Σάββατο 6 Ιουλίου 2019

Πορφυρή Σιωπή: Ατομική έκθεση της Χριστίνας Τζάνη στο Μουσείο Τεχνών Κοζάνης- τεκμηρίωση



Το Δ.Σ. του Αρχείου Ιστορίας & Τέχνης, σας προσκαλεί στα εγκαίνια, της τελευταίας για την Θερινή περίοδο, Εικαστικής Έκθεσης της Εικαστικού Χριστίνας Τζάνη με τίτλο ¨ΠΟΡΦΥΡΗ ΣΙΩΠΗ¨ η οποία θα φιλοξενηθεί στο Νέο ιδρυθέν Μουσείο Τεχνών από 10 έως 31 Ιουλίου 2019.

Αλληλεπίδραση έκθεσης: Χάρης Κοντοσφύρης, Γλύκα Διονυσοπούλου, Κατερίνα Καρούλια
Επιμέλεια έκθεσης: Χάρης Κοντοσφύρης:
Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τ.Ε.Ε.Τ της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Δ. Μακεδονίας / Εικαστικός.

Εγκαίνια έκθεσης: Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019 στις 8:00 το βράδυ.
Διάρκεια έκθεσης: 10 Ιουλίου – 31 Ιουλίου 2019.
Ώρες επίσκεψης: καθημερινά 10:00 π.μ. - 2:00 μ.μ.  Κάθε Παρασκευή 10:00 π.μ. 2:00 μ.μ. και 7:00 μ.μ. – 9:00 μ.μ. (Κυριακή κλειστά)
Διεύθυνση Μουσείου Τεχνών: Δελμούζου 1 - Κοζάνη.

Επίσκεψη πέρα από το ωράριο ύστερα από συνεννόηση.
Τηλ. επικοινωνίας: 24610 39559 και 6980021640
E-mail:  arhiokesarias1@gmail.com
Υποστήριξη - Επικοινωνία: Φλώροι Εικαστικοί


Λίγα λόγια για την έκθεση.
Ζωγραφική του αισθητού της συνείδησης. Χαρτιά, καμβάδες, λάδια, φθορίζοντα χρώματα, κινούμενη ζωγραφική.
Ένας σοφός άνθρωπος είπε ότι ο εικαστικός καλλιτέχνης γυμνάζει την εικόνα καθημερινά σε απογύμνωση. Η γύμνωση ενός ζωγραφικού έργου επιτελείται με πολλούς τρόπους. Ο ζωγράφος που απεικονίζει οντότητες συχνά καταφεύγει σε μια πορφυροποίηση του κιαροσκούρου των παλαιών ζωγράφων.  Το πορφυρό κόκκινο εξαντλείται στις υπώρειες του καφέ, ειδικά όταν αντανακλά στα γυαλισμένα ασημικά του σύνθετου στο σαλόνι της μαμάς. Τότε, ίσως να λανθάνουν οι ανακλώμενες εικόνες και οι παραμορφώσεις να  φαίνονται σαν χαλάσματα εν αιθρία. Η  μνήμη αποσοβεί το παρόν κι οι λάμψεις εκμηδενίζουν την όραση σε ένα φλεβικό  κόκκινο βαθύ πορφυρό χρώμα των βασιλιάδων.
Ένας  κόσμος, παιδικών ονείρων και εφιαλτών γκριζόμαυρα σκοτεινός  και χρωματικά ταραγμένος, χτίζει  μια φανταστική πολιτεία ζωγραφικής  με εκτο-πλάσματα. Τα εκτοπλάσματα είναι υπομονετικές και ανεκτικές οντότητες  παιδιών. Υποστηρίζουν   μια νέα δικαιοσύνη στον κόσμο.  
Μια σιωπή απλώνεται στο σκιώδη κόσμο όπου οι παιδικές οντότητες χρειάστηκε να πολεμήσουν και να αυτοεξοριστούν σε μια περιοχή παράλογα γλυκιάς ανάμνησης. Η καταιγιστική κρίση στη συνείδηση των μικρών οντοτήτων, εκφράζεται με την ηχώ μιας σιωπής που απλώνεται στην ευάλωτη περιοχή όπου βούτυρο, ζάχαρη και φρουτένια χρώματα θα λιώσουν, αν η κρυσταλλοποίησή τους δεν συντηρηθεί στις χαμηλές θερμοκρασίες αυτής της βόρειας περιοχής.
 Οι αιμάσουσες πληγές της ζωής των παιδικών οντοτήτων επιδεικνύουν την ταραγμένη αδηφαγία των «εξοντωτών» τους. Τα πρωτόγνωρα αυτά πλάσματα κινούνται χωρίς τις προθέσεις των άνω και κάτω ακρών, με τους μελανούς πορφυρόχρωμους παλιούς  ακρωτηριασμούς να είναι λειτουργικά μέλη μιας νέας ανθρωπομετρίας του γλυκού ανεκδίκητου πόνου. Το ζαχαρωμένο νεότευκτο παρόν συστέλλεται μπροστά στο ανέντιμο πληγωμένο παρελθόν βίας, νοθείας και ξυλοδαρμών όλων των νεογέννητων συνειδήσεων.
Η συνείδηση δεν ζωγραφίζετε αλλά η Χριστίνα Τζάνη καταφέρνει να εξιλεώσει τα της συνείδησης με μια ζωντανή ζωγραφική σύζευξη κάλυψης και καλυπτόμενων σημείων   «…γιατί το ωραίο δεν είναι ούτε το κάλυμμά ούτε το καλυπτόμενο σημείο αλλά το σημείο μέσα στο κάλυμμα του » Παράφραση στον Walter Benjamin.


Κοντοσφύρης Χάρης / Εικαστικός
Αναπληρωτής  καθηγητής ΤΕΕΤ Σχολή Καλών Τεχνών Φλώρινα



Βιογραφικό:
Η Χριστίνα Τζάνη γεννήθηκε στην Αθήνα. Από το 2010 μέχρι το 2015 σπούδασε στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας στη Φλώρινα, με καθηγητές τον Χάρη Κοντοσφύρη και τον Θωμά Ζωγράφο. Έχει συμμετάσχει σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό με σημαντικότερες, την ατομική έκθεση “Forgotten Whispers” στην KH5 Gallery στη Ζυρίχη (2016), την ατομική έκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας με τίτλο «Εξωδεκτική Ευαισθησία» (2016), “Τender Wounds” στη Gallery X στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας(2016) καθώς και στις ομαδικές  “13 Hours” στη Last Rite Gallery στη Νέα Υόρκη, στη Biennial Castra στη γκαλερί Lokarjeva στη Σλοβενία, στο  Fid Prize 7, Esä’s Grande Gallerie, στη Γαλλία, στην έβδομη Μπιενάλε των φοιτητών των Καλών Τεχνών της Ελλάδας στο Ίδρυμα Θεοχαράκη και στην Affordable art fair Milan 2018, στο Μιλάνο. Πρόσφατα βραβεύτηκε από τους οργανισμούς  Osten και WAVA με το βραβείο “Young Balkan Artist 2017”. Ζει και εργάζεται στην Ελλάδα.

 Ακολουθεί τεκμηρίωση της εικαστικής έκθεσης Πορφυρή σιωπή


Ζωγραφική του αισθητού της συνείδησης.
Χαρτιά, καμβάδες, λάδια, φθορίζοντα χρώματα, κινούμενη ζωγραφική, μικρογλυπτική στο Μουσείο Τεχνών της Κοζάνης.

  
Πορφυρή σιωπή

Ένας σοφός άνθρωπος είπε ότι ο εικαστικός καλλιτέχνης γυμνάζει την εικόνα καθημερινά σε απογύμνωση. Η γύμνωση ενός ζωγραφικού έργου επιτελείται με πολλούς τρόπους. Ο ζωγράφος που απεικονίζει οντότητες καταφεύγει συχνά σε μια πορφυροποίηση του κιαροσκούρου των παλαιών ζωγράφων.  Το πορφυρό κόκκινο εξαντλείται στις υπώρειες του καφέ, ειδικά όταν αντανακλά στα γυαλισμένα ασημικά του σύνθετου στο σαλόνι της μαμάς. Τότε, ίσως να λανθάνουν οι ανακλώμενες εικόνες και οι παραμορφώσεις να  φαίνονται σαν χαλάσματα εν αιθρία. Η  μνήμη αποσοβεί το παρόν και οι λάμψεις εκμηδενίζουν την όραση σε ένα φλεβικό  κόκκινο βαθύ πορφυρό χρώμα των βασιλιάδων. Υδατογραφίες στερεωμένες ελαιογραφικά συνθέτουν τα εκτοπλασματικά πορτρέτα της Χριστίνας Τζάνη.

Η ζωγραφιά του κόσμου,
όπως και πάσα εξάλλου ζωγραφιά,
δεν είναι να βλέπεται
από κοντά.
Από κοντά, αχ,
σύγχυση είναι όλα
και σκοτεινιά.
Η ζωγραφιά του κόσμου,
παρά κάθε άλλη αυτή,
χρειάζεται απόσταση
να φανεί.
Χρειάζεται απόσταση, αλίμονο,
την κανονική
και πού να βρεθεί.
Πού να βρεθεί που
εμπρός είναι το
βαθύ και πίσω
το ρέμα…
(Λουκάς Κούσουλας,
Τα Ποιήματα (1962-2002), εκδ. Δομός
αναδημοσίευση στο περιοδικό Φιλολογική, τχ 146)

Ένας  κόσμος παιδικών ονείρων και εφιαλτών, γκριζόμαυρα σκοτεινός και χρωματικά ταραγμένος, χτίζει  μια φανταστική πολιτεία ζωγραφικής  με εκτοπλάσματα. Τα εκτοπλάσματα είναι υπομονετικές και ανεκτικές οντότητες  παιδιών. Εργάζονται για  μια νέα δικαιοσύνη σ’ έναν κόσμο κακοποίησης εις το όνομα της  Αγάπης.  
Η απογύμνωση των μορφών, οι  έντονες κόκκινες αποχρώσεις των άκρων αποκαλύπτουν τη μαχητικότητα  των μικρών πρωταγωνιστών και ταυτόχρονα απομυθοποιούν τη διαχείριση της απεικόνισης σε σχέση με την εκφραστική αντίληψη που επιθυμεί ο θεατής. Οι φόρμες των σημείων καθώς και τα περιγράμματα λειτουργούν σαν μια ζωγραφική αισθησιοκρατικής περιγραφής. Οι οντότητες που παρουσιάζονται συνδέονται με σχετιζόμενους  ρόλους, ώστε να φανεί η πολυπλοκότητα του κόσμου που τα περιβάλλει.
Ο θεατής εισέρχεται σ’ έναν εκθεσιακό χώρο με παρατεθειμένα τα έργα και στη συνέχεια ο εφησυχασμός ανατρέπεται από τη δυσμορφική υπόνοια  όντων, που μπορεί να υπέφεραν ή να μωλωπίστηκαν ή να πάλεψαν μέχρι τέλους με το σώμα τους.
Ο θεατής καλείται να εμπλακεί σε μια ιδιαίτερη διαδικασία θέασης. Να συνδέσει τα στοιχεία, σε μια προσπάθεια ερμηνείας του έντονου πορφυρού, χρώματος με σημειολογική αναφορά στην κατάσταση των εικονιζόμενων μορφών.


 
Μια σιωπή απλώνεται στον σκιώδη κόσμο, όπου οι παιδικές οντότητες χρειάστηκε να παλέψουν  και να αυτοεξοριστούν σε μια παγωμένη περιοχή παράλογα γλυκιάς ανάμνησης. Η καταιγιστική κρίση στη συνείδηση των μικρών οντοτήτων εκφράζεται με την ηχώ μιας σιωπής που απλώνεται στην ευάλωτη περιοχή, όπου βούτυρο, ζάχαρη και φρουτένια χρώματα θα λιώσουν, αν η κρυσταλλοποίησή τους δε συντηρηθεί στις χαμηλές θερμοκρασίες αυτής της βόρειας περιοχής. Οι αιμάσσουσες πληγές της ζωής των παιδικών οντοτήτων επιδεικνύουν την ταραγμένη αδηφαγία των «εξοντωτών» τους. Τα πρωτόγνωρα αυτά πλάσματα κινούνται χωρίς  προσθέσεις των άνω και κάτω ακρών. Οι  μελανοί  πορφυρόχρωμοι παλιοί  ακρωτηριασμοί  είναι λειτουργικά μέλη μιας νέας ανθρωπομετρίας του γλυκού ανεκδίκητου πόνου. Το ζαχαρωμένο νεότευκτο παρόν συστέλλεται μπροστά στο ανέντιμο πληγωμένο παρελθόν βίας, νοθείας και ξυλοδαρμών όλων των νεογέννητων συνειδήσεων.
Η συνείδηση δε ζωγραφίζεται, αλλά η Χριστίνα Τζάνη καταφέρνει να εξιλεώσει τα της συνείδησης με μια ζωντανή ζωγραφική σύζευξη κάλυψης και καλυπτόμενων σημείων, γιατί παραφράζοντας τον  Walter Benjamin, «το ωραίο δεν είναι ούτε το κάλυμμά ούτε το καλυπτόμενο σημείο, αλλά το σημείο μέσα στο κάλυμμά του».


Ο ουμανισμός της Χριστίνας Τζάνη στο ζωγραφικό της έργο στηρίζεται σε μια κεντρική αντίληψη «περί προσωπικότητας», μια κληρονομιά του ιστορικού και νεότερου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Οι ήρωες είναι πανταχού παρόντες, συνυφασμένοι με την προσήλωση στη μορφή και τη συνέχιση της παράδοσης της δισδιάστατης εικόνας με οπτικές ψευδαισθήσεις των τριών διαστάσεων. Η Τζάνη δεν μπορούσε να μην αρνηθεί την  υποταγή του ανθρώπου σε κάθε σχηματοποιημένο δογματισμό. Ο δημιουργικός ορθολογισμός και ο ανθρωπισμός προτάσσουν τη συνείδηση. Το πιο ευαίσθητο κομμάτι της τιθάσευσης παιδιών και νεαρών οντοτήτων εξελίσσεται σε σχηματισμούς  εξουσίας. Παρόλα αυτά, το ζωγραφικό της πρίσμα οδηγείται σε μια καθαρότητα και ευκρίνεια. Απομακρυσμένες από τον άγονο φορμαλισμό, η αποδοχή, η πρόσληψη και η μετά αξίωση του έργου της ακουμπούν σε ένα σύνθετο πλέγμα ιδεών (αθωότητα – βία – πόνος - πληγή - δικαίωμα στην αναπηρία - ανεπάρκεια – αποεδαφοποίηση – εξορία – μοναξιά – αυτορρύθμιση - ύπαρξη). Η νοησιαρχία της τον ρομαντισμό, μιας και αυτό το καλλιτεχνικό ρεύμα εναρμονίζεται με τις μυστικιστικές όψεις της ίδιας της ζωής και των υποσχέσεων για μια ευνοούμενη συνύπαρξη.

 
Με αρχικά υλικά την έμπνευση και τη βούληση, προβάλλει το ψυχικό σπαρτάρισμα σε επεισόδια λυρικών και κοινωνικών εξάρσεων. Η αυτονόητη αφήγηση της Χριστίνας Τζάνη, ένα οιονεί διήγημα φαντασίας, αναστρέφει το αρχικό υλικό και την επιχειρηματολογία της βουλήσεως, καθώς επιπλέουν περισσότερο φωνές ρομαντισμού και υποσχέσεων. Η νοησιαρχία των αιτίων, ο  αναίτιος τραυματισμός - ακρωτηριασμός των νεαρών οντοτήτων εμφανίζεται ως πορφυροποίηση των τραυμάτων. Η Τζάνη μετά από μακρά και επίμονη τεχνική εκτέλεση  και επεξεργασία των υλικών ζωγραφικής οδηγείται στην  τεχνική αρτιότητα και τη μορφική τελειότητα της πορφυροποίησης. Η τελειότητα αυτή τρέφει την ηδονισμένη όραση του θεατή και ο ακρωτηριασμός είναι τόσο όμορφα σχεδιασμένος, που πλέον από οίκτο προκαλεί θαυμασμό και υπεροχή. Οι ήρωες εγκολπώνονται σε διπολικές καλλιτεχνικές τάσεις  του κλασικού και του ρομαντικού, επιδεικνύοντας μια αντινεωτερική νοοτροπία, με επικαιροποιημένα στοιχεία αφήγησης για έναν κόσμο φαντασίας γεμάτο κουφέτα πόνου. Η Τζάνη επιστρέφει γενναία και άφοβη  από την περιοχή του ακατανόητου εις την ορθή περιγραφή των εικόνων. Η τέχνη της Τζάνη είναι στο περίγραμμα ενός νέου κλασικισμού, όπου συναρθρώνεται με ορισμένα προτάγματα της νεωτερικότητας, όπως είναι η άφυλη δικαιοσύνη των παιδιών, η υπογράμμιση της καθημερινής «ενσώματης» βίας, η πάλη για την αταξικότητα, η πολιτική και κοινωνική διαχείριση της αδικίας, η πρόοδος με οικολογικό μέτρο και ο βιο-ανθρωπισμός.
 

Η Τζάνη είναι μετριοπαθής, και χωρίς τις αρτηριοσκληρωτικές κλασικιστικές τάσεις του 19ου αιώνα, προτείνει έναν νεωτερικό ζωγραφικό στοχασμό με κλασικότροπη όψη. Δεν ενώνει τη φορμαλιστική της αυθεντία με την όποια ελληνικότητα γνωρίζει, αλλά με κινητήρια δύναμη την ατομική έξαρση του ρομαντισμού υπεισέρχεται σε ζητήματα γυμνής ζωής.  Ακούγεται  περισσότερο η φωνή της κεντρικής Ευρώπης και ανεπαίσθητα στο βάθος αυτή του γενέθλιου τόπου της. Στοιχεία από τον Δάντη, τον  Γκαίτε μέχρι τον Προυστ, τον Ναμπόκοφ και τον Μπουλκάκοφ  γεμίζουν τις ζωγραφιές της, όπως η δίψα για απόδραση, η τάση φυγής από τη στωικότητα  του βασανισμού, η μοναξιά και η γενικευμένη αποτυχία.
























Μια αυτογνωσία εκφρασμένη με καθαρούς υπαινιγμούς τόσο στα περιγράμματα των μορφών όσο και στον χώρο που διαπνέει το απλαισίωτο φόντο. Το χρώμα αγγίζει το ταραγμένο συναίσθημα και εξαπολύει συνυπευθυνότητα με τον ελάσσονα τρόπο γραφής. Οι ροές των υλικών αναμίξεων είναι σιωπηλές και ηφαιστειακές. Οι ήρωες δίχως θρηνητική διάθεση, χωρίς κοπετούς παρουσιάζονται από την Τζάνη ως ισολογισμοί μιας πεζής, καθηλωμένης, καταπιεσμένης γυμνής ζωής. Τα πορτρέτα είναι αυτοτελή, γεμάτα με έναν στόμφο ησυχίας, την υψηγορία του αντιήρωα, τη θεατρικότητα του αφουγκράσματος, την οιστρήλατη κινηματογραφικότητα, τη βιοπολιτική σωματικότητα ανάμεσα στην εξουσία και τη γυμνότητα.


Επομένως, ένας διεσταλμένος ρομαντισμός ως επαναδιατύπωση της ποιητικής ευαισθησίας και της μοναχικότητας, με μια ελάσσονα κλίμακα λυρικής περιγραφής, συνιστά την αυτοσυνειδησία σαν ποιοτική κοινωνική προσφώνηση της ζωγραφικής στην Τζάνη. Δεήσεις του Βιμ Βέντερς ή του Κούνδουρου με τις περιπλανώμενες μικρές Αφροδίτες τους, οι οποίες στοίχειωναν τη βία που διήγειραν, ξαναζωγραφίζει  η Τζάνη.



Ιδωμένη μέσα από το φιλοσοφικό πρίσμα του Τζόρτζιο Αγκάμπεν η κατάσταση εξαίρεσης των ηρωίδων της, στο πλαίσιο της οποίας η γυμνή, γυμνότατη ζωή συνιστά στην πραγματικότητα, στην ιδιαιτερότητά της, το κρυφό θεμέλιο, πάνω στο οποίο στηριζόταν ολόκληρο το αλληλοεξαρτώμενο πολιτικό σύστημα. Στην Τζάνη τα όρια των ηρωίδων της ξεθωριάζουν και καθίστανται ασαφή, η γυμνή ζωή, που εκεί παρουσιάζεται, καθίσταται συνάμα το υποκείμενο και το αντικείμενο της πολιτικής αφασίας  και των συγκρούσεών της, ο μόνος τόπος τόσο της οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας όσο και της χειραφέτησης από αυτήν.

Όλα λαμβάνουν χώρα ως εάν, παραλλήλως και ομοτρόπως προς την πειθαρχική διαδικασία, διαμέσου της οποίας η ζωή είναι γυμνή και πορφυρωμένη από την ανέντιμη χειραγώγηση και κακοποίηση της συνείδησης έμβιων όντων .
Η ροπή που ενδυναμώνεται από τον πόθο και την επιθυμία της δημιουργίας, όταν γίνεται σκοπός του έργου τέχνης, αναδεικνύει το καλό και το ατάραχο σαν αντίκρισμα των ψυχικών κινήσεων του καλλιτέχνη. Η Τζάνη, με αγαλήνευτη ανθρώπινη αγωνία, με ανικανοποίητο το έρεισμα, χρειάζεται τον κορεσμό για να ξεδιπλώσει τα συμβολικά της πέταλα. Η μεταφυσική του πεπρωμένου, η μεταμόρφωση των γνωσιολογικά αισθητών εγκολπώνονται ψυχολογικά πεδία αλλά μεστώνουν ταυτόχρονα εντός της, με την ανάγκη να ζωγραφίσει το συγκεκριμένο: τη γυμνή ζωή. Με εικόνες – πορτρέτα που έχουν την ασάφεια της αλληγορίας σχηματοποιεί εμπνευσμένα το φιλάσθενο των ηρωίδων της με την ποιητικότητα των ροών του χρώματος. Εδραιώνοντας ζωγραφικά την ανθρώπινη ζωή ηρωίδων στα παραλειπόμενα του Παπαδιαμάντη, η ζωγραφική ποίησή της αφηγείται μια ιστορία διαδοχής από την κακοποίηση μέχρι τη μεταμορφωτική δύναμη  της εκδίκησης και τέλος του ανελέητου εγκλωβισμού στην αγάπη και στην πολιτική δυσφήμιση της ανεξαρτησίας.

Η Τζάνη καταπιάνεται με το μείζον θέμα  της βίας και της κακοποίησης και το ζωγραφίζει σε σειρές με ανανεωμένο συμπέρασμα, το οποίο επιδέχεται εκ νέου φόρτιση από νέα συμπεράσματα. «Η αγάπη εξιστορείται μέσα από τα μύχια της βίας που προκαλεί και οι παθόντες εξελίσσουν τις μορφές τους σε μιάσματα, που η εκδικητικότητα τούς γλυκαίνει με τους ανέστιους και πρόδηλους έρωτες και την αγάπη», μου απευθύνει η ζωγράφος. Εξομολογητική η διαδικασία άρθρωσης των πορτρέτων, διαποτισμένων από ασύνειδες δυνάμεις, καταφέρνει να μας δώσει υποκείμενα που τα κρύβει, τα εξαφανίζει, τα μεταμορφώνει, για να τα χρησιμοποιήσει στον αντικειμενικό της σκοπό, σε έναν κραυγαλέο εσωτερικό μονόλογο με υπερρεαλιστική ζωγραφικότητα προσώπων. 
Οι διπολικότητες της χρήσης των εικόνων της, η μονοπολικότητα του βλέμματος με απεύθυνση στον θεατή, η παρενθετική αφήγηση, η πληθωρικότητα  του χρώματος είναι ο γλυκόπικρος πυρήνας της ζωγράφου που μας καλεί να επιβεβαιώσουμε ή να υποψιαστούμε. Ο Μιχάλης Γκανάς στην Οδύσσεια του περιγράφει: «Βαριά από δάκρυα, κι οι αγέρηδες ολόπρυμα  μάς πήραν πέρα μακριά με το πρησμένο καραβόπανο… Τότες καθίσαμε στην κουπαστή κι ο αγέρας μάγκωνε το τιμόνι. Έτσι ολάρμενοι, περνούσαμε το πέλαγο ως να τελειώσει η μέρα. Αποκοιμήθη ο ήλιος, ίσκιοι σ’ ολάκερο τον ωκεανό, και τότες μπήκαμε στα πιο βαθιά νερά…» (Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία λ, σ. 117, εκδ. Μεταίχμιο). Μια τέτοια ενατένιση  του χαμένου και του επαναπροσδιορισμένου χώρου της περιπέτειας  των ηρωικών προσώπων της Τζάνη φαντάζουν η εκθεσιακή παράθεση των έργων, με τον εφησυχασμό ότι είναι εκθέματα που τελικά μας εκθέτουν. Μια θεατρικότητα φευγαλέα, γεμάτη ζωγραφικές προαιρέσεις κρυμμένες από την τεχνική των βαπτιζομένων υλικών· λάδια που αφυδατώνουν νεροχρώματα, ακουαρέλες που ξεχνιούνται στην άκρη των λαδομπογιών χτίζουν τη  ζωγραφική περιγραφή των άφρυδων και αραιότριχων πορτρέτων.

 

Η ολοκληρωμένη σειρά των ζωγραφικών υποθέσεων που αφηγείται έχουν πληρότητα και συνοχή. Η Τζάνη χρησιμοποιεί μορφές από παλαιότερες ζωγραφικές αλλά και από σύγχρονες, με τα διάφορα μορφικά στοιχεία που τις αποτελούν να υπακούουν σε έναν ενιαίο ψυχικό νόμο, τον νόμο της επωδού με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της επανόδου μετά από αγωνιώδες ταξίδι, την επιστροφή στον εσωτερικό πυρήνα της δημιουργού.
Η θεματογραφία της συγκροτεί ένα περιεχόμενο ενωμένο μέσα από δοσμένα  σχήματα αφηγηματικά και μορφοπλαστικά. Έτσι, προκύπτει ένα  έντονο στοιχείο σκηνοθετικής βούλησης της Τζάνη, όπου δεσπόζουν τα πορτρέτα της γεμάτα έφεση προς έναν χαμένο παράδεισο. Η αναζήτησή του είναι υπομονετική και εκτυλίσσεται σε εκθεσιακά επεισόδια.



 
Με ηθελημένα εικονοπαίγνια οδηγεί τον θεατή σε ένα απροσδόκητο θέαμα. Η βάσανος που ομορφαίνει τους ανθρώπους, «Πόσο όμορφη μπορεί να είναι η πληγή, πόσο όμορφη είναι η θυσία η σωματοποιημένη;», προτρέπει την Τζάνη σε μια ζωγραφική ακρότητα, «Ζωγραφίζετε υπέροχα μια πληγή;». Η Τζάνη παίρνει σύντροφο τον θεατή, για να αντικρύσουν την οπτική ακρίβεια της  θυσιασμένης σάρκας, της πορφυρής σιωπής του πόνου, την καφετιά τελειότητα μιας πληγής, τη βυσσινιά απόχρωση της αποχυμωμένης σάρκας.  
«Πορφυρή σιωπή απλώνεται στο μανιασμένο ηφαίστειο. Οι βρυχηθμοί ανέστιοι και κατρακυλούντες στα καμένα κλαδιά της πλαγιάς. Δεν ήμουν εκεί. Δεν άκουσα τι έγινε. Μόνο είδα μέρες μετά το ακρωτηριασμένο τοπίο, αρκετά σιωπηλό, ώστε εγώ να φωνάξω όσο πιο δυνατά μπορούσα», γράφει ο Σιράχ Σιριφσοτνόκ, Ζαϊρινός  ποιητής της αφρικανικής ενδοχώρας, στην ποιητική του συλλογή, Οι λίμνες των ζεστών βουνών (εκδ. Ηκίρφα, 1971, Μπουτέμπο).
 Ο Σιράχ, όπως ο Σαχτούρης και ο Καρούζος, ακολουθούν την έμπνευση τους για να αρτιώσουν τα περιγραφόμενα. Έτσι λειτουργεί και η Τζάνη· τα πολλαπλά στρώματα έμπνευσης κατακαθίζουν στη γαληνεμένη φαντασία μετά από εναγώνια  αφύπνιση,  ώστε μια σειρά εικόνων και πορτρέτων να απαρτίσει ένα ενιαίο στη φύση του, ακέραιο έργο τέχνης.
«Οι πληγές δεν ξύνονται, μόνο ζωγραφίζονται. Οι πληγές που ξύθηκαν δεν ξαναζωγραφίζονται», γράφει ο Σιράχ Σιριφσοτνόκ.


Χάρης Κοντοσφύρης,
Εικαστικός, Αναπληρωτής καθηγητής
στη Σχολή Καλών Τεχνών Φλώρινας.

Βιβλιογραφία:
Αγγελακόπουλος Χρίστος, Ερανίσματα, Ιδίοις αναλώμασι, 2012.
Αγγελάτος Δημήτρης, Λογοτεχνία και ζωγραφική: προς μια ερμηνεία της διακαλλιτεχνικής (ανα)παράστασης, Αθήνα: εκδ. Gutenberg, 2017.
Βολχάιμ Ρίτσαρντ, Η τέχνη και τα αντικείμενα της, Αθήνα: εκδ. Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, 2009.
Γκανάς Μιχάλης, Ομήρου Οδύσσεια (διασκευή), Αθήνα: εκδ. Μεταίχμιο, 2016.
Δημαράς, Κ. Θ., Δοκίμιο για την ποίηση 1943, Αθήνα: εκδ. Νεφέλη, 1990.  
Καστρινάκη Αγγέλα, Πολίτης Αλέξης & Τζιόβας Δημήτρης (επιμ.), Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα, Ηράκλειο: εκδ. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2012.
Κούσουλας Λουκάς, Τα Ποιήματα (1962-2002), Αθήνα: εκδ. Δόμος, 2003.
Λεβέ Μπερενίς, Η θεωρία του φύλου ή ένας κόσμος Αγγελικά πλασμένος, Αθήνα: εκδ. Ποικίλη στοά, 2019.
Πώλ Ρικαίρ, Λόγος και σύμβολο Αθήνα: εκδ. Αρμός 2002
Άρης Αραγεώργης, Παραδοξολογίες και παιχνίδια, Αθήνα εκδ. Νεφέλη2019
Σίγκριεντ Κρακάουερ , Η μάζα και ο διάκοσμος , Αθήνα εκδ. Πλεθρον,2018
Άντονι Λόνγκ , Νούς ψυχή και σώμα στον αρχαίο ελληνικό στοχασμό. Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές εκδοσεις κρήτης, 2019
Ευτύχης Μπιστάκης, Χώρος και χρόνος. Η συνεχιζόμενη αναζήτηση, Αθήνα εκδ. Άγρα 2014 
 Τζορτζιο Αγκάμπεν, Homo sacer Κυριαρχη εξουσία και γυμνή ζωή,  Αθήνα εκδ. Έρμα, 201

 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου