Σάββατο 14 Απριλίου 2012

κ ε φ ά λ ι - Δημήτρης Τανούδης


Νίκος Καρούζος. Φωτογραφική μακέτα: Μάγδα Χριστοπούλου

Βρήκα το καναρίνι πνιγμένο, μέσα στο κλουβί του· το πήρα στα χέρια, μαλακό, αχνοκίτρινο, σχεδόν διάφανο. Πετώντας τα στρώματα απ’ το κρεβάτι, άνοιξα τη χούφτα και το έδειξα στη γυναίκα μου, που ξυπνούσε τότε μ’ ένα γρήγορο βλεφάρισμα, πίσω από μια λάμψη γεμάτη κρατημένη ένταση, μισή στο όνειρο και μισή στο δωμάτιο, όμορφη όπως η γυναίκα που έχει ξεχάσει την ομορφιά της.

Σηκώθηκε. Με χάιδεψε στην πλάτη. Κι αρχίσαμε να δακρύζουμε· αργά αργά· πνιχτά· σαν παιδιά που θέλουν να κρύψουν το κλάμα τους απ’ τους μεγάλους.

Το κρατούσα στην ανοιχτή μου παλάμη, με τα πούπουλά του ακόμη ζεστά, μια ζαρωμένη μπαλίτσα, με το λαιμό του να πέφτει σπασμένος στο πλάι και το ράμφος να κρέμεται απ’ τα δάχτυλα σαν παγωμένη νότα ενός ατέλειωτου ουρλιαχτού.

Κοιτούσαμε μαζί το νεκρό του κεφαλάκι, ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείκτη, ενώ εκείνη έτριβε το στήθος της στην πλάτη μου. Σκέφτηκα πως οι ρώγες της είχαν την ίδια θερμότητα με τούτη τη μικροσκοπική κούκλα από φτερά και κρέας που έκαιγε ακόμα μέσα στη γούβα της παλάμης. Τα χέρια της τεντώθηκαν τότε μπροστά, το άρπαξε απ’ την παλάμη μου, ανέβηκε στο κρεβάτι, τράβηξε τον κότσο αφήνοντας τα μαλλιά της να πέσουν· με κοιτά για λίγο στα μάτια· περνά το μαύρο χνουδωτό λαστιχάκι στο λαιμό του πουλιού, σφίγγοντάς το όπως μια μικρή γκιλοτίνα. Ποιοι είμαστε; Ποιοι είμαστε;

Την είδα να κόβει το λάστιχο με τα δόντια. Να το τεντώνει σ’ όλο το μήκος του. Να δοκιμάζει με τη γλώσσα την ελαστικότητά του, ψυχρά, τελετουργικά. Την είδα, εκεί, μπροστά μου, ν’ ακουμπά με τα χείλη το υγρό σώμα του πουλιού, σαν να ήθελε να γευτεί την ευθραυστότητα ενός μίσχου που κρύβεται πίσω από τη γεννητική περιοχή. Επέστρεψα στο δωμάτιο κρατώντας το μαχαίρι.

Η γυναίκα μου είχε κρεμάσει αυτό το κιτρινωπό πουλάκι στον γλόμπο της λάμπας, πιασμένο απ’ τα πόδια, με το κεφάλι του να ταλαντεύεται ανάποδα – και, για μια στιγμή, μου φάνηκε πως ο ξεριζωμένος βολβός του ματιού του επέβλεπε σιωπηλά την πτώση τούτης της δεύτερης ζωής προς τον θάνατο.

Εμείς στεκόμασταν εκεί όπως οι μάρτυρες μιας θεϊκής αποστολής που μας προκαλούσε φρίκη· ωστόσο, έπρεπε να την υπομείνουμε· έπρεπε να δοξάσουμε τη βαθύτερη πηγή του δικού μας φόβου· φόβος άγνωστος και γι’ αυτό ακατανόητος· φόβος που ξεπερνούσε εκείνον που επιβάλλει ο θεός στους ανθρώπους.

Ήθελα τόσο να δώσω τέλος σ’ αυτό το μαρτύριο και πήδηξα στο κρεβάτι κι έκλεισα απαλά τα μάτια της και, με μια κοφτή περιστροφή, αποκεφάλισα το καναρίνι – ακτινωτές λωρίδες ψιχάλισαν, κι εκείνη, καθώς την άφηνα να δει τη στιγμιαία λύτρωση μιας ρανίδας που έβρεξε τον αέρα, άρχισε ξάφνου να γελά· να γελά εκκωφαντικά, χωρίς ανάσα, ρουφώντας οξυγόνο μόνο μέσα απ’ το γέλιο της.

Πήγα στο μπάνιο για να καθαρίσω τις μικρές πιτσιλιές απ’ το αίμα του πουλιού. Η διάχυτη αίσθηση. Ο χειροκίνητος καλπασμός των εικόνων. Τα γλιστερά ηνία που οδηγούν τις πράξεις. Οι φράσεις που ειπώθηκαν πριν τις παράγει η σκέψη. Και το σώμα· το σώμα που ξεφεύγει απ’ τα χέρια. Πήγα εκεί κι είδα το είδωλό μου να με κοιτάζει όπως ένας άνθρωπος που κοιτάζει έναν άλλον άνθρωπο ακλόνητα και παράφορα, ακριβώς γιατί αναγνωρίζει σ’ αυτόν τον εαυτό του.

Λαχανιάζοντας, μ’ έναν ομοιόμορφο βόμβο να βγαίνει από μέσα, κοιτούσα το είδωλο του καθρέφτη προσπαθώντας να καταλάβω ποιοι πραγματικά είμαστε –δεν ξέρω ποιος είχε αφήσει τούτη την αραχνένια ρωγμή πάνω στο γυαλί, αλλά έμοιαζε πολύ, καρφωμένη στο μέτωπο του ειδώλου μου, σαν ένα τρίτο μάτι που αναδύθηκε σπάζοντας απ’ τα μέσα το κρανίο–, και δεν μου πήρε παρά ελάχιστες στιγμές για να δεχτώ ότι όσα είχαν συμβεί εκείνες τις μέρες, έγκλειστοι σ’ αυτό το δωμάτιο, εμείς και οι εκκρίσεις, είχαν ακολουθήσει μια πορεία που δεν ήταν πια δυνατόν να αναστραφεί.


Κάναμε έρωτα στο μπαλκόνι· εκείνη κρατούσε τα κάγκελα σφιχτά· έμπαινα πίσω της με μια ασταμάτητη παλινδρόμηση, χωρίς ποτέ να σκέφτομαι πως τούτη η ένωση πρέπει κάποτε να τελειώσει. Μονάχα ακολουθούσα αυτόν τον εσωτερικό βόμβο του σώματος, αφημένος στη δική του δύναμη, που την τραβούσε μπροστά ένα σπέρμα βιαιότητας, ανάμικτο με την υπόσχεση της ολοκληρωτικής αποκοπής από τον χρόνο.

Οι Φλώροι εικαστικοί ευχαριστούνε θερμά τον Δημήτρη Τανούδη για τη χειρονομία. Θα ακολουθήσει άλλο ένα διήγημα.

 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου