Δευτέρα 1 Ιουλίου 2019


Ναυτικό ημερολόγιο -

Αγκαλιαζόμαστε για να ξεχνάμε την θνητότητά μας.

της Χριστίνας Κοντούλη


Όταν φτάσαμε στη Σιγκαπούρη ήταν χαράματα. Πολύβουο το λιμάνι έμοιαζε να συγκεντρώνει την ζωή ολόκληρης της πόλης , ένα κομμάτι συκωτιού πάπιας στο δρόμο κι ένας ξεθυμασμένος καφές μας συντρόφεψαν μέχρι το ξενοδοχείο. Ο Έρνεστ έβγαλε τα ρούχα του και ξάπλωσε, είχα συνηθίσει πια τη μυρωδιά του, το γυμνό σώμα του κι εκείνο το παράξενο τατουάζ με το κεφάλι της μέδουσας που του είχε κάνει κάποτε ένας καλλοτεχνίτης. Το μαξιλάρι γέμιζε υπομονετικά με τα σάλια του σαν κόλπος τροτέζας που περίμενε τα χίσια του πελάτη της στην Αβινιόν* και να σκεφτείς πως κάποτε ήταν η έδρα της παπικής εκκλησίας.
Ένας μικροσκοπικός προτεστάντης σφηνωμένος σ’ ένα καθολικό παρελθόν και τέσσερις γκέισες να μου δένουν τα χέρια. Στην τσέπη είχα μια χούφτα αλεύρι, λίγο κόλιανδρο και μια κιτρινισμένη Αθηναϊκή φυλλάδα. Ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει πως όπου κι αν είσαι αν έχεις αλεύρι θα φτιάξεις ψωμί, ακόμη κι αν το ψωμί χρειάζονταν κι άλλα συστατικά καταλάβαινα την αλληγορική σημασία της φτωχικής παραβολής του, «όπου γης και πατρίς». Η μάνα μου ήταν μια ανήλικη μεξικάνα που βρέθηκε να ξεσκίζει μια μερίδα μπακαλιαράκια στην Χίο ενώ ο πατέρας μου ήταν ο γιος του ψαρά, δεκαεφτά χρονών, με ξανθά μαλλιά και μάτια στο χρώμα του ζαφειριού, συνήθιζαν να τον φωνάζουν «ο μπάσταρδος των σταυροφόρων». Ο έρωτάς τους κράτησε δεκατέσσερα χρόνια, μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος.
Στα χέρια της «γαλατένιας» γκέισας οι σταυροφόροι επέμεναν πως δεν ήμουν δικό τους παιδί. Παρά τα εικοσιπέντε μου χρόνια, η έκρηξη μιας μηχανής είχε αφήσει μια βαθιά ουλή στο αριστερό μου μάγουλο κι έτσι η ευγένεια ήταν η μόνη οδός να ανακτήσω τη χαμένη μου γοητεία. Σε κάθε λιμάνι που πιάναμε είχα αποφασίσει πως θα γινόμουν ο βασιλιά του, βλέπεις δεν είχα ιδιαίτερα όνειρα ούτε ιδανικές βλέψεις ρομαντικών καλλιτεχνών, έτσι αποφάσισα να γίνω ο «αλητέχνης» της ζωής μου. Ο Έρνεστ συνήθιζε να με κράζει για αυτές μου τις απόψεις φορώντας τα χρυσαφένια του μυωπικά γυαλιά και σιάζοντας τα λίγο στην άκρη άπλωνε μπροστά μου τις σοφιστείες του κι ύστερα τις πουλούσε με το κιλό καθώς κατέβαζε μερικέ γουλιές τζιν για να συνδεθεί με το θείο.
Εκείνος προτιμούσε το τζιν, εγώ προτιμούσα τα χέρια. Καμιά γυναίκα δεν είχε δεχτεί τα χρήματά μου ως τώρα, καμιά τα κρίματά μου και καλά κάνανε, αν δέχονταν την ανέλπιδη, λυπητερή μου ανάγκη για συντροφιά, την αδιέξοδη ροπή μου προς τη θυσία της απορίας τότε θα έμενε στα χέρια μου μονάχα ένας θλιβερός εαυτός, κατακρεουργημένος από το φόβο της απώλειας του έλεγχου κι ένας άξεστος ηθοποιός που νόμιζε πως θα μπορούσε να ανεβάσει τη Μήδεια στο παζάρι. Φοβόμουν το θάνατο, ναι τον φοβόμουν μα πιο πολύ έτρεμα τη σκλαβιά. Έτσι προτιμούσα τα «κακά» κορίτσια, εκείνα που δεν ζητούσαν τίποτα, εκείνα που έδιναν τα πάντα, εκείνες που ξερνούσαν τον θάνατο μ’ ένα αληθινό γέλιο, τα κορίτσια που επέλεγαν κι όχι εκείνα που περίμεναν να επιλεγούν. Στον έρωτα δεν μπορούσε να σταθεί η επιστράτευση, τα χάδια δεν μπορούσαν να έχουν τη γεύση ενός τυράννου. Η μαντάμ Μίμι τσαν είχε την ίδια ιδεολογία μ’ εμένα. Διεύθυνε  το μπουρδέλο του μέλλοντος, εκεί ήσουν τυχερός αν σε επέλεγαν. Οι κοπέλες ημίγυμνες με κόκκινες σατέν ρόμπες, η κάθε μια είχε το δικό της δωμάτιο, αν είχες δει το δωμάτιο έστω μιας γινόσουν αυτόματα θρύλος. Μα ακόμη κι αν έφτανες στο δωμάτιο δεν ήταν σίγουρο πως θα παρέμενες εκεί, έπρεπε να κερδίσεις το ενδιαφέρον της, έπρεπε να αποδείξεις πως πριν γίνεις χώμα ήσουν κάποιος. Το όνομά μου ήταν Τειρεσίας Βασδέκης κι ήμουν υποπλοίαρχος στο εμπορικό Υάκινθος. Το όνομά μου ήταν Τειρεσίας κι ήμουν σίγουρα τυφλός μα δεν υπήρξα ποτέ μάντης Το όνομά μου ήταν ένα αριθμός ακόμη στα βιβλία της εταιρίας κι εγώ πάλευα να γίνω άνθρωπος στα αρχεία της λήθης.
Το βράδυ πήγαμε στο “μέρος”. Το “μέρος” είχε κατακόκκινους τοίχους κι έναν τυφλό μάγειρα. Λέγαν πως μαγείρευε με τη μυρωδιά. Ο Τάο Σι σέρβιρε πάντα ο ίδιος κι είχε τέτοια ακρίβεια στις μερίδες σαν τον καλύτερο χειρουργό ενώ τα πιάτα του διεκδικούσαν μια θέση ανάμεσα στα μεγαλύτερα έργα των δυτικών καλλιτεχνών Ο Τάο Σι σέρβιρε φιλοσοφία με καρυκεύματα αναζήτησης, ο Τάο Σι σέρβιρε ένα μοναδικό πιάτο για τον καθένα αναλύοντας τις φωνητικές του χορδές. Το πιάτο δεν επιστρέφονταν, δεν ανταλλάσσονταν, η τράμπα της μπουκιάς ήταν  έξω από το μενού. Έτρωγες τη γνώμη του, όχι την εργασία ή τη εξειδίκευση του.
Στον «κόκκινο κύκνο» μασούσες αργά, κάθε μπουκιά ήταν μια περιπέτεια, ένα στοίχημα μεταξύ μιας ανόητης ζωής κι ενός μυστικού θανάτου. Τα τραπέζια ανάκατα στοιβαγμένα κατά μήκος της μακρόστενης αίθουσας έμοιαζαν με το δωμάτιο ενός φοιτητή που γνώρισα κάποτε στη Λιόν. Απομεινάρια γονικής παροχής ανακατεμένα με τον κόσμο του αύριο. Ωστόσο η άτακτη αυτή διάταξη θύμιζε μια λέξη κάποιας αρχέγονης γλώσσας κι ακόμη δεν είμαι σίγουρος αν μασουλούσα τη θέση μου σε μια παγανιστική τελετή ή το χάος της σάλας απλά απάλυνε την τακτικότητα της κουζίνας. Καθώς  η τελευταία μπουκιά γλιστρούσε στον οισοφάγο  τα πρώτα τσιγάρα βρίσκονταν κιόλας στη μέση, η Λη Γιν, μια υπέροχη τρανσέξουαλ πεταλούδα έσυρε μια ουρά από φτερά φλαμίνγκο στα δέκα δάχτυλα των ποδιών μας. Το κορμί της ήταν ψηλόλιγνο, λυγερό κι αδίστακτα στιβαρό, σαν τον Ερμή ψυχοπομπός, ταξιθέτης του ονείρου. Έπαιρνε τα  νομίσματα από τα χείλια και τα μάτια μας κι έπειτα χαμογελώντας έπαιρνε και τις τελευταίες μας σκέψεις. Κάπως έτσι σκεφτόμουν πως θα έμοιαζε ο θάνατος, στις άκρες των δαχτύλων της σαν νόμισμα να περιφέρεται η ύπαρξη ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά, όσα έγιναν κι όσα δεν θελήσαμε αρκετά για να γίνουν,  όσα μας σκότωσαν πριν έρθει η ημερομηνία της λήξης κι όσα επιθυμούσαμε να μας καθορίσουν στη μετάβαση, οι αποσκευές που χάνονταν σ’ ένα γεμάτο αεροδρόμιο, οι φωνές από τα control panels, μηχανικές, ζωτικές, αναγκαστικές, σε λίγο άγνωστες, μονάχα η σιωπή , απαραίτητη προϋπόθεση σκηνικού η επικείμενη λήθη.
Ανάμεσα στα τραπέζια υπήρχαν μικρά αναμμένα κεριά, η Λη Γιν αποκαθήλωνε τη φλόγα με τα μακριά της νύχια ύστερα η νύχτα έπεφτε παγωμένη, άγρια κι αδυσώπητη  μέχρι να αρχίσει το τραγούδι. Η μουσική λένε πως εξημέρωνε τα θηρία κι εκείνη σαν άξιος θηριοδαμαστής ζητούσε να αφήσουμε πίσω τους εαυτούς μας για μια μοναδική παράσταση, ολόιδια κάθε βράδυ. Ανήλικοι «κατεργάτες» του θεάματος, με πρόσωπα σκαμμένα από την  υγρασία του ημιυπόγειου και χέρια τραχιά, απρόσωποι στρατιώτες της νύχτας, τραβούσαν τα σχοινιά της αυλαίας επιστρέφοντας στις άγνωστες ζωές τους κι εμείς με μισοφωτισμένο δέρμα, παραδομένοι στην εικόνα περιμέναμε να χάσει η πεταλούδα τα φτερά της και να πεθάνει άλλη μια νύχτα παρασύροντας μας σε παράξενα ερωτήματα.
Εικοσιπέντε μαχαίρια στον τοίχο, ένα για κάθε βλέμμα της. Εικοσιπέντε μαχαίρια βγαλμένα από τα χείλια μας, εικοσιπέντε μαχαίρια όρθια, έτοιμα να πουν γλυκά ψέματα στις τρυφερές τους γυναικούλες που βύζαιναν προεκτάσεις στο σπίτι. Εικοσιπέντε παιδιά, παράδοξα, tabula rasa με βλέμμα απλανές και στόμα μισάνοιχτο, με φτερουγίσματα κάτω από το τραγελαφικό ένδυμα της κοινωνίας. Εικοσιπέντε Πίτερ Παν παντρεμένοι με συμβατικές Γουέντι,  κρυφά ερωτευμένοι με την Τινκερ Μπελ. Εικοσιπέντε χαμένες υποθέσεις στην άκρη μιας μαζικής γλώσσας.
Το πρωί θα την μισούσαν, το πρωί θα της έσκιζαν τα ρούχα στην αγορά, το πρωί θα έκαναν ανώνυμα τηλεφωνήματα στο σπίτι, το βράδυ όλα τα χαμένα αγόρια θα την αποθέωναν.
Η Λη Γιν με κάλεσε στο σπίτι για τσάι την άλλη μέρα. Τα μάτια της ήταν πρησμένα από το ξενύχτι, τα μαλλιά της πλεγμένα σε ρόλεϊ κι η ρόμπα της μισάνοιχτη. Στις άκρες των σατέν ανοιγμάτων διέκρινα ένα πέτρινο στήθος και μια αγουροξυπνημένη λίμπιντο ενώ μια καθαρή, ατσάλινη θέληση γλιστρούσε κάτω από τη γλώσσα. Μου θύμισε τον πρώτο μου έρωτα, μια παράξενη Τίνκερ Μπελ που ήθελε να γυρίσει τον κόσμο. Τα φθηνά φώτα της Χώρας του Ποτέ και τα «αγνά» της σοκάκια την τρόμαζαν, τα μαραμένα αδηφάγα πρόσωπα των χαμένων παιδιών κι οι συμβατικές Γουέντι με τα λευκά νυχτικά και τους «δουλεμπόρους» πατέρες… Οι πειρατές της υποσχέθηκαν την ελευθερία, το καράβι τους, δεν έπλευσε εικοσιπέντε μέτρα από τη στεριά, τώρα ελεύθερη κοιμόταν κάτω από το σπέρμα του ουρανού περιμένοντας μια άλλη ζωή, μέχρι τότε ταξίδευε στο χρόνο αγέραστη ποζάροντας που και που για τον Botticelli.
Κάπου εκεί ανάμεσα στην Ουράνια και στην Γενέτειρα Αφροδίτη  η φυσική ανάγκη του έρωτα κι η αναγωγή του σε φιλοσοφική Ερινύα περιστρέφονταν γύρω από το στόμιο της τσαγιέρας και προσγειώνονταν στα τοιχώματα του επιχρυσωμένου φλιτζανιού αντίκα σαν καταρράκτης ανυπόταχτων στοχασμών. Η Λη Γιν με διαβεβαίωσε  για την νίκη του θεού ανάβοντας ένα κερί στον κρυφό  νεκρικό βωμό του Μαρσσία. Ήταν παράξενο μα το όνομα αυτό μου θύμιζε τη λέξη μεσσίας.
Χιλιάδες άγνωστοι επαναστάτες ύψωσαν το σώμα προς τα αστέρια, χιλιάδες φεουδάρχες θεοί έμειναν απροσκύνητοι. Δίπλα στη λέξη θρήσκευμα θυμωμένοι πιστοί έξυναν το μελάνι της μουτζούρας καθώς συμφιλιωμένοι άπιστοι έψαχναν νέους τρόπους να εκφράσουν το θυμό τους, καινούργιες στάσεις να γδέρνουν τα γόνατα ενώ γίνονταν ένα με το χώμα. Η πεταλούδα με φίλησε στο μέτωπο φιλικά και χάιδεψε τα μαλλιά μου, άπλωσε τα εξαίσια φτερά των στοχασμών της γύρω μου κι ύστερα πήγε να κατουρίσει. Εγώ μουτζούρωνα προστάγματα περιμένοντας υπομονετικά τα τριάντα ένα χρόνια του πατέρα να σφραγίσουν τη θάλασσα. Η μάνα μου γονατιστή ανάμεσα σε πολύχρωμα καντηλάκια σίγουρα μουρμούριζε προσευχές στους θεούς του ουρανού κι ύστερα ψάχνοντας πρόσφορη θυσία για τους δαίμονες της θάλασσας θα τεντώνονταν καθησυχασμένη πως θα γυρίσω, μπροστά στην τηλεόραση προσμένοντας το λευκό ή το μαύρο πανί για να δεχτεί ή να αποκηρύξει τη δοξασία.  Η Λη Γιν επέστρεψε κρατώντας ένα τσίγκινο κουτί με ζωγραφιστά μπισκότα στο καπάκι.
-Άνοιξέ το. Είπε χαμογελαστά κι αφήνοντας το κουτί στα χέρια μου κάθισε αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα από σκονισμένο πράσινο βελούδο.
Εγώ της έριξα μια ματιά κι έπειτα ανοίγοντας το κουτί βρέθηκα μπροστά σ’ ένα κύμα απογοήτευσης. Μέσα υπήρχαν μονάχα μασούρια κλωστή και μια ξεθωριασμένη μπελότα με καρφίτσες. Η Λη Γιν χαμογέλασε ευχαριστημένη.
-Όλοι ξέρουμε τι έχει αυτό το κουτί μα για κάποιο λόγο συνεχίζουμε να ανοίγουμε το καπάκι, ξέρεις γιατί;
-Για την ελπίδα. Είπα χαμηλόφωνα καθώς εκείνη έγνεφε καταφατικά. Εκείνη τη στιγμή σιγουρεύτηκα πως ένα τέτοιο κουτί είχε δώσει κι ο Δίας στην Πανδώρα, κάπου ανάμεσα σε φιλντισένιες μασέλες και θυμιάματα μια αρχαία γριά συναντήθηκε με τις γριές όλου του κόσμου όταν έμοιαζαν ακόμη με σπέρματα και πέρασε την σκληρή πληροφορία στον κώδικα της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι θεοί , οι πολιτικοί κι οι εραστές κρατούσαν πάντα ένα τέτοιο κουτάκι. Την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, την ελπίδα για ένα τσίγκινο κουτί με ζωγραφιστά κουλουράκια που μέσα κρύβει μια ντουζίνα εγκλέζικα μπράουνις ή μια ντουζίνα ξεχασμένα μασούρια.
Στο ταξίδι της επιστροφής το μόνο που είχα πάρει μαζί μου ήταν αυτό το κουτί. Η Λη Γιν κράτησε το σακούλι με το αλεύρι. Στους χάρτες μου είχε προστεθεί πια μια πατρίδα στον τέταρτο όροφο, σε μια παρακμάζουσα γωνιά της Σιγκαπούρης, ανάμεσα στα χασάπικα και τα αχνιστά συκώτια πάπιας φανταζόμουν τη νέα μου φίλη να φορά τις κορακίσιες βλεφαρίδες της. Μια μέρα σκέφτηκα πως θα επιστρέψω, τότε θα έχω ράψει έναν καλύτερο κόσμο κι εκείνη θα έχει φτιάξει αχνιστά κουλουράκια για το κουτί. Μια μέρα σκέφτηκα πως θα γεμίζαμε αυτό το τσίγκι με πραγματοποιημένες ελπίδες. Εγώ θα έραβα τον δρόμο μου κι εκείνη θα έπλαθε τον δικό της.
Την άλλη μέρα έπαθα τέτανο από μια σκουριασμένη αιχμή στο κουτί, ο Έρνεστ έσπρωξε το άψυχο κορμί μου στην αγκαλιά της πρώτης αγάπης μου κι εκείνη γυμνή, πιτσιλισμένη με χρώματα υποσχέθηκε να με κρατήσει κοντά της. Η πεταλούδα ακούστηκε πως πέθανε ένα μήνα μετά άγρια ξυλοκοπημένη από κάποιον φασίστα. Κι η μάνα μου τώρα πενήντα δύο χρονών ακόμη τάζει θυσίες σε θεούς και δαίμονες περιμένοντας να γυρίσω.




















….Κι ονειρευτήκαμε έναν καλύτερο κόσμο, χωρίς να γνωρίζουμε το αύριο, αποφασίσαμε την επανάστασή μας, κι ήμασταν τέλειοι κι αγνοί επαναστάτες γι’ αυτό πεθάναμε στην πρώτη γραμμή, θεοί, πολιτικοί, εραστές και άνθρωποι δεν πρόλαβαν να μας δουν να γινόμαστε δέντρα, άγρια, παράδοξα δέντρα στη μέση της θάλασσας, δεν πρόσεξαν όμως πως ήμασταν σπόροι κι εκεί μια μέρα θα βασιστεί η νίκη μας…….









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου