Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Οι περιπέτειες ενός λουλουδιού της ερήμου. Αθήνα του 21ου αιώνα, μια πόλη σε «κατάσταση εξέγερσης» Tης Κατερίνας Νασιώκα


Πηγή RATNET
I. H κρίση ως κριτική της θεωρίας

Μέσα στην καπιταλιστική έρημο είμαστε προφανώς ένα τίποτα. Όχι μόνο επειδή ζούμε σε ένα σύστημα σχέσεων και πρακτικών που όταν δεν μας σκοτώνει, μας μετατρέπει σε ανθρώπινη σκιά, αλλά και επειδή όπως λέει ο W. Benjamin στην έκτη από τις Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας «αυτός ο εχθρός δεν έχει πάψει να νικά» (Löwy 2004: 83). Ωστόσο, εξίσου προφανώς, είμαστε ένα τίποτα που μπορεί να ανθίσει ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, όπως ένα λουλούδι στην έρημο. Η δυνατότητα της ύπαρξής του, όπως ακριβώς και η δυνατότητα της έλευσης της επαναστατικής άνοιξης, είναι τόσο αμφίβολη, εύθραυστη και διαρκώς απροσδόκητη όπως η στιγμή της ζωτικής ανάσας.

Η νεανική εξέγερση του 2008 στην Ελλάδα, μια βαθιά ανάσα φρέσκου αέρα, αποτελεί κατά τη γνώμη μου το αφετηριακό σημείο κατανόησης της μορφής που λαμβάνει η σημερινή κρίση του κεφαλαίου στην Ελλάδα ως διαλεκτική διαδικασία της ταξικής πάλης μέσα στο ειδικό ιστορικό πλαίσιο της νέας πειθαρχίας που προσπαθεί να επιβάλλει η καπιταλιστική σχέση στην προσπάθεια της να αναδιαρθρώσει τις μορφές παραγωγής: την πειθαρχία του χρήματος. Και σαν τέτοια, όπως πολλές αντίστοιχες εξεγερτικές εμπειρίες, παράγει η ίδια θεωρία, κυρίως όμως παράγει κριτική της θεωρίας.
Η 6η του Δεκέμβρη του 2008 αποτέλεσε για την Ελλάδα μια κρίσιμη ρωγμή στo επιφανειακά ποικίλο, γεμάτο πολλαπλές χωρικότητες του φαντασιακού, αλλά λείο και ομογενοποιημένο στο βάθος καπιταλιστικό βιότοπο, που προεικόνισε το εμβάθυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού και ανέσυρε στο αντιφατικό υλικό του αστικού εδάφους τη δυνατότητα της εξέγερσης, ο θάνατος της οποίας είχε προαναγγελθεί από καιρό. Η δυνατότητα αυτή όρισε και ορίζει με ποικίλους τρόπους την κρίση στην Ελλάδα, όχι ως κρίση οικονομική που μπορεί να επιλυθεί με οικονομικές «συνταγές» μέτρων λιτότητας ούτε ως πολιτειακή αλλά ως κρίση που δηλώνει ακριβώς την απόφαση της στιγμής της πάλης (1), της στιγμής της αλήθειας, της μορφής του όχι, του ¡ya basta! των από κάτω, την απόφαση του αγώνα ενάντια αλλά και πέρα από το σύστημα, δηλαδή το κατώφλι ενός δρόμου με τον οποίο η καρδιά βγαίνει στον κόσμο ή έναν τρόπο με τον οποίο μπορεί να ακουστεί και η πιο μακρινή λέξη, όπως περίπου ορίζουν οι ζαπατίστας το σύμβολο των caracoles (σαλιγκάρι).
Η Ελλάδα αποτελεί μια ιδιαίτερη ιστορικά περίπτωση σε σχέση με την διάρθρωση της κεφαλαιακής σχέσης και τους συνυφασμένους με αυτήν κοινωνικούς αγώνες, όπως και κάθε κοινωνικός μετασχηματισμός. Δύο από τα βασικά ιστορικά σημεία για την κατανόηση των ταξικών αγώνων στην Ελλάδα είναι: α) ο (ταξικός) εμφύλιος πόλεμος (1944-1949), β) η δικτατορία των συνταγματαρχών και η εξέγερση του Πολυτεχνείου (1973). Τη λήξη του εμφυλίου πολέμου που βρήκε νικημένη την αριστερά ακολούθησε μια μακρά περίοδο ψευδούς κοινωνικής συμφιλίωσης που μετέθεσε το ταξικό στο εθνικό και ουσιαστικά αποσιώπησε τον ταξικό αγώνα φορώντας του τον μανδύα του «εθνικοαπελευθερωτικού» κινήματος αντίστασης στη γερμανική κατοχή. Η κοινωνική αυτή διαδικασία άφησε μέχρι σήμερα μια ανοιχτή πληγή στο στήθος της αριστεράς αναδεικνύοντας το αδύναμο σημείο της είτε απώθησης του ταξικού είτε εγκλωβισμού του σε θεσμικό πλαίσιο κατάφασης της ηγεμονίας του κεφαλαίου –αδυναμία που εντοπίζεται σε κάποιο σημείο της διαδρομής ανάμεσα στην ενοχική αναζήτηση μιας θεσμικά νομιμοποιημένης πολιτειακής έκφρασης και στην εκπροσώπηση της πιο ριζοσπαστικής δυναμικής των από κάτω.(2)
Το τέλος της στρατιωτικής δικτατορία (1964), που έπεσε το 1973 από την αντίσταση φοιτητών, εργαζόμενων, άνεργων και νεολαίων, σηματοδότησε την έναρξη της «μεταπολίτευσης», δηλαδή της ιστορικής φάσης της νεότερης Ελλάδας, με επίκεντρο την εδραίωση της «αστικής δημοκρατίας» και των μαζικών αστικών κομμάτων (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ), τη νομιμοποίηση του αστικού κράτους και την ευρεία συμμετοχή του λαού σʼ αυτό. Η τελευταία περίοδος αυτής της ιστορικής φάσης ταυτίζεται επίσης με τη σαρωτική προέλαση του νεοφιλελευθερισμού που κορυφώνεται με τη μαζική συμμετοχή των Ελλήνων στο «φαντασιακό της αγοράς» μέσω της οικονομικής ενοποίησης με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 σηματοδοτεί τη λήξη της μεταπολιτευτικής περιόδου, την έναρξη απονομιμοποίησης του αστικού κράτους και την είσοδο στην «εποχή των ταραχών.(3)
Πιστεύω πως αυτό που έχει περισσότερο σημασία να δούμε ως αφετηρία σε σχέση με οποιαδήποτε θεωρητική ανάλυση της εμπειρίας των εξεγερμένων σε όλο τον κόσμο, των λαών σε αντίσταση, μέσα στη σχέση κεφάλαιο και την αντικειμενική παγκόσμια κίνησή του (και ειδικά την κρίση όπως εκδηλώνεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα), είναι η ίδια η ύπαρξή τους, η επιμονή τους να φυτρώνουν παντού και να παράγουν σκέψη και θεωρία· μια σκέψη ενίοτε πολύ πιο κριτική και αυτο-κριτική από οποιαδήποτε ακαδημαϊκή ανάλυση, μια θεωρία που αποκαλύπτει με τον καλύτερο τρόπο τις αντιφάσεις των αστικών θεωρητικοποιήσεων αλλά μας φέρνει επίσης συχνά αντιμέτωπους με το έλλειμμα φαντασίας των «μαρξισμών».
Από την οπτική της αστικής θεωρίας, που προϋποθέτει τον συνεχή διαχωρισμό ανάμεσα στο οικονομικό και το πολιτικό πεδίο ως δικλείδα αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος διασπώντας και αυτονομώντας έτσι τον κοινωνικό αγώνα σε οικονομικό (πάλη των τάξεων) και πολιτικό (πολιτικός αγώνας) και νομιμοποιώντας την ωμή βία στην οποία άπαξ στηρίζεται το κεφάλαιο –διαχωρισμός στον οποίο δυστυχώς επιμένει ένα κομμάτι της αριστεράς–, η κρίση εμφανίζεται με πολλές ψευδείς εκφάνσεις. Από τη μια πλευρά ερμηνεύεται ως δυσλειτουργία των διαμεσολαβήσεων (πολιτικό σύστημα), ως κρίση αντιπροσώπευσης, αποτυχία δηλαδή των αστικών θεσμών (στη συγκεκριμένη περίπτωση του σχεδίου ευρωπαϊκής ενοποίησης)· αποτυχία που αντικατοπτρίζει την αδυναμία συνάρθρωσης σε πολιτικό επίπεδο των οικονομικά αδύναμων περιφερειακών προαστίων της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής επικράτειας και υποταγής τους στην οικονομική επιβολή των κεντρικών χωρών-καπιταλιστών.
Από την άλλη πλευρά ερμηνεύεται στο επίπεδο της ηθικής του ατόμου, ως κέντρου μιας κατακερματισμένης σε μονάδες και χαλαρά αλλά εκτεταμένα δικτυωμένης «κοινωνικότητας» ή σε ένα ευρύτερο μόρφωμα αυτής της μορφής, του έθνους. Οι Έλληνες εμφανίζονται ως ο αδύναμος κρίκος της Ευρώπης, ένα έθνος που δανείζεται επί χρόνια για να επιβιώσει αλλά δεν δουλεύει αρκετά και που καλείται τώρα να πληρώσει τα λάθη του ή τα λάθη των διεφθαρμένων πολιτικών του (4).
Σε υλική βάση ωστόσο, η κρίση στην Ελλάδα έχει φτάσει να σημαίνει σήμερα την αποδιάρθρωση της παραγωγής και δη της γεωργικής, την υπερδιόγκωση του τομέα των υπηρεσιών, την πριμοδότηση της κατανάλωσης μέσω του δανεισμού, την καθήλωση των ρυθμών αύξησης των πραγματικών μισθών, την αδυναμία εξαγωγών. Η «τεχνητή» μεγέθυνση του ΑΕΠ που προβάλλουν τα στατιστικά στοιχεία όλων των μελετών σχετικά με την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης απεικονίζει απλώς τον «δανεισμό του οικονομικού παρελθόντος από το οικονομικό μέλλον» (Τομπάζος 2010), που, ουσιαστικά, οδηγεί σταδιακά στην αδυναμία πραγματοποίησης της αξίας (στο χρήμα και στη σφαίρα της κυκλοφορίας) και αναπαραγωγής των προηγούμενων μορφών του κεφαλαίου, όπως φαίνεται από τη γενικευμένη ανεργία, την ύφεση και τη φτώχεια η οποία αγγίζει πλέον τα όρια της πλειοψηφίας των Ελλήνων, μέσω των μέτρων λιτότητας που άρχισαν να επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από το έτος 2008 και έπειτα.
Έτσι, βάσει της συγκεκριμένης οπτικής, η κρίση μπορεί να επιλυθεί με επαχθή οικονομικά μέτρα, θυσίες από την πλευρά των πολιτών προκειμένου να σωθεί η χώρα, οι τράπεζες και το ισχύον οικονομικό σύστημα, αποδοχή των μνημονίων που προβλέπουν την ιδιωτικοποίηση όλων των κοινών και φυσικά συνέχιση του δανεισμού, των χρεών και της εξάρτησης. Ωστόσο, όταν και όπου αυτές οι επείγουσες λύσεις δεν αποδίδουν, δηλαδή όπου οι απλοί άνθρωποι αδυνατούν να κατανοήσουν πώς αυτή η μέθοδος ραγδαίας υποβάθμισης των όρων ζωής τους μπορεί να είναι προς το «κοινό καλό» και αρνούνται να υποταχθούν στην πλήρη απαξίωση της ζωής που επιφυλάσσει το κεφάλαιο, η οριστική λύση είναι η ωμή βία και ο διορισμός κυβερνητικών διαχειριστών που επιβάλλουν χωρίς διαπραγματεύσεις ή διάλογο τη νέα οικονομική και κοινωνική τάξη πραγμάτων.
Από την πλευρά της αστικής θεωρίας λοιπόν, όσο η κρίση εμφανίζεται ως λάθος που πρέπει να διορθωθεί, ως «ατύχημα» που δεν θα όφειλε να υπάρχει, άλλο τόσο και η αντίσταση και η πάλη των από κάτω εμφανίζεται ως παθογόνο κοινωνικό φαινόμενο, αρρώστια που πρέπει να θεραπευτεί με ριζικές επεμβάσεις από τα πάνω. Η διόρθωση των ατυχών αυτών λαθών μέσα στο πλαίσιο της δήθεν «ισότιμης» διαχείρισης της εγγενούς ανισότητας στην οποία βασίζεται το καπιταλιστικό μοντέλο κοινωνικής αλληλοσυσχέτισης (εκμετάλλευση και κυριαρχία μιας τάξης σε μια άλλη κοινωνική τάξη) μέσα από τη μορφή της σχέσης του κράτους με τους υποτιθέμενα ελεύθερους πολίτες-άτομα δεν αποδεικνύει τίποτε περισσότερο από τις ανεπίλυτες αντιφάσεις της κεφαλαιακής σχέσης (και της αστικής θεωρίας) η οποία πλέον φτάνει να εξαντλεί τα όρια εκμετάλλευσης της υλικής της δύναμης (άνθρωπος, περιβάλλον). Η συγκεκριμένη διαδικασία, οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας που αναπαράγεται και εξαπλώνεται καθημερινά, συνιστά κατά βάση την συνεχή ανανέωση της διαδικασίας φετιχοποίησης των κοινωνικών σχέσεων που τείνουν προς την ολοκληρωτική υπαγωγή τους στο χρήμα, την ετερονομία και τον ατομικισμό, η έκταση και η ένταση της οποίας αποτελεί και το σημείο κρίσης της.
Από την οπτική του μαρξισμού (ορθόδοξου και μη), η κρίση ερμηνεύεται δομικά ως κρίση ενός συστήματος που αδυνατεί να αναπαραχθεί κοινωνικά ή τουλάχιστον με τους όρους του παρελθόντος στο σύνολό του. Στην δεδομένη στιγμή αυτή η αδυναμία καθίσταται περισσότερο ορατή, όχι επειδή το καπιταλιστικό σύστημα έχει μεταβληθεί ποιοτικά, δηλαδή έχει γίνει περισσότερο άδικο (στη βάση της ταξικής κυριαρχίας) απʼ ό,τι ήταν στο παρελθόν, αλλά επειδή διενεργείται μια ποσοτική μετατόπιση καθώς, μετά τη διάρρηξη του καθεστώτος ευημερίας που εμπεδώθηκε στο δυτικό κόσμο –και πάντα σε βάρος όλου του υπόλοιπου κόσμου– μετά τον Βʼ Παγκόσμιο Πόλεμο, όλο και μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπων και όλο και μεγαλύτερος αριθμός χωρών μπορεί να βιώσει συνολικά την εγγενή αδικία και τη συνεχή επίθεση μέσα από την βίαιη και αιφνίδια περιθωριοποίησή τους από μια ειδική συστημική λογική στην οποία πριν θεωρούσαν ότι ήταν ενταγμένοι.
Η ένταξη αυτή, ωστόσο, πάντοτε ισοδυναμούσε με την απώθηση της συνείδησης (και από ένα μεγάλο κομμάτι της θεσμικής αριστεράς που συμμετείχε οργανικά στη συγκρότηση της συναίνεσης) ότι η δεδομένη συμμετοχή χτιζόταν διαρκώς στη βάση της συγκεκριμένης σχέσης εκμετάλλευσης και κυριαρχίας πάνω σε μια άλλοτε μικρότερη κι άλλοτε μεγαλύτερη μάζα εργατικής δύναμης. Εκεί έγκειται σε ένα βαθμό και το πρόβλημα της θεσμικής διεκδίκησης, μέσω των λεγόμενων παραδοσιακών (συστημικών) κοινωνικών αγώνων, μεγαλύτερης συμμετοχής (συνεργασίας) σε μια μορφή κοινωνικής αλληλοσυσχέτισης, την καπιταλιστική, (ορθόδοξος μαρξισμός) χωρίς την προϋπόθεση της καταστροφής της συγκεκριμένης βάσης ανισοτήτων, δηλαδή ανατροπής της μορφής των κοινωνικών σχέσεων στο σύνολό τους, γεγονός που πάντα συνιστούσε από την πλευρά της εργατικής τάξης αντίστοιχη συμμετοχή στην αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων στην ίδια βάση εκμετάλλευσης (άλλοτε λιγότερης και άλλοτε περισσότερης), δηλαδή αναπαραγωγή της ίδιας της εργατικής τάξης ως τάξης του κεφαλαίου και όχι ως τάξης ενάντια στο κεφάλαιο (ή πέρα από το κεφάλαιο) (5). Δανειζόμενη τη φράση του Μαρξ των Grundrisse (Μαρξ 1990: 180), με την οποία ασκούσε κριτική στους σοσιαλιστές «είναι ουτοπισμός να μην κατανοούμε την πραγματική διαφορά ανάμεσα στην πραγματική και την ιδεατή μορφή της αστικής κοινωνίας», επιδιώκοντας την τελευταία η οποία αποτελεί στην ουσία είδωλό της.
Για τους λιγότερους από εμάς ή για τους περισσότερους αλλά μακρινούς από εμάς (στις χώρες του λεγόμενους τρίτου κόσμου ή στα περιθώρια του πρώτου κόσμου) κοινωνικά περιθωριοποιημένους που θυσιάζονται κατά χιλιάδες στα θεμέλια του καπιταλιστικού οικοδομήματος, αυτή η σχέση υπήρξε πάντοτε κάτι περισσότερο από διαρκώς ανταγωνιστική· μια περίφραξη που καθόριζε τα όρια ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, όπου ένα εσωτερικό και ένα εξωτερικό αναπαρίσταναν υλικά την «αριστοποίηση της ζωής» από τη μια και την «κατασκευή του θανάτου» από την άλλη (6), μια μαύρη τρύπα ανθρώπινης ύλης που διαρκώς διογκώνεται πολλαπλασιάζοντας με γεωμετρική πρόοδο τους μη-τόπους, τα περάσματα προς το θάνατο, τις no manʼs land, τους ανθρώπινους σκουπιδότοπους.
Γιʼ αυτό μοιάζει ειρωνικό, αν όχι κυνικό, να τοποθετείται ο ορίζοντας κοινωνικής χειραφέτησης στο ίδιο κλειστό πεδίο ενός άνισου κόσμου με άξονα ένα μοντέλο κρατικής διαχείρισης των ανισοτήτων στις ίδιες παραγωγικές βάσεις, που απλώς αντιστρέφει τις πλειοψηφίες και τις μειοψηφίες αλλά δεν βλέπει την ανατροπή τους· δηλαδή σε ένα κοινωνικό μοντέλο που χρησιμοποιεί και αναπαράγει τις παλιές δομές αποδίδοντας περισσότερα ή λιγότερα «δικαιώματα», αντί να κατευθύνεται στην καταστροφή τους, δοκιμάζοντας νέες σχέσεις κοινωνικής συμβίωσης και οργανώνοντας topiles (7) ενάντια στα καραβάνια θανάτου που εξαπολύει καθημερινά εναντίον μας το κεφάλαιο και το αστικό κράτος με τους στρατούς και τις αστυνομίες τους.
Η εμφάνιση αυτής της μορφής ακραίας περιθωριοποίησης, που αναφέρθηκε προηγουμένως, ως αποτέλεσμα της αντικειμενικής κίνησης που λαμβάνει η σημερινή μορφή του κεφαλαίου, χρηματοπιστωτικού, στην τάση του να παγκοσμιοποιηθεί, απογυμνώνει την αντίφαση του κεφαλαίου να χρησιμοποιεί όλο και λιγότερη ζωντανή εργασία και με όλο και πιο βαθύ, εκτεταμένο βαθμό εκμετάλλευσης προκειμένου να παράγει υπεραξία. Στην περίπτωση της Ελλάδας αυτή η κίνηση έχει φτάσει να σημαίνει: 40% μείωση των μισθών μέσα σε διάστημα των δύο τελευταίων χρόνων, ριζική περικοπή όλων των μέχρι σήμερα θεσμοθετημένων κοινωνικών παροχών της υγείας, παιδείας και κοινωνικής ασφάλισης, κατάργηση των συλλογικών συμφωνιών σχετικά με την εργασία (κατώτερος μισθός κ.λπ.), ιδιωτικοποίηση όλων των κοινών και συνεχείς «περιφράξεις» με διανομή ολόκληρων ζωνών εκμετάλλευσης σε πολυεθνικές, επιβολή επαχθούς άμεσης φορολόγησης με αντισυνταγματικά μέτρα (σύνδεσή τους με κοινωφελείς οργανισμούς, όπως η παροχή ρεύματος), εκτίναξη της ανεργίας, δημιουργία μιας νέας «υποτάξης» (8) που αποκλείεται από τα λεγόμενα «κοινωνικά αγαθά», ενεργειακή φτώχεια, θεσμοθέτηση αυστηρών νόμων πλαισίων που ποινικοποιούν κάθε είδος κοινωνικής ανυπακοής, παραγωγή ενός νέου «πολιτικού λεξιλογίου της αγοράς» που απονομιμοποιεί πλήρως τη μέχρι τώρα εμπεδωμένη μορφή της αστικής δημοκρατίας και καθορίζει ως αντικοινωνική συμπεριφορά κάθε μορφή κοινωνικής πάλης (9).
Η ολοένα αυξανόμενη ένταση του κοινωνικού, μετά την διάρρηξη της «συναίνεσης επιθυμίας», δηλαδή του ταξικού συμβολαίου αναπαραγωγής της κεφαλαιακής σχέσης με όρους εν μέρει «προνομιακής εκμετάλλευσης» για ορισμένες κοινωνικές ομάδες και συγκεκριμένες χώρες που εμπεδώθηκε στα δυτικά κράτη μετά τον Βʼ Παγκόσμιο Πόλεμο –σηματοδοτώντας την κυριαρχία του κεφαλαίου όχι μόνο σε έκταση αλλά και σε κοινωνικό βάθος– ερμηνεύεται αγχωτικά από ορισμένες μαρξιστικές εκδοχές ως ήττα (αντί νίκη;) της εργατικής τάξης στο πεδίο της ταξικής πάλης.

«Ζητούμενη είναι επομένως μια πολιτική στρατηγική που ανοίγει το δρόμο σε οικονομικές και θεσμικές αλλαγές που βελτιώνουν το μισθό και τις συνθήκες εργασίας, κατοχυρώνουν την κοινωνική προστασία, το κοινωνικό κράτος, αποτελώντας ουσιαστικά ʽενδιάμεσο σταθμόʼ για την περαιτέρω βελτίωση του ταξικού συσχετισμού δύναμης υπέρ της εργασίας και για τη διαμόρφωση μιας στρατηγικής αμφισβήτησης και ανατροπής του καπιταλισμού». (Μηλιός, Τζανακόπουλος 2011)

Κατʼ αυτόν τον τρόπο οι εγγενείς αντιφάσεις της αντικειμενικής κίνησης του κεφαλαίου, δηλαδή η σχέση κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, εσωτερικεύονται όχι ως αποτέλεσμα του κοινωνικού ανταγωνισμού με επίκεντρο την πάλη των τάξεων αλλά ως ειδικές αντιφάσεις της ίδιας της ύπαρξης της εργατικής τάξης εφόσον αυτή εκλαμβάνεται ως κομμάτι της αναπαραγωγής του κεφαλαίου που αδυνατεί να αναπαραχθεί ως τέτοια (10).
Αυτό συμβαίνει επειδή οι υλικοί όροι αναπαραγωγής της εργατικής τάξης υποβαθμίζονται ριζικά, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να μεταφράζεται η όξυνση των κοινωνικών συγκρούσεων και η διασάλευση της τάξης πραγμάτων ως «αίτημα» προς το κράτος για την ανάκτηση των χαμένων δικαιωμάτων ή την επανένταξη στην ίδια συστημική λογική και όχι ως ρήξη με αυτήν. Ωστόσο, η γενίκευση αυτής της ολέθριας πραγματικότητας καθιστά ορατή την αντίστοιχη αδυναμία αναπαραγωγής της μορφής κράτος ως φανταστικής (ή φετιχισμένης) μορφής που αποτελεί μέρος της σχέσης εκμετάλλευσης και κυριαρχίας ενώ εμφανίζεται ως απρόσωπη διαμεσολάβηση μεταξύ του κοινωνικού και του οικονομικού με στόχο την ισότιμη διαχείριση της ανισότητας (11). Η μορφή της κεφαλαιακής σχέσης απογυμνώνεται και εξαναγκάζεται στην εγκατάλειψη των διαμεσολαβήσεων (κράτος ως φορέας αστικών δικαιωμάτων και ελευθερίας) πάνω στις οποίες στήριζε πάντοτε τη δικαιολόγηση τόσο της ύπαρξής της όσο και της χρήσης βίας ως πρακτική επιβολής της «κοινωνικής συνοχής».
Για όσους, επομένως, συνδέουν την κατάληψη της κρατικής εξουσίας με την κοινωνική αλλαγή, είτε ως πρακτική διαχείρισης της οικονομικής ανισότητας σε νέα πολιτικά χέρια είτε ως στρατηγική που θα απελευθερώσει τις δυνατότητες μετάβασης σε μια αταξική κοινωνία, η κατάρρευση της αξιοπιστίας των θεσμικών διαμεσολαβήσεων και η αποδυνάμωση της μορφής των σχέσεων που συγκροτεί το κράτος στο σύνολό του, δηλαδή η γενικευμένη ρήξη με τον παλιό τρόπο να κάνουμε πολιτική που εκδηλώνεται μέσα από την εμπειρία της πάλης (καθώς η κρίση διαπερνά όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής πράξης και όχι μέρος αυτής) καθιστά όλο και πιο θολό το πεδίο μεταμόρφωσης αυτής της κοινωνικής μορφής (κράτος) σε όργανο χειραφέτησης της εργατικής τάξης (και καθιστά όλο και πιο θολό και αφηρημένο τον λόγο των υποστηρικτών του). Σε αυτό το πλαίσιο, η κατάρρευση του κράτους πρόνοιας μοιάζει να ερμηνεύεται με την ίδια λογική που ερμηνεύεται η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού»: αδυναμία αντικατάστασης της μιας δομής με μια άλλη, της μιας ολότητας με μια άλλη, μια «βουτιά στην άβυσσο» (12), στο κενό ενός άγνωστου ή μη σχεδιασμένου μέλλοντος της επόμενης μέρας της επανάστασης.
Η περίπτωση της Ελλάδας στη συγκεκριμένη ιστορική συνθήκη της κρίσης, δηλαδή της κοινωνικής πάλης, είναι ένα από τα παραδείγματα της διάλυσης αυτής της ψευδαίσθησης πολιτικής διαμεσολάβησης του κοινωνικού και οικονομικού και εκδηλώνεται ταυτόχρονα και στα δύο επίπεδα, των από πάνω και των από κάτω. Αρχικά, στο επίπεδο της κίνησης των από πάνω, το αστικό κράτος στην Ελλάδα εμφανίζεται εντελώς απονομιμοποιημένο, χαοτικό και σε πλήρη αποσύνθεση (13). Η επιβολή κυβερνήσεων της αγοράς, ο διορισμός πρωθυπουργού, η εφαρμογή δηλαδή μιας τραπεζικής δικτατορίας που συνεχίζει να παράγει θεσμικά αποτελέσματα (νόμους) εις βάρος των από κάτω, η πρόταση για την τοποθέτηση ενός τοποτηρητή της Ευρωπαϊκής Ένωσης με δικαίωμα άσκησης βέτο σε όλες τις αποφάσεις σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική της χώρας, είναι μερικές από τις νέες βίαιες στρατηγικές του διεθνούς κεφαλαίου, στις οποίες το κράτος κατέχει τον ύστατο ρόλο του βίαιου νομιμοποιητή.
Το κράτος υπάρχει και δεν υπάρχει, παραμένει στο προσκήνιο διαλυμένο, κουρελιασμένο, και σε πλήρη αντίθεση με αυτό που κάποτε το προσδιόριζε, το «λαό» του. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, αυτό που απομένει στην ουσία από τις ορθόδοξες θεωρητικές κατηγορίες περί «επαναστατικού κράτους» ή «επαναστατικού κόμματος» είναι η απορία για το τι μπορεί να σημαίνουν σήμερα, για το καθαυτό περιεχόμενό τους, αν όχι μια παραδοξότητα που υπονοεί την αυτο-κατάργηση, την αντι-εξουσία, εμπειρία που άνοιξε το ζαπατιστικό κίνημα το 1994 με το mandar obedeciendo, δηλαδή με την «τρελή» ιδέα οι κυβερνήσεις πρέπει να υπακούν το λαό (14). Αυτό δεν σημαίνει ότι η μορφή κράτος μπορεί να προσδιοριστεί ως μια αφηρημένη καθολικότητα, ούτε ότι μπορεί να καταργηθεί η συγκεκριμένη ιστορική του σύνδεση με μορφές επαναστατικής πάλης, ωστόσο η διαλεκτική του ανταγωνισμού σήμερα φανερώνει μια διεργασία ξεπεράσματος που δεν αποτελεί ατυχή στιγμή αλλά ουσία της ίδιας της σχέσης.
Ανάμεσα στις δύο αυτές ανταγωνιστικές κινήσεις που ξεδιπλώνονται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, από τα πάνω και από τα κάτω, γίνεται όλο και περισσότερο εμφανές ότι υπάρχει μόνο ένα κοινό σημείο: η αμοιβαία απώθηση και η σύγκρουση· μια σύγκρουση πολλαπλή, με διαφορετικές αφετηρίες και κατευθύνσεις, με διαφορετικές μορφές και με διαφορετικές εντάσεις αλλά με κοινούς ορίζοντες χειραφέτησης. Σε αυτόν τον κοινό ορίζοντα χειραφέτησης διαγράφεται η ευρεία άρνηση της πολιτικής αντιπροσώπευσης του αγώνα σε επίπεδο κρατικών θεσμών, κομμάτων και συνδικάτων, η οποία ορισμένες φορές ξετυλίγεται αδιάκριτα, δυσχεραίνοντας ένα είδος ενότητας αγώνα. Στην ουσία ωστόσο αποκαλύπτει πόσο ίδια της καπιταλιστικής λογικής μπορεί να είναι μια ομογενής μορφή αγώνα και οργάνωσης του αγώνα, φέρνοντας ταυτόχρονα στην επιφάνεια και τις εσωτερικές αντιφάσεις όσων συμμετέχουν σʼ αυτόν αγώνα, καθιστώντας δηλαδή περισσότερο ορατή τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε μορφές αγώνα που βασίζονται σε λογικές που προσιδιάζουν στην καπιταλιστική σχέση (κράτος, ιεραρχία, σχεδιασμός από τα πάνω) και σε εκείνες που προς το παρόν τις αρνούνται, ακόμη κι αν δεν έχουν έτοιμη μια αντιπρόταση.
Η ίδια η κατηγορία «κίνημα», όταν καταλήγει να παίρνει την αποκρυσταλλωμένη μορφή μιας αποτελεσματικότητας με προσδιορίσιμα και μετρήσιμα χαρακτηριστικά δραστών και στρατηγικών που στοχεύουν σε ένα τέλος και στον πραγματισμό που αυτό συνεπάγεται, βρίσκεται στο πεδίο της αυτο-κριτικής μιας νέας αγωνιζόμενης υποκειμενοποίησης. Γιʼ αυτό και στις πρόσφατες κινητοποιήσεις απέναντι στο μνημόνιο, οι εντάσεις και οι βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα σε μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ) και σε διαδηλωτές από τον αναρχικό χώρο κατά τη διάρκεια μιας από τις μεγαλύτερες για την Ελλάδα πορείες μετά τη μεταπολίτευση στο κέντρο της Αθήνας στις 25 Οκτώβρη του 2011, στην προσπάθεια να τεθεί το πολιτικό στίγμα εκείνων που θα αποκλείσουν το Κοινοβούλιο, δηλαδή εκείνων που ηγούνται του αγώνα, αποτελούν εκδήλωση αυτού του αναπόφευκτου ρήγματος ανάμεσα σε μια λογική πρωτοπορίας, πολιτικής αντιπροσώπευσης και υποταγής σε ιεραρχημένες σχέσεις και στην άρνησή τους.
Και αυτή η ρήξη μπορεί να οδηγήσει ίσως τη σκέψη μας πέρα από τις κριτικές απέναντι στις πρόσφατες αντιστάσεις των κατειλημμένων πλατειών περί μικροαστικής αντίδρασης με στόχο τη διεκδίκηση ενός εξανθρωπισμένου καπιταλισμού (15), επειδή οριοθετεί την πάλη πέρα από τη θετικιστική προσέγγιση της κοινωνικής έκρηξης ως κίνησης για, σε κίνηση ενάντια, σε έκφραση της άρνησης του έτσι-είναι-τα-πράγματα. Ταυτόχρονα προσδιορίζει και έναν ορίζοντα αυτο-κριτικής των παλιών εργαλείων αντίστασης, τα οποία εντάσσονται στην ίδια λογική που επιθυμεί να μας καθηλώσει στο έτσι-είναι-τα-πράγματα, μια αυτο-κριτική που ανοίγει το κατώφλι ενός πεδίου που αναγκαστικά δεν καλλιεργείται πάνω στο «αίτημα», τη «διαπραγμάτευση» ή την επιλογή της μιας ή της άλλης εξουσίας· καλλιεργείται πάνω στην ιστορική (διαχρονική και συγχρονική) μνήμη της πάλης των από κάτω και την επικαιροποιεί στο παρόν, κοιτάζοντας και συντονίζοντας αυτό το παρόν μέσα τη ματιά του μέλλοντος (16)· συνεχίζει να εξαπλώνεται μολύνοντας ως επιδημία εξεγερτικότητας και άλλους τόπους/μη τόπους, ενάντια στη δεδομένη λογική της Ιστορίας που υποδεικνύει το ρεαλισμό της ήττας· και εξηγεί επίσης γιατί, ο απλός και συνηθισμένος κόσμος (που είναι οι επαναστάτες για τους ζαπατίστας), ανάμεσα στην εξουσία και την πρωτοπορία, ανάμεσα στην εξουσία και στην κατάληψη της εξουσίας, ανάμεσα στην ιδεολογία και στο «άγχος της ουτοπίας», όπου το νέο εξαναγκάζεται να χωρέσει στο παλιό λεξιλόγιο αλλά δεν χωράει, επιλέγει να αποσυρθεί στις γειτονιές οργανώνοντας συνελεύσεις και βάσεις αλληλεγγύης ή ακόμα να πάει σπίτι του χωρίς να σημαίνει ότι υποτάσσεται στην εντολή του κεφαλαίου.
Από την προσέγγιση της κριτικής θεωρίας και της κριτικής της θεωρίας, αυτό που ενδιαφέρει κυρίως σε σχέση με μια ερμηνεία της κρίσης της σχέσης-κεφάλαιο είναι ακριβώς το γιατί η τελευταία στη συγκεκριμένη ιστορική της στιγμή δεν μπορεί να αναπαραχθεί με την ίδια μορφή. Η ερώτηση αυτή οδηγεί στην ειδική ιστορική συνθήκη που διαμορφώνει την ποιότητα και τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού ανταγωνισμού, με επίκεντρο την ταξική πάλη όχι ως μια κατηγορία αφηρημένη και ανιστορική (δηλαδή σαν να λέμε πως το κεφάλαιο υπήρχε πάντα σε όλες τις κοινωνικές μορφές και η ταξική πάλη εξίσου) αλλά ως κατηγορία που διαπερνάται από τις συγκεκριμένες αντιφάσεις του κεφαλαίου από τη μία και από τις μορφές αγώνα από την άλλη, σε μια ειδική χωροχρονική εκδοχή. Αυτό σημαίνει πως η συγκεκριμένη διεργασία σκέψης και προβληματισμού ουσιαστικά μετακινεί τη θεωρία στο επίπεδο της πάλης, είναι ένα είδος αντι-θεωρίας από την οπτική των υποκειμένων σε πάλη αντί των αυτοκινούμενων δόμων, συμμετέχοντας και όχι παρατηρώντας ή αναλύοντας (ως αντικείμενο) αυτή την πάλη. Είναι η απλή διατύπωση του μόνου, σύμφωνα με τον Holloway, επιστημονικού ή θεωρητικού ερωτήματος που μας απομένει: «πώς στο διάολο θα βγούμε από αυτό το χάος;» (Holloway 2011: 331).
Η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 σηματοδότησε για την Ελλάδα την έναρξη μιας νέας εμπειρίας αγώνα ενάντια σʼ αυτόν τον κόσμο που μας φυλακίζει, μας αναπαράγει σε συνθήκες αιχμαλωσίας και μας σκοτώνει κανονικοποιώντας αυτές τις διαδικασίες με την ίδια σχεδιασμένη κανονικότητα της παραγωγικής διαδικασίας. Κι αυτό γιατί η εξάπλωσή και η έντασή της στις χωρικότητες που συγκροτούν τη δομή του κεφαλαίου και φυσικοποιούν την αφηρημένη κοινωνικότητα που προϋποθέτει η καπιταλιστική σχέση, όπως είναι ο μητροπολιτικός χώρος της Αθήνας, ήταν η έκφραση μιας ποιοτικά καθολικής, αν και σε περιορισμένη ποσοτικά διάσταση, άρνησης αυτού του κόσμου, ήταν μια έκφραση οργισμένης καταστροφής του παλιού κόσμου και όχι αναπαραγωγής του.

ΙΙ. Δεκέμβρης 2008: στιγμές αστικής εξεγερτικότητας ενάντια στη μορφή «καπιταλιστική πόλη»

Οι άνθρωποι του δυτικού κόσμου ζούμε την εποχή του θριάμβου των Λεωφόρων· λεωφόροι χαραγμένοι στο μυαλό ακόμη και εκείνων που ζουν στο πιο απόκεντρο χωριό· λεωφόροι που συνδέουν σημεία σε έναν ανώνυμο χάρτη, που διασταυρώνουν εμπορεύματα και ροές αναζήτησης εργασίας μέσα σε ένα παγκόσμιο εργοστάσιο· λεωφόροι που μεταφράζονται σε γραμμικά σύμβολα μιας ανάπτυξης στο όνομα του «κανένα»· λεωφόροι ενάντια στην κατασκευή των οποίων συνεχίζουν να παλεύουν ως «κανένας» και ως πολλοί «κανένας» οι ιθαγενικές κοινότητες της Βολιβίας, του Μεξικού, της Βραζιλίας, επειδή μετασχηματίζουν και ουσιαστικά διακόπτουν τη σχέση τους με τη «μητέρα γη» (pachamama), επειδή αυτοί ως «κανένας» επιμένουν να μην καταλαβαίνουν και να μην θέλουν να καταλάβουν τη λογική του να κινούνται συνεχώς όλα συνεχώς πιο γρήγορα, διασχίζοντας τους αφηρημένους μη τόπους της καπιταλιστικής ερήμου, εκεί που χάθηκαν τα τοπία· εκεί που όλα μετατρέπονται σε μια «πόλη» χωρίς όνομα, σε εξάρτημα, σε μηχανή, σε ώρες εργασίας, σε αριθμό εμπορευμάτων που πωλούνται και αγοράζονται, σε βιτρίνες δημόσιας θέασης, σε προσχεδιασμένη διασκέδαση, σε προαναγγελμένη κοινωνικότητα· και εκεί που όλα, οι λέξεις, οι σκέψεις και οι πράξεις, ως περιεχόμενο χωρίς περιεχόμενο μιας αφηρημένης βιοπολιτικής μορφής και μιας συμπτωματικής εγγύτητας, έχουν απεκδυθεί την ανθρώπινη εμπειρία, το σωματικό, το προσωπικό, το άγγιγμα και τον έρωτα, τα οποία εγκαταλείπονται και σβήνουν σαν μακρινή ηχώ του κάποτε.
Οι άνθρωποι όλου του κόσμου ζούμε εγκλωβισμένοι σʼ αυτήν την κυρίαρχη λογική ως σημεία ενός παγκόσμιου χάρτη, όπου το μέσο σύνδεσης και αποσύνδεσης, η παγκόσμια ανθρώπινη αξία είναι το χρήμα. Η σχέση μας επομένως με αυτόν τον κόσμο που μοιάζει να μην είναι δικός μας, είναι ο βαθμός αποδοχής ή αντίστασής μας στη σημειογράφησή μας σε έναν χάρτη, όπου δεν έχει καμιά σημασία η διαδρομή που περνάει μπροστά από τον κήπο του γείτονα, για να στρίψει στη γωνία του εγκαταλελειμμένου σπιτιού, να κατηφορίσει δίπλα από το σχολείο και να βγει στο ξέφωτο όπου απλώνεται ο κάμπος (της ταξικής πάλης). Στο απρόσωπο χάρτη του χρήματος και της αξίας έχει σημασία η αφετηρία και το τέλος, η απόσταση, το αριστερά-δεξιά, ο σκοπός που καθαγιάζει όλα τα μέσα. Και ο σκοπός είναι η συσσώρευση, ενώ το χωρικό του μέσο είναι κουκκίδες στο χάρτη, γραμμές-λεωφόροι, ταχύτητα και δείκτες του ρολογιού που μετρούν κάποιον χρόνο. Πάνω σε αυτούς τους άξονες οργάνωσης καθετί έχει τη θέση του, όμοια με τις θέσεις των άλλων δημιουργώντας μια κυρίαρχη δομή σημείων.
Οι χωρικές ζώνες του χρήματος, γραμμικές και συνεχόμενες δεν συνιστούν μόνο τις χωρικές παραστάσεις των κοινωνικών σχέσεων, αντίθετα, όπως και οι λεωφόροι του Haussmann, «παράγουν λήθη» (17), εγγράφουν ή σβήνουν από τον ιστορικό χάρτη της ανθρωπότητας τα τοπία της εξεγερτικότητας, τα βουνά, τις λίμνες και τα ρεύματα των κοινωνικών αγώνων που δίνουν μορφή στην κίνηση ενάντια και πέρα από την αφηρημένη χαρτογράφηση. Έτσι, για παράδειγμα, η πρώτη ενέργεια της κυβέρνησης της Οαχάκα μετά την λαϊκή εξέγερση του 2006 που συντάραξε τον πρόσφατο κόσμο (μάλλον η δεύτερη αμέσως μετά τη στρατιωτική κατοχή της πόλης από τις δυνάμεις καταστολής), ήταν να σβήσει τις εικόνες που είχαν συνθέσει οι εξεγερμένοι στους δημόσιους τοίχους, να «ασπρίσει» την τοπιογραφία της εξέγερσης που απλώθηκε σαν αστικό σεντόνι, προκειμένου να επανασυμπυκνώσει την ανθρώπινη κοινωνικότητα σε σημειακή μορφή συμβόλων ενός απρόσωπου χάρτη,αποστραγγίζοντας την ενέργειά της. Η κοινωνική ομαλότητα είναι συνώνυμο της λήθης, «ως συστατικό μέρος του κόσμου που κυριαρχείται από τη μορφή-αξία» (Tischler 2012) και οι σύγχρονες καπιταλιστικές πόλεις (μικρές ή μεγάλες) είναι οι κατεξοχήν χώροι αυτής της λήθης.
Οι σύγχρονες αστικές χωρικότητες αποτελούν τον ειδικό χώρο όπου ο νόμος της αξίας εισχωρεί σε κάθε είδους καθημερινότητες (18) και με έναν τρόπο οριοθετεί το υψηλότερο επίπεδο οργάνωσης της φετιχοποιημένης καπιταλιστικής πραγματικότητας. Η παραγωγή του κοινωνικού χώρου που μέσα στη σχέση κεφάλαιο βασίστηκε στην απο-φυσικοποίηση και την επαναφυσικοποίηση του ζωτικού χώρου στη βάση του δόγματος της ατομικής ιδιοκτησίας (που καθολικοποιήθηκε μέσα από μια βίαιη ιστορική διαδικασία κλοπής, πειθαναγκασμού, εκδίωξης και υποταγής) και των περιφράξεων (που εκτείνονται διαρκώς σε νέα αγαθά), οδήγησε στον κατακερματισμό και την ομογένεια ενός αφηρημένου υλικού και συμβολικού μη-χωρικού (αφαίρεση ωστόσο καθόλα πραγματική κατά τον Μαρξ), όπου επιβιώνουν μόνο τα φαντασιακά του τουρισμού, του εξευγενισμού και μιας καλοσχεδιασμένης πολιτιστικής βιομηχανίας χωρικών συμβόλων εξουσίας και χρήματος (19).
Η φετιχισμένη σύγχρονη μορφή-πόλη (χώρος-εμπόρευμα) είναι ο ομοιογενής, γραμμικός, εργαλειακός, βίαια ελεγχόμενος και αφηρημένος χωροχρόνος των διαχωριστικών γραμμών (Holloway 2004), είναι η εκμηδένιση του χώρου σε χρόνο (Harvey 2007), ένα αφηρημένο και κενό χωρο-θέαμα αποσυνδεδεμένο από την εμπειρία των ανθρώπων του, με ενοικιαστές, καταναλωτές, τουρίστες ή εργαζόμενους που συνδέονται μεταξύ τους με πειθαρχικές δομές ενός εποπτικού μηχανισμού ελέγχου. Ωστόσο, ακριβώς γιʼ αυτό φέρει ταυτόχρονα στο εσωτερικό εγγενώς το σημάδι της κρίσης του, είναι ο τόπος της πραγμάτωσης της ανταγωνιστικής στιγμής του κοινωνικού.
Οι αποκλίνουσες μορφές κοινωνικού αγώνα που ξεδιπλώνονται στην Ελλάδα από την εξέγερση του 2008 και εξής (με τη λαϊκή αντίσταση της κοινότητας της Κερατέας το Δεκέμβρη του 2010 και τις εμπειρίες των συνελεύσεων στις κατειλημμένες πλατείες το καλοκαίρι 2011), αποτελούν ρωγμές στη μορφή-«καπιταλιστική πόλη» της μητρόπολης της Αθήνας και από τη μια σηματοδοτούν μετατοπίσεις της ταξικής πάλης και της επαναστατικής θεωρίας, ενώ από την άλλη μετασχηματίζουν τον αστικό χώρο που βρίσκεται υπό την πολιορκία του κεφαλαίου και του νόμου της αξίας σε ένα «κατώφλι» (Σταυρίδης, 2009) δυνατοτήτων και υποκειμένων σε εναλλακτικές κοινωνικές σχέσεις. Η χωρική αποτύπωση της κρίσης (ως πάλης) στην Αθήνα του 2008 μπορεί να εντοπιστεί σε συναφή και αλληλένδετα πεδία, τα οποία απαντούν ενδεχομένως σε τρεις βασικές ερωτήσεις:
α. ποιες είναι οι μορφές πάλης που χρησιμοποιούμε και συνεπώς ποιοι είμαστε εμείς που παλεύουμε,
β. γιατί παλεύουμε και ενάντια σε ποιον ή σε τι παλεύουμε
γ. ποια είναι η περιοχή της πάλης που συγκροτούμε με την πράξη μας η οποία μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία της δημιουργίας που ακολουθεί την άρνηση, της γέννησης δηλαδή μιας διαδικαστικής εναλλακτικής.

α. πώς παλεύουμε, ποιοι παλεύουμε
Αρχικά, μία από τις βασικές μετατοπίσεις της κοινωνικής πράξης (θεωρίας και πρακτικής) που σηματοδότησε ο Δεκέμβρης αφορά ακριβώς το υποκείμενο του αγώνα. Ποιοι είμαστε αυτοί που παλεύουμε; Η ανατοποθέτηση ενός κοινού αισθήματος σχετικά με το κοινωνικό υποκείμενο δεν προήλθε από μια εκ των προτέρων ταυτοποίηση στη βάση του αιτήματος ή του συμφέροντος αλλά κατά τη διάρκεια του αγώνα μέσα από τις νέες μορφές αντι-θεσμικής πάλης (αντι-συστημικός αγώνας) με έμφαση στην αυτο-οργάνωση και την αυτονομία στον αντίποδα της παραδοσιακής θεσμικής διαμαρτυρίας. Ο Δεκέμβρης, ως ξεκίνημα, αποτέλεσε άρνηση της (κλειστής κοινωνιολογικής) κατηγορίας του «κοινωνικού κινήματος» και μετατροπή της σε μια ανοιχτή εμπειρία συνάντησης αληθινών υποκειμένων στο δρόμο ή νέων υποκειμενοποιήσεων. Δεν αναζήτησε ούτε αναγνώρισε σε καμιά στιγμή αρχηγούς και καθοδηγητές, δεν υπερασπίστηκε στο σύνολο της εμφάνισής του οργανωτικές δομές, ριζοσπαστικές ή μη, που ωστόσο συντονίζονται στη βάση του πολιτικού κόμματος ή του συνδικάτου, δηλαδή τις παραδοσιακές μορφές αγώνα της εργατικής τάξης, διαμορφώνοντας κατʼ αυτόν τον τρόπο ένα νέο λεξιλόγιο πέρα από αφηρημένες έννοιες και αόριστες ιδεολογίες.
Προέκυψε μέσα από τις «παρέες» και τα απρόβλεπτα υποκείμενα που δρούσαν απρόσμενα στις γειτονιές και το κέντρο της πόλης. Στις δύο πρώτες μεγάλες πορείες, την Κυριακή και τη Δευτέρα 6 και 7 Δεκέμβρη του 2008 μετά τη δολοφονία του Αλέξη αλλά και σε όλη τη διάρκεια των επόμενων μηνών, πρωταγωνιστής δεν ήταν κάποια πολιτική ομάδα ή χώρος, ούτε ακόμα και ο αναρχικός, αλλά ο «παράγοντας Χ», δηλαδή το κύμα του κόσμου που έρρεε ορμητικό στους δρόμους, οι παράξενες συναστρίες ηλικιωμένων και νέων που έκαναν επιθέσεις στις τράπεζες και στα μεγάλα πολυκαταστήματα, οι κυνηγημένες από την αστυνομία παρέες που έβαζαν φωτιά στο χριστουγεννιάτικο δέντρο της πλατείας Συντάγματος γράφοντας στους τοίχους «Έχουμε εξέγερση, τα Χριστούγεννα αναβάλλονται», οι γκραφιτάδες και οι καλλιτέχνες που γέμιζαν την πόλη και τους δρόμους με ανθρώπινες φιγούρες χωρίς χαρακτηριστικά και συνθήματα οργής, οι μαθητές που έκαναν επιθέσεις στα αστυνομικά τμήματα κάθε γειτονιάς αναποδογυρίζοντας τα περιπολικά, οι γονείς και οι καθηγητές που μαζί με τα παιδιά τους συγκρούονταν καθημερινά με την αστυνομία, οι γείτονες που καταλάμβαναν τα πάρκινγκ για να γίνουν πάρκα ή τα πάρκα για να μην γίνουν πάρκινγκ, οι συνελεύσεις στη μέση του δρόμου και σε όλες τις γειτονιές που γεννήθηκαν και λειτουργούν ακόμη μέχρι σήμερα, η ανθρώπινη παρουσία που κατέλαβε την πόλη.
Η εξέγερση δεν κινήθηκε στο πλαίσιο καμιάς «πολιτικής γραμμής» από οργανωμένη ομάδα αν και πολλές συλλογικότητες και πολιτικά μορφώματα (μικρότερα κόμματα της αριστεράς) συμμετείχαν στις έντονες κινητοποιήσεις και τις συγκεντρώσεις που πραγματοποιούνταν καθημερινά. Γιʼ αυτό και οριοθέτησε μια μορφή αντι-συστημικού αγώνα που ξεπερνούσε το είδος της ετερονομίας και της οργάνωσης από τα πάνω που ορίζει στην πλειοψηφία του τον αντι-καπιταλιστικό αγώνα. Ήταν κίνημα ανομίας, ενάντια στην «τάξη» όχι μόνο απέναντι στο κράτος αλλά και μέσα στο ίδιο το πεδίο των κοινωνικών δυνάμεων σύγκρουσης και έτσι οδήγησε σε αδιέξοδο τις διαμεσολαβήσεις προς τον αγώνα.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, που συνηθίζει να υπερασπίζεται την ταξική πάλη ως τη θεσμική σύγκρουση της, καθοδηγούμενης από το ίδιο, εργατικής τάξης, «σύγκρουση» που ωστόσο δεν διαταράσσει πόσο μάλλον καταργεί τον αστικό νόμο, καταδίκασε εξ αρχής απερίφραστα την εξέγερση ως περιθωριακή έκφραση μιας «αντικοινωνικής» μειοψηφίας. Σύμφωνα με επίσημες δηλώσεις στελεχών του, οι εξεγερμένοι ήταν μερικοί «κουκουλοφόροι» ή «σωματέμποροι» ή «έμποροι ναρκωτικών», δηλαδή ήταν «άνθρωποι του κοινού ποινικού δικαίου». Δημοσίευσε επίσης στην εφημερίδα του Κόμματος Ριζοσπάστης διήγημα με τίτλο «Το λάθος τηλεφώνημα ενός δολοφόνου» με το οποίο «αθώωνε» τους ένστολους δολοφόνους του Αλέξη ως «παιδιά της παραδουλεύτρας από το χωριό» που πυροβόλησαν τα «κωλόπαιδα» της αστικής τάξης και έφτανε στο σημείο να επικρίνει το κράτος για αδυναμία καταστολής.
Εκτός όμως από την ξεκάθαρα αντιδραστική στάση του ΚΚΕ που τάχθηκε σαφώς με το μέρος της αντι-εξέγερσης (20), σε γενικότερο πλαίσιο, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις αποτραβήχτηκαν από το προσκήνιο, οι πρωταγωνιστικές μορφές απενεργοποιήθηκαν, πολλοί διανοούμενοι σίγησαν αφού δεν υπήρχε πεδίο «κοινωνικής συμφιλίωσης», η θεσμική τέχνη που ορίζει την ύπαρξή της μέσα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής αγοράς απλώς βρέθηκε σε πλήρη αδυναμία να αναπαράξει το ρόλο της ως φορέα-παραγωγού εναλλακτικού λόγου. Ο Δεκέμβρης έφερε στην επιφάνεια ένα νέο αντι-πολιτικό λεξιλόγιο μέσα από την πρακτική και το λόγο του που συνδυάστηκε με το «φτάνει πια!», με την άρνηση ενός κόσμου που δεν μας εμπεριέχει, γιατί μέσα σε αυτόν τον κόσμο απλώς δεν μπορούμε να ζήσουμε. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μετατόπισε την κατηγορία «κοινωνική τάξη», από μια έννοια καταφατική σε έννοια κριτική (Bonefeld, 2004:61).
Το πολλαπλό υποκείμενο που αναδείχτηκε μέσα από τον Δεκέμβρη δεν εξέφραζε ούτε ουτοπικά οράματα ούτε ευχολόγια για έναν εναλλακτικό κόσμο (21)· δεν ήταν ένα «νέο υποκείμενο» (αφού το υποκείμενο υπάρχει πάντα στον κοινωνικό ανταγωνισμό αν και με τη μορφή της άρνησής του) αλλά ένα νέο είδος υποκειμενοποίησης η οποία απώθησε την κατηγορία της ατομικής ευθύνης που προϋποθέτει το αστικό κράτος και κατάφερε να ξεπεράσει τα όρια της αστικής ταυτότητας, δημιουργώντας συντροφιές αγώνα διαχωρισμένων μέχρι εκείνη τη στιγμή κοινωνικών ομάδων (μετανάστες, γυναίκες, ηλικιωμένοι, νέοι, φοιτητές και μαθητές, επισφαλώς εργαζόμενοι) που αυτο-οργάνωσαν τη δράση τους στη βάση της αναζήτησης της αυτονομίας (ως δρόμου και ως εμπειρία πάλης).
Η αυτο-οργάνωση μπορεί να ιδωθεί από δύο πλευρές. Από την μια, ως αυτο-διαχείριση, αποτελεί εξ ορισμού παραγκώνιση διαμεσολαβήσεων (μηχανισμοί αγοράς, κρατικοί και γραφειοκρατικοί θεσμοί) και ανάληψη πρωτοβουλίας από τους ίδιους τους παραγωγούς, αλλά δεν σημαίνει κατʼ ανάγκη αλλαγή της λογικής που ορίζει την «παραγωγικότητα για την παραγωγικότητα» και τη συσσώρευση, δηλαδή δεν σημαίνει κατʼ ανάγκη κατάργηση της αναπαραγωγής του προλεταριάτου ως τάξης του κεφαλαίου (22). Από την άλλη, μπορεί να σημαίνει το ξεπέρασμα αυτού του τελευταίου, όταν ξεδιπλώνεται ως διαφορικό πράττειν, ως πρακτική παραγωγής αξιών χρήσης που συνυφαίνονται στη βάση μια συγκεκριμένης (και όχι αφηρημένης) κοινότητας άμεσης εγγύτητας, προεικονίζοντας τις δυνατότητες της κοινωνικής αλλαγής. Όσοι ζούμε στις πόλεις, άλλωστε, ζούμε τον καπιταλισμό στην πιο βαθιά του εκδήλωση (χωρίς γη ως παραγωγική βάση, χωρίς κοινοτικές σχέσεις εγγύτητας, χωρίς διακριτές μορφής ζωής) και όσο δεν αναπτύσσουμε τρόπους ώστε να κάνουμε τα πράγματα με το δικό μας τρόπο, δεν καταφέρνουμε να τον αποφύγουμε.
Σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής η επίθεση που βιώνουμε σήμερα στην καπιταλιστική ημιπεριφέρεια αποτελεί πραγματικότητα χρόνων, «είναι το καθεστώς που πριν ονομάζαμε αποικιοκρατία» (23), γιʼ αυτό και το κέντρο βάρους μιας πολιτικής αυτονομίας δεν περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από το κράτος και τους ρυθμούς που επιβάλλει, αλλά αφορά τη δημιουργία ενός διαφορετικού ρυθμού από τα κάτω. Τα εγχειρήματα αυτο-οργάνωσης στοχεύουν στην επανασύνδεση του κοινωνικού ιστού ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στις δικές του ανάγκες, δηλαδή να δημιουργήσει εναλλακτικές μετα-καπιταλιστικές. Και γιʼ αυτό αντιμετωπίζονται από το κράτος όχι με την τυφλή και εν θερμώ βία που βιώνουμε στην Ελλάδα, αλλά με μια βία ψυχρή, κυνική, που στοχεύει ξεκάθαρα στους πολιτικούς αγώνες και μετράει πολλούς θανάτους και εξαφανίσεις αγωνιστών.
Αποτελεί, επομένως, διακύβευμα της ειδικής ιστορικής συνθήκης του κοινωνικού αγώνα ποια μορφή θα δοθεί στα πειράματα αυτο-οργάνωσης και αυτονομίας, που στην Αθήνα του Δεκέμβρη του 2008 εκφράστηκαν ως χωρικά αποτυπώματα και ως μετασχηματιστικά τοπία της ανθρώπινης δραστηριότητας σε νέες βάσεις, θέτοντας ταυτόχρονα ερωτήματα σχετικά με το είδος και το πλήθος των αναγκών, τους τρόπους αναγνώρισης του Άλλου και τις μορφές κοινωνικής διάδρασης.

β. ενάντια σε ποιον ή σε τι παλεύουμε
Κατά δεύτερον, η πάλη χωνεύτηκε χωρικά με μια αντι-παραγωγική και κοντρα-αναπτυξιακή γραμμική λογική με έμφαση στο «ξόδεμα», τις καρναβαλικές γιορτές, το γέλιο και την απελευθέρωση της δημιουργικότητας (Tischler, 2011) στον αντίποδα του ήθους της καπιταλιστικής (αφηρημένης) εργασίας. Μέσα από αυτό το πρίσμα της εκφρασμένης άρνησης από το αρνημένο, ο Δεκέμβρης σηματοδότησε επίσης την άρνηση της αντικειμενοποιημένης εργασίας, δηλαδή της εργασίας η οποία αναπαράγει το κεφάλαιο και ανέδειξε την εργασία ως υποκείμενο που στοχεύει στην παραγωγή αξιών χρήσης και όχι ανταλλακτικών αξιών. Το ξεδίπλωμα αυτής της άρνησης του παλιού κόσμου κινήθηκε στα όρια της καταστροφής και όχι της αναπαραγωγής του, με όποιες ελλείψεις, αδιέξοδα ή περιορισμούς μπορεί αυτό να σημαίνει.
Οι λεηλασίες, οι απαλλοτριώσεις, οι καταστροφές των στοιχείων του κεφαλαίου ακολουθούσαν τη λογική της ανάλωσης και ανέδειξαν ένα είδος αντι-παραγωγικής και αντι-προγραμματικής κατεύθυνσης που δεν επιτρέπει την κανονικοποίηση και την αναπαραγωγή της σχέσης-κεφάλαιο. Η κατεύθυνση της πάλης δεν σχετιζόταν με την επαναφορά ή την ανασυγκρότηση ενός καλύτερου καπιταλιστικού κόσμου, με περισσότερες δουλειές, περισσότερες ώρες εργασίας, μεγαλύτερο βαθμό παραγωγής, κυκλοφορίας και κατανάλωσης αγαθών. Αντίθετα, οι πρακτικές του Δεκέμβρη έμοιαζαν με τις λαϊκές γιορτές των ιθαγενικών κοινοτήτων της Λατινικής Αμερικής, έδιναν δηλαδή έμφαση στην αμοιβαιότητα, τη χαριστικότητα, το μοίρασμα, το ξόδεμα, το γέλιο, που αποτελούν τις μορφές που μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο.
Σε χωρικό επίπεδο, οι συγκεντρώσεις στα πάρκα και τους δρόμους, τα ομαδικά παιχνίδια στους δημόσιους χώρους, οι λαϊκές γιορτές που οργανώθηκαν στις πλατείες συνοικιών που διαμένουν μετανάστες, οι παρεμβάσεις σε θεατρικές παραστάσεις, σε ετεροτοπίες κατανάλωσης, όπως τα mall, ή σε συνοικίες διασκεδαστήρια, όπως το Γκάζι, και σε συνέδρια μουσείων, οι περφόρμανς των καλλιτεχνών στους δρόμους και τις πορείες, η καταλήψεις ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, η εξέγερση εν γένει της δημιουργικότητας δεν αμφισβήτησαν μόνο το εργασιακό ήθος της καπιταλιστικής νεωτερικότητας (που βασίζεται στην αφηρημένη εργασία, δηλαδή την αντικειμενοποίηση σε μια αφηρημένη κοινωνική χρονικότητα του ανθρώπινου δημιουργικού πράττειν (24)), αμφισβήτησαν την ίδια τη βάση της αφαίρεσης αυτής της πραγματικότητας που είναι η δεδομένη κοινωνική σχέση, δηλαδή η κοινωνία (καπιταλιστική), στο μέτρο που αυτή καθορίζει εξ ολοκλήρου το άτομο ως παραγωγό ανταλλακτικής αξίας και αποτελεί άρνηση της φυσικής του ύπαρξης (Μαρξ, 1990:180).
Με αυτή την έννοια όσοι συμμετείχαν, λιγότερο ή περισσότερο, στις ανοιχτές συλλογικές διαδικασίες συγκρότησαν ένα είδος αντι-προλεταριάτου (εάν το προλεταριάτο ορίζεται ως το αναγκαίο εξάρτημα της κεφαλαιακής σχέσης) και οι χώροι αναφοράς των υποκειμένων σε εξέγερση τόσο στο κέντρο όσο και στις γειτονιές βγήκαν, έστω για λίγο, από την κεντρομόλο δύναμη της καπιταλιστικής (αφηρημένης) εργασίας. Ο Δεκέμβρης αποτέλεσε, επομένως, μια αντι-κοινωνική εξέγερση που αμφισβητούσε, στο μέτρο που το έκανε, την πρακτική της επιβίωσης μέσα στη συγκεκριμένη κοινωνική σχέση, την ίδια την κοινωνία· γιʼ αυτό ήταν και μια εξέγερση αντι-καπιταλιστική που άνοιγε ωστόσο την πόρτα ενός ανεξερεύνητου χώρου πέρα από την οικονομία, πέρα από το κεφάλαιο.
Έχει επʼ αυτού εκφραστεί η κριτική ότι οι μορφές αγώνα που αναπτύχθηκαν δεν άγγιξαν τη σφαίρα παραγωγής (περιορίστηκαν σε απαλλοτρίωση στοιχείων του κεφαλαίου, μπλοκαρίσματα και δυσχέρεια κυκλοφορίας του κεφαλαίου) και παρέμειναν στο επίπεδο της αναπαραγωγής (25). Δεν ξέρω αν αυτό αποτελεί ένα από τα αδύνατα σημεία μιας μορφής κοινωνικής έκρηξης που μπορεί να εκληφθεί ως αφετηρία επίθεσης στην πραγματική υπαγωγή της ανθρώπινης δραστηριότητας στο κεφάλαιο, δηλαδή στη μετατροπή μας σε μηχανές και στοιχεία των κοινωνικών κατασκευών που δομεί το κεφάλαιο ως Υποκείμενο, ως επίθεση (και αυτο-κριτική) στη συνεργασία μας με το κεφάλαιο. Μπορεί το επίκεντρο να μοιάζει ένα είδος εκ νέου ανακάλυψης της αντίφασης του κεφαλαίου που μας περικλείει και όχι το τελειωτικό ξερίζωμά της, ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πραγματικότητα των εμπειριών εξέγερσης είναι πάντα περισσότερο πολύπλοκη και απρόσμενη απʼ όσο μπορούμε να την ορίσουμε σε θεωρητική βάση.
Όσο οριακό είναι να υποστηρίζουμε πως η μειωμένη επίθεση στους χώρους εργασίας (δηλαδή το γεγονός ότι η εξέγερση δεν προχώρησε σε μαζικές απεργίες ή σε κάψιμο των εργοστασίων από τους εργάτες) δεν επέτρεψε βαθιές αλλαγές στην κοινωνική κανονικότητα άλλο τόσο σημαντικό είναι να επισημάνουμε πως η αφηρημένη εργασία και το προλεταριάτο, ως φορέας παραγωγής αξίας, ορίζουν την ανταγωνιστική πόλωση της σχέσης-κεφάλαιο που παράγεται και αναπαράγεται ως ολότητα σε κάθε ξεχωριστή της μορφή και πως η επίθεση στις διακριτές μορφές αυτής της ολότητας (καθεμιά από τις οποίες αναπαράγεται ως ολότητα) δεν μπορεί να προσδιορίζεται από στρατηγικές και πολύ περισσότερο από την στρατηγική της κατάληψης του μηχανισμού «εντός του οποίου εξαναγκάζεται από το κεφάλαιο να εργάζεται» αλλά από την τάση της ακριβώς «να τον κάνει στάχτη».
Το να επιμένουμε στη διάκριση μεταξύ της σφαίρας παραγωγής και αναπαραγωγής είναι ιδιαίτερα σημαντικό αφού αυτή είναι η βάση του υλικού καθορισμού της προσδιορισμένης ιστορικά κοινωνικής σχέσης, καπιταλιστικής αλλά η παραγνώριση της ενσωμάτωσης της αναπαραγωγής στη σχέση κεφάλαιο μπορεί να σημαίνει και παραγνώριση της ολοποιητικής δυναμικής του κεφαλαίου, ειδικά στο πεδίο των πόλεων· μπορεί επίσης να σημαίνει και μια μονομέρεια, την οριοθέτηση της αντίστασης και της πάλης ως την ανάποδη (αλλά ομοιόμορφη) πλευρά των οικονομικών μορφών, δηλαδή «μόνο ως έκφραση αντιφάσεων της οικονομικής λογικής» (26).
Η άρνηση της εργασίας, η ανάπτυξη ενός κινήματος αντι-εργασίας, ενός υποκειμένου ταξικής πάλης που τείνει να καταργεί τον εαυτό του ως τάξη του κεφαλαίου, απορρέει από τον αγώνα απελευθέρωσης του πράττειν από τη σφαίρα παραγωγής όπως αυτή ορίζεται από την κεφαλαιοκρατική σχέση. Απορρέει από την πάλη ως διαδικασία απο-φετιχοποίησης της ανθρώπινης δραστηριότητας μέσα και από την σφαίρα παραγωγής και στην ουσία αναδεικνύει με μια έννοια την κατηγορία της ταξικής πάλης ως πάλη υποκειμένων που ορίζονται από αντιφάσεις, όχι ως πάλη δομών, όχι ως ένα είδος υποκειμενικότητας χωρίς υποκείμενο. Γεγονός είναι ότι στις εξεγέρσεις η τάση του κέρδους είναι πτωτική, η αξία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με την ίδια κανονικότητα και το κεφάλαιο δυσκολεύεται να αναπαραχθεί. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το χαοτικό και περιορισμένο σε έκταση ξεδίπλωμα της μη πραγματοποίησης της αξίας διευρύνει αντί να κλείσει τα ερωτήματα για το φαντασιακό της κοινωνικής συναίνεσης ως αυτο-κριτική των εξεγερμένων, αυτο-κριτική του φετιχισμένου υποκειμένου.
Το Δεκέμβρη του 2008 η εργασιακή καθημερινότητα δεν έμεινε ανέπαφη αλλά ούτε γκρεμίστηκε συθέμελα. Ωστόσο τέθηκε, μέσα από την άρνηση, η βάση που ορίζει μέχρι σήμερα αυτό ενάντια στο οποίο φαίνεται να παλεύουμε και που ο Μαρξ αναφέρει ως αληθινό προσδιορισμό του παραγωγικού εργάτη:

«[…] ένας άνθρωπος που δε χρειάζεται και δεν απαιτεί περισσότερα απʼ αυτά ακριβώς που χρειάζεται για να τον κάνουν ικανό να αποδώσει στον καπιταλιστή του το μεγαλύτερο δυνατό όφελος».
(Μάρξ, 1990, σσ. 201-202)

γ. περιοχή πάλης του «εμείς»
Τέλος, η εξέγερση ανέδειξε μορφές διάρρηξης των κοινωνικών περιφράξεων και του «συρματοπλέγματος» της εξουσίας με έμφαση στις συλλογικές οικειοποιήσεις των αστικών χωρικοτήτων (συμβολικών και υλικών), την ανανοηματοδότηση των χώρων αναφοράς των υποκειμένων και τη δημιουργία ενός κοινού απερίφρακτου χωρικού φαντασιακού στον αντίποδα της διχοτομίας ιδιωτικό-δημοσιο/κρατικό η οποία στην ουσία εξασφαλίζει την αμοιβαία λειτουργία και χρήση των δύο σφαιρών (ιδιωτικό και κρατικό-δημόσιο) με όρους καθαρά ιδιωτικής διαχείρισης. Αποτέλεσε για ένα ευρύ πλήθος τη διάρρηξη της αστικής ιδιώτευσης στην οποία θεμελιώνονται οι πόλεις και οι ύστερες νεωτερικές κοινωνίες, η οποία σβήνει συνεχώς τα ίχνη της ζωντανής ανθρώπινης εμπειρίας από τη χωρική επιφάνεια του κοινωνικού (κλειστά παράθυρα, ερήμωση των δημόσιων χώρων, αφιλόξενα αστικά τοπία, περιχαράκωση σε ιδιωτικά σπίτια-φρούρια ή σε συνοικίες-φρούρια και σε συνοικίες-υπνουπόλεις). Υπʼ αυτήν την έννοια, η εξέγερση προεικόνισε την οριακή μετάβαση σε μια νέα δημόσια σφαίρα των από κάτω (27), που αρνείται το «αστικό κελί» και που κατέστη περισσότερο ορατή το καλοκαίρι του 2011 μέσα από τα εγχειρήματα του αστικού κοινοτισμού των κατειλημμένων πλατειών και των λαϊκών συνελεύσεων.
Η κοινωνική πρακτική της ανοιχτής και μεταβατικής αστικής χωροχρονικότητας μετέτρεψε επομένως για ένα προσδιορισμένο διάστημα το οριοθετημένο περίγραμμα των ανοίκειων συμπτώσεων (28) της καπιταλιστικής καθημερινότητας σε κοινό τόπο δράσης «εδώ και τώρα», της κάθε-μέρας που ξημέρωνε στις καταλήψεις των πάρκων, των δημόσιων κτηρίων, των θεάτρων, των δρόμων και πλατειών, διεκδικώντας τη δημιουργία ενός διαφορικού χώρου (29), δηλαδή ενός τρόπου να ζεις την πόλη και όχι να ζεις στην πόλη. Ο αμφισβητούμενος κοινωνικός χώρος που αναπροσαρμοζόταν καθημερινά με νέους όρους δημιουργώντας ροές και υβρίδια χωρικής κοινωνικότητας σε συνθήκες μετάβασης επανέφερε στην ορατότητα το περιεχόμενο της πόλης (τις άμεσες και αδιαμεσολάβητες κοινωνικές σχέσεις των υποκειμένων) που βρίσκεται ως υπόστρωμα αλλά και υποτάσσεται στη μορφή της πόλης, δηλαδή στους θεσμούς, στις σχέσεις εξουσίας, στα πολιτικά μορφώματα, στα μέσα επικοινωνίας που αποτελούν έκφραση της κυριαρχίας του κεφαλαίου.
Είναι γεγονός ότι περιφράξεις και οι χωρικές οριοθετήσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας συνεχώς εξαϋλώνονται, μεταβάλλοντας την ορατή κανονικοποίηση και απαγόρευση σε ένα αδιόρατο πλέγμα εσωτερικού και γενικευμένου ελέγχου, ένα είδος αυτο-εποπτείας. Αυτό σημαίνει πως η «αόρατη φυλακή» κατασκευάζεται στη βάση μιας σχέσης που καταπιέζει συνεχώς την επιθυμία της άρνησής της ενώ αντίθετα καλλιεργεί την αποδοχή των ορίων ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό ως έναν άπαξ φυσικό χώρο συμβίωσης. Ο Raoul Vaneigem αναφέρει:

«Ήταν τους λες και βρίσκονταν σε κλουβί μʼ ορθάνοιχτη την πόρτα, χωρίς να μπορούν να φύγουν. Τίποτα δεν είχε σημασία έξω από το κλουβί, γιατί, απλούστατα, δεν υπήρχε πια τίποτα. Κάθονταν, λοιπόν, στο κλουβί, ξένοι στο καθετί που δεν ήταν ό,τι και το κλουβί αυτό, χωρίς τη σκιά καν κάποιας επιθυμίας για το τι βρίσκονταν πέρʼ από τα κάγκελα. Ήταν αφύσικο, αδύνατο μάλιστα, να σηκωθεί κανείς να φύγει για κάτι που στην πραγματικότητα ούτε σημασία είχε. Εντελώς αδύνατο». (Vaneigem, 1972: 38)

Ο χώρος που ορίστηκε ως «κοινός» μέσα από τη συλλογική παρουσία, την κοινή δράση και τη διεκδίκηση κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του 2008 άλλαξε τις χωρικές διαμεσολαβήσεις και αναπαραστάσεις, αφού μετέβαλλε τις χωρικές ροές της πόλης μέσα από την κατάρρευση της εσωτερικευμένης χωρικής συμπεριφοράς (κατήργησε τις μονόδρομες μορφές, κατέβασε τους ανθρώπους από τα πεζοδρόμια, άφησε ελεύθερο το πεδίο για περίπατο στη μέση των κεντρικών λεωφόρων, μετέτρεψε την πρωτεύουσα από χώρο-θέαμα σε μια μεταβατική απρόσμενη χωρικότητα ανθρώπινων φωνών και βημάτων σε ελεύθερη, χωρίς προγραμματισμό, εξέλιξη).
Ταυτόχρονα ανατοποθέτησε τα χωρικά εμπόδια πάνω στη βάση ενός βίαιου ή παραβατικού συλλογικού, ώστε να δημιουργήσει οδοφράγματα και αντι-περιφράξεις (υλικά και συμβολικά) απέναντι στις επιθέσεις της εξουσίας, της αστυνομίας, της προπαγάνδας και να μεταβάλλει τη θεσμική χρήση χώρων, όπως πανεπιστήμια, υπουργεία, δημόσια κτίρια, αρχαιολογικούς χώρους (30), από αποκλεισμένες ζώνες ιερότητας σε συνωστισμένα καταφύγια προστασίας, σε μέσα αντι-πληροφόρησης και σε τόπους παρέμβασης. Προσδιόρισε νέες πυκνώσεις και διασπορές σε αστικά τοπία που δεν είχαν πλέον ως κέντρο την εργασία, την κατανάλωση ή τη μοναξιά, διασπείροντας και αποκεντρώνοντας τους σημαίνοντες τόπους από το εμπορικό κέντρο στις γειτονιές. Η πόλη στο σύνολό της απέκτησε μια διαφορετική νοηματόδοτηση.
Η διεκδίκηση κοινών περιοχών πάλης ανέδειξε μορφές και τροπικότητες απο-φετιχοποίησης της ατομικής ιδιοκτησίας με έμφαση σε νέες κοινοτιστικές πρακτικές αλληλεγγύης, την εμφάνιση δικτύων υποστήριξης και ανταλλαγής χωρίς χρήμα σε τοπικό επίπεδο στο αντίποδα της «κοινωνίας των πολιτών», των αστικών δικαιωμάτων και του ατομικισμού. Ο Μαρξ στα Grudrisse αναλύει τη σχέση σύγχρονης ιδιοκτησίας και μισθωτής εργασίας ως διαδικασία με την οποία το χρήμα και η αξία αποσυνθέτει την παραδοσιακή ή συγκεκριμένη κοινότητα και παίρνει τη θέση της· το χρήμα γίνεται κοινότητα:

«Πρέπει να σημειωθεί ότι οι νέες παραγωγικές δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής δεν αναπτύσσονται από το μηδέν, ούτε πέφτουν από τον ουρανό, ούτε βγαίνουν από τους κόλπους της αυτο-τοποθετούμενης Ιδέας· αντίθετα αναπτύσσονται μέσα στην –και σε αντίθεση προς– την υπαρκτή εξέλιξη της παραγωγής και τις πατροπαράδοτες σχέσεις ιδιοκτησίας. Αν στο ολοκληρωμένο αστικό σύστημα κάθε οικονομική σχέση προϋποθέτει την άλλη στην αστική-οικονομική της μορφή, και έτσι κάθε αποτέλεσμα είναι ταυτόχρονα και προϋπόθεση, τότε αυτό συμβαίνει σε κάθε οικονομικό σύστημα. Το ίδιο αυτό οργανικό σύστημα, σαν ολότητα, έχει τις προϋποθέσεις του· και η ανάπτυξή του σε ολότητα βρίσκεται ακριβώς στην καθυπόταξη όλων των στοιχείων της κοινωνίας ή στη διαμόρφωση απʼ αυτά των οργάνων που ακόμα του λείπουν». (Μαρξ, 1990: 205)

Η ανάπτυξη του κεφαλαίου ως ολότητα προϋποθέτει τη διαρκή ανανέωση της καταστροφής και απαλλοτρίωσης ζωτικών περιοχών και παλιότερων μορφών ζωής προς την συνθετική διαδικασία νέων πραγματικών αφαιρέσεων, όπου η ατομική ιδιοκτησία επεκτείνεται οργανικά σε όλο το εύρος και το βάθος του κοινωνικού. Οι περιοχές της εξέγερσης, οι εδαφικοποιήσεις της κοινωνικής πάλης είναι ακριβώς η αντίρροπη, ανταγωνιστική, απο-ολοποιητική δύναμη αυτής της διαδικασίας του κεφαλαίου. Η κοινωνική ζωή στους κατειλημμένους χώρους και στις λαϊκές συνελεύσεις που οργανώθηκε πέρα από το ιδιωτικό και το ατομικό, η μετατροπή της ζούγκλας της μεγαλούπολης σε συνάντηση συντροφιών, η απώλεια του αστικού φόβου άνοιξαν το κατώφλι του μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων στη βάση μιας συγκεκριμένης «κοινότητας», όχι με συντακτικούς όρους αλλά μέσα από την πειραματική εξερεύνηση δυνατοτήτων κοινωνικής συσχέτισης, απαραίτητα σε θέση μάχης ενάντια στο δεδομένο κοινωνικό.
Τελικά, η εξέγερση του Δεκέμβρη, που ήταν κυρίως μια κραυγή άρνησης, μια διαδικασία καταστροφής και όχι συγκρότησης, κατάφερε να διαγράψει έναν ευρύτερο κοινωνικό ορίζοντα ενάντια στις μορφές εξουσίας και καταστολής, να ανασυγκροτήσει δηλαδή το κοινωνικό σε μια νέα βάση κοινού αισθήματος ενάντια στην αδικία, την εκμετάλλευση και την κυριαρχία που καθορίζει τις κοινωνικές σχέσεις, έφερε κοντά ευρύτερα κομμάτια της κοινωνίας που μέχρι τότε ιδιώτευαν αποκλειστικά ή συγκροτούνταν σε αντίπαλα στρατόπεδα βάσει συμφερόντων ή ιδεολογικών σχημάτων, άνοιξε και εμβάθυνε το πεδίο της πάλης προσφέροντας μια παράδοση αγώνα στη βάση ενός κοινού «όχι».

ΙΙΙ. Αστικός κοινοτισμός: κοινοτικοί κήποι, «απόρθητα κάστρα» και κατειλημμένες πλατείες

Ο Δεκέμβρης αποτέλεσε επομένως το ξεχείλισμα του περιεχομένου της πόλης της Αθήνας που διεκδίκησε από την δοσμένη δομή της μια νέα δημόσια σφαίρα, αυτή τη φορά όχι παραχωρημένη από κάποια αρχή κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες οι οποίες επιβεβαιώνουν τη νομιμότητα της εξουσίας (Σταυρίδης, 2012). Αυτός ο διεκδικούμενος παραβατικός και όχι παραχωρημένος χώρος που αποτελεί το υπόγειο ρεύμα στο οποίο συγκλίνουν μετά το 2008 οι ροές της αντίστασης που αναπτύσσονται στην Ελλάδα και ξεσπούν σε διαφορετικές δυναμικές στιγμές, μπορεί να δώσει απαντήσεις σε όσους βιάστηκαν, όπως πάντα, να εγκαταλείψουν την εμπειρία του «φτάνει πια» στο «δεν άλλαξε τίποτε». Η επανακανονικοποίηση της κοινωνικής ζωής φέρει σήμερα στην Ελλάδα περισσότερα ρήγματα από όσα μπορεί να φανταστεί κανείς, ρήγματα που στη συνείδηση και την αντίληψη των ανθρώπων σπάνε τον έναν μετά τον άλλο τους δεσμούς που αλυσόδεναν μέχρι τώρα τους δύο κόσμους, των από πάνω και των από κάτω, τους δύο ανταγωνιστικούς πόλους.
Η απόσταση που μεγαλώνει ανάμεσα σε αυτές τις δύο ανταγωνιστικές στιγμές του κοινωνικού ωστόσο κάθε άλλο παρά δηλώνει πως απομένουμε μόνοι, όπως ίσως πολλοί ερμηνεύουν την απώθηση του κράτους, των πολιτικών θεσμών και των παλιών οργανωτικών δομών, αντίθετα αποτελεί το κατώφλι μέσα από το οποίο πλησιάζουν και συνδέονται οι άλλοι κόσμοι των από κάτω (Zibechi, 2011), ξεκαθαρίζει τον ορίζοντα στον οποίο ανατέλλουν οι συναστρίες της κοινωνικής πάλης ενάντια στην συνεχή επίθεση του κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο. Σʼ αυτόν τον ορίζοντα και με εντελώς διαφορετικούς τρόπους και παραδόσεις κατασκευάζονται καθημερινά δεσμοί, μνήμες και πρακτικές ενός νέου τύπου κοινοτισμού, ενός διαφορετικού και πολύμορφου «εμείς», «που δεν κινείται προς την κατασκευή συλλογικών ταυτοτήτων ή ενός ενιαίου κοινωνικού σώματος αλλά προς νέες μορφές συντονισμού και διάδρασης που βασίζονται σε συλλογικές πρακτικές και δημιουργούν ανοιχτές κοινότητες, κομμούνες και κομμουνάρους» (Σταυρίδης, 2012).
Ο βασικός σύνδεσμος ανάμεσα στις διαφορετικές πρακτικές κοινοτισμού είναι ακριβώς το σπάσιμο του φόβου που γεννά η εξάρτηση χρόνων και η αποδυνάμωση της φαντασίας μας να σκεφτούμε τις πιθανές εναλλακτικές για το πως μπορούμε να κάνουμε τα πράγματα μόνοι μας, με το δικό μας τρόπο. Ως τρεις (διφορούμενες ίσως) στιγμές αυτού του τύπου αστικού κοινοτισμού που αναπτύχθηκαν στην Αθήνα μετά το 2008 και μπορούν να δώσουν μια απάντηση στις δύο βασικές a posteriori κριτικές σχετικά με την εξέγερση, δηλαδή στην άποψη όσων υποστηρίζουν ότι η βραχύβια έκρηξη της κοινωνικής οργής άφησε αδιασάλευτο το κοινωνικό πεδίο χωρίς να επιφέρει κανένα ορατό αποτέλεσμα και, από την άλλη, στην άποψη όσων υποστηρίζουν ότι ο Δεκέμβρης αποτέλεσε απλώς μια αντανακλαστική αντίδραση στην αδικία που σηματοδότησε ο θάνατος του 16χρονου Αλέξη από τους δολοφόνους της εξουσίας χωρίς αντιπρόταση, θα αναφέρω το αυτο-οργανωμένο πάρκο-κατάληψη Ναυαρίνου στα Εξάρχεια, τον πολύμηνο αγώνας των κατοίκων της Κερατέας ενάντια στα σχέδια της κυβέρνησης και των εργολάβων για την κατασκευή ΧΥΤΑ στην περιοχή του Οβριόκαστου που ξεκίνησε το Δεκέμβρη 2010 και την εμπειρία της πλατείας Συντάγματος το καλοκαίρι του 2011 που εντάσσεται σε αυτό που πολλοί τώρα ονομάζουν «ευρωπαϊκό καλοκαίρι».

2009
Το πάρκο Ναυαρίνου (31) αποτελεί χωρική αποτύπωση των γεγονότων του Δεκέμβρη ʼ08 και συνοψίζει τις διεκδικήσεις που διατυπώθηκαν για αυτοδιαχείριση και αυτονομία. Η οριοθέτηση μιας αυτόνομης περιοχής στην καρδιά της μητρόπολης, όπου το καπιταλιστικό σύστημα δεν έχει πρόσβαση, αποτελεί μια πολύ σημαντική «στιγμή» της χειραφετητικής πολιτικής. Αυτό είναι πιο εύκολα αντιληπτό, αν σκεφτεί κανείς την ένταση και την έκταση και της αστυνομικής καταστολής, με επιχειρήσεις τύπου «ασφαλής Αθήνα» (32), που αναδεικνύουν την κομβική σημασία του ανταγωνισμού επί του εδάφους. Το πάρκο λειτουργεί, στην ουσία, εκτός από αποτύπωμα –χωρική αντανάκλαση των διεκδικήσεων– και ως μετασχηματιστής, αφού με την ίδια την ύπαρξή του αλλά και τις διεργασίες που αξιακά συμπεριλαμβάνει οδηγεί σε δύο εννοιολογικές μεταβάσεις.
Από τη μια πλευρά, δημιουργεί έναν απροσδιόριστο «τόπο», στον οποίο δεν μπορεί να βρει αναφορά η κυρίαρχη αντίληψη που καθορίζει τη σχέση μας με το χώρο: η αντίληψη περί ατομικής ιδιοκτησίας. Μετασχηματίζεται, μʼ αυτόν τον τρόπο, σε ένα μετέωρο κενό –όπως λίγο πολύ έμοιαζαν και οι πρώτες μέρες του Δεκέμβρη– όπου τίποτε από όσα γνωρίζαμε δεν ισχύει: το πάρκο δεν είναι ούτε ιδιωτικός χώρος, ούτε δημόσιος χώρος, είναι ένα «κοινοτικός κήπος». Από την άλλη πλευρά και σε συνέχεια ακριβώς αυτής της χωρικής μετατόπισης, το πάρκο Ναυαρίνου καταφέρνει να ενσαρκώσει εδώ και τώρα την μετάβαση από τη διεκδίκηση του «δημόσιου» (δημόσιος χώρος, δημόσια αγαθά όπως παιδεία, υγεία κ.λπ.) που διαμεσολαβείται από το «κρατικό», στη διεκδίκηση του «κοινού», του κοινόχρηστου, της κοινής χρήσης όλων πλέον των αγαθών (πέραν του χώρου). Μʼ αυτόν τον τρόπο ξεπερνά τον ίδιο του τον αποσπασματικό ή τοπικό χαρακτήρα καθώς δεν περιορίζει τη διεκδίκηση στη δημιουργία «προσωρινών αυτόνομων ζωνών» (πολιτισμικό επίπεδο) αλλά μεθοδεύει την εμπέδωση της νοοτροπίας των «κοινών» ως έκφραση μιας κοινωνικής μεταμόρφωσης («τα θέλουμε όλα για όλους»).
Το εγχείρημα του κατειλημμένου πάρκου αποκτά μια ευρύτερη σημασία αν σκεφτεί κανείς πως παραμένει ένας χώρος ανοιχτός και αδιαμεσολάβητος, αφύλακτος μπροστά στις αντιφάσεις που μας διαπερνούν, είναι μια περιοχή ανοχύρωτη που προτείνει μια διερχόμενη ου-τοπία του αστικού, βρίσκεται σε καθημερινή έκθεση της χρήσης που επιλέγουν οι χρήστες του, χωρίς τον πειθαρχικό έλεγχο της ταυτότητας του πολιτικού ή του κοινωνικού χώρου από τον οποίο δυνητικά προέρχονται. Κι αυτό σημαίνει στην ουσία ότι δημιουργεί έναν χώρο αντι-ταυτοποίησης, έναν τόπο αδέσποτο, ανεξήγητο αγκάθι στην καρδιά ενός συστήματος που επιβάλλει την τυραννία της ταυτοποίησης η οποία καταλήγει στην ταυτολογία (εγώ = εγώ) του ολοκληρωτικού εξατομικισμού.

2010
Το «απόρθητο κάστρο» της Κερατέας, δηλαδή το αυτοσχέδιο κατάλυμα που έχτισαν οι κάτοικοι στο σημείο του οδοφράγματος που χώριζε (και ένωνε μέσω της πάλης) καθημερινά ως σημείο και σύμβολο αντίστασης μια ολόκληρη κοινότητα από τις δυνάμεις καταστολής που απέκλεισαν για μήνες ολόκληρη την περιοχή προκειμένου να εξασφαλίσουν την ελεύθερη μετακίνηση των μηχανημάτων της κατασκευαστικής εταιρίας, κάηκε πρόσφατα σε μια μεταμεσονύχτια επιχείρηση της αστυνομίας. Η απάντηση των κατοίκων της Κερατέας απέναντι στη δειλή επίθεση του κράτους ήταν να συναντηθούν ξανά υπό συνθήκες αγώνα και να αρχίσουν την επανακατασκευή του.
Τρία είναι τα βασικά σημεία που παρουσιάζουν ενδιαφέρον σχετικά με τον αγώνα της Κερατέας, ενός από τα πιο κακοποιημένα προάστια λόγω της λεγόμενης εκσυγχρονιστικής αστικής ανάπτυξης, που έχει μετατρέψει τα μεσόγεια σε βιομηχανικό σκουπιδότοπο της Αττικής μιας τουριστικής και αποσπασματικής χρήσης: η μεταμόρφωση ενός θεσμικού τοπικού αιτήματος (ενάντια στην κατασκευή της χωματερής) σε αντι-συστημικό αγώνα και η ανάδυση ενός συλλογικού υποκειμένου-ενάντια μέσα από την πάλη· η χωρική μετατόπιση της κοινωνικότητας που επανασυνδέει το χώρο με τις συνθήκες του, δηλαδή τον ενώνει με το κοινωνικό του περιεχόμενο, με τα υποκείμενα που τον βιώνουν όχι ως αλλότριο κομμάτι της εμπορευματικής λογικής της αγοράς αλλά ως «τόπο» δικό τους, η επαναεδαφικοποίηση το «κοινού»· τέλος, το πλησίασμα των ανθρώπων μέσα σε μια νέα χωροχρονική πραγματικότητα, ρευστή, σαν κινούμενη άμμος και η ανάκτηση των σχέσεων αλληλεγγύης και συντροφικότητας πέρα και μακριά από τις γνωστές κοινωνικές νόρμες.
Όταν στις 12 Δεκέμβρη του 2010 οι κάτοικοι της Κερατέας βρέθηκαν μπροστά στην τεράστια αστυνομική επιχείρηση κατάληψης και αποκλεισμού της γης τους, ως απάντηση στις πολύχρονες διαπραγματεύσεις με το κράτος για το μεγα-σχέδιο κατασκευής της χωματερής, κανείς, και κυρίως οι ίδιοι, δεν θα μπορούσε να φανταστεί αυτό που ακολούθησε τους επόμενους μήνες και που μετέβαλλε για πάντα την κοινωνική πραγματικότητας μιας κοινότητας που αποφάσισε να «πάρει έναν χώρο ή μια στιγμή στα χέρια της και να οργανώσει τη ζωή της σύμφωνα με τις δικές τους αποφάσεις» (Holloway 2010:21). Η άγρια αστυνομική καταστολή που ακολούθησε το ίδιο βράδυ, τα σπασμένα κεφάλια, πλευρά, τα ματωμένα πρόσωπα των γυναικών, ο φόβος και το κυνηγητό αναμεμειγμένος με την απορία και ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα οργής και απελπισίας ήταν απλώς το ξεκίνημα μιας μάχης που ακόμη δεν έχει τελειώσει για την Κερατέα.
Οι βίαιες πρακτικές των κατοίκων απέναντι στην περίφραξη της αστυνομίας, την κατάληψη του εδάφους και την απαγόρευση να αποφασίσουν μόνοι τους για τη γη τους περιλάμβαναν κατασκευή και περιφρούρηση οδοφραγμάτων, μπλοκαρίσματα του δρόμου με μαζική παράσταση ανθρώπων ή με τοποθέτηση αυτοκινήτων του δήμου τα οποία «απαλλοτρίωσαν» για τους σκοπούς του αγώνα, σαμποτάζ στο χώρο των εργασιών κατασκευής της χωματερής και κάψιμο των μηχανημάτων της εταιρείας, απροσδόκητες επιθέσεις και αφοπλισμό των αστυνομικών δυνάμεων, δημιουργία αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών, μάχες σώμα με σώμα στα χωράφια και μέσα στο χωριό ως άμυνα στην αυξανόμενη βία της αστυνομίας η οποία επιτέθηκε με τόνους χημικών, αύρα, ελαστικές σφαίρες, παραβιάσεις και καταστροφή αυτοκινήτων, σαμποτάζ των προμηθειών των κατοίκων, στρατιωτική εισβολή στο κέντρο της Κερατέας, τρομοκρατία, σωματικές επιθέσεις, τραυματισμούς και συλλήψεις.
Αυτή ήταν η μία όψη της πραγματικότητας που γεννήθηκε στην Κερατέα από τον πόλεμο που εξαπέλυσε εναντίον της το κεφάλαιο και το αστικό κράτος. Η δεύτερη όψη ήταν οι γιορτές, οι συναντήσεις των ανθρώπων σε μια νέα περιοχή κοινής πάλης, οι συζητήσεις και αναφορές στα κοινά προβλήματα, η επανασύνδεση, η οργάνωση φεστιβάλ, εικαστικών εκθέσεων, προβολών, η παραγωγή κουλτούρας (τραγούδια, κάλαντα), οι κατασκηνώσεις, η δημιουργία μιας κοινότητας πέρα από το φόβο που προκαλεί ο έλεγχος και η κρατική τρομοκρατία, η συνάρθρωση ενός δικτύου αλληλεγγύης με συλλογικότητες από την γύρω περιοχή, την πόλη της Αθήνας αλλά και όλη τη χώρα. Η υποκειμενοποίηση των κατοίκων της Κερατέας σε σχέση με τη ριξηγενή στάση τους που συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια της πάλης, αποτέλεσμα της αλλαγής που επέφερε στην ίδια την ποιότητα του κοινωνικού ανταγωνισμού ο Δεκέμβρης, ξεπέρασε τα όρια διεκδίκησης ενός μικροαστικού αιτήματος.
Οι κάτοικοι της Κερατέας, όπως και οι κάτοικοι του Ατένκο και της Οαχάκα, δεν κατέβηκαν στο δρόμο ως ακτιβιστές, η οργή τους ήταν ένα «ξέσπασμα ελευθερίας» (Echeverría 1998:140), μια αναλαμπή «σε μια στιγμή κινδύνου» (Löwy 2004: 82) που αναμόχλευσε την πράξη με την επιθυμία και την ουτοπία, μεταμόρφωσε το παρόν σε ρωγμή ενός συνεχούς ιστορικού χρόνου αδιάφορου και ξένου, όπου τίποτε δεν φαίνεται να συμβαίνει. Γεννήθηκε μέσα από την ανάγκη τους να παλέψουν για τα συγκεκριμένα και ορατά προβλήματα που οριοθετεί η αιματηρή πάλη του κεφαλαίου να μας υποτάξει, να μας εκτοπίσει από τις ζωτικές μας περιοχές, να μας μετατρέψει σε μηχανές παραγωγής χρήματος και συσσώρευσης εμπορευμάτων ή να μας σκοτώσει. Μέσα από αυτή την πάλη, από τη λαϊκή δύναμη να εκφράσουν την άρνηση στην υποταγή τους στο κεφάλαιο, κατασκεύασαν πρακτικές και μνήμες κοινοτισμού πέρα και μακριά από τις κοινωνικές εμπράγματες σχέσεις της αξίας, του χρήματος και του εμπορεύματος.

2011
Ο αγώνας της Κερατέας σηματοδότησε στην Ελλάδα την κατασκευή μια ακόμη περιοχή αντίστασης ενάντια στο κεφάλαιο, ανάλογης με αυτή που αποτυπώθηκε χωρικά στο πάρκο Ναυαρίνου στην καρδιά των Εξαρχείων, στις παρεμβάσεις στα διόδια από το κίνημα «δεν πληρώνω», στις συλλογικές κουζίνες των κολεκτίβων και των εργατικών απεργιών, μια περιοχή ωστόσο ανοιχτή και μεταβατική, ως πέρασμα, ως δρόμο πάλης προς την αναζήτηση μορφών αυτονομίας και όχι ως μοντέλο ούτε ως οχυρό οριοθετημένο. Αντίστοιχος ανοιχτός και «κοινός» ήταν ο χώρος που διεκδικήθηκε από τις κατειλημμένες πλατείες όλης της χώρας που έγιναν το θέατρο των λαϊκών συνελεύσεων κατά τους καλοκαιρινούς μήνες του 2011. Το πρώτο ψήφισμα της λαϊκής συνέλευσης της πλατείας Συντάγματος στην Αθήνα στις 28.5.2011 ανέφερε:

«Εδώ και πολύ καιρό παίρνονται αποφάσεις για εμάς χωρίς εμάς. Είμαστε εργαζόμενοι, άνεργοι, συνταξιούχοι, νεολαίοι, που έχουμε έρθει στο σύνταγμα για να παλέψουμε και να αγωνιστούμε για τις ζωές μας και το μέλλον μας. Είμαστε εδώ γιατί γνωρίζουμε ότι οι λύσεις στα προβλήματά μας μπορούν να προέλθουν μόνο από εμάς. […] Εκεί στις πλατείες θα συνδιαμορφώσουμε όλα μας τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις μας. Δεν θα φύγουμε από τις πλατείες, μέχρι να φύγουνε αυτοί που μας οδήγησαν εδώ: Κυβερνήσεις, Τρόικα, Τράπεζες, Μνημόνια και όλοι όσοι μας εκμεταλλεύονται. Τους διαμηνύουμε ότι το χρέος δεν είναι δικό μας. Άμεση δημοκρατία τώρα! Ισότητα - Δικαιοσύνη - Αξιοπρέπεια».(33)

Στις 25 Μαΐου 2011, σε μια αυθόρμητη, χωρίς κεντρική ή σχεδιασμένη οργάνωση, χειρονομία ανυποταγής, αγανάκτησης και λαϊκής δυσαρέσκειας χιλιάδες κόσμου (περίπου 500.000) βγήκαν στους δρόμους στο κέντρο της Αθήνας και κατέλαβαν την κεντρική πλατεία και το χώρο μπροστά από το Κοινοβούλιο με το σύνθημα «Ξυπνήσαμε και ήρθε η ώρα να φύγετε»· και παρέμειναν εκεί φωνάζοντας, τραγουδώντας και στοχεύοντας με χιλιάδες λέιζερ το χωρικό σύμβολο της αστικής δημοκρατίας, στις πρώτες συναντήσεις ενός μαζικού και πολιτικά αδιαφοροποίητου πλήθους, με ανθρώπους κάθε ηλικίας, κοινωνικής και μορφωτικής βάσης, ιδεολογικής προέλευσης (με τη συμμετοχή επίσης πολλών ακροδεξιών-εθνικιστικών ή πατριωτικών ομάδων), ενός πλήθους θολού, απροσδιόριστου και εξοργισμένου.
Με αυτά και εξ αιτίας ακριβώς αυτών των χαρακτηριστικών έγινε αρχικά αποδεκτό με μεγάλο ενθουσιασμό από τον αστικό τύπο και όλο το μηχανισμό της κρατικής προπαγάνδας, που ανέλαβαν το ρόλο του υπερασπιστή του λαϊκού ξεσπάσματος, παίζοντας πολιτικά παιχνίδια και πιέζοντας για την αλλαγή απλώς των πολιτικών προσώπων που θα απαγγείλουν τη σωτηρολογία της αγοράς. Έγινε δηλαδή αποδεκτό ως πείραμα (και λύση) αποσυμπίεσης της κοινωνικής έντασης που είχε σωρευθεί και κλιμακωθεί από την ψήφιση των προηγούμενων μέτρων λιτότητας καθώς και από την επικείμενη ψήφιση του πακέτου που συζητιόταν στη Βουλή εκείνες τις ημέρες, οι συνέπειες των οποίων ήταν πλέον ορατές στην καθημερινή ζωή όλων. Η αποδοχή αυτή ωστόσο δεν διήρκεσε αρκετά (34).
Η μεταστροφή οφείλεται σε αυτό που πολλοί επισήμαναν ως ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της εμπειρίας, τη σταδιακή χωρική μετατόπιση της αντίστασης από το πεδίο της στόχευσης του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος, στην πάνω πλευρά της πλατείας, όπου συνέχιζε να συμμετέχει το αμήχανο πλήθος, στο πεδίο της λαϊκής συνέλευσης που κατέλαβε το κάτω μέρος της πλατείας και άρχισε να δημιουργεί οργανωτικές δομές επικοινωνίας και οριζόντιας συναπόφασης με πολιτικά χαρακτηριστικά. Η κατάληψη αυτή ήταν κυριολεκτική, με την κατασκήνωση αρκετών εκατοντάδων που αρνούνταν να επιστρέψουν το βράδυ στο σπίτι τους, τη δημιουργία περισσότερων από 18 ομάδων εργασίας με καθημερινές δραστηριότητες, που μετέτρεψε την πλατεία Συντάγματος σε έναν παράξενο ζωντανό οργανισμό, λίγο βρώμικο ή άτακτο για τα αστικά γούστα των πελατών της Μεγάλης Βρετάνιας και των υπόλοιπων πολυτελών ξενοδοχείων που την περιβάλλουν ή όσων βιώνουν τον δημόσιο χώρο ως διακοσμητικό και τακτοποιημένο περιβάλλον της νόμιμης πειθαρχίας. Οι μαζικές λαϊκές συνελεύσεις στο Σύνταγμα (μερικές φορές με τη συμμετοχή μέχρι και 5.000 προσώπων) σηματοδότησαν αν μη τι άλλο την ανάγκη μιας νέας επικοινωνιακής κουλτούρας, την επίδειξη μιας πεισματικής δύναμης να μην παραδοθούμε στο ήδη αποφασισμένο, την επιθυμία εξόδου από την ιδιωτική σιωπή και συμμετοχής στο διάλογο και τη λήψη αποφάσεων από τα κάτω. Ο κοινός ορίζοντας που συγκρότησε την αντίσταση τόσο στις πλατείες όσο και στην Κερατέα ήταν: ποιος αποφασίζει;
Οι λαϊκές συνελεύσεις του Συντάγματος έδειξαν μηδενική ανοχή στην παρουσία και την προσπάθεια πολιτικής παρέμβασης από συγκεκριμένες πολιτικές ομάδες, κόμματα και συνδικάτα, αλλά ανέχτηκαν το περιβάλλον των Mac Donaldʼs και της εμπορικής κίνησης της οδού Ερμού, επιμένοντας να συγκεντρώνουν την προσοχή τους στο δικό τους, σε μια δική τους εσωτερική αυτο-οργάνωση και ανάπτυξη δράσης. Επέλεξαν έναν χώρο συμβολικό και συγκρότησαν μια νέα πραγματικότητα μέσα στα όρια του, δεν κινήθηκαν προς το κοινωνικό, ίσως μάλιστα περιχαρακώθηκαν σε έναν κατειλημμένο χωρικό ετερότοπο (πλατεία Συντάγματος) ως σημείο πόλωσης της άρνησής τους στο πραγματικό και δημιουργίας ενός παράλληλου, διαφορετικού, πραγματικού. Ωστόσο το κοινωνικό κινήθηκε και βρέθηκε στην πλατεία Συντάγματος και μάλιστα σε ένα εύρος πρωτόγνωρο μέχρι εκείνη τη στιγμή, συνωστίστηκε στις συνελεύσεις, θύμωσε ή αισθάνθηκε ευτυχισμένο με τη συμμετοχή του σε έναν χώρο νέου δημόσιου διαλόγου, απέκτησε μια νέα δημόσια συνήθεια και το «πέρασμα» που μορφοποίησε η πλατεία χώνευσε υποκειμενικές ιστορίες σε μια αμφισβητούμενη, ρευστή και πρόσκαιρη αντικειμενικότητα.
Αλλά και το πολιτικό (παλιό και νέο) βρέθηκε στο Σύνταγμα. Από τη μια το παλιό, επειδή πολλές πολιτικές ομάδες και κόμματα της αριστεράς βρέθηκαν ως «άτομα» στη συνέλευση, έχοντας ωστόσο λάβει εκ των προτέρων στις δομές τους την πολιτική γραμμή που έπρεπε να προωθήσουν. Αυτό συμβαίνει και δεν αποτελεί περισσότερο κριτική για την εμπειρία των συνελεύσεων στις πλατείες όσο αποτελεί κριτική για όσους συνεχίζουν μπροστά στην ορμή του νέου να μεταφέρουν το άγχος του παρελθόντος. Ωστόσο δεν κατάφερε, τουλάχιστον στο σημείο ακμής αυτής της εμπειρίας, να μετατρέψει τη συνέλευση «σε κακέκτυπο κοινοβουλίου» (Λιερός 2011:8). Απέναντι σε αυτό το παλιό αντιπαρατέθηκε το νέο, δηλαδή η διεύρυνση της συνείδησης του αυτο-καθορισμού, μέσα από την έκφραση της μαζικής απέχθειας για το θεσμικό πολιτικό ιδίωμα που έφτασε ορισμένες φορές σε ακραίες αντιδράσεις.
Και αυτό το νέο χρονικό και χωρικό φαντασιακό που κατασκευάστηκε στην πλατεία Συντάγματος, πέρα από τις αντιφάσεις του –οι οποίες επίσης πάντοτε υπάρχουν και πρέπει να υπάρχουν όταν μιλάμε για ένα ζωντανό εγχείρημα συνδιαμόρφωσης μιας νέας καθημερινής τροπικότητας– αποτέλεσε και το όριο του ελέγχου και του θυμού της εξουσίας και των μηχανισμών καταστολής. Για την εξουσία ο χρόνος των καταληψιών ήταν λίγος, σύντομος, εκείνοι μπορούσαν να περιμένουν μέχρι να κερδίσει η κούραση. Για τη συνέλευση, τις ομάδες και όσους κατέβαιναν καθημερινά στο Σύνταγμα, τα αργόσυρτα απογεύματα συζήτησης ή συμβίωσης στην πλατεία ήταν ένας χρόνος γεμάτος, διαρκής, μεγάλος. Ήταν χρόνος δοκιμής, αλληλεγγύης, συνεργασίας, αλληλοαναγνώρισης, μιας ριζοσπαστικότητας επί τη εμφανίσει.
Και αυτό ήταν ξεκάθαρο, καθώς παρά τις χειραγωγικές προσπάθειες διαχωρισμού της λαϊκής οργής σε καλή και κακή, ειρηνική και βίαιη, κοινωνική και αντικοινωνική που προπαγανδίστηκαν για διαφορετικούς λόγους μέσα και έξω από την πλατεία, οι ειρηνικοί διαδηλωτές ήταν αυτοί που δεν φοβήθηκαν μπροστά στην στρατιωτική επιχείρηση που μετέτρεψε την πλατεία Συντάγματος σε «θάλαμο αερίων» και έστειλε 700 ανθρώπους στο ιατρείο της πλατείας και 100 στο νοσοκομείο στις 28 και 29 Ιουνίου. Οι ειρηνικοί επίσης διαδηλωτές ήταν αυτοί που αντιστάθηκαν στη βία μαζί τους άνεργους, τους επισφαλείς εργαζόμενους, τους αναρχικούς, τους φοιτητές και βρέθηκαν στο κέντρο της καταστροφής των τραπεζών, των υπουργείων, του ταχυδρομικού ταμιευτηρίου, εμπορικών καταστημάτων και εστιατορίων. Ακόμη ήταν αυτοί που κυνηγήθηκαν ανελέητα μέσα σε πολυκατοικίες, μαγαζιά, μετρό, ξενοδοχεία, που παρέμειναν τραγουδώντας και χορεύοντας μέσα στο χάος, σχηματίζοντας ανθρώπινες αλυσίδες, μετατρέποντας τη βία σε γιορτή, αυτοί που εκδιώχθηκαν δύο φορές από την πλατεία και επέστρεψαν, αυτοί που συλλήφθηκαν, κακοποιήθηκαν και φυλακίστηκαν.

«Επανεμφανίστηκαν οι εξεγερμένοι του Δεκέμβρη του 2008 (αναρχικοί, αντιεξουσιαστές, μαθητές, νέοι επισφαλείς προλετάριοι) στους δρόμους της Αθήνας και μαζί με ένα σημαντικό μέρος της πιο ʽαξιοσέβαστηςʼ και σταθερής εργατικής τάξης που διαμαρτύρεται ενάντια στα μέτρα λιτότητας συγκρούονται με την αστυνομία. Ήταν η πρώτη φορά που συνέβη για πρώτη μετά τις 5 Μαΐου του 2010 (35)» (Τα Παιδιά της Γαλαρίας, 2011)

Οι βασικές κριτικές ενάντια στο κίνημα των πλατειών, που το συνέλαβαν ως την έκφραση αγωνίας για την επιστροφή ενός εξημερωμένου καπιταλιστικού μοντέλου, δεν φαίνεται να έλαβαν υπόψη τους πως η συνάντηση ευρύτερων κοινωνικών κομματιών σε μια συγκρουσιακή και εξεγερτική πραγματικότητα δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα, ξεπερνάει την αρχική της μορφή και συνθέτει τελικά την πρώτη (ανθρώπινη) ύλη πολλών αυτο-οργανωμένων εγχειρημάτων που ξεδιπλώνουν τη δράση τους σήμερα σε ολόκληρη την Ελλάδα. Ο κοινός ορίζοντας των πλατειών ενάντια στο μνημόνιο και η πλατιά λαϊκή συνεύρεση επαναδιαπραγματεύτηκαν δύο στεγανά που ταλανίζουν μέχρι σήμερα τον ελευθεριακό χώρο: τον κατακερματισμό και την ιδεολογικοποίηση της κοινωνικής αλλαγής, δηλαδή την επιμονή σε ένα είδος ιδεολογικής καθαρότητας, και την εμπιστοσύνη στην ιδέα μιας μελλοντικής επανάστασης που καθίσταται πολλές φορές παραλυτική. Η ιδέα της επανάστασης, όταν δεν συνδυάζει την επιμονή μας στην άρνηση και την αντίδραση, ως ορίζοντα αυτού που δεν θέλουμε να αναπαράγουμε, με τον στοχασμό και τη δράση γύρω από μια συγκεκριμένη χωρο-χρονικότητα, δηλαδή σε σχέση με αυτό που έχουμε μπροστά μας, στα χέρια μας, εδώ και τώρα, οδηγεί στην εσωστρέφεια, την παθητικότητα, την τριβή και τον αναχωρητισμό.

Από το καλοκαίρι του 2011 μέχρι τώρα, το πείραμα της κυβέρνησης εθνικής ενότητας συνεχίζει να «πειραματίζεται», να επιβάλλει, να τρομοκρατεί, να εκβιάζει και να καταστρέφει συνεχώς όλες τις βάσεις κοινωνικής αναπαραγωγής στην Ελλάδα, όπως ακριβώς έκαναν και τα αντίστοιχα πειράματα που ακολούθησαν την εξέγερση της Αργεντινής μετά τη χρεωκοπία το 2001. Η εργασία έφτασε να μην αξίζει πια σχεδόν τίποτε στην Ελλάδα, η φτώχεια καταγράφεται στους δρόμους των πόλεων, η απελπισία οδηγεί σε αυτοκτονίες και το σύστημα συνεχίζει να τρομοκρατεί, να εισχωρεί σε κάθε κοινωνική ρωγμή και να κόβει κάθε ανάσα (36).
Ωστόσο είναι δεδομένο πως μια γενική ανυπακοή ριζώνει μαζί με μια νέα πολιτική ηθική από τα κάτω κάθε μέρα, όπως αυτή που ξεδιπλώθηκε στις 28 Οκτώβρη του 2011 σε όλη την Ελλάδα ή πιο πρόσφατα στις 25 Μαρτίου του 2012 (37) μετατρέποντας εθνικές γιορτές σε χειρονομίες ανυποταξίας και λαϊκής γιορτής. Ταυτόχρονα συνεχίζονται πολύμηνες απεργίες σε ιδιωτικές εταιρείες και εργοστάσια, κατάληψη ενός νοσοκομείου, κατάληψη ενός καναλιού, επίσχεση εργασίας και απεργίες διαρκείας σε μεγάλη εφημερίδα του αστικού τύπου (38). Περίπου 1,5 εκατομμύριο σπίτια δεν έχουν πληρώσει τον λογαριασμό του ρεύματος που περικλείει το χαράτσι, στις 14 Ιανουαρίου του 2012 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα η πρώτη συνάντηση 40 συνελεύσεων γειτονιάς με τη συμμετοχή περισσότερων από 600 μελών και δημιούργησε τη Συντονιστική των συνελεύσεων γειτονιάς, ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα καταγράφεται ότι λειτουργούν τουλάχιστον 37 ακόμα συνελεύσεις γειτονιάς, πολλά δίκτυα ενάντια στις διακοπές ρεύματος με ομάδες επανασύνδεσης, δεκάδες συστήματα ανταλλαγής χωρίς χρήμα, τράπεζες χρόνου και χαριστικά παζάρια, εργασιακές κολεκτίβες και συνεταιριστικοί αυτο-οργανωμένοι χώροι, συλλογικές κουζίνες, αστικοί αγροί, αλληλέγγυο εμπόριο, εναλλακτικές δομές για την υγεία, οικοκοινότητες, οικογιορτές και πολλές ακόμη πρωτοβουλίες σε μικρή κλίμακα. Οι μορφές της άρνησης και της δημιουργίας συμπορεύονται σε δύο διακριτές διαδικασίες: Τη διαδικασία άμεσης και οργισμένης έκφρασης του «όχι» (39) και, από την άλλη, την πιο αργή πορεία, ανιχνευτική και πειραματική, κατασκευής μιας συγκεκριμένης εναλλακτικής.
Οι εμπειρίες του κοινωνικού αγώνα-ενάντια δεν ορίζονται από κάποιου είδους επαγγελματισμό που διαθέτει έτοιμες λύσεις, όπως συμβαίνει με τους μηχανισμούς της εξουσίας, και οι άνθρωποι είναι αδύνατον να ζουν επʼ άπειρο σε «εξαιρετικούς» καιρούς (40). Παρόλα αυτά είναι φανερό πως η διαδοχή των εξαιρετικών από τους κανονικούς χρόνους φέρει μέσα της το στίγμα της καταγεγραμμένης εμπειρίας της πάλης, τον πειραματισμό και την αναζήτηση των εναλλακτικών πρακτικών που είναι «ο πιο ισχυρός τρόπος να πούμε στʼ αλήθεια ʽόχιʼ» (Holloway, 2011a:53).
Όσο η βία της εξουσίας και του χρήματος συνεχίζουν με καταστροφική δύναμη να εξαπλώνονται, όσο συνεχίζουν να κατασκευάζουν καθεστώτα εξαίρεσης, απαρτχάιντ όπου το δικαίωμα στη ζωή εκλείπει, τόσο μοιάζει να συνεχίζουμε να μην προσαρμοζόμαστε σε κάθε νέα μορφή τυραννίας. Αυτή μας η ανικανότητα, ως κατάσταση «εξέγερσης», που διακόπτει την τυφλή πορεία των πραγμάτων, συνιστά, ως επαναστατική πράξη, την δική μας υποκειμενική πλευρά της ιστορίας, τη δική μας «παράδοση πάλης» που συγκροτείται από την επιθυμία και τον πόνο που προκαλεί η ματιά στο παρόν.

Κατερίνα Νασιώκα
Πουέμπλα Μάρτιος 2012



Σημειώσεις
(1) Βλ. σχ. Christos Lynteris, 2011.
(2)Βλ. σχ. Γαβριηλίδης, 2007.
(3) Βλ. σχετ. «Η εποχή των ταραχών, blaumachen, 2011.
(4) Η συνεχή προπαγάνδα των γερμανικών μέσων ενημέρωσης το επιβεβαιώνει, με κεντρικούς τίτλους εφημερίδων: «Εμείς γιατί πληρώνουμε τις πολυτελείς συντάξεις των Ελλήνων;», (βλ. σχ. http://www.bildblog.de/wp-content/bild_griechen2.pnghttp://marialourdesblog.files.wordpress.com/2011/10/griechenland-inselverkauf.jpghttp://www.bildblog.de/wp-content/bild_griechen.pnghttp://hinter-den-schlagzeilen.de/wp-content/uploads/2011/06/Griechenland-pleite-Bild-Zeitung.jpghttp://bilder.bild.de/fotos-skaliert/ausrisse-23930840-mbqf-21255112/2,h=493.bild.jpg καθώς και ενδιαφέρουσα ανάλυση στοhttp://www.marxistische-aktion.de/?p=342).
(5) Βλ. blaumachen ο.π.
(6) Βλ. σχ. Ολιβιέ Ραζάκ, 2008.
(7) Ομάδες λαϊκής φύλαξης (άοπλες) που χρησιμοποιήθηκαν και στην εξέγερση της Οαχάκα. Στις ιθαγενικές κοινότητες που λειτουργούν με παραδοσιακές φόρμες αποτελεί το βασικό καθήκον από το οποίο περνούν σχεδόν όλα τα μέλη της Κοινότητας. Στο ιθαγενικό ιδίωμα nauatl σημαίνει το μπαστούνι που συμβολικά κατέχουν οι αρχές της κοινότητας που εκλέγονται μέσα από τη λαϊκή συνέλευση.
(8) Υποτάξη φυσικά υπήρχε και στη Ελλάδα και πριν την εμφάνιση της κρίσης με τη σημερινή της μορφή από τους μετανάστες και άλλες ομάδες κοινωνικά περιθωριοποιημένων που δεν απολάμβαναν τα αστικά δικαιώματα.
(9) Από άρθρο πολιτικών στελεχών της πρώην κυβέρνησης Παπανδρέου: «Μέσα από τέτοιου είδους κοινωνικο-πολιτικές διεργασίες, και με τη λογική ʽτα θέλουμε όλα δικά μαςʼ, φθάσαμε στην περιφρόνηση κάθε έννοιας Δικαιοσύνης και δημόσιου συμφέροντος και στη de facto επιβολή του κανόνα: κατάληψη στο σχολείο, και ενίοτε καταστροφή του, κατάληψη στο πανεπιστήμιο, διακοπή της λειτουργίας των μέσων μεταφοράς, της αποκομιδής των σκουπιδιών και προσβολή της δημόσιας υγείας, κατάληψη δημόσιων κτηρίων, ακόμη και υπουργείων, αποκλεισμοί λιμανιών και αεροδρομίων, και κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου, πράξεις και απειλές ακόμη και κατά της ζωής. Το σημαντικότερο όλων δε είναι, πως αυτή η εξαιρετικά αντιδημοκρατική και αντικοινωνική ʽκουλτούραʼ και συμπεριφορά, επενδύθηκε με το μανδύα του προοδευτισμού και της επαναστατικότητας, για να κρύψει το πραγματικό πρόσωπο του συντεχνιακού συμφέροντος». (Πηγή: Ισοτιμία, 16-10-2011).
(10) Σχ. Karl Löwith, 1987: 135 αναφέρει: «Ήδη η Εισαγωγή στην Κριτική της εγελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου περιέχει την πρόταση: ʽΗ διάλυση της κοινωνίας στη μορφή της ιδιαίτερης κοινωνικής τάξης είναι το προλεταριάτοʼ. Αλλά η ιδιαίτερη
κοινωνική τάξη είναι το προλεταριάτο όχι ως τάξη μέσα στην αστική κοινωνία, αλλά στο βαθμό που αποτελεί κοινωνία έξω από την υφιστάμενη κοινωνία» .
(11) Βλ. σχ. Holloway, 1985.
(12) Βλ. σχ. Esteva, 2009.
(13) Η εξαγγελία από την τότε κυβέρνηση Παπανδρέου του υποτιθέμενου δημοψηφίσματος (Οκτώβρης 2011) σχετικά με την αποδοχή της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρώ που ωστόσο δεν έγινε ποτέ και η ψήφος εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση με τον όρο, από τα ίδια τα μέλη της, να παραιτηθεί ο τότε πρωθυπουργός αποτελούν τα πιο πρόσφατα ιλαρά στιγμιότυπα αυτής της αποσύνθεσης.
(14) Βλ. σχ. στον Πρόλογο από τον John Holloway του βιβλίου του Sergio Tischler, 2012.
(15) Ή όπως ανέφερε πρόσφατα στο Σεμινάριο Προβληματισμού και Ανάλυσης «Πλανήτης γη – αντισυστημικά κινήματα» που έλαβε χώρα στο Πανεπιστήμιο της Γης στην Τσιάπας (CIDECI) του Μεξικού (Ιανουάριος 2012), η εκπρόσωπος της Occupy Wall Street, «της μικροαστικής αντίδρασης όσων έχασαν το κομμάτι του γλυκού που μέχρι τώρα απολάμβαναν» .
(16) Βλ. σχ. Tischler, 2011.
(17) Βλ. σχ. Tischler, 2012.
(18) Βλ. σχ. Ouviña, 2011.
(19) Βλ. σχ. ανάλυση για το συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο, Harvey 2007
(20) Βλ. σχ. δημοσιεύματα: http://www.youtube.com/watch?v=zjbuHCs-04o&feature=player_embedded#!,http://www2.rizospastis.gr/page.do?id=10422&publDate=28%2F12%2F2008&direction=&pageNo=8,http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=1067&Itemid=29.
(21) Βλ. σχ. Davis, M., 2008, Συνέντευξη στο “7” της Ελευθεροτυπίας, 28.12.2008, Blauchmen, 3, σσ. 80-81.
(22) Βλ. σχ. κριτική για την αυτο-διαχείριση στο Bruno Astarian, Δραστηριότητα κρίσης και κομμουνιστικοποίηση, blaumachen-Πρακτορείο Rioters, 2011.
(23) Από πρόσφατη συζήτηση με τον Γουστάβο Εστέβα στην Οαχάκα.
(24) Βλ. Holloway, 2006.
(25) Βλ. σχ. κριτική των Internacionalist Perspective, 2011 (στο blaumachen, 3) και των Theorie Communiste, 2009 στο (Τα παιδιά της Γαλαρίας, 14) .
(26) Βλ. σχ. προβληματισμό στο Balibar, 1989.
(27) Βλ. σχ. Τα παιδιά της Γαλαρίας, 2011.
(28) Βλ. σχ. Internationale Situationniste, 1999.
(29) Σχ. ανάλυση στο Lefebvre, 2008.
(30) Στις 17.12.2008 φοιτητές κατέλαβαν την Ακρόπολη αναρτώντας πανό με το σύνθημα «Αντίσταση».
(31) Στις 7 Μαρτίου του 2009, γείτονες, οργανώσεις γειτονιάς, συλλογικότητες και απλός κόσμος κατέλαβαν το χώρο του πάρκινγκ στη συμβολή των οδών Ναυαρίνου και Ζωοδόχου πηγής στα Εξάρχεια, έσπασαν την άσφαλτο με κομπρεσέρ και φύτεψαν δέντρα και φυτά μέσα σε μια γιορταστική ατμόσφαιρα ελευθερίας. Η καθημερινή συμμετοχή δεκάδων ανθρώπων στην κατάληψη υπήρξε καθοριστική και οι συνελεύσεις καθόρισαν τον πολιτικό χαρακτήρα και τη χρήση του χώρου: αυτο-οργανωμένος, αντι-ιεραρχικός, αντι-εμπορευματικός. Στο συγκεκριμένο απελευθερωμένο έδαφος του πάρκου έχουν οργανωθεί μέσα στα δύο χρόνια λειτουργίας του εκατοντάδες συλλογικές δραστηριότητες (προβολές ταινιών και ντοκιμαντέρ, ανοιχτές συζητήσεις για το Ατένκο, την Οαχάκα, τους ζαπατίστας, την εξέγερση του Δεκέμβρη στην Ελλάδα, την Παλαιστίνη, το μεταναστευτικό, τις κλιματικές αλλαγές, τους πολιτικούς κρατούμενους, τους αυτόνομους χώρους, τις αστικές καλλιέργειες, τους εργασιακούς αγώνες, τη νέα τεχνολογία κ.α.) έχουν δημιουργηθεί δίκτυα αλληλεγγύης, εργαστήρια, έχουν πραγματοποιηθεί παιδικές εκδηλώσεις, συναυλίες, αντικαπιταλιστικές γιορτές, συλλογικές κουζίνες, καλλιτεχνικές εκθέσεις, που αποτέλεσαν την έκφραση αναζήτησης ενός δρόμου προς την χειραφέτηση και την αυτονομία, μια χωρική ρωγμή στο κυρίαρχο σύστημα.
(32) Σχέδιο αστυνόμευσης του κέντρου της Αθήνας και εκδίωξης των μεταναστών και άλλων περιθωριακών κοινωνικών ομάδων στο πλαίσιο της διαδικασίας εξευγενισμού που έχει αρχίσει σταδιακά εδώ και αρκετά χρόνια από το κεφάλαιο για την εκμετάλλευση της περιοχής. Από το 2009 μέχρι σήμερα (2012) αυτό το σχέδιο έχει αναπτυχθεί σε μια στρατιωτική επιχείρηση με προώθηση των μεταναστών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης που δημιουργούν σε εθνική κλίμακα.
(32) Πηγή: http://amesi-dimokratia.org.
(34) Ενδεικτικά δημοσιεύματα για τη μεταστροφή των μέσων μαζικής ενημέρωσης απέναντι στις πλατείες:http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_27/05/2011_443624 και http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_01/06/2011_444159.
(35) Στις 5 Μαΐου 2010, κατά τη διάρκεια μεγάλης πορείας στο κέντρο της Αθήνας στις 5.5.2010 πυρπολείται το κτίριο της τράπεζας Marfin επί της Σταδίου και βρίσκουν το θάνατο τρεις άνθρωποι. Το τραγικό συμβάν χρησιμοποιήθηκε από την εξουσία για να αναχαιτίσει τον κοινωνικό ξεσηκωμό ενάντια στην πολιτική των μνημονίων και προκάλεσε μεγάλη συζήτηση και διαμάχες στον αναρχικό χώρο στην Ελλάδα.
(36) Ποινικοποιούνται οι συλλογικές κουζίνες, οι καταλήψεις στέγης και οι αυτόνομοι χώροι δέχονται επιθέσεις από το κράτος, οι πορείες που παρεμποδίζουν την κυκλοφορία καταργούνται.
(37) Στις δύο καθιερωμένες εθνικές παρελάσεις σημειώθηκαν επεισόδια λαϊκής ανυπακοής και κατακραυγής σε ολόκληρη τη χώρα.
(38) Κατάληψη νοσοκομείου Κιλκίς, κατάληψη τηλεοπτικό κανάλι Alter και απεργία στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία.
(39) Στις 12 Φεβρουαρίου 2012, ημέρα ψήφισης του νέου πακέτου μέτρων λιτότητας σημειώθηκαν εκτεταμένα επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας που θύμιζαν την ένταση και τη σύνθεση του Δεκέμβρη του 2008 με πυρπόληση όλων των τραπεζών του κέντρου και πολλών εμπορικών κέντρων, με «απαλλοτριώσεις» και καταστροφές που χειροκροτήθηκαν και βρήκαν υποστήριξη από το συγκεντρωμένο πλήθος το οποίο παρέμεινε επί ώρες στους δρόμους προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τις δολοφονικές επιθέσεις (με δακρυγόνα, ασφυξιόγονα και πλαστικές σφαίρες) της αστυνομίας.
(40) Βλ. σχ. ανάλυση στο Gutiérrez, 2011.


Αναφορές
Balibar, E. (1989) «Σχετικά με τη μαρξιστική θεωρία της πάλης των τάξεων», Θέσεις, τ. 28, Αθήνα.
blaumachen (2008), Δεκέμβρης 2008: Μια προσπάθεια να ανιχνεύσουμε τη δύναμη και τα όρια του αγώνα μας, 3, Θεσσαλονίκη (www.blaumachen.gr)
____ (2011) Η εποχή των ταραχών, 5, Θεσσαλονίκη
Bonefeled, W. (2004) “Clase y constitución” στο: Clase=Lucha. Antagonismo social y marxismo crítico, Buenos Aires: Herramienta, σσ. 33-68
Γαβριηλίδης, Α. (2007) Η συνέχιση του Εμφυλίου με άλλα μέσα, Αθήνα: ΚΨΜ
Echeverría, B. (1998) Valor de uso y utopía, México D.F.: Siglo Veintiuno editores
Esteva, G. (2009) Pensar todo de nuevo más allá del capitalismo. Una convercación con Teodor Shanin, Oaxaca: ¡Basta!
Gutiérrez, R. (2011) Epocas históricas y tradiciones de lucha en México, Seminario: Entender la descomposición, vislumbrar las posibilidades, Casa de Ondas: México D.F.
Harvey, D. (2007) Espacios del capital. Hacia una geografía crítica, Μαδρίτη: Akal
Holloway, J. (1985) “Capital, Crisis y Estado” (con Sol Picciotto), Estudios Politicos, no. 2/3, México, σσ. 88-95; 62-68
____ (2004) «Where is Power?», στο: P. Chandra, A. Ghosh and R. Kumar (eds), The Politics of Imperialism and Counterstrategies, Delhi: Aakar Books, σσ. 361-366
____ (2006), Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, [μτφρ. Άννα Χολογουεη], Αθήνα: Σαββάλας
____ (2010) Crack Capitalism, London: Pluto Press
____ (2011) “Las grietas y la crisis del trabajo abstracto”, στο: Pensar las autonomías. Alternativas de emancipación al capital y el Estado, México D.F.: Bajo Tierra ediciones y Sísifo ediciones, σσ. 317-336
____ (2011a), «Ο καλύτερος τρόπος να σκεφτούμε την πάλη είναι ως κίνηση κοινοτικοποίησης», συνέντευξη, Λεύγα, τ. 4, Αθήνα
Internationale Situationniste (1999) Το ξεπέρασμα της τέχνης, [μτφ.: Γιάννης Ιωαννίδης], Αθήνα: Ύψιλον
Λιερός, Γ. (2011) Σκέψεις για την άμεση δημοκρατία, Αθήνα: Εκδόσεις των Συναδέλφων
Löwy, M. (2004) Walter Benjamin: Προμήνυμα Κινδύνου. Μια ανάγνωση των θέσεων «για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας», Αθήνα: Πλέθρον
Lynteris, C. (2011) “The Greek economic crisis as evental substitution”, στο: Revolt and Crisis in Greece, London: AK Press and Occupied London, σσ. 207-213
Μαρξ, Κ. (1990) Grundrisse, Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, τ. ΙΙ, Αθήνα: Στοχαστής
Ouviña, H. (2011) “Espacialidades y desafíos de la autonomía urbana desde una perspectiva prefigurativa”, στο: Pensar las autonomías. Alternativas de emancipación al capital y el Estado, México D.F.: Bajo Tierra ediciones y Sísifo ediciones, σσ. 261-286
Ραζάκ, Ο. (2008) Πολιτική ιστορία του συρματοπλέγματος, [μτφ.: Διονύσης Παπαδουκάκης], Θεσσαλονίκη: Βάνιας/Περάσματα
Σταυρίδης, Σ. (2009) “Espacialidades de emancipación y la ʽciudad de umbralesʼ” στο: John Holloway, Fernando Matamoros, Sergio Tischler (comp.), Pensar a contrapelo: Movimientos sociales y reflexión crítica, Ciudad de México: Bajo Tierra, σσ. 67-73
____ (2012) “Communities of crisis, squares in movement” στο: Regards on the Crisis in Europe, Ιταλία: professionaldreamers
Τα Παιδιά της Γαλαρίας (2011) “Preliminary notes towards an account of the “Movement of popular assemblies”, http://en.internationalism.org/icconline/2011/07/notes-on-popular-assemblies-greece
Tischler, S. (2011) Χρόνος και Χειραφέτηση. Ο Μιχαήλ Μπαχτίν και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στη ζούγκλα Λακαντόνα, [μτφ.: Άννα Χόλογουεη], Αθήνα: Futura
____ (2012) “La forma mercancía y el olvido. O la importancia de la memoria en la lucha anticapitalista”, Puebla: αδημοσίευτο
Τομπάζος, Σ., Συνέντευξη, Κόκκινο, τ. 47-8, Μάιος 2010
Vaneigem, R. (1972) Η επανάσταση της Καθημερινής Ζωής, Αθήνα: Άκμων
Zibechi, R. (2011) “Η ηθική χρειάζεται έναν άλλο τόπο για να ριζώσει και να ανθίσει”, Rebeldia, 77, σσ. 51-57 (http://ratnet-blog2.blogspot.com/2011/06/blog-post.html)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου