Au Bord de l’eau
Στην εικαστική εγκατάσταση του 2019
πραγματεύεται το ζήτημα της μνήμης μέσα
από την αποπεράτωση της αρχιτεκτονικής,
ως παράγοντα ανόρθωσης αλλά και περιορισμού της μνημονικής θέας.
Η γραμμή είναι το περίγραμμα της αρχιτεκτονικής και το όριο για τον
διαχωρισμό που προσπαθεί να επιτελέσει ο άνθρωπος στην όσο πιο λειτουργική
σύμπραξη των ενοτήτων που συντάσσει. Ο Βασίλης Καβουρίδης οπτικοποιεί
αυτά τα όρια για να μπορέσει να διευρύνει τις χωρικές αντιλήψεις: ενός κλειστού
ή ανοιχτού χώρου, όπως ενός παλιού ερειπίου ή «νέου ερείπιου» χώρου .


Οι γραμμές για αυτόν
λειτουργούν στα όρια της αντίθεσης του φωτός και της σκιάς στους χώρους και
αυτοακυρώνει την βαρύτητα του τόπου και της αρχιτεκτονικής με τον σκελετικό
σκιοφωτισμό που αναπτύσσει. Το εντυπωσιακό με τις σκιές είναι ότι τα πράγματα,
τα αντικείμενα και τα τοπία μεταμορφώνονται χωρίς να αλλοιώνονται. Αυτή η
μεταμορφωτική συντεταγμένη προκαλεί ένα
ενδιαφέρον μια και το τοπικό μπορεί να σχεδιαστεί έτσι ώστε να εκτείνεται
στο σύμπαν.
σύμπτυξης της Μυκόνου. Η υπόρρητη σχεδιαστική ανάπτυξη στον εκθεσιακό χώρο όλων των αναπτυγμάτων, με λεπτότητες και τραχύτητες, αναιρούν τις πρακτικές και τετριμμένες λεπτομέρειες του προκατασκευασμένου κτηρίου που ποτέ δεν λειτούργησε. Το κτήριο αποτελεί ένα «νέο ερείπιο» . Ο Καβουρίδης ανασυντάσσει το αφύσικο και εξουδετερωμένο θολό αρχιτεκτονικό ιδίωμα του μη χρησιμοποιημένου κτηρίου για να σκευάσει μια ιδέα για μια ηθογραφία της μνήμης για την κατοίκηση και τη στέγαση.
Οι επιφάνειες που προκύπτουν εξαρτώνται από την διαπερατότητα και οι
κατασκευές που προτείνονται αποκαλύπτονται από την φωτεινότητά τους που
μάλλον μετατοπίζουν τις σκιές παρά πηγάζουν από αυτές. Η πρωτοτυπία βρίσκεται
στις πολλές καταληκτικές εντάσεις που απλωθήκαν στον χώρο. Ξυλότυπα οικοδομής
ανασυγκροτούν την ιδέα της νεοανέγερσης.ςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςς
ςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςς
ςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςς

που προετοιμάζει την κατοίκηση και τη λειτουργία. Στον
επεκταμένο και χωρίς αντικείμενα χώρο δεν κατανοείται ο εσωτερικός κυβοτισμός σαν ευκαιρία για θέα αλλά σαν επέκταση και αναδίπλωση μιας εμπειρίας του χώρου.
Οι παρεμβάσεις: τοποθετούνται καινούργιες χωρικότητες μέσα
στους χώρους και σχεδιάζονται περιγράμματα ικανά να γεννήσουν άλλους χώρους(Αναπτύγματα
ξυλότυπων). Επιχειρείται να υλοποιηθούν χωροθηρικές αναπτύξεις έτσι ώστε να
περνάνε περιγράμματα χώρων ως επίπεδο συνεχές με τρισδιάστατες αναπαραστάσεις
πολλών αντικειμένων – χώρων αρχιτεκτονικής με έναν στέρεο τρόπο που θυμίζει την
δισδιάστατη ζωγραφική αλλά είναι τρισδιάστατης ψευδαίσθησης ( αναπτύγματα μεταλλικών βεργών) . Τα καινούργια
εικαστικά αντικείμενα συμφύρονται με τονςςςς

ςςςχώρο που τα περιβάλει και η εμπειρία
του οπτικού προτρέπει μιαν ακόμη διάσταση πέραν των τεσσάρων να
εξελιχθεί. Η οποία αυτή διάσταση ορίζεται από τις εξής μορφές: Διάσταση
διασταλτικού χώρου, διάσταση πρωτόλειων ολογραφημάτων, διάσταση
πολυμορφικών εικόνων, διάσταση αποσυναρμολογημένου χώρου, διάσταση
μνημονικών τόπων . Τώρα ο κατειλημμένος χώρος νοείται ως μη κατειλημμένος και
συμφυρόμενος με συμπλέγματα πολυεπίπεδων δομών που διαμορφώνονται από
παλλόμενα και εκτεινόμενα επίπεδα παταριών και ξυλότυπων, να προτείνουν το
εμβαδόν σαν μια φανταστική κατασκευή . Τα τοπιογραφικά αναπτύγματα μεταλλικών βεργών
στους τοίχους χρησιμοποιούνται σαν συμπιεστικές μονάδες ευρύτατου όγκου
που πλέον δεν είναι στέρεες αλλά διάτρητες και σκελετικές. Η αποσάρκωση του όγκου
στο εσωτερικό ενός κτηρίου γίνεται την στιγμή που ό,τι 
γεννιέται ως υποσχόμενη επιφάνεια, θα ωριμάσει δε ως κβαντικός όγκος ή χώρος σε μια αντικειμενικά υπαρκτή γεωμετρία παραμένοντας μη ενσωματωμένος, εξαιτίας της πίεσης που ασκεί ο αβαθής χώρος που τα περικλείει. Η ανομοιόμορφη κατανομή της ύλης μέσα στον εκθεσιακό χώρο μετατρέπει τον θεατή σε συντελεστή ο οποίος αναζητά το κέντρο όπου ρυθμικές επαναλήψεις, σχηματισμοί, στίγματα , καμπύλες, γωνιές κενά θόρυβοι και σιγές ριζώνουν τον χώρο με, τα παχιά και λεπτά τους περιγράμματα να πνίγουν το πανδαιμόνιο ολόγυρα τους , καταλαμβάνοντας τον εγκαταλειμμένο χώρο με τρόπο που δεν θα μπορούσε να το κάνει κι η πιο περίτεχνη ψευδαισθητική προβολή.

γεννιέται ως υποσχόμενη επιφάνεια, θα ωριμάσει δε ως κβαντικός όγκος ή χώρος σε μια αντικειμενικά υπαρκτή γεωμετρία παραμένοντας μη ενσωματωμένος, εξαιτίας της πίεσης που ασκεί ο αβαθής χώρος που τα περικλείει. Η ανομοιόμορφη κατανομή της ύλης μέσα στον εκθεσιακό χώρο μετατρέπει τον θεατή σε συντελεστή ο οποίος αναζητά το κέντρο όπου ρυθμικές επαναλήψεις, σχηματισμοί, στίγματα , καμπύλες, γωνιές κενά θόρυβοι και σιγές ριζώνουν τον χώρο με, τα παχιά και λεπτά τους περιγράμματα να πνίγουν το πανδαιμόνιο ολόγυρα τους , καταλαμβάνοντας τον εγκαταλειμμένο χώρο με τρόπο που δεν θα μπορούσε να το κάνει κι η πιο περίτεχνη ψευδαισθητική προβολή.
προσλαμβανόμενη μέσω της εμπειρίας πληροφορία για μικρό η μεγάλο διάστημα ικανή να τροποποιεί τη συμπεριφορά. Η λήθη συντελείται όταν τα πλεονάσματα της ενεργής , της βραχύχρονης και της μακρόχρονης μνήμης δεν επαρκούν για να ανατροφοδοτήσουν το αισθητηριακό νευρικό σύστημα. Η μνημονική λειτουργία αποτελεί
ένα σύνολο διαφορετικών και εξειδικευμένων νοητικών ικανοτήτων που συνίστανται κυρίως σε μεταβολές του τεράστιου αριθμού των συναπτικών συνδέσεων μεταξύ των νευρικών κυττάρων, δηλαδή βασίζεται στη συναπτική πλαστικότητα.
Έτσι, δύο αδρές
κατηγορίες μνήμης, η βραχύχρονη και μακρόχρονη μνήμη, μεόχι σαφή χρονικά
όρια, είναι η περιπλάνηση μέσα στον ανασυνδεώμενο χώρο . Επίσης, μπορούν να
διακριθούν οι χρονικές μορφές της άμεσης ή αισθητικής μνήμης που συνίσταται στη
νευρωνική δραστηριότητα της τρέχουσας εμπειρίας και της ενεργού μνήμης που
αποτελεί ένα είδος μνημονικού «χώρου» παροδικής συγκράτησης πολυποίκιλης πληροφορίας
με κατακρύψεις και φανερώσεις σε πολλά επίπεδα των ζωγραφικών έργων και
αυτούσιων αντικειμένων ιστορικού , λαογραφικού και μουσειακού ενδιαφέροντος .

Η αξία της ερειπίωσης από αρχιτεκτονική αξία της φθοράς και ιδιότητα της ατελούς ανολοκλήρωτης κατασκευής, προτείνεται σαν ανικανότητα της παρελθοντικής νοσταλγίας και ανασύνθεση της αισθητικής πληρότητας που οδηγεί τον άνθρωπο στο Ανθρώπινο. Το υποφερτό της ελλειπτικότητας στην όψη των ερείπιων είναι η ικανότητα της διατήρησης του ανέπαφου. Είναι τόσο υπαινικτική που ιδεαλίζει άθελά του μορφοπλαστικά τα της τέχνης και με αυτή την λειτουργία αισθητοποιεί τον παρόντα χρόνο μεταστρέφοντας το παρελθόν σε Ιανό.
Πάγκοι
παζαρέματος εικόνων μνήμης είναι ένα αλισβερίσι από διατηρηθέντα , θραύσματα
σπασμένων τοπίων να προτείνονται ως υποβολές του χαμένου όλου. Σε έναν άλλο
πάγκο παζαρέματος, νοσταλγικά αντικείμενα του παρελθόντος, φωτογραφίες , έγραφα
εισόδου σε τόπους, εργαλεία σίτισης,
κουμπιά ένδυσης, προσκαλεί τον παρατηρητή σε αναγνώριση του χρήσιμου μέσω της επισήμανσης
της αχρηστίας. Σε άλλη παράθεση τουριστικά σουβενίρ αναγνωρίσιμων γλυπτών του
ελληνικού κόσμου συνθέτουν μια ατοπική σύνθεση μέσα από μια νευρολογική,
γαγγλιακή επιζωγράφιση τους. Ίχνη οικειοποίησης βουκολικών τοπίων με ηχητικά
σήμαντρα παγιδεύουν την μετακίνηση των
επισκεπτών στον εκθεσιακό χώρο μνημονεύοντας ένα άδηλο ηχητικό τοπίο.

Η σπασμωδική και πολυεπίπεδη ανάπτυξη του ικριώματος του ξυλότυπου μέσα
στο υπάρχοντα χώρο του παλιού ανεκμετάλλευτου επιβατικού σταθμού παραπέμπουν με
τρόπο καθορισμένο σε λαβυρινθώδεις κοινωνικές εμπειρίες και ανικανότητες να
αντιληφθούμε τον χώρο σαν ενιαία συνθήκη τόσο στη ζωή όσο και στη μνήμη.


Το κατασκευασμένο
τοπίο του Βασίλη Καβουρίδη είναι σπαρμένο με ίχνη που οδηγούν και αποτρέπουν,
ίχνη που κρύβουν και φανερώνουν. Τα απομεινάρια εμφανίζονται σαν ένα
αποτέλεσμα, ένα γεγονός το οποίο
μνημονεύεται σαν κοινωνική εμπειρία. Τα ίχνη είναι σημάδια οικειοποίησης και
εμφανίζονται όχι μόνο σαν ένα είδος συμβολικής σχέσης, αλλά και σαν βεβαιότητες
για φαινόμενα εξοικειωμένα, τα οποία τείνουν να βιώνονται ως ίδια από μια
μεγάλη κοινωνική ομάδα . Στην εικαστική πραγματικότητα της εγκατάστασης του
Βασίλη Καβουρίδη μια σημαίνουσα άρθρωση χώρου με μορφές, παλινδρομούν μνημονικά
παίγνια. Τα αθύρματα της μνήμης συντελούνται καθώς ο επισκέπτης μετακινείται
στο χώρο αμήχανος για της εκπλήξεις καθώς είναι απαραίτητο να τις εντοπίζει.
Χάρης Κοντοσφύρης
Εικαστικός,
Αναπληρωτής Καθηγητής του τμήματος Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών της
Σχολής Καλών Τεχνών Φλώρινας

Την έκθεση
πλαισιώνουν οι Karl Grupe και
Rene P. G., το μουσικό σχήμα Αέρα Πατέρα και ο Γιάννης
Ηλιόπουλος, μουσικός.
Ευχαριστίες: Δήμαρχος Μυκόνου Κωσταντίνος Κουκάς,
Μαρίνα
Αθανασιάδου, Νίκος Βαρδαλάχος, Θοδωρής Βερώνης, Αλέξανδρος Γρυπάρης, Εκπαιδευτήρια
«Σύγχρονη Παιδεία», Θοδωρής Ζάχαρης, Ειρήνη Ζουγανέλη, Κατερίνα Ζουγανέλη, Γιάννης
Ηλιόπουλος, Λήδα Καζαντζάκη, Ελένη Καλπουρτζή Γιώργος Καψάλης, Αντώνης Κιούκας,
Κατερίνα Κοσκινά, Ντάνιελ Κουσαθανάς, Ανδριανή Κουφού, Χρήστος Κυρίμης, Σεραφείμ
Ματζαφλάρας Αποστόλης Νάζος, Εύα Νικηφόρου, Γιώργος Ξυδάκης, Δαμιανός
Παπουτσής, Βαγγέλης Πελέκης, Προσωπικό Λιμενικού Ταμείου, Δημήτρης Ρουσουνέλας,
Μάριος Σεργίδης, Ταξιδιωτικό γραφείο «Μάνεσης»,
Λευτέρης Χανιώτης, Μιχάλης Χανιώτης Η2Ο Graphic Designers,
Super Market
Flora, Tari
Ο Βασίλης
Καβουρίδης σπούδασε ζωγραφική στο τμήμα εικαστικών και εφαρμοσμένων τεχνών του
Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, στη Φλώρινα. Έχει παρουσιάσει τη δουλειά του
σε 3 ατομικές εκθέσεις ενώ έχει συμμετάσχει σε ομαδικές στη Θεσσαλονίκη, την
Αθήνα, τη Μύκονο και το Μαϊάμι (Η.Π.Α.) Έργα του βρίσκονται σε ιδιωτικές
συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Πληροφορίες
έκθεσης
Βασίλης
Καβουρίδης
Ατομική έκθεση
18 Ιουλίου – 30
Σεπτεμβρίου 2019
Παλιός Επιβατικός
Σταθμός
Παλιό Λιμάνι
Μυκόνου
Ωράριο: Τρίτη –
Σάββατο 18.00 – 23.00
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου