Λήψη φωτογραφιών από © Δημήτρη Β. Γερονίκο.
19 Δεκεμβρίου 2012, στο οικοσύστημα Δρεπάνου της Αχαϊας
13 Μάη και 1 Ιουλίου 2012, στο οικοσύστημα Κιούρκων Αττικής
Νοέμβριος του 2003, στο οικοσύστημα της Καταλονίας
Η ελληνική χερσόνησος – λόγω της γεωγραφικής της θέσης στην εύκρατη ζώνη, έχοντας κλίμα ήπιο μεσογειακό και πολλές ημέρες ηλιοφάνειας ανά έτος – πλεονεκτεί στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων εκλεκτής ποιότητας.
Παρόλαυτα σήμερα ρεβίθια Μεξικού, σκόρδα Κίνας, φασόλια Μαδαγασκάρης, φακές Καναδά, αμύγδαλα Καλιφόρνιας, πατάτες Αιγύπτου, λεμόνια Αργεντινής, κρέας Ολλανδίας κ.α., κατακλύζουν καθημερινά την ελληνική αγορά. Αυτή η κατάσταση διαμορφώνει ένα αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων περίπου 2,4 δισεκατομμύρια ευρώ με ό,τι αυτό σημαίνει για το δημόσιο χρέος. Σε ετήσια βάση χρειάζεται να πληρώνουμε συνολικά το προαναφερόμενο ποσό σε άλλες χώρες προκειμένου να μπορούμε να τρώμε το καθημερινό μας πιάτο. Διαπιστώνεται μία ανεπάρκεια σε βασικά είδη διατροφής με συνέπεια τη διατροφική μας εξάρτηση, όπως αυτή αποτυπώνεται με αριθμούς στις μεγάλες εισαγωγές και στην ταυτόχρονη εκροή σημαντικού χρηματικού ποσού εκτός χώρας.
Πως όμως φτάσαμε σε αυτό το σημείο;
Θεωρητικά το «αγροτικό ζήτημα» είχε λυθεί κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα.1 Ουσιαστικά όμως το αγροτικό ζήτημα αναδύεται επίμονα με διαφορετική μορφή ανά τακτά χρονικά διαστήματα ως μείζον πολιτικό θέμα που συνδέεται με την αμφίδρομη σχέση αγροτικών-αστικών συμφερόντων, σχετίζεται δε άμεσα με την τροφή όλων μας τόσο στην ύπαιθρο όσο και στην πόλη. Η καλλιέργεια της γης και τα προϊόντα της αποτελούν, με τις γεύσεις και τα αρώματα που περικλείουν, συνέχεια για τη διατροφική παιδεία και τον πολιτισμό. Μία αρχέγονη διαδραστική σχέση μεταξύ φύσης, ανθρώπου, φυτικού και ζωικού βασιλείου.
Αμέσως μετά την οικονομική καταστροφή της Ελλάδας, ως αποτέλεσμα του Μικρασιατικού πολέμου ο πληθυσμός της υπαίθρου εμπλουτίστηκε με τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Η πολιτική βούληση των κυβερνώντων εκείνης της εποχής προώθησε την οργάνωση της ανώτερης γεωργικής εκπαίδευσης. Αναλόγως σήμερα εν μέσω τρικυμίας μιας οικονομικής καταστροφής χρειάζεται να αντιληφθούμε τι συμβαίνει στο εσωτερικό της χώρας προκειμένου να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για να βγούμε από την τρικυμία. Η προαναφερόμενη οργάνωση που προωθήθηκε την περίοδο του μεσοπολέμου αφενός βοήθησε στη συγκρότηση ενός δικτύου διαμόρφωσης και άσκησης της αγροτικής πολιτικής, αφετέρου προσέφερε εξειδικευμένα μεσαία και ανώτερα στελέχη (γεωπόνους, γεωπόνους μηχανικούς, συνεταιριστικούς και τραπεζικούς υπάλληλους) στη δημιουργία του προαναφέροντος δικτύου.2
Το εν λόγω δίκτυο αποτελούνταν από το νεοσύστατο τότε υπουργείο Γεωργίας, τις συνεταιριστικές οργανώσεις, τις υπηρεσίες της Αγροτικής Τράπεζας, τις μέσες και ανώτερες γεωπονικές σχολές και τα κέντρα αγροτικής έρευνας. Το επιστημονικό και εκπαιδευτικό δυναμικό, υπήρξε ο φορέας ενός νέου επιστημονικού λόγου και ενός αυξημένου μορφωτικού κεφαλαίου που αρχικά αποκτήθηκε σε διακεκριμένες σχολές του εξωτερικού και στη συνέχεια του εσωτερικού, αναδείχθηκε δε λόγω της ιστορικής συγκυρίας του μικρασιατικού πολέμου και της αγροτικής μεταρρύθμισης σε καθοριστικό παράγοντα μετεξέλιξης και ανασυγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας κατά την περίοδο του μεσοπολέμου.
Το μοντέλο ανασυγκρότησης της χώρας που ακολουθήθηκε σε μιαν άλλη εξίσου κρίσιμη ιστορική περίοδο, αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο ήταν η ανοικοδόμηση με βάση το δίπολο Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η κοινωνική ειρήνη και ο έλεγχος του πληθυσμού από το νεοελληνικό κράτος των χρόνων εκείνων προωθούνταν για 25 συναπτά χρόνια η ραγδαία αστικοποίηση του αγροτικού πληθυσμού που συμμετείχε στην Αντίσταση, ώστε με τη συγκέντρωσή του στα αστικά κέντρα να ελέγχεται και να χειραγωγείται αποτελεσματικότερα. Τα χρόνια μεταξύ 1952 και 1974 αποτελούν την περίοδο του σημαντικότερου κύματος αστικοποίησης στην Ελλάδα. Στις μετεμφυλιακές δεκαετίες ’50-’60 αντιστράφηκε για πρώτη φορά η αναλογία αγροτικού-αστικού πληθυσμού.3
Μέσα σε 20 χρόνια διπλασιάστηκε ο πληθυσμός της Αθήνας με την εγκατάσταση 1.5 εκατομμυρίου εσωτερικών μεταναστών. Ταυτόχρονα επινοήθηκε το σχέδιο της κρατικής ανοχής στην αυθαίρετη δόμηση και της αντιπαροχής. Με την αυθαίρετη δόμηση και την αντιπαροχή, ως εργαλεία κοινωνικής και οικονομικής αναζωογόνησης, το κράτος για αρκετές δεκαετίες καλλιέργησε την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων και εξαρτήσεων προκειμένου να αποσβέσει το έντονο έλλειμμα νομιμοποίησης του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος. Το 1969 η Ελλάδα κατείχε μία από τις πρώτες θέσεις στην κατασκευή κατοικιών στη δυτική Ευρώπη. Όλα αυτά συνέβαιναν χωρίς να υπάρχει οργανωμένος χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός. Βιάστηκε το αστικό τοπίο καθώς αυξήθηκαν υπέρμετρα οι συντελεστές δόμησης, οι καλύψεις των οικοπέδων, τα ύψη των κτιρίων χωρίς καμία μέριμνα για κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους. Χτίστηκαν ρέματα, καταπατήθηκαν παραλίες, ρυπάνθηκε και υποβαθμίστηκε ανεπιστρεπτί το χερσαίο και θαλάσσιο περιβάλλον.
Σήμερα συνέπεια της προαναφερόμενης λογικής είναι το 70-80% του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας να ζει υπερσυγκεντρωμένο στο δίπολο Αθήνα - Θεσσαλονίκη. Μεταξύ των διαφορετικών γενεών έχει συντελεστεί μία πολιτιστική διάβρωση που αφορά στην απώλεια γνώσης καλλιέργειας της γης. Μία απώλεια με ολέθριες συνέπειες για παιδιά, νέους αλλά και ενήλικες που ορισμένες φορές θεωρούν πως η τροφή φυτρώνει στα ράφια του σούπερ μάρκετ. Έχει χαθεί η οργανική σχέση με το χώμα, ο διάλογος με τη φύση, ο σεβασμός στα οικοσυστήματα, η γνώση του τι σημαίνει βιοποικιλότητα. Σήμερα οι κάτοικοι των πόλεων βιώνουν μιαν αστική άβυσσο, που σχετίζεται με την αγροτική παραγωγή άρα και την επάρκειά τους σε τροφή, με πολιτική ουσία και ηθικές διαστάσεις που αφορούν στο δίκαιο μεταξύ των γενεών. Στις τωρινές συνθήκες οικονομικής καταστροφής της Ελλάδας οι προαναφερόμενες απώλειες δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις εκβιασμού και χειραγώγησης, μέσω της απειλής της πείνας, των υπερσυγκεντρωμένων στις πόλεις αστικών στρωμάτων.
Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.) το 1981 οδήγησε σε σημαντικές ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις των ελληνικών αγροτικών εκμεταλλεύσεων μέχρι το 1992, έτος που ξεκινάει ένας νέος κύκλος μεταρρύθμισης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (Κ.Α.Π.).
Η λογική του κάτσε να γίνουμε πρώτα κυβέρνηση και τότε βλέπουμε, οδηγεί τις ελληνικές κυβερνήσεις σε έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού και στοιχειώδους προγραμματισμού στην αγροτική παραγωγή. Αυτές οι ελλείψεις σε αγαστή συνεργασία με την κομματική νομενκλατούρα και την ταύτιση των εννοιών κράτους - φέουδου στις αντιλήψεις των εκάστοτε κυβερνώντων, τη ρουσφετολογική στελέχωση και την οργανωτική ανεπάρκεια δημιουργούν ένα γραφειοκρατικό περιβάλλον κατάλληλο ώστε να μην απαντώνται υπεύθυνα οι ερωτήσεις:
Τι θα παραχθεί και πως; ποιός υπολογίζει τι θα παραχθεί;
Mε την ευκαιρία και την ευκολία των κοινοτικών κονδυλίων της Ευρώπης συστηματοποιήθηκε ένας κρατικός κορπορατισμός που διαχειρίστηκε, μέσω των ευρωπαϊκών χρημάτων και όχι μόνον, τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία και τη δασική παραγωγή στην Ελλάδα. Αυτός ο κρατικός κορπορατισμός αφορά στις σχέσεις κράτους και ομάδων συμφερόντων. Οι εν λόγω σχέσεις καθορίζονται από τις ανάγκες του οικονομικού συστήματος ενώ το κράτος ελέγχει την ανάπτυξη και τη λειτουργία τους. Ο κυρίαρχος κρατικός κορπορατισμός φρόντιζε επί δεκαετίες να αποκρύβει τις επί μέρους ιδιαιτερότητες του ελληνικού πρωτογενούς τομέα, καθώς παρέδωσε ουσιαστικά τα εργαλεία τεκμηρίωσης και εφαρμογής της αγροτικής πολιτικής στις ημέτερες κομματικές δυνάμεις συντεχνιακών συμφερόντων.
Οι συνεργατικές συλλογικές δομές παραγωγής και διανομής των προϊόντων που ευδοκίμησαν ήταν ελάχιστες με συνέπεια τη βαθμιαία μετάβαση της διανομής και της εμπορίας των αγροτικών προϊόντων σε πανίσχυρα εγχώρια και διεθνή ολιγοπωλιακά συμφέροντα. Σταδιακά διαμορφώθηκαν οι συνθήκες που επέτρεψαν να διογκωθεί η διαφορά στην τιμή της τροφής που αγοράζει ο καταναλωτής και πληρώνεται ο παραγωγός ή με άλλα λόγια ο παραγωγός αμείβεται φθηνά κι ο καταναλωτής πληρώνει ακριβά. Παράλληλα οι ηγεσίες του υπουργείου Γεωργίας προωθούσαν την αποδυνάμωση των εθνικών δομών εφαρμοσμένης γεωτεχνικής έρευνας και γεωργικών εφαρμογών μέχρι την πλήρη διάλυσή τους.
Πώς να επιχειρήσει επιτυχώς ένας αγρότης χωρίς τεκμηριωμένα επιστημονικά αποτελέσματα και πειραματικούς αγρούς που σχεδιάζονται και υλοποιούνται με βάση το δημόσιο συμφέρον; Πώς να επιχειρήσει επιτυχώς χωρίς επαρκή αγροτική εκπαίδευση;
Στην Ελλάδα υπάρχουν κάποια αγροτικά σχολεία που εκπαιδεύουν κάθε χρονιά κάποιες εκατοντάδες νέων αγροτών, όταν οι πραγματικές ανάγκες αφορούν σε εκπαίδευση μερικών χιλιάδων αγροτών ετησίως. Η αρχική επαγγελματική κατάρτιση των ανεπαρκέστατων 150 ωρών δεν μπορεί να προσφέρει τα κατάλληλα επαγγελματικά εφόδια σε έναν επαγγελματία παραγωγό που διαχειρίζεται ισχυρά φυτοφάρμακα, ώστε αυτός να είναι σε θέση να προσφέρει ασφαλή τρόφιμα σε όλους μας.
To αποτέλεσμα όλων των προαναφερόμενων ήταν o σταδιακός προσανατολισμός των παραγωγών προς τους ιδιώτες προμηθευτές γεωργικών και κτηνοτροφικών εφοδίων. Παράλληλα η εξίσωση του φόρου στο πετρέλαιο πριν λίγους μήνες από την ελληνική κυβέρνηση, που έγινε για να αντιμετωπιστεί το λαθρεμπόριο στα καύσιμα και εμμέσως πλην σαφώς δηλώνει την ανεπάρκεια του κράτους να ελέγξει τους λαθρεμπόρους καυσίμων (!), δημιουργεί ένα ανυπέρβλητο κόστος παραγωγής που θέτει σε κίνδυνο αφανισμού την ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία.
Από την άλλη μεριά η συνεργασία είναι καθοριστικός παράγοντας για τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων εκμεταλλεύσεων. Για παράδειγμα στην Ολλανδία πάνω από το 60% της παραγωγής το διαχειρίζεται το συνεταιριστικό κίνημα κι ο πρωτογενής τομέας εκεί είναι ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες προσφέροντας εργασία συνολικά σε 500.000 ανθρώπους (άμεσα και έμμεσα απασχολούμενους). Η Ολλανδία σήμερα είναι σε παγκόσμιο επίπεδο ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς αγροτικών προϊόντων και σχετικής τεχνογνωσίας σε άλλες χώρες. Στην Ευρώπη το 2009 το ποσοστό της συνολικής παραγωγής φρούτων και λαχανικών που διακινήθηκε μέσω συνεταιριστικών ομάδων παραγωγών ανήλθε σε 43%, στην Ισπανία 49%, στην Ιταλία 52%, στην Πορτογαλία 18% και στην Ελλάδα 11%...
Η έλλειψη σαφούς στρατηγικού σχεδιασμού που αφορά στην αγροτική παραγωγή είναι φανερή τις τελευταίες τουλάχιστον τρεις δεκαετίες στην Ελλάδα.4 Η χώρα εγκατέλειψε σημαντικές παραδοσιακές καλλιέργειες, όπως είναι για παράδειγμα τα όσπρια, επειδή ο σχεδιασμός της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης ενίσχυε προϊόντα όπως το σιτάρι, το βαμβάκι, η βιομηχανική τομάτα, ο καπνός κ.α.. Οι παραγωγοί υπό την καθοδήγηση των ελληνικών αρχών, που ετεροπροσδιόριζαν την εθνική αγροτική πολιτική με βάση τις εξελίξεις στις Βρυξέλλες, προσανατολίστηκαν σε ένα διαρκές κυνηγητό επιδοτήσεων αδιαφορώντας για τα δεδομένα της πραγματικής σχέσης μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Οι μεγάλοι χαμένοι αυτού του κυνηγητού υπήρξαν οι ορεινές και μειονεκτικές περιοχές, τα νησιά με εξαίρεση την «πράσινη» Κρήτη καθώς και οι παραγωγοί μικρομεσαίας ιδιοκτησίας. Ταυτόχρονα η επιβολή ποσοστώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αγροτική παραγωγή των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου δημιούργησε τις προϋποθέσεις ώστε οι νεοέλληνες να εγκαταλείψουν καλλιέργειες προϊόντων εξαιρετικής ποιότητας που θα μπορούσαν να παράγουν (π.χ. ζάχαρη, κρέας κ.τ.λ.).
Η πολύ μεγάλη καθυστέρηση στη σύνταξη κτηματολογίου, η έλλειψη πολυεπιστημονικού συσχετισμού του με πολιτικές χρήσεις γης σε συνδυασμό με την ανεπαρκή κοινωνική αποδοχή του, προκάλεσαν έντονες πιέσεις στην αγροτική γη μέσω της ξέφρενης αστικοποίησής της. Το φαινόμενο αυτό συντέλεσε σε απώλειες σημαντικής παραγωγής όπως για παράδειγμα το περίφημο λεμονόδασος της βόρειας Πελοποννήσου. Το λεμονόδασος αυτό επλήγη από την άναρχη οικοπεδοποίηση, την υποβάθμιση του αρδευτικού νερού λόγω υπεράντλησης του υδροφόρου ορίζοντα, ενώ παράλληλα δεν υπήρξε σοβαρό σχέδιο για στροφή σε νέες ποικιλίες και αντιπαγετικές προστασίες.
Τις δεκαετίες του 1990 και 2000 πραγματοποιήθηκε η είσοδος στην Ελλάδα πολλών εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών. Αυτήν την περίοδο η παρουσία και η εργασιακή συμμετοχή των οικονομικών μεταναστών στην ελληνική αγροτική περιφέρεια βοήθησε το συνολικό εισόδημα του τομέα της γεωργίας και το οικογενειακό γεωργικό εισόδημα να εμφανίσουν τις υψηλότερες τιμές τους στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Παράλληλα κατά τα έτη 1995-2005 συνέβη μία έντονη νεοφιλελεύθερη στροφή για τον οικονομικό προσανατολισμό του νεοελληνικού κράτους δια μέσω των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης, της ένταξης της χώρας με παραποιημένα οικονομικά στοιχεία στην Οικονομική Νομισματική Ένωση και των Ολυμπιακών Έργων των αγώνων του δύο χιλιάδες τέσσερα. Οι αναπλάσεις, η εγκατάσταση συστημάτων ασφαλείας, η υπερπαραγωγή μεγάλων κατασκευαστικών έργων και η χάραξη νέων ιδιωτικών δρόμων σηματοδοτούσαν την οικονομική μεγέθυνση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που επισήμως ονομάστηκε ανάπτυξη, ταυτίστηκε δε με μία εποχή χλιδής και φαινομενικής ευμάρειας.
Λόγω των πιέσεων που δέχεται η Ευρώπη από το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης εμφανίζεται ως σοβαρό ενδεχόμενο την επόμενη δεκαετία ένα σημαντικό ποσοστό της ευρωπαϊκής αγροτικής παραγωγής να “μεταναστατεύσει” προς τις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτό σημαίνει πολύ δυσμενείς επιπτώσεις για την αγροτική παραγωγή και τη διατροφική αυτάρκεια του πληθυσμού της Ελλάδας. Σήμερα το ζητούμενο είναι να προκύψει μία ευρεία, ανοιχτή συζήτηση στη χώρα για το πως μπορεί να προκύψει η περίφημη παραγωγική ανασυγκρότηση.5 Η έλλειψη εξαγωγικού προσανατολισμού και η απουσία του σημαντικού εργαλείου των υπηρεσιών γεωργικής διπλωματίας στις υποδομές του κράτους και στις ελληνικές πρεσβείες του εξωτερικού, στερούν την έμπρακτη στήριξη της εξωστρέφειας των ελληνικών αγροτικών προϊόντων σε βάθος χρόνου. Χαρακτηριστικά ας αναλογιστούμε πως η Ισπανία δαπανά μόνο για την προώθηση του ελαιόλαδου σε μία μόνο χώρα όσα δαπανά η Ελλάδα για την προώθηση όλων των αγροτικών της προϊόντων σε όλες τις αγορές του εξωτερικού.
Είναι ενδιαφέρον να αναφέρεται στην προ ημερησίας διάταξης συζήτηση στη Βουλή για τα προβλήματα των αγροτών, πως στην Κρήτη υπάρχουν καλλιέργειες που χρειάζεται να ποτίζονται “μέρα μεσημέρι”. Η κουλτούρα που απαιτεί αρδεύσεις κατά τη διάρκεια των μεσημβρινών ωρών αφορά σε μία πρακτική που οδηγεί σε σημαντικές απώλειες νερού λόγω του φαινομένου της αυξημένης εξατμισοδιαπνοής. Ως εξατμισοδιαπνοή εννοείται η απώλεια νερού που παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της διαπνοής των φυτών αλλά και της εξάτμισης από την επιφάνεια του εδάφους προς το εναέριο περιβάλλον. Οι κλιματολογικοί παράγοντες που επιδρούν σημαντικά στη διαμόρφωση των τιμών της εξατμισοδιαπνοής είναι η ηλιακή ακτινοβολία, η θερμοκρασία του αέρα, η σχετική υγρασία και η ταχύτα του ανέμου. Άρα η επιλογή άρδευσης των καλλιεργειών κατά τις μεσημβρινές ώρες ουσιαστικά δε σέβεται την ορθολογική χρήση των υδάτινων πόρων και δεν αποτελεί ορθή γεωργική πρακτική. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς μέχρι το 2050 αναμένεται να αυξηθεί η παραγωγή αλλά και η ζήτηση τροφίμων σε παγκόσμιο επίπεδο.Τα τελευταία 50 χρόνια σημειώθηκε μια σημαντική αύξηση στην παραγωγή τροφίμων, σε πάρα πολλές περιοχές του πλανήτη. Τα επιτεύγματα αυτά πολλές φορές συσχετίζονται με πρακτικές διαχείρισης που έχουν υποβαθμίσει τη γη και τους υδροφόρους ορίζοντες. Το νερό και η γη είναι φυσικοί πόροι από τους οποίους εξαρτάται η παραγωγή τροφίμων.6
Τέλος αξίζει να σημειωθεί μία σημαντική κουβέντα του Χουάν Π. Γκάραχαν, όπως αναφέρεται από τα χείλη ενός γιατρού που δίνει συνέντευξη στην ταινία Memorias del Saqueo του FernandoE. Solanas: «Ο υποσιτισμός είναι μία κοινωνικό-οικονομική και πολιτισμική ασθένεια που μπορεί να θεραπευτεί δίνοντας σε όλους δουλειά.»
Σήμερα ο υποσιτισμός στην Ελλάδα είναι ένα φαινόμενο που έχει αρχίσει να λαμβάνει γιγάντιες διαστάσεις.
Βιβλιογραφικές και διαδικτυακές πηγές:
8 Φεβρουαρίου 2013, στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
19 Δεκεμβρίου 2012, στο οικοσύστημα Δρεπάνου της Αχαϊας
13 Μάη και 1 Ιουλίου 2012, στο οικοσύστημα Κιούρκων Αττικής
Νοέμβριος του 2003, στο οικοσύστημα της Καταλονίας
Η ελληνική χερσόνησος – λόγω της γεωγραφικής της θέσης στην εύκρατη ζώνη, έχοντας κλίμα ήπιο μεσογειακό και πολλές ημέρες ηλιοφάνειας ανά έτος – πλεονεκτεί στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων εκλεκτής ποιότητας.
Παρόλαυτα σήμερα ρεβίθια Μεξικού, σκόρδα Κίνας, φασόλια Μαδαγασκάρης, φακές Καναδά, αμύγδαλα Καλιφόρνιας, πατάτες Αιγύπτου, λεμόνια Αργεντινής, κρέας Ολλανδίας κ.α., κατακλύζουν καθημερινά την ελληνική αγορά. Αυτή η κατάσταση διαμορφώνει ένα αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων περίπου 2,4 δισεκατομμύρια ευρώ με ό,τι αυτό σημαίνει για το δημόσιο χρέος. Σε ετήσια βάση χρειάζεται να πληρώνουμε συνολικά το προαναφερόμενο ποσό σε άλλες χώρες προκειμένου να μπορούμε να τρώμε το καθημερινό μας πιάτο. Διαπιστώνεται μία ανεπάρκεια σε βασικά είδη διατροφής με συνέπεια τη διατροφική μας εξάρτηση, όπως αυτή αποτυπώνεται με αριθμούς στις μεγάλες εισαγωγές και στην ταυτόχρονη εκροή σημαντικού χρηματικού ποσού εκτός χώρας.
Πως όμως φτάσαμε σε αυτό το σημείο;
Θεωρητικά το «αγροτικό ζήτημα» είχε λυθεί κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα.1 Ουσιαστικά όμως το αγροτικό ζήτημα αναδύεται επίμονα με διαφορετική μορφή ανά τακτά χρονικά διαστήματα ως μείζον πολιτικό θέμα που συνδέεται με την αμφίδρομη σχέση αγροτικών-αστικών συμφερόντων, σχετίζεται δε άμεσα με την τροφή όλων μας τόσο στην ύπαιθρο όσο και στην πόλη. Η καλλιέργεια της γης και τα προϊόντα της αποτελούν, με τις γεύσεις και τα αρώματα που περικλείουν, συνέχεια για τη διατροφική παιδεία και τον πολιτισμό. Μία αρχέγονη διαδραστική σχέση μεταξύ φύσης, ανθρώπου, φυτικού και ζωικού βασιλείου.
Αμέσως μετά την οικονομική καταστροφή της Ελλάδας, ως αποτέλεσμα του Μικρασιατικού πολέμου ο πληθυσμός της υπαίθρου εμπλουτίστηκε με τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Η πολιτική βούληση των κυβερνώντων εκείνης της εποχής προώθησε την οργάνωση της ανώτερης γεωργικής εκπαίδευσης. Αναλόγως σήμερα εν μέσω τρικυμίας μιας οικονομικής καταστροφής χρειάζεται να αντιληφθούμε τι συμβαίνει στο εσωτερικό της χώρας προκειμένου να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για να βγούμε από την τρικυμία. Η προαναφερόμενη οργάνωση που προωθήθηκε την περίοδο του μεσοπολέμου αφενός βοήθησε στη συγκρότηση ενός δικτύου διαμόρφωσης και άσκησης της αγροτικής πολιτικής, αφετέρου προσέφερε εξειδικευμένα μεσαία και ανώτερα στελέχη (γεωπόνους, γεωπόνους μηχανικούς, συνεταιριστικούς και τραπεζικούς υπάλληλους) στη δημιουργία του προαναφέροντος δικτύου.2
Το εν λόγω δίκτυο αποτελούνταν από το νεοσύστατο τότε υπουργείο Γεωργίας, τις συνεταιριστικές οργανώσεις, τις υπηρεσίες της Αγροτικής Τράπεζας, τις μέσες και ανώτερες γεωπονικές σχολές και τα κέντρα αγροτικής έρευνας. Το επιστημονικό και εκπαιδευτικό δυναμικό, υπήρξε ο φορέας ενός νέου επιστημονικού λόγου και ενός αυξημένου μορφωτικού κεφαλαίου που αρχικά αποκτήθηκε σε διακεκριμένες σχολές του εξωτερικού και στη συνέχεια του εσωτερικού, αναδείχθηκε δε λόγω της ιστορικής συγκυρίας του μικρασιατικού πολέμου και της αγροτικής μεταρρύθμισης σε καθοριστικό παράγοντα μετεξέλιξης και ανασυγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας κατά την περίοδο του μεσοπολέμου.
Το μοντέλο ανασυγκρότησης της χώρας που ακολουθήθηκε σε μιαν άλλη εξίσου κρίσιμη ιστορική περίοδο, αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο ήταν η ανοικοδόμηση με βάση το δίπολο Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η κοινωνική ειρήνη και ο έλεγχος του πληθυσμού από το νεοελληνικό κράτος των χρόνων εκείνων προωθούνταν για 25 συναπτά χρόνια η ραγδαία αστικοποίηση του αγροτικού πληθυσμού που συμμετείχε στην Αντίσταση, ώστε με τη συγκέντρωσή του στα αστικά κέντρα να ελέγχεται και να χειραγωγείται αποτελεσματικότερα. Τα χρόνια μεταξύ 1952 και 1974 αποτελούν την περίοδο του σημαντικότερου κύματος αστικοποίησης στην Ελλάδα. Στις μετεμφυλιακές δεκαετίες ’50-’60 αντιστράφηκε για πρώτη φορά η αναλογία αγροτικού-αστικού πληθυσμού.3
Μέσα σε 20 χρόνια διπλασιάστηκε ο πληθυσμός της Αθήνας με την εγκατάσταση 1.5 εκατομμυρίου εσωτερικών μεταναστών. Ταυτόχρονα επινοήθηκε το σχέδιο της κρατικής ανοχής στην αυθαίρετη δόμηση και της αντιπαροχής. Με την αυθαίρετη δόμηση και την αντιπαροχή, ως εργαλεία κοινωνικής και οικονομικής αναζωογόνησης, το κράτος για αρκετές δεκαετίες καλλιέργησε την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων και εξαρτήσεων προκειμένου να αποσβέσει το έντονο έλλειμμα νομιμοποίησης του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος. Το 1969 η Ελλάδα κατείχε μία από τις πρώτες θέσεις στην κατασκευή κατοικιών στη δυτική Ευρώπη. Όλα αυτά συνέβαιναν χωρίς να υπάρχει οργανωμένος χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός. Βιάστηκε το αστικό τοπίο καθώς αυξήθηκαν υπέρμετρα οι συντελεστές δόμησης, οι καλύψεις των οικοπέδων, τα ύψη των κτιρίων χωρίς καμία μέριμνα για κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους. Χτίστηκαν ρέματα, καταπατήθηκαν παραλίες, ρυπάνθηκε και υποβαθμίστηκε ανεπιστρεπτί το χερσαίο και θαλάσσιο περιβάλλον.
Σήμερα συνέπεια της προαναφερόμενης λογικής είναι το 70-80% του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας να ζει υπερσυγκεντρωμένο στο δίπολο Αθήνα - Θεσσαλονίκη. Μεταξύ των διαφορετικών γενεών έχει συντελεστεί μία πολιτιστική διάβρωση που αφορά στην απώλεια γνώσης καλλιέργειας της γης. Μία απώλεια με ολέθριες συνέπειες για παιδιά, νέους αλλά και ενήλικες που ορισμένες φορές θεωρούν πως η τροφή φυτρώνει στα ράφια του σούπερ μάρκετ. Έχει χαθεί η οργανική σχέση με το χώμα, ο διάλογος με τη φύση, ο σεβασμός στα οικοσυστήματα, η γνώση του τι σημαίνει βιοποικιλότητα. Σήμερα οι κάτοικοι των πόλεων βιώνουν μιαν αστική άβυσσο, που σχετίζεται με την αγροτική παραγωγή άρα και την επάρκειά τους σε τροφή, με πολιτική ουσία και ηθικές διαστάσεις που αφορούν στο δίκαιο μεταξύ των γενεών. Στις τωρινές συνθήκες οικονομικής καταστροφής της Ελλάδας οι προαναφερόμενες απώλειες δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις εκβιασμού και χειραγώγησης, μέσω της απειλής της πείνας, των υπερσυγκεντρωμένων στις πόλεις αστικών στρωμάτων.
Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.) το 1981 οδήγησε σε σημαντικές ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις των ελληνικών αγροτικών εκμεταλλεύσεων μέχρι το 1992, έτος που ξεκινάει ένας νέος κύκλος μεταρρύθμισης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (Κ.Α.Π.).
Η λογική του κάτσε να γίνουμε πρώτα κυβέρνηση και τότε βλέπουμε, οδηγεί τις ελληνικές κυβερνήσεις σε έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού και στοιχειώδους προγραμματισμού στην αγροτική παραγωγή. Αυτές οι ελλείψεις σε αγαστή συνεργασία με την κομματική νομενκλατούρα και την ταύτιση των εννοιών κράτους - φέουδου στις αντιλήψεις των εκάστοτε κυβερνώντων, τη ρουσφετολογική στελέχωση και την οργανωτική ανεπάρκεια δημιουργούν ένα γραφειοκρατικό περιβάλλον κατάλληλο ώστε να μην απαντώνται υπεύθυνα οι ερωτήσεις:
Τι θα παραχθεί και πως; ποιός υπολογίζει τι θα παραχθεί;
Mε την ευκαιρία και την ευκολία των κοινοτικών κονδυλίων της Ευρώπης συστηματοποιήθηκε ένας κρατικός κορπορατισμός που διαχειρίστηκε, μέσω των ευρωπαϊκών χρημάτων και όχι μόνον, τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία και τη δασική παραγωγή στην Ελλάδα. Αυτός ο κρατικός κορπορατισμός αφορά στις σχέσεις κράτους και ομάδων συμφερόντων. Οι εν λόγω σχέσεις καθορίζονται από τις ανάγκες του οικονομικού συστήματος ενώ το κράτος ελέγχει την ανάπτυξη και τη λειτουργία τους. Ο κυρίαρχος κρατικός κορπορατισμός φρόντιζε επί δεκαετίες να αποκρύβει τις επί μέρους ιδιαιτερότητες του ελληνικού πρωτογενούς τομέα, καθώς παρέδωσε ουσιαστικά τα εργαλεία τεκμηρίωσης και εφαρμογής της αγροτικής πολιτικής στις ημέτερες κομματικές δυνάμεις συντεχνιακών συμφερόντων.
Οι συνεργατικές συλλογικές δομές παραγωγής και διανομής των προϊόντων που ευδοκίμησαν ήταν ελάχιστες με συνέπεια τη βαθμιαία μετάβαση της διανομής και της εμπορίας των αγροτικών προϊόντων σε πανίσχυρα εγχώρια και διεθνή ολιγοπωλιακά συμφέροντα. Σταδιακά διαμορφώθηκαν οι συνθήκες που επέτρεψαν να διογκωθεί η διαφορά στην τιμή της τροφής που αγοράζει ο καταναλωτής και πληρώνεται ο παραγωγός ή με άλλα λόγια ο παραγωγός αμείβεται φθηνά κι ο καταναλωτής πληρώνει ακριβά. Παράλληλα οι ηγεσίες του υπουργείου Γεωργίας προωθούσαν την αποδυνάμωση των εθνικών δομών εφαρμοσμένης γεωτεχνικής έρευνας και γεωργικών εφαρμογών μέχρι την πλήρη διάλυσή τους.
Πώς να επιχειρήσει επιτυχώς ένας αγρότης χωρίς τεκμηριωμένα επιστημονικά αποτελέσματα και πειραματικούς αγρούς που σχεδιάζονται και υλοποιούνται με βάση το δημόσιο συμφέρον; Πώς να επιχειρήσει επιτυχώς χωρίς επαρκή αγροτική εκπαίδευση;
Στην Ελλάδα υπάρχουν κάποια αγροτικά σχολεία που εκπαιδεύουν κάθε χρονιά κάποιες εκατοντάδες νέων αγροτών, όταν οι πραγματικές ανάγκες αφορούν σε εκπαίδευση μερικών χιλιάδων αγροτών ετησίως. Η αρχική επαγγελματική κατάρτιση των ανεπαρκέστατων 150 ωρών δεν μπορεί να προσφέρει τα κατάλληλα επαγγελματικά εφόδια σε έναν επαγγελματία παραγωγό που διαχειρίζεται ισχυρά φυτοφάρμακα, ώστε αυτός να είναι σε θέση να προσφέρει ασφαλή τρόφιμα σε όλους μας.
To αποτέλεσμα όλων των προαναφερόμενων ήταν o σταδιακός προσανατολισμός των παραγωγών προς τους ιδιώτες προμηθευτές γεωργικών και κτηνοτροφικών εφοδίων. Παράλληλα η εξίσωση του φόρου στο πετρέλαιο πριν λίγους μήνες από την ελληνική κυβέρνηση, που έγινε για να αντιμετωπιστεί το λαθρεμπόριο στα καύσιμα και εμμέσως πλην σαφώς δηλώνει την ανεπάρκεια του κράτους να ελέγξει τους λαθρεμπόρους καυσίμων (!), δημιουργεί ένα ανυπέρβλητο κόστος παραγωγής που θέτει σε κίνδυνο αφανισμού την ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία.
Από την άλλη μεριά η συνεργασία είναι καθοριστικός παράγοντας για τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων εκμεταλλεύσεων. Για παράδειγμα στην Ολλανδία πάνω από το 60% της παραγωγής το διαχειρίζεται το συνεταιριστικό κίνημα κι ο πρωτογενής τομέας εκεί είναι ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες προσφέροντας εργασία συνολικά σε 500.000 ανθρώπους (άμεσα και έμμεσα απασχολούμενους). Η Ολλανδία σήμερα είναι σε παγκόσμιο επίπεδο ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς αγροτικών προϊόντων και σχετικής τεχνογνωσίας σε άλλες χώρες. Στην Ευρώπη το 2009 το ποσοστό της συνολικής παραγωγής φρούτων και λαχανικών που διακινήθηκε μέσω συνεταιριστικών ομάδων παραγωγών ανήλθε σε 43%, στην Ισπανία 49%, στην Ιταλία 52%, στην Πορτογαλία 18% και στην Ελλάδα 11%...
Η έλλειψη σαφούς στρατηγικού σχεδιασμού που αφορά στην αγροτική παραγωγή είναι φανερή τις τελευταίες τουλάχιστον τρεις δεκαετίες στην Ελλάδα.4 Η χώρα εγκατέλειψε σημαντικές παραδοσιακές καλλιέργειες, όπως είναι για παράδειγμα τα όσπρια, επειδή ο σχεδιασμός της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης ενίσχυε προϊόντα όπως το σιτάρι, το βαμβάκι, η βιομηχανική τομάτα, ο καπνός κ.α.. Οι παραγωγοί υπό την καθοδήγηση των ελληνικών αρχών, που ετεροπροσδιόριζαν την εθνική αγροτική πολιτική με βάση τις εξελίξεις στις Βρυξέλλες, προσανατολίστηκαν σε ένα διαρκές κυνηγητό επιδοτήσεων αδιαφορώντας για τα δεδομένα της πραγματικής σχέσης μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Οι μεγάλοι χαμένοι αυτού του κυνηγητού υπήρξαν οι ορεινές και μειονεκτικές περιοχές, τα νησιά με εξαίρεση την «πράσινη» Κρήτη καθώς και οι παραγωγοί μικρομεσαίας ιδιοκτησίας. Ταυτόχρονα η επιβολή ποσοστώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αγροτική παραγωγή των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου δημιούργησε τις προϋποθέσεις ώστε οι νεοέλληνες να εγκαταλείψουν καλλιέργειες προϊόντων εξαιρετικής ποιότητας που θα μπορούσαν να παράγουν (π.χ. ζάχαρη, κρέας κ.τ.λ.).
Η πολύ μεγάλη καθυστέρηση στη σύνταξη κτηματολογίου, η έλλειψη πολυεπιστημονικού συσχετισμού του με πολιτικές χρήσεις γης σε συνδυασμό με την ανεπαρκή κοινωνική αποδοχή του, προκάλεσαν έντονες πιέσεις στην αγροτική γη μέσω της ξέφρενης αστικοποίησής της. Το φαινόμενο αυτό συντέλεσε σε απώλειες σημαντικής παραγωγής όπως για παράδειγμα το περίφημο λεμονόδασος της βόρειας Πελοποννήσου. Το λεμονόδασος αυτό επλήγη από την άναρχη οικοπεδοποίηση, την υποβάθμιση του αρδευτικού νερού λόγω υπεράντλησης του υδροφόρου ορίζοντα, ενώ παράλληλα δεν υπήρξε σοβαρό σχέδιο για στροφή σε νέες ποικιλίες και αντιπαγετικές προστασίες.
Τις δεκαετίες του 1990 και 2000 πραγματοποιήθηκε η είσοδος στην Ελλάδα πολλών εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών. Αυτήν την περίοδο η παρουσία και η εργασιακή συμμετοχή των οικονομικών μεταναστών στην ελληνική αγροτική περιφέρεια βοήθησε το συνολικό εισόδημα του τομέα της γεωργίας και το οικογενειακό γεωργικό εισόδημα να εμφανίσουν τις υψηλότερες τιμές τους στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Παράλληλα κατά τα έτη 1995-2005 συνέβη μία έντονη νεοφιλελεύθερη στροφή για τον οικονομικό προσανατολισμό του νεοελληνικού κράτους δια μέσω των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης, της ένταξης της χώρας με παραποιημένα οικονομικά στοιχεία στην Οικονομική Νομισματική Ένωση και των Ολυμπιακών Έργων των αγώνων του δύο χιλιάδες τέσσερα. Οι αναπλάσεις, η εγκατάσταση συστημάτων ασφαλείας, η υπερπαραγωγή μεγάλων κατασκευαστικών έργων και η χάραξη νέων ιδιωτικών δρόμων σηματοδοτούσαν την οικονομική μεγέθυνση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που επισήμως ονομάστηκε ανάπτυξη, ταυτίστηκε δε με μία εποχή χλιδής και φαινομενικής ευμάρειας.
Λόγω των πιέσεων που δέχεται η Ευρώπη από το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης εμφανίζεται ως σοβαρό ενδεχόμενο την επόμενη δεκαετία ένα σημαντικό ποσοστό της ευρωπαϊκής αγροτικής παραγωγής να “μεταναστατεύσει” προς τις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτό σημαίνει πολύ δυσμενείς επιπτώσεις για την αγροτική παραγωγή και τη διατροφική αυτάρκεια του πληθυσμού της Ελλάδας. Σήμερα το ζητούμενο είναι να προκύψει μία ευρεία, ανοιχτή συζήτηση στη χώρα για το πως μπορεί να προκύψει η περίφημη παραγωγική ανασυγκρότηση.5 Η έλλειψη εξαγωγικού προσανατολισμού και η απουσία του σημαντικού εργαλείου των υπηρεσιών γεωργικής διπλωματίας στις υποδομές του κράτους και στις ελληνικές πρεσβείες του εξωτερικού, στερούν την έμπρακτη στήριξη της εξωστρέφειας των ελληνικών αγροτικών προϊόντων σε βάθος χρόνου. Χαρακτηριστικά ας αναλογιστούμε πως η Ισπανία δαπανά μόνο για την προώθηση του ελαιόλαδου σε μία μόνο χώρα όσα δαπανά η Ελλάδα για την προώθηση όλων των αγροτικών της προϊόντων σε όλες τις αγορές του εξωτερικού.
Είναι ενδιαφέρον να αναφέρεται στην προ ημερησίας διάταξης συζήτηση στη Βουλή για τα προβλήματα των αγροτών, πως στην Κρήτη υπάρχουν καλλιέργειες που χρειάζεται να ποτίζονται “μέρα μεσημέρι”. Η κουλτούρα που απαιτεί αρδεύσεις κατά τη διάρκεια των μεσημβρινών ωρών αφορά σε μία πρακτική που οδηγεί σε σημαντικές απώλειες νερού λόγω του φαινομένου της αυξημένης εξατμισοδιαπνοής. Ως εξατμισοδιαπνοή εννοείται η απώλεια νερού που παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της διαπνοής των φυτών αλλά και της εξάτμισης από την επιφάνεια του εδάφους προς το εναέριο περιβάλλον. Οι κλιματολογικοί παράγοντες που επιδρούν σημαντικά στη διαμόρφωση των τιμών της εξατμισοδιαπνοής είναι η ηλιακή ακτινοβολία, η θερμοκρασία του αέρα, η σχετική υγρασία και η ταχύτα του ανέμου. Άρα η επιλογή άρδευσης των καλλιεργειών κατά τις μεσημβρινές ώρες ουσιαστικά δε σέβεται την ορθολογική χρήση των υδάτινων πόρων και δεν αποτελεί ορθή γεωργική πρακτική. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς μέχρι το 2050 αναμένεται να αυξηθεί η παραγωγή αλλά και η ζήτηση τροφίμων σε παγκόσμιο επίπεδο.Τα τελευταία 50 χρόνια σημειώθηκε μια σημαντική αύξηση στην παραγωγή τροφίμων, σε πάρα πολλές περιοχές του πλανήτη. Τα επιτεύγματα αυτά πολλές φορές συσχετίζονται με πρακτικές διαχείρισης που έχουν υποβαθμίσει τη γη και τους υδροφόρους ορίζοντες. Το νερό και η γη είναι φυσικοί πόροι από τους οποίους εξαρτάται η παραγωγή τροφίμων.6
Τέλος αξίζει να σημειωθεί μία σημαντική κουβέντα του Χουάν Π. Γκάραχαν, όπως αναφέρεται από τα χείλη ενός γιατρού που δίνει συνέντευξη στην ταινία Memorias del Saqueo του FernandoE. Solanas: «Ο υποσιτισμός είναι μία κοινωνικό-οικονομική και πολιτισμική ασθένεια που μπορεί να θεραπευτεί δίνοντας σε όλους δουλειά.»
Σήμερα ο υποσιτισμός στην Ελλάδα είναι ένα φαινόμενο που έχει αρχίσει να λαμβάνει γιγάντιες διαστάσεις.
Βιβλιογραφικές και διαδικτυακές πηγές:
1. Λουλούδης Λ., 2012: K.A.Π. Το παράδειγμα μιας διαρκούς μεταρρύθμισης. Οι ελληνικές αντιστάσεις και προοπτικές. Τριπτόλεμος, τεύχος 34, Φθινόπωρο 2012, Αθήνα.
2. Παναγιωτόπουλος Δ., 2010: Η Ανώτατη Γεωπονική Σχολή Αθηνών 1920-1960. Ανάμεσα στην επιστήμη, την πράξη και την πολιτική. Τριπτόλεμος, τεύχος 29, Άνοιξη 2010, Αθήνα.
3. Βάσω και Χάρης, 2011: Αθήνα Ανοχύρωτη Πόλη. Χωρική ανάλυση της Εξέγερσης του Δεκέμβρη 2008. [To περιεχόμενο του εντύπου διατίθεται σε ηλεκτρονική μορφή στην ιστοσελίδαwww.urbananarchy.gr]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου