται η φιλοσοφική συμβολή του Λαζαράτου, αποτελεί ένα αξιόλογο δοκίμιο που προσφέρει στον αναγνώστη μια παράλληλη προσέγγιση των τριών εννοιών – όχι μέσα από ένα ιστορικό βλέμμα, αλλά με άξονα την κρίσιμη επικαιρότητα. Κι όμως: Ο λόγος είναι για λιγότερες από πενήντα σελίδες σε ένα σύνολο που υπερβαίνει τις τριακόσιες· ό,τι προηγείται είναι μια αξιοπρόσεκτα εκτενής εισαγωγή, ή μήπως το κέντρο βάρους πρέπει, στην πραγματικότητα, να αναζητηθεί αλλού, και πάντως έξω από την πέμπτη ενότητα;
Ο τίτλος αποδίδει το περιεχόμενο του βιβλίου και οι τιθέμενοι στόχοι στην πλειονότητά τους επιτυγχάνονται. Ο συγγραφέας επιχειρηματολογεί, συνήθως επαρκώς, υπέρ των ισχυρισμών του και οι μεταβάσεις από τις προκείμενες στο εκάστοτε συμπέρασμα είναι, κατά βάση, ομαλές. Η ανάπτυξη που επιχειρείται όμως δεν είναι ισομερής. Εμφανώς εκτενέστερη, αλλά για λόγο που δεν είναι ευκρινής, είναι η τρίτη ενότητα· σ’ αυτήν ξενίζει μάλιστα η αποφυγή αναφοράς σε καλλιτέχνες ή έργα τέχνης. Ο λόγος του συγγραφέα είναι σαφής. Ο αναγνώστης εντοπίζει ορισμένες ενδιαφέρουσες διατυπώσεις και ερμηνείες (η φιλοσοφία «δεν είναι “η”, αλλά “οι”», το έργο τέχνης είναι ένα «σημασιολογικό ηφαίστειο» [σ. 77, 125, αντίστοιχα]). Οι ατυχείς στιγμές των, αποσιωπημένων μάλιστα, δανείων και επαναλήψεων, νομίζουμε πως δεν εξυπηρετούν κάποιον σκοπό του βιβλίου ή του συγγραφέα, ο οποίος μάλιστα δεν στερείται καθόλου ιδεών και τρόπων γραφής – κάθε άλλο. Στο Τέχνη και πολυσημία τέθηκε το ερώτημα «τι είναι τέχνη;» (σ. 472) ως μελλοντικό αντικείμενο συζήτησης. Στο παρόν βιβλίο ο Λαζαράτος προοιωνίζει μια επόμενη συγγραφική του απόπειρα, που θα αφορά τη σχέση οικονομικού και πολιτικού στοιχείου (σ. 213, σημ. 293). Το περιμένουμε· ως ένα εξ ολοκλήρου καινό, αυτόνομο εγχείρημα [8].

Σημειώσεις:
[1] Ο μη ιταλομαθής αναγνώστης που θα ήθελε να συμβουλευθεί τη βιβλιογραφία του Λαζαράτου ενδέχεται να δυσκολευθεί. Ο συγγραφέας, παρόλο που γράφει στα ελληνικά και απευθύνεται προφανώς σε ένα κοινό που διαβάζει αυτήν (και ίσως μόνο αυτή) τη γλώσσα, συντάσσει μια βιβλιογραφία που στη συντριπτική της πλειονότητα αποτελείται από ιταλικούς τίτλους. Το σχόλιο δεν αφορά ασφαλώς βιβλία γραμμένα στα ιταλικά, αλλά ιταλικά μεταφράσματα – ειδικά σε περιπτώσεις που τα έργα έχουν αποδοθεί και στα ελληνικά. Μία μόνο φορά ο Λαζαράτος σημειώνει δίπλα στην ιταλική και την ελληνική έκδοση ενός έργου (πρόκειται για το Sein und Zeit). Αυτή είναι μάλιστα και η μοναδική φορά που επισημαίνει το όνομα του μεταφραστή. Ενδεικτικά, τα έργα των Adorno, Barthes, Kant, Popper και Rousseau, για μη προφανή λόγο, καταγράφονται αποκλειστικά στα ιταλικά.
[2] Για να μην επιμείνουμε, βλ., ενδεικτικά, και τις σελίδες 19-27, 34, 41-2, 59-60 συγκριτικά με τις 352-8, 362-3, 368-9 και 377-8 του Τέχνη και πολυσημία. “Συζητώντας” με τον Lucciano Nanni (Αθήνα: Παπαζήσης 2004). Πρέπει να σημειωθεί πως ο Λαζαράτος παραπέμπει τρεις φορές στο Τέχνη και πολυσημία (σ. 48, σημ. 72, σ. 90, σημ. 144 και σ. 126, σημ. 200). Εδώ δεν αναφερόμαστε σε σελίδες στις οποίες ο ίδιος παραπέμπει.
[3] Στο βιβλίο τα αριθμημένα σημεία είναι δεκαοκτώ: Προς το τέλος της ενότητας, συνεχίζοντας την αρίθμησή του, ο Λαζαράτος αναλύει την «επιστημονική» (σ. 78-99) και τη μεταφυσική φιλοσοφία (σ. 99-102), δίνοντας πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα στην πρώτη.
[4] Γιατί όχι Ποιητική; Η διάκριση στην οποία υπεισέρχεται έχει ως εξής: Άλλο είναι οι καλλιτέχνες και οι παραλήπτες του καλλιτεχνικού μηνύματος και άλλο εκείνοι που (όντας βέβαια και αυτοί απαραίτητα παραλήπτες ενός καλλιτεχνικού μηνύματος, διευκρινίζουμε) θεματοποιούν την τέχνη ανήκοντας στην περιοχή της καθαρής θεωρίας, στην «επιστημονική» φιλοσοφία. Οι πρώτοι είναι οι συντελεστές της πραγματικής ζωής της τέχνης, κατά τον Λαζαράτο, και εκφράζουν μια ποιητική, ενώ οι δεύτεροι δίχως να έχουν καλλιτεχνική προθετικότητα, ενδιαφέρονται για την κοινωνική σφαίρα της τέχνης: κάνουν Αισθητική.
[5] Ο αναγνώστης μπορεί να αντιπαραβάλει τον αναλυτικό πίνακα περιεχομένων του Τέχνη και πολυσημία (που προσφέρεται) με εκείνον του Τέχνη, φιλοσοφία, αυτονομία (δεν προσφέρεται, αλλά δεν έχουμε παρά να προσέξουμε τη δομή των σελίδων 109-96 σε σχέση με τις 227-341 του πρώτου). Οι περισσότερες επιγραφές είναι πανομοιότυπες και το περιεχόμενο των σελίδων είναι ίδιο. Κατά περίσταση, διαφοροποιείται η διατύπωση ή προσθαφαιρούνται στοιχεία. Ενδεικτικά, βλ. σ. 228-65 τουΤέχνη και πολυσημία παράλληλα με σ. 129-69 του Τέχνη, φιλοσοφία, αυτονομία.
[6] Χαρακτηριστικά: «Θα τις διαυγάσουμε ως διανοίξεις πολιτισμικών οριζόντων, τρόπων σημασιοδότησης του πραγματικού, του είναι· ως μορφές ζωής» (σ. 15).
[7] Αυτά εν συντομία περί της αναλογίας των τριών κύκλων με αφορμή και το σχόλιο της σ. 74, σύμφωνα με το οποίο δημοκρατία και φιλοσοφία είναι απολύτως συμμετρικές.
[8] Ευχαριστώ πολύ τους ανώνυμους κριτές των Κριτικών για τις καίριες παρατηρήσεις τους.


Δημοσιεύθηκε: 20.3.2012
Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία:
Τεμπρίδου, Γ.: (Βιβλιοκρισία του:) Γιάννης Λαζαράτος: Τέχνη, φιλοσοφία, αυτονομία. Η απελευθερωτική αποδοχή της θνητότητας (Αθήνα: Παπαζήσης 2011). Κριτικά 2012-05, <http://www.philosophica.gr/critica/2012-05.html>.





ISSN 1791-776X

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου