Τα κατά συνθήκη ψεύδη ή ψέματα: αυτά που λέγονται εν γνώσει μας ότι είναι ψέματα, για να μη θίξουμε ή προκαλέσουμε τον άλλον. 333 Αλήθειες. 333 φορές, τέσσερις είπα πως δεν είμαι ψεύτης και είπα ψέματα.
…………………………………………………..
Ψέματα μέσα στη μούρη του άλλου, ψέματα για αποφυγή, ψέματα για εντυπωσιασμό ,ψέματα από φόβο, ψέματα γιατί ποτέ δεν μας ρώτησαν το σωστό πράγμα τη σωστή στιγμή. Ψέματα. Το πρώτο πράγμα που μαθαίνουμε. Η πρώτη μορφή απώλειας που συναντούμε είναι το ψέμα.
-Σ’ αγαπώ μα δεν στο είπα ποτέ γιατί φοβόμουν, σ ’αγαπώ μα ήθελα να κρατήσουμε την φιλία μας σ’ αγαπώ, θα έκανα τα πάντα για σένα, σ’ αγαπώ γιατί αυτό έμαθα πως πρέπει να ακούσεις σ’ αγαπώ γιατί αυτό έμαθα να θέλω να ακούσω κι εγώ. Σ’ αγαπώ γιατί δεν αγάπησα ποτέ μου. Σ’ αγαπώ γιατί ευτυχώς δε θα με αγαπήσεις ποτέ. Σ αγαπώ γιατί δεν θέλησα να γίνω κάτι μα προτιμώ να είσαι εσύ αυτό το. Σ’ αγαπώ γιατί δεν χρειάζεται να το αποδείξω.
………………………………………………….
Η Κρύνη άπλωσε το κορμί της στο πέτρινο κρεβάτι. Λεπτά φύλλα υφάσματος τύλιγαν ένα κορμί που θα’ λέγε κανείς πως δεν είχε γνωρίσει ψεγάδια. Τα χάλκινα μαλλιά της απλώνονταν στα μαξιλάρια, όπου παραφουσκωμένα με πούπουλα χήνας της έκρυβαν ελαφρώς το πρόσωπο. Στο όμορφο σκηνικό η δύση του ήλιου έδινε μια νότα απορίας στην εικόνα καθώς ήταν πολύ νωρίς για τον βραδινό ύπνο κι ίσως πολύ αργά για τον απογευματινό. Ο Τζουζέπε και η Ζοσελίν δυο άγρια κοράκια συνόδευαν τον ύπνο της. Η Ρους απαρηγόρητη μα αποφασισμένη με χούφτες γεμάτες από τσαλακωμένα χαρτιά παραμόνευε σαν αλεπού το ρολόι της ώρας. 333 χτύποι. Η Κρύνη ανέπνεε απήγανο. Οι επαναστάτες συνόδευαν τον τσάρο στην τελευταία ανάσα με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα και μάτια που έλαμπαν κάτω από τη ρεκλάμα της ελευθερίας. Κόκκινα λάβαρα όμοια με τις τρίχες των μαλλιών της συνόδευαν το ποδοβολητό όλων εκείνων που ξέχασαν τις διαφορές τους για τον αγώνα, μερικές δεκαετίες αργότερα τα αγνά ιδανικά τους αγκομαχούσαν πάνω σε φθηνά ναρκωμένα κρεβάτια με μάτια θολά και κοντές φουστίτσες των 3 ευρώ έτσι που οι γέροι λεφτάδες αλλά κι οι τίμιοι βιοπαλαιστές να πιάνουν πιο εύκολα τον κώλο.
Η Κρύνη χυμένη στην άκρη του όμορφου κρεβατιού αντάμωνε το μοιραίο όνομά της. Δίπλα ο Μπαστέτ σκεπτικός πηγαινοέρχονταν χαμένος μέσα σε μια διαρκή πράξη αμηχανίας ενώ τα βιολιά του δρόμου βάδιζαν στο πένθιμο εμβατήριο. Τα μαλλιά του κακοκουρεμένα κι η ανάσα του σαν σκωτσέζικος βάλτος παραγεμισμένος με τσιγάρα πάλλονταν απαλά κάθε φορά που άλλαζε ο άνεμος. Είχε μέρες να πάει στο καράβι, φαντάζονταν τα τρόφιμα σάπια και τα τζάμια που κρατούσε καθαρά καλύτερα από τα μυωπικά γυαλιά του τώρα να πάλλονταν κι εκείνα κάτω από τις μπότες των εξουσιαστών. Εκείνη τη στιγμή μια ντουζίνα μπάτσοι μπούκαραν στη κάμαρα, κόβοντας την αγρυπνία στη μέση..- δεν σέβονταν τίποτα πια-, έσφιξαν τα χέρια της Ρους πίσω από το ώμο και με δυο περιβαλλοντικά ελεγμένες χειροπέδες της διάβασαν τη επικείμενη μοίρα της.
-Σταθείτε ρε παιδιά, περιμένετε, να σβήσει ο ήλιος, έστω να σβήσει το κερί.
Το “έγκλημα” όμως δε μπορούσε να περιμένει!Τέσσερις ψευδορκίες απόγνωσης, 333 μαρτυρίες ελπίδας μα η Κρύνη δεν γινόταν να σηκωθεί. Ο Μπαστέτ είπε πως θα μιλούσε αύριο με το δικηγόρο. Τέσσερις ζωντανοί νεκροί ξήλωσαν τα παράσημα της Ρους από το στήθος κι άλλοι 333 ζωντανοί της φόρεσαν το φωτοστέφανο. 4 άντρες την έκριναν, 4 γυναίκες την κατηγόρησαν, 3 παιδιά δεν έμαθαν ποτέ την ιστορία. Σε λίγο ακολούθησε την Κρύνη με συνοπτικές διαδικασίες ωστόσο δεν υπήρξε σ’ αυτό το σκηνικό κανένα πουπουλένιο μαξιλάρι, κανέναν ακριβό ύφασμα μα το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Η Κρύνη κατάγονταν από πλούσια οικογένεια, οι γονείς τις είχαν βάλει λυτούς και δεμένους ωστόσο εκείνη παρέμεινε πιστή στον αγώνα μέχρι τελευταία στιγμή, οι γονείς μας δεν υπήρχαν πια παρά μόνο σε αναμνήσεις κι οι γονείς του Μπαστέτ, δυο μικρομεσαίοι μεσήλικες αποκήρυξαν τον γιο την πρώτη μέρα που πάτησε στο καράβι. Εκείνη τη μέρα εντελώς τυχαία παρατηρήσαμε πως ο δικηγόρος του είχε πάει για μπάνιο κι η δικογραφία του ήταν αδύνατο να βρεθεί . Το κράτος τον έκρινε ένοχο για κλεφτοπόλεμο κι ο άλλοτε άκαμπτος Μπαστέτ πάλευε πια χωρίς κανένα σκληρό εαυτό, χωρίς καμιά αμηχανία να δει για τελευταία φορά τον ήλιο να δύει.
Στις 4 και 33 τα ξημερώματα το πλήρωμα του Φτερωτού Ναβάχο εκτελέστηκε κι έπειτα σβήστηκε από τον χάρτη σαν τον τελευταίο ινδιάνο αντάρτη «εν μέσω διαταραχών» .Η κυβέρνηση δήλωσε τον αποστάτη σε 4 καρτέλες κι η εκκλησία αφόρισε τους άπιστους. Η δικαιοσύνη απάντησε χαμογελαστά στον γιατρό πως τα νέα μυωπικά γυαλιά της τω 6 βαθμών ήταν η σωτηρία. Τα μάτια της αλληθώριζαν ευχαριστημένα μέσα από ραδιόφωνα κι εφημερίδες ενώ η τηλεόραση αποδοκίμαζε όσους έβλεπαν καθαρά καθώς εκείνη αδυνατούσε να παραδεχτεί πως έκανε λέϊζερ κι είχε ξανά τη δυνατότητα να βλέπει.
Μέσα σε μια θαλασσινή ποντικοφωλιά ορκίστηκαν απιστία οι προλετάριοι. Πίσω από τις ρωγμές ενός σταυρού οι άθεοι ορκίστηκαν πίστη στην ιδέα. Στις 3 και 44 τα ξημερώματα είχαν ήδη τραπεί σε φυγή. Οι πρώτες βόμβες συνθηκολόγησης είχα πέσει στο τραπέζι. Τα στόματα φώναζαν ΥΠΟΤΑΓΗ κι οι συνειδήσεις είχαν κιόλας βολευτεί σε μια μόνιμη θέση στο δημόσιο ενώ οι αρχηγοί λούφαζαν τώρα πίσω από τους τελευταίους. ΟΙ αναλώσιμοι αναφώνησαν «θάνατος για τους αναλώσιμους» κι ύστερα δάκρυσαν ευχαριστημένοι καθώς οι θηλιές γίνονταν ένα με το σπάσιμο του σβέρκου των δικών τους.
Το τελευταίο τραγούδι που τραγούδησαν οι σιωπηλοί ανυπότακτοι ήταν το strange fruits της Billy Holiday. Την άλλη μέρα έγινε πράξη.
Η Μυρσίνη και η Φαίδρα ήταν ένα ζευγάρι Ελληνοδανών καπετανέων. Έκρυβαν τις προκηρύξεις κάτω από τα ρούχα τους στο σουλάτσο ενώ ο Φίοντορ Μπεργκμαν περνούσε τους πρόσφυγες στο κατώι κατά τις τρεις τα ξημερώματα. Καθώς έβλεπα τις ορδές των ανθρώπων να κατεβαίνουν τη σκάλα θυμόμουν τον παππού μου να ακούει ένα περίεργο τραγούδι στο ραδιόφωνο, μιλούσε για ένα ‘μυστικό κατώι, τότε δεν ήξερα καν τι σήμαινε η λέξη μα σήμερα στα δεκαεφτά μου χρόνια ένιωθα μια παράξενη, μια διεγερτική περηφάνια λες και μοιραζόμουν μαζί του κάποιο κοινωφελές μυστικό κάθε φορά που έφερνα το ριγανόψωμο κάτω από το ξύλινο πορτάκι. Ο άντρας μου ο Μπελαρούς, ένας κοντός ανθρωπάκος μόλις 4 χρόνια μεγαλύτερος, με καστανά κι άγρια βουνίσια μάτια, μαύρα μαλλιά και κόκκινα φρύδια, στρογγυλοπρόσωπος κι ακραία φιλομαθής, απροσάρμοστος γιος της σελήνης, με καθησύχαζε κάθε τόσο χαϊδεύοντας μου το σβέρκο σαν να’ θελε να απαλύνει τη θηλιά όταν θα έσπαγε τα κόκαλά μου.
Οι πρόσφυγες πολέμου είχαν μια ονομασία στη εποχή μας, «ΑΝΕΠΙΘΗΜΙΤΟΙ». Οι αντάρτες είχαν κι εκείνο την ίδια, όποιος δεν συμβάδιζε με τις επιταγές της νέας σύμπραξης κυβερνήσεων δεν ήταν παρά ενοχλητικό μυγάκι στις διακοπές τους. Τα ανθρώπινα όντα, τα ζώα κι ό,τι άλλο στέκονταν εμπόδιο στα μεγαλεπήβολα σχέδια της τετράδας στιγματίζονταν υπό τον αριθμό 3 κι έφερε ένα μεγάλο Α στο μπράτσο με τατουάζ. Στο μπράτσο μου το τεράστιο Α δήλωνε την ταυτότητα που η κοινωνία μου είχε δώσει. Τζώρτζ Ζερό, μηδενικό υποκείμενο μιας αδύνατης, αηδιαστικής εξίσωσης, ένοχος για προδοσία φύλλου, ένοχος για προδοσία επιθυμητής επιλογής, ένοχος για προδοσία μη αποδεχτής αλληλεγγύης, ένοχος για προδοσία συμπάθειας κατωτέρων ειδών, ένοχος για προδοσία μιας ανύπαρκτης ανωτερότητας, ένοχος για ανθρωπιά. Ένα μικρό μηδενικό στο σύστημα, ένα μικρό μηδενικό που γεννήθηκε με σκοπό να το αλλάξει ή έστω να βγάλει τον θεμέλιο λίθο του, το όνομα που επέλεξα ήταν Τζωρτζ Ζερό κι ήμουν ο τελευταίος του πληρώματος του Φτερωτού Ναβάχο. Επέλεξα το Τζώρτζ γιατί στα μέρη μου ήταν το πιο διαδεδομένο όνομα, ήταν το όνομα του πλήθους και το μηδέν γιατί ήταν ο αριθμός του καμουφλάζ, μπορεί να έμοιαζες τίποτα μπορεί να ήσουν τα πάντα, μπορεί να μεγέθυνες κάτι ή να το εξαφάνιζες!
Ο Φίοντορ ήταν ο πρώτος που ήρθα σε επαφή, ένας καστανόξανθος πανύψηλος νεαρός με πλατύ χαμόγελο, έναν ελαφρύ αστιγματισμό στα χρυσαφένια του μάτια και πολλές βαριές ιδέες που χρησιμοποιούσε σαν «γυαλιά επαναφοράς της σωστής όρασης» όπως συνήθιζε να λέει. Η μικρότερη αδερφή μου τον είχε γνωρίσει τη μέρα της αποφοίτησης, στο λαιμό του έφερε ένα τατουάζ με το ζωδιακό σύμβολο του λέοντα και μια δισδιάστατη πυξίδα που του είχε χαρίσει η ίδια σαν ένδειξη γάμου. Τότε ήμουν περίπου δεκατεσσάρων χρονών, κάποιο βράδυ λίγο πριν πάρουν την γυναίκα του, έβγαλε τρομαγμένος από τα χείλη τον πιο σοβαρό του λόγο, ένα χαρτί κι ένα νούμερο. Μήνες είχε να βγάλει κουβέντα, το στόμα του ήταν πάντοτε σφαλιστό, εκείνο το βράδυ κατάλαβα γιατί. Το 4 ήταν το χαμένο κομμάτι. Ο πόλεμος κρατούσε ακόμα κ αυτή τη φορά η θρησκεία ήταν μια, η εξουσία ήταν μια, κανένας σύμμαχος, κανένα καταφύγιο, καμιά λογική μονάχα ένας άτακτος ανταρτοπόλεμος απέναντι στους τέλειους στρατιώτες, μια χούφτα άνθρωποι ανάμεσα σε χιλιάδες κρετίνους. Εκείνοι είχαν όπλα που έκαιγαν το κορμί, τα δικά μας ήταν πιο δύσκολα στο χειρισμό ,λιγότερα, μα πιο δυνατά, τα δικά μας έχτιζαν συνειδήσεις. Εκείνοι σκότωναν δέρματα, εμείς χτίζαμε ιδέες.
Ήμουν δεκαπέντε χρονών όταν για πρώτη φορά κατάλαβα πως η ύπαρξη μου ήταν μια πολιτική πράξη. Γεννήθηκα αποτελώντας μέρος ενός συνόλου ωστόσο μεγαλώνοντας άρχισα να παρατηρώ την κόλα που κρατούσε αυτό το σύνολο ενωμένο, Πάνω στο κουτί έγραφε με κεφαλαία μυτερά γράμματα «ΨΈΜΑ» τότε αποφάσισα να είμαι συνειδητά ειλικρινής κι αποποιήθηκα το σύστημα.
-ΑΠΟΤΆΣΕΣΕ ΤΟ ΨΕΜΑ;
-ΑΠΕΤΑΞΑΜΗΝ
Πολλές φορές στο παρελθόν είχα διαβάσει για την αποτυχία της επανάστασης, ίσως γι’ αυτό να έφταιγε πως οι επαναστάτες έβγαιναν σε δυο μορφές, μου θύμισε για λίγο τις πρώτες εμφανίσεις του χριστιανισμού στην ιστορία, ο αγνός ιδεολόγος που δεν νοιάζονταν για τον θάνατο ούτε όμως και για την ζωή, με χαρά θυσιάζονταν για την ιδέα, κι ο άλλος εκείνος που γίνονταν ο επόμενος δικτάτορας, το συμπέρασμα ήταν το ίδιο κάθε φορά, ή θα πέθαινες για τους άλλους ή θα ζούσες εις βάρος τους. Εδώ συνάντησα το ψέμα. Μου έκανε εντύπωση η προθυμία θανάτου κι προθυμία της λήθης απέναντι στην αρχή του αγώνα, και οι δυο ντρόπιαζαν την επανάσταση. Ένας φαύλος κύκλος, ένα φίδι που μασουλούσε την ουρά του ως να χαθεί, η βάναυσα εγωιστική αγάπη για τη λήθη κι η φασιστική χρήση της. Δειλοί μοναχοί που προσεύχονται εν ώρα κίνδυνου, φασίστες στρατιώτες που χαλάνε την προσευχή. Στη μέση ο άνθρωπος, στη μέση η ζωή που της αφαιρούν κάθε σημασία. Παλεύαμε για ένα καλύτερο αύριο στη λήθη, πότε παλέψαμε για τη γνώση του σήμερα; Φορούσαμε σημαίες νεκρών αρχηγών, γδέρναμε τα πρόσωπά τους και τα κάναμε στρας και μπλουζάκια, κονκάρδες και βρακιά ¾, οι φωνές τους έπαιζαν μιξαρισμένες λούπες στα κλαμπ και τα γαρίφαλα ήταν μονάχα για τις πίστες. Πίστες υπέρ πίστεως.
Πατρίδες από συρματόπλεγμα, εκπαιδευμένα σκυλιά να μυρίζουν το πόνο, εκπαιδευμένα να προκαλούν περισσότερο. Πατρίδες από μουχλιασμένα αισθήματα ανωτερότητας για πράγματα και καταστάσεις χιλιομασημένες που άλλαζαν σε κάθε αναφορά σαν το τελευταίο κουτσομπολιό στην κίτρινη φυλλάδα.
- Διάλεξε τη φυλλάδα σου, διάλεξε τη απόχρωση του κίτρινου που σου ταιριάζει. Έχουμε κροκί, λεμονί, ξεθυμασμένο σκατουλί ίδιο με τη συνείδηση. 333 αρχηγοί για 4 ανθρώπους. 333 στέψεις θανάτου για μια συνείδηση βουβή χωρισμένη στα 4.
-άγνοια
-αίσθηση ανωτερότητας
-μίσος
-υποταγή.
Η χρυσή εποχή της 4τράδας.
Την χρυσή εποχή της 4τράδας, οι κυβερνήσεις ήταν τέσσερις: Η κυβέρνηση του βορά, η κυβέρνηση του νότου, η κυβέρνηση της δύσης κι η τελευταία της ανατολής. Στη μέση ήταν το σημείο αναφθοράς κι εμείς οι ΑΝΕΠΙΘΎΜΗΤΟΙ.
Ο πρώτος υπουργός ανήκει στην κυβέρνηση της Έρευνας, ο Δεύτερος στην κυβέρνηση του δημόσιου φυσικού και επίκτητου πλούτου, ο Τρίτος στην κυβέρνησης της ενημέρωσης και της δικαιοσύνης κι ο τέταρτος ήταν ο υπουργός Παιδείας και θρησκευμάτων. Η σύμπραξη των ηνωμένων κυβερνήσεων είχε λάβει χώρα στη Νυρεμβέργη σαν φόρος τιμής στο μέρος που καταδικάστηκαν κάποτε οι φασίστες όπως συνήθιζαν να διαφημίζουν οι εκάστοτε προπαγάνδες με έμφαση στο δημοκρατικό πρόσωπο της τετράδας Εκεί που καταδικάστηκε το μίσος αρκετά χρόνια μετά στήθηκε η μεγαλύτερη και μαζικότερη ντροπή της ανθρωπότητας και νέοι φασίστες βρίσκονταν τώρα στο ίδιο μέρος, αυτή τη φορά όμως όχι σαν κατηγορούμενοι...
Μέσα σε λίγους μήνες ο στρατός οικειοποιήθηκε το Υπουργείο Έρευνας. Οι ιδιωτικές μεγαλοεταιρίες «πάταξαν τον καπιταλισμό» δημιουργώντας τις «ελεύθερες μαζικές θέσεις ανθρωπίνου και ζωικού δυναμικού» καθώς οι φιλάνθρωποι οι κεφαλαιούχοι πρόσφεραν νεαρές και νεαρούς με λαδωμένα και ντοπαρισμένα μούσκουλα και βυζιά που έσπαγαν κεφάλια πλασάροντας στην αγορά τον «νέο επιθυμητό υπεράνθρωπο»: Παραφουσκωμένο με ροφήματα πρωτεΐνης, εμφυτεύματα σιλικόνης και λεύκανση πρωκτού όλα υπό την υπέροχη επικεφαλίδα της εταιρίας «Πυγμαλίων» ενώ οι “σπουδαιότεροι” και ευφραδέστεροι πολιτικοί κατέλαβαν το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων μετατρέποντάς το σε υπουργείο Αηδίας και Απορριμμάτων.
Στο ολοκαίνουργιο «Ράιχ» τα βιβλία δεν απανθρακώνονταν στις πλατείες, στοίβες ολόκληρες προσφέρονταν σε κάδους ανακύκλωσης τελευταίας τεχνολογίας σταμπάροντας δαχτυλικά αποτυπώματα θέτοντας έτσι τους κύκλους των «ΕΠΙΘΥΜΗΤΏΝ». Ο Μπρέχτ, ο Ουάϊλντ, ο Ουγκώ, ο Κάφκα, ο Καζαντζάκης, ήταν όλοι πεπαλαιωμένοι συνεργοί της αποτυχίας της ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ. Οτιδήποτε περιείχε ασχήμια διώκονταν, οτιδήποτε δεν συμβάδιζε με το καθεστώς καταστέλλονταν, οτιδήποτε δεν δημιουργούσε καινούς στρατιώτες και πειθήνια κοπάδια η προπαγάνδα το διέσυρε κι ύστερα το εξαφάνιζε από τα χέρια, τα μάτια, στο τέλος κι από τα στόματα.
Οι αντάρτες του αέρα καταρρίφθηκαν στα χρόνια του πατέρα μας. Οι αντάρτες της στεριάς κατεστάλησαν κι ύστερα υπέγραψαν θάνατο μετανοίας. Οι μόνοι που είχαν μείνει πια ήταν οι αντάρτες της θάλασσας που αρνούνταν να παραδώσουν τα πλοία. Ένα από αυτά μας παρέδωσε η Ρους τέσσερις μέρες πριν την πάρουν. Το τέσσερα ήταν το σύμβολο της «ανίερης συμμαχίας», το τρία ήταν το σύμβολο του αντάρτη, ένας για την ομάδα , δυο για την μονάδα, 3 μονάδες = τίποτα, 2 για έναν, ένας για την ομάδα. Αυτό το αριθμητικό σύνθημα υπήρχε πριν τα χρόνια της Κρήνης, λένε πως εκείνος που το εφηύρε ήταν ο Δουμάς. Ποτέ όμως δεν έμαθα πως έφτασε μέχρι τα δικά μου χρόνια.
Ένα βράδυ ο Φίοντορ μπήκε στο σπίτι από την πίσω πόρτα. Εγώ μαγείρευα, δεν τον άκουσα να μπαίνει. Όταν τον είδα έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Ο αριστερός του ώμος σφηνωμένος ανάμεσα σε ξηρό τομπάκο και αίματα εξείχε μ’ έναν παράξενο τρόπο στην άκρη του κορμιού του. Ο Μπελαρούς έσπευσε να βοηθήσει, ωστόσο είχε δυο χρόνια που’ χε παρατήσει την ιατρική κι οι γνώσεις του ήταν περιορισμένες. Όποτε πήγαινα στο δωμάτιο τα μαλλιά του άντρα μου μου φαίνονταν όλο και πιο γκρίζα, τα χέρια του έτρεμαν περισσότερο.. Κατά τις πέντε το πρωί κι όταν πια σταθεροποιήθηκε κάπως η κατάστασή του, ο Φίοντορ μας είπε πως τον είχαν αρπάξει οι φασίστες. Η Φαίδρα η αδερφή του, ήταν ήδη νεκρή αν όχι αιχμάλωτη. Για μια στιγμή τα μάτια μας σφίχτηκαν , ήταν παράξενο να εύχεσαι κάποιος αγαπημένος να έχει πεθάνει, έτσι κι αλλιώς η μοίρα που περίμενε τους ζωντανούς αποστάτες ήταν χειρότερη. Κάποιες οικογένειες διαδήλωναν έξω από την πρεσβεία της κυβέρνησης της Έρευνας κι όμως πήγαιναν χρόνια που καμία έρευνα δεν γίνονταν για τα παιδιά τους. Μονάχα στο τέλος οι μπάτσοι έλεγχαν τα αποτυπώματα των διαδηλωτών, την άλλη μέρα καμία έρευνα δεν γίνονταν για εκείνους.
Στις πέντε και είκοσι το ψωμί ήταν έτοιμο. Πήγα για το κατώι αφήνοντας τον Μπελαρούς, το Φίοντορ και την Μαντλέν να κατεβάζουν το τελευταίο ουίσκι -το ποτό έρεε άφθονο στην εποχή μας, ναρκωτικά κι ό,τι άλλο μπορούσε να σε καταστείλει χωρίς γκλομπ, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι, άρτος και θεάματα. Μα για τους καραβοκύρηδες έρεαν πια μονάχα οι καρπαζιές. Εκείνο το μπουκάλι με το εξωτικό πουλί στο εξώφυλλο ήταν ό,τι είχε απομείνει από τον παππού μου όταν τον επισκέπτονταν ο αδερφός του. Η Μαντλέν, η ξαδέρφη μου έβγαλε το βιολί του θείου κι έπαιξε μια νότα. Την τελευταία φορά που είχε ανοίξει αυτή η θήκη μια είκοσι επτάχρονη Γαλλιδούλα από τη Λιόν έμεινε έγκυος αφήνοντας πίσω της δυο αγέρωχα, παντοδύναμα πράσινα μάτια και μια άγρια επαναστάτρια. Καμιά φορά χαιρόμουν που ο θείος δεν είχε βάλει καπότα εκείνο το βράδυ. Μπορεί η Μαντλέν να μην είχε κληρονομήσει τη φάτσα του ρομαντικού ασυμβίβαστου ξαδέρφου της μάνας μας μα σίγουρα κληρονόμησε το ελεύθερο ταμπεραμέντο μιας ολόκληρης γενιάς που έμοιαζε με αναβράζον χάπι. Περίμενε το νεράκι της….
Όταν ψήθηκε το ψωμί το τύλιξα σε μια πετσέτα κι άνοιξα την θλιβερή καταπακτή. Ο Μόμο, ένας πανύψηλος Νιγηριανός καπετάνιος πήρε τα ψωμιά στα χέρια του κι έπειτα δίνοντάς μου τις προκηρύξεις με κοίταξε με αγωνία.
-Ο Μπαστέτ;
Κατέβασα τα μάτια μου. Ο Μόμο κατέβασε τα δικά του κι ύστερα έκλεισε το πορτάκι της καταπακτής. Γυαλιστερά, πεινασμένα, εξαθλιωμένα μάτια γλιστρούσαν από την άκρη του υπογείου κι απλώνονταν πάνω στα δάχτυλα των ποδιών μου ουρλιάζοντας σιωπηλά. Κανείς δεν έβγαλε άχνα.
Ακόμη ένας θάνατος.
Καθώς ανέβαινα τη σκάλα, ένα αίσθημα θλίψης με πλημμύρισε. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό μου. Νοσταλγούσα τις εποχές που γέμιζα δάκρυα τα σεντόνια μου για τον έρωτα, τώρα γέμιζα σκατά τα βρακιά μου κάθε φορά που χτυπούσε η πόρτα τη νύχτα. Σκέφτηκα τη Νέλα. Η Νέλα ήταν η μεγάλη μας αδερφή, κάποτε ήμασταν τρεις τώρα μονάχα ένας. Η Νέλα σήμερα θα με περνούσε ακριβώς δώδεκα χρόνια. Η μεγάλη μου αδερφή πέθανε στη φυλακή. 43 άνθρωποι έζησαν χάρης εκείνη. 43 μαρτυρίες που θάφτηκαν μαζί με τις ελπίδες των ανθρώπων. 43 άνθρωποι ανακήρυξαν αγία το κορίτσι που μου έτρωγε τα δημητριακά, το κορίτσι που μου έφερε το πρώτο μου πλαστικό καραβάκι όταν έκανα μπάνιο. Στις 3 και 33 το πλοιάριο Ευδαίμων προσάραξε στη Σικελία αποβιβάζοντας 43 αποστάτες σε σώα κατάσταση. Οι εννιά απελάθηκαν δυο μήνες αργότερα με άγνωστη κατεύθυνση , οι 34 βρίσκονταν στο κατώι του πλωτού σπιτιού μας εδώ και 3 μήνες. Τέσσερις μήνες μετά η Ρους άφησε την τελευταία της ανάσα για διαθήκη πάνω σε μια κακοπλεγμένη θηλιά. Το πολεμικό ναυτικό έσβησε το όνομά της από τα βιβλία, τα παράσημα της ξηλώθηκαν, ακόμα κι οι αφίσες της επικήρυξης της μαζεύτηκαν την ίδια μέρα, η πενιχρή περιουσία της δημεύτηκε κι εγώ κληρονόμησα μια καρτέλα διαπόμπευσης από το σύστημα, ένα παράσημο που μύριζε τώρα ρίγανη, σιτάρι κι ελευθερία.
Το τελευταίο μου γεύμα στο σπίτι είχε μια δόση ακατέργαστης σοσιαλιστικής ψευδαίσθησης. Ένιωθα το στομάχι μου δυνατό κι οι ήχοι που κάθε τόσο παρήγαγε από την πείνα δεν ήταν παρά παμπάλαια τσιτάτα που έβγαιναν στη μόδα ξανά, ή μάλλον ποτέ δεν είχαν φύγει. Στο πιάτο μου ένα κομμάτι μπαγιάτικο ψωμί και μερικά άγρια χόρτα. Το τελευταίο ποτήρι ουίσκι το μοιραστήκαμε στις 3 και 33 ακριβώς. Δεν έφτανε για να μεθύσουμε, δεν έφτανε για να ησυχάσουμε, ζέστανε τα λαρύγγια μας ξεκινώντας ένα παράξενο ταξίδι στον οισοφάγο. Ο άντρας μου σιωπηλός με την πλάτη στον τοίχο φορώντας την γδαρμένη ιατρική του ρόμπα σαν άσημο λάβαρο είδε για τελευταία φορά τη θάλασσα στις 4 τα ξημερώματα ακριβώς. Τότε ξεκίνησε ο πόλεμος, μα αυτός δεν είχε πια ιδέες, τσιτάτα, συμβάσεις, ήταν ένας αγνός ανταρτοπόλεμος με μόνο σύνθημα Ελευθερία, όχι θάνατο, κανένα θάνατο, ελευθερία και σεβασμό, ο θάνατος δεν ήταν αποδεκτός στη γενιά μας .
Το σώμα της ελευθερίας έπεσε στην κρεμάλα με κρότο. Ζαλισμένοι επαναστάτες παρακολουθούσαν από αμπάρια, καταστρώματα, στόματα και προκηρύξεις Όταν ακούστηκε το κρακ ήξεραν πια στα σίγουρα πως ήταν μόνοι, η τελευταία καπετάνισσα της τρίτης γενιάς είχε πέσει, η τέταρτη γενιά ήταν απροστάτευτη. Η επανάσταση άφρισε μέσα τους, άρπαξαν τα λιγοστά τους όπλα και ξεχύθηκαν στους δρόμους ουρλιάζοντας. Η Μύριελ, η Νόρμα κι ο Αγαθοκλής , οι τρεις τελευταίοι στόλοι συσπειρώθηκαν στις ακτές της Νορμανδίας. Οι μπάτσοι έβγαλαν τα νεροπίστολα μπρος στο σχοινί και το ατσάλι μα η επανάσταση σαν ζαχαρένιος κύβος έλιωνε κι αναπλάθονταν κάτω από τα δάχτυλα ενός άτεγκτου φεουδάρχη θεού που αντάλλασσε ρόλους με την πολιτικοποιημένη σέκτα. Ο Φίοντορ κι ο Μπελαρούς άρπαξαν την εφήμερη φέτα του ψωμιού από τα δόντια μου φωνάζοντας να λύσουμε τα σχοινιά.
Δεν είχαν καν προλάβει τα αγριόχορτα να ριζώσουν στο ξενοδοχείο του στομαχιού μου όταν το σπίτι μου άρχισε να ξερνά πεταλίδες και κοχύλια. Ο Μόμο χτύπησε την πόρτα 3 φορές. Έσφιξα στο μπράτσο μου το πένθος και σήκωσα την καταπακτή. 34 οργισμένα ζευγάρια μάτια είχαν σπάσει την σιωπή τους. 34 στόματα φώναζαν ελευθερία. 4 κυβερνήσεις περικυκλωμένες από ανεπιθύμητους έχωναν στο πουγκί ό,τι προλάβαιναν καθώς οι επαναστάτες απαιτούσαν.
Οι επόμενοι 4 μήνες κύλισαν στο αίμα σαν δάχτυλα ανάμεσα σε τρίχες ποτισμένες σε κοντίσιονερ. Οι κυβερνήσεις με στόματα νεογνών κοράκων απαιτούσαν καθώς βυθίζονταν . Οι επαναστάτες υπέγραφαν μόνο άρνηση. Στο τέλος οι φεουδάρχες υπέκυψαν. Τα υπουργεία άλλαξαν ονόματα κι οι υπουργοί έχωσαν το χέρι στο τσουβάλι και έβγαλαν μέσα από τα γδαρμένα πρόσωπα τα νέα δημοφιλή προσωπεία. Τα ζώα του αρχοντικού κτήματος μπορούσαν να συνεχίσουν την εργασία άνευ αποδοχών, έτσι κι αλλιώς είχαν διώξει για τα καλά τον Τζόουνς. Μόνο ένα ερώτημα, ένα ερώτημα τους βασάνιζε που και που το μυαλό:
-Τζόουνς;
Οι επαναστάτες με χαρά παρέδωσαν την “βίβλο” του προφήτη Όργουελ στα νέα μηχανήματα ανακύκλωσης, τώρα πια δεν χρειάζονταν κανένα μυστικό όρκο στην ουτοπία, τώρα πια δεν χρειάζονταν να προσέχουν τίποτα, είχαν νικήσει, τώρα θα βασίλευε επιτέλους η ελευθερία κι εκείνοι ήταν έτοιμοι να κάνουν ό,τι χρειαζόταν γι’ αυτό…
33 χρόνια μετά η εταιρία της επανάστασης είχε τις δικές της μετοχές στο χρηματιστήριο, μερικά κανάλια και κάποια εργοστάσια. Οι ανεπιθύμητοι ήταν πλέον «ικανά εργάσιμα χέρια» με “ευπρεπή” εξοχική κατοικία, σκύλο και ελεγχόμενα έμβρυα , πλήρωναν φόρους και έτρωγαν οικογενειακά την Κυριακή. Με χαρά προσεύχονταν και πολυλογούσαν επαναλαμβάνοντας τέσσερις φορές τη μέρα την νέα φράση της Ελευθεριακής Γης : AKOY, ΒΛΕΠΕ, ΣΩΠΑ! Κι εγώ ήμουν πενήντα χρονών ορκισμένος ασυμβίβαστος πάνω σ ‘ένα “στοιχειωμένο” καράβι, αρνητής του συστήματος και γραφικός μεσήλικας , μόνος με μοναδική παρέα στην νέα φεουδαρχία, 34 ζευγάρια μάτια που κάποτε βγήκαν πεινασμένα από το κατώι του πλωτού μου σπιτιού ουρλιάζοντας «ελευθερία». Στις 3 και 44 το καράβι έμπασε νερά, ακριβώς σαν τη δημοκρατία... 4 πλοία ξεκίνησαν αργά ψάχνοντας ένα πομπώδες αφιέρωμα στην ανδρεία τους στο επόμενο εβδομαδιαίο περιοδικό. Ήδη ποζάριζαν αναμοχλεύοντας σκονισμένα τσιτάτα και φλεγόμενες σελίδες που ξεσήκωσαν από κάποια τυχαία ομιλία , άνθρωποι με μάτια καινά, τυφλωμένα από τα φλας των νέων ελευθεριακών συσκευών που σου προσέφεραν την δυνατότητα ακόμη περισσότερης ελευθερίας αρκεί να πατούσες το κατάλληλο κουμπί.
Όταν τα είδα να με πλησιάζουν φώναξα την τελευταία λέξη που θυμόμουν κι ύστερα έκλεισα τη μύτη μου πεισματικά κάνοντας το τελευταίο μου μακροβούτι . Στα 3 μέτρα οι φωνές τους είχαν πάψει πια να υπόσχονται κι εγώ έβαλα τα δυνατά μου να φτάσω ακόμα πιο μακριά έτσι που να μη βεβηλώσει κανείς το άτυχο λείψανό μου αγιοποιώντας το, φτιάχνοντας από τα απομεινάρια μου τα θεμέλια μιας καινούργιας σκλαβωμένης εικόνας. 40 γουρούνια αναβόσβηναν τα φλας επιδεκτικά καθώς σκεφτόμουν στο βάθος του ωκεανού εκείνη τη νεανική απορία μου για την διττή φύση του επαναστάτη.
Τώρα στα πενήντα μου χρόνια, η ύπαρξή μου θέλοντας και μη έγινε μια πολιτική πράξη μα ο θάνατός μου, ας ήταν μια προσωπική αντίπραξη, σκληρή κι αμετανόητη, ασήμαντη κι άγρια, ένα ευτυχές μηδενικό που δεν θα κατέληγε να σέρνεται πίσω από τα ακριβά μηδενικά της μονάδας. Αν ήταν να είμαι μάρτυρας, ας ήμουν ο άγνωστος, αν έδωσα τη ζωή μου στον άνθρωπο ήταν με την ελπίδα ποτέ να μη ζητήσει κέρδος από αυτή, τώρα αφήνω το θάνατό μου στη θάλασσα καθώς τα κοράκια παραμονεύουν να κτίσουν από εκείνον άλλο ένα πρόγραμμα στην τηλεόραση με υπότιτλους και ψαλιδίσματα, άλλο ένα λιθαράκι δηλαδή στον ύπνο των προβάτων. Ο Τζουζέπε κι Ζοσελίν αγέραστοι, με τα μικροαστικά κοστουμάκια τους και τα δήθεν κατανοητικά γελάκια τους κοίταζαν τώρα επίμονα τη θέση όπου είχα ξεκινήσει το ταξίδι μου για το απέραντο χάος. Μονάχα δυο μικροσκοπικές ολόιδιες φλέβες ανάμεσα στα μάτια τους πρόδιδαν την απορία και την απέχθεια τους, καθώς έπαιρναν το σχήμα από καινούργιες παντιέρες που θα έβλεπαν να γκρεμίζονται. Οι μόνοι άλλωστε αγέραστοι και πάντα σταθεροί , μακριά από πολιτικές, κοινωνικές και άλλες βλέψεις στις επαναστάσεις μας ήτανε τα κοράκια, εκείνοι πάντοτε κέρδιζαν.
-Άλλη μια εκπομπή του προγράμματος της επανάστασης έφτασε στο τέλος, καληνύχτα από το ραδιόφωνο του αρχοντικού κτήματος αγαπητοί ακροατές, κι όπου κι αν είστε απόψε θα σας αποχαιρετήσουμε με ακόμη μια φράση ελευθερίας, ας σκύψουμε λοιπόν όλοι μπροστά στη σημαία κι ας αναφωνήσουμε :
Μπεεεεεεεεε
https://bluerabbit26.blogspot.com/2019/07/33.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου