Το εμβληματικό κτίριο του Τάκη Ζενέτου σε 19 μήνες θα μεταμορφωθεί σ’ έναν καινούργιο πυρήνα πολιτισμού. Η A.V. συνάντησε τη διευθύντρια του ΕΜΣΤ Άννα Καφέτση  και τον αρχιτέκτονα του έργου Βαγγέλη Στυλιανίδη.
Mην το λέτε Φιξ! Δεν υπάρχει Φιξ. Γιά το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης μιλάμε!» Ο Βαγγέλης Στυλιανίδης χαμογελάει, αλλά μια πλευρά του όντως δυσανασχετεί... Και σήμερα, που στο εργοτάξιο της Συγγρού επικρατεί οργασμός –ένα θαύμα μες στη γενικευμένη ακινησία και μαυρίλα–, σήμερα που ό,τι είχε απομείνει από το εμβληματικό κτίριο του Τάκη Ζενέτου άρχισε επιτέλους να μεταμορφώνεται σ’ έναν καινούργιο πυρήνα πολιτισμού, σ’ αυτό το καινούργιο θα ’θελε να σταθεί κυρίως.
Το διασημότερο ίσως γεφύρι της Άρτας στην Αθήνα, καλώς εχόντων των πραγμάτων, σε δεκαεννιά μήνες από τώρα θα έχει ολοκληρωθεί. Οχτώ διοικήσεις άλλαξε το μουσείo από τότε που ο ίδιος, βασικός πυλώνας της «3SK Στυλιανίδης Αρχιτέκτονες», σχετίστηκε με το στοιχειωμένο έργο της στέγασης του ΕΜΣΤ. Τίποτε, ωστόσο, δεν επηρέασε τη βραβευμένη από το 2006 μελέτη της ομάδας. «Ό,τι σχεδιάσαμε με το μυαλό μας, αυτό ακριβώς θα πραγματοποιηθεί». Όπως εξηγεί, «κληθήκαμε να σχεδιάσουμε ένα μουσείο μέσα σ’ ένα βιομηχανικό κέλυφος, κάτι που έχει γίνει χιλιάδες φορές ως τώρα... Από μια ευτυχή συγκυρία, ωστόσο, είχαμε ένα παλιό εργοστάσιο ζυθοποιίας σε κομβικό σημείο της πόλης, όχι σ’ ένα οικόπεδο στην άκρη του πουθενά. Σ’ ένα “νησάκι” περικυκλωμένο από τη Συγγρού, λεωφόρο που απλώνεται από τη θάλασσα ως την Ακρόπολη, την Καλλιρόης, την κοίτη ενός ποταμού, μην το ξεχνάμε αυτό, και την οδό Φραντζή, τη γέφυρα που ενώνει το Κουκάκι με τον Νέο Κόσμο. Να από πού πηγάζει η μοναδικότητα του έργου: από το τοπογραφικό ενδιαφέρον της περιοχής και από το φορτίο συναισθημάτων και αναμνήσεων που κουβαλά το παλιό κουφάρι. Τι καινούργιο θα μπορούσε να συμβεί εδώ; Το γραφείο μας ήταν ανέκαθεν επιφυλακτικό με τους δημόσιους διαγωνισμούς. Το συγκεκριμένο εγχείρημα, όμως, ήταν πολύ ερεθιστικό για το προσπεράσουμε. Στα τριανταεπτά χρόνια που παράγουμε αρχιτεκτονική –κατοικίες, γραφεία, ξενοδοχεία, οικισμούς– το ΕΜΣΤ είναι το πρώτο μας δημόσιο κτίριο».

Διαρθρωμένο
 σε επτά επίπεδα και με συνολικό εμβαδόν γύρω στα 20.000 τ.μ., το νέο μουσείο θα εξασφαλίζει στους επισκέπτες του μια ολοκληρωμένη διαδρομή, «από το πεζοδρόμιο ως το δώμα». Η λειτουργικότητά του, με τις απίστευτες απαιτήσεις σε μηχανολογικούς χώρους, ήταν από τα πρωταρχικά ζητούμενα. «Η πριμαντόνα εδώ είναι η τέχνη, όχι ο αρχιτέκτονας» τονίζει ο Βαγγέλης Στυλιανίδης. «Αυτήν θα υπηρετήσει το μουσείο, όχι τον εαυτό του. Προφανώς και τα μουσεία δεν είναι αποθήκες, προφανώς και απαιτούν μια αρχιτεκτονική σύλληψη. Γιατί όμως να αποκτούν μνημειώδεις διαστάσεις και να προκαλούν δέος σαν άλλοι καθεδρικοί ναοί; Χρειάζεται περισσότερο μέτρο και λιγότερος ναρκισσισμός. Όσο για την Αθήνα, δεν έχει ανάγκη ένα Μπιλμπάο για να μπει στο χάρτη. Την έχει βάλει στο χάρτη ο Περικλής!»
Tο ότι πρόκειται για μουσείο σύγχρονης τέχνης, πώς επηρέασε την εσωτερική διαμόρφωσή του; «Ουδετερότητα». Αυτή είναι η λέξη-κλειδί. «Το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα εκτίθενται καταστάσεις και γεγονότα με αναπάντεχο τρόπο, οφείλει να έχει τις λιγότερο δυνατές δεσμεύσεις, χωρικές και αισθητικές».  Στο «δώμα», με την απεριόριστη θέα, προβλέπεται εστιατόριο. Στην υποδοχή, πάντως, με το που θα μπαίνει κανείς απευθείας από τη στάση του μετρό «Συγγρού Φιξ», θα ’χει την αίσθηση πως βρίσκεται σε πλατεία. Θα μπορεί να βολτάρει μεταξύ μιας περιοδικής έκθεσης, πωλητηρίου, βιβλιοπωλείου και καφέ ή να παρακολουθεί εκδηλώσεις σ’ ένα ανοιχτό θέατρο, στο ίδιο πάντα επίπεδο, σαν αρένα. «Η όψη που αφορά την είσοδο, επί της Καλλιρόης, είναι δική μας, δεν υπήρχε» συνεχίζει ο Στυλιανίδης.  «Προσπαθήσαμε λοιπόν να ανασυστήσουμε κάπως το φυσικό περιβάλλον καλύπτοντάς τη με φυσικούς λίθους και με μια λεπτή υδάτινη κουρτίνα που θα υπενθυμίζει στους περαστικούς την πορεία του Ιλισού». 
Θιασώτης μιας αρχιτεκτονικής που υπηρετεί την κοινωνία, όπως τη διδάχτηκε η γενιά του στο Πολυτεχνείο τα χρόνια του ’70, ο Βαγγέλης Στυλιανίδης βλέπει στη δημιουργία του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, μια κίνηση απελευθερωτική: «Η τέχνη δεν είναι πολυτέλεια. Χάρη σ’ αυτή συναντάμε τους άλλους κι αποκτούμε συνείδηση της ύπαρξής μας. Αν φτιαχτεί το μουσείο κι αν οι άνθρωποί του μπορέσουν να το υποστηρίξουν, θα έχει να παίξει ρόλο και μάλιστα σοβαρό. Είναι στοιχείο προόδου να μπορεί μια κοινωνία να εκφραστεί και σ’ ένα άλλο επίπεδο. Αρκετά κολλημένοι είμαστε με το παρελθόν. Ας αναδειχτούν νέοι καλλιτέχνες, ας διαμορφωθούν νέοι επιμελητές, ας μπούμε κι εμείς μ’ έναν τρόπο στο χώρο της σύγχρονης τέχνης... Εντάξει ο Κουνέλλης. Και μετά;»
Σ’ αυτό το στοίχημα έχει αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι η μία και μοναδική διευθύντρια του ΕΜΣΤ από την πρώτη μέρα της ίδρυσής του, η Άννα Καφέτση. Ιστορικός τέχνης με μεταπτυχιακές σπουδές στη Σορβόννη, πρώην επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης με εκθέσεις που άφησαν εποχή («Οι μεταμορφώσεις του μοντέρνου», «Ρώσικη πρωτοπορία»), αεικίνητη πάνω στο αναπηρικό της καροτσάκι, εργασιομανής και μάλλον συγκεντρωτική, η Καφέτση μπόρεσε επί δώδεκα χρόνια να κρατήσει ζωντανό και κοσμοπολίτικο το άστεγο μουσείο, συγκροτώντας παράλληλα και εκ του μηδενός μια μόνιμη συλλογή που σήμερα διαθέτει πάνω από επτακόσια έργα. Ανάμεσά τους, και το «Fix it» της Μόνα Χανούμ, που θα δεσπόζει στον τέταρτο όροφο, ανάμεσα σε άλλες μεγάλης κλίμακας συνθέσεις. Αυτή την εποχή βρίσκεται σε συζητήσεις με συλλέκτες αναζητώντας φόρμουλες συνεργασίας και προετοιμάζει το έδαφος για μια εκστρατεία που θα φέρει στο μουσείο περισσότερες χορηγίες και δωρεές. «Με το κτίριο αλλάζουν τα δεδομένα» λέει. «Θα μπορέσουμε επιτέλους να λειτουργήσουμε σε πλήρη ανάπτυξη. Τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα δεν θα απευθύνονται μόνο σε σχολικές μονάδες, αλλά σε διάφορες ομάδες πολιτών. Θα ανοιχτούμε επιθετικά στην κοινωνία! Και σκοπεύουμε να εκμεταλλευτούμε στο έπακρο τη γειτνίασή μας με το Μουσείο της Ακρόπολης, ειδικά την περίοδο του μεγάλου τουριστικού κύματος, από την άνοιξη ως τις αρχές Ιουλίου. Γιατί να μην ανταλλάσσουμε τα κοινά μας;»
Ο συνολικός προϋπολογισμός της ανέγερσης του κτιρίου φτάνει τα 40 εκ. ευρώ, εκ των οποίων τα 9 προέρχονται από εθνικούς πόρους και τα υπόλοιπα από τους κουμπαράδες του Γ΄ ΚΠΣ και του ΕΣΠΑ (ένα από τα 402 έργα που εντάχθηκαν από το υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού στο ΕΣΠΑ, όπως είπε ο υπουργός Π. Γερουλάνος στον απολογισμό της θητείας του). Η μελλοντική στήριξη του μουσείου από την πολιτεία είναι ένα ακανθώδες ζήτημα που η ίδια δεν θέλει να θίξει ακόμα. Μια πηγή χρημάτων, πάντως, πέρα από τα εισιτήρια των επισκεπτών  και τις εισφορές των φίλων, θα είναι τα καταστήματα του ισογείου. Το βιβλιοπωλείο θα ’ναι άριστα εξοπλισμένο σε εκδόσεις ιστορίας και θεωρίας της τέχνης, ενώ το πωλητήριο θα είναι ουσιαστικά κι ένα εκθετήριο για τους νέους designers. «Εμείς έχουμε αποδείξει πως και με λίγα χρήματα, δουλειά γίνεται» λέει η Άννα Καφέτση. Με δεκαεννιά ανθρώπους άραγε –γιατί τόσοι εργάζονται στο ΕΜΣΤ, με μεταπτυχιακούς τίτλους όλοι τους– μπορεί να σταθεί μουσείο; «Αδύνατον! Πρέπει να γίνουμε τουλάχιστον πενήντα. Το μουσείο δεν μπορεί να ανοίξει αν δεν στελεχωθεί». 
πηγή:athens voice