Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

ΨΥΧΗ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ 6, Ιούλιος- Αύγουστος 2016 Βίντεο ντοκουμέντο από την Σοφια Αντωνακάκη. Τεκμηρίωση δύο πρώτων κεφαλαιών





Η σπηλία του παντός





Η σφράγιση της σπηλιάς Κόκκαλη στο Βροντερό 




Την Παρασκευή 5-8-2016 ολοκληρώθηκε το εκθεσιακό τεκμήριο της  «η ψυχή στο Λαιμό 5» (Εκπαιδευτικό εικαστικό εργαστήριο με εφόρμηση από την ιστορία).Με αφορμή την επίσκεψη και μελέτη στο ιστορικό μνημείο της σπηλιάς Κόκκαλη Βροντερού Πρεσπών δημιουργήθηκαν εικαστικά έργα καλλιτεχνών, στον καλλιτεχνικό σταθμό των Ψαράδων, τα οποία θα εκτεθούν στο εγκαταλειμμένο Δημοτικό Σχολείο των Ψαράδων Πρεσπών το Σάββατο 6-8-2016 και ώρα 19 00.Η μεταϊστορία θα φανερωθεί μέσα από τα έργα Ελλήνων και Άγγλων καλλιτεχνών και αποτελεί συνεργασία της Σχολής Καλών Τεχνών Φλώρινας του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, του 3ου και 5ου εργαστηρίου του Τμήματος Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Πανεπιστημίου Ανατολικού Λονδίνου και συγκεκριμένα της ομάδας Directional Forces Residency 2016, υπογραμμίζοντας έτσι το ιστορικό γίγνεσθαι ως την απόλυτη δυσμορφία της μνήμης μέσα στον ίδιο τον πολιτισμό της αφήγησης και της ανάμνησης. Το εγχείρημα ολοκληρώνεται σε συνδιοργάνωση με την Αντιπεριφέρεια Φλώρινας και τον Δήμο Πρεσπών.



Το μέλημα της έκθεσης είναι να υπαινιχθεί ή και να περιγράψει καταστάσεις προσωπικής ρήξης με την καθεστηκυία απραξία, ελπίζοντας σε μια νέα σύμπραξη ή εστιάζοντας έστω, στις ανομοιότητες της ιστορίας καθώς οι νέες εμπειρίες οικειοποιούνται την κανονιστική ηθική της ανάμνησης. Ο χρόνος είναι η ιστορία. «Ο χρονικoγράφoς που αφηγείται τα περιστατικά χωρίς να κάνει διάκριση μεγάλων και μικρών, ενεργεί σύμφωνα με την αλήθεια πως οτιδήποτε συνέβη κάποτε, δεν μπορεί να θεωρηθεί χαμένο για την ιστορία. Στην πραγματικότητα, μόνον η απολυτρωμένη ανθρωπότητα είναι σε θέση να δεχτεί ολoκληρωτικά το παρελθόν της. Που σημαίνει: μόνο στην απολυτρωμένη ανθρωπότητα είναι δυνατό να αποδοθεί το παρελθόν της στην κάθε στιγμή του. Κάθε στιγμή που έχει βιώσει γίνεται μια citation a l' ordre du jour - κι αυτή η μέρα είναι ακριβώς η Ημέρα της Κρίσεως.» (Walter Benjamin 3η Θέση για τη φιλοσοφία της ιστορίας). Το παρελθόν είναι η εγκαρτέρηση της. Η αναπαράστασή του μέσω της τέχνης είναι η ίδια η ζωή.

Προέκυψαν από την εικαστική παράθεση δυο συνθήκες ιστοριογραφικής μνήμης: Η Αναμνημόνευση και  η λύτρωση

Οι καλλιτέχνες residency που λαμβάνουν μέρος στην έκθεση είναι οι εξής: Καλλιτέχνες Λύτρωσης /

Παλιάτσιος Γεώργιος, Κορωναίος Κωνσταντίνος, Μονάχου Όλγα, Παρχαρίδης Σταύρος, Παπατζέλου Μαρία, Ράντου Αντωνία, Shimanovskaya Veronica, Aleman Carmen, Darke Alison,Maelzer Lee,Jezova Natalia,Lawson Bob, Τσαντίκη Νικολέτα, Πουλιάση Ειρήνη, Fairchild Anna, Shimanovskaya Veronica, Naskrecka Vena, Labern Sally Ann, Δουβάνα Τάτη, Ρόμπολας Ιωάννης, Ρόμπολας Αγησίλαος, Μπουρνάς Κυριάκος, Οικονόμου Δημήτριος, Αμελαδιώτης Δημήτρης, Ιωσηφίνα Μακρή, Νίκος Καρναμπατίδης, Μαρί Θεοφίλου, Καρούλια Κατερίνα, Μάγδα Χριστοπούλου, Γλύκα Διονυσοπούλου και Μιχάλης Μπιμπάσης.


Οι φιλοξενούμενοι καλλιτέχνες (εκτός residency) είναι οι εξής: Καλλιτέχνες Αναμνημόνευσης:

Φανάρας Γιώργος, Γιάννης Βγόντζας, Μαρία Λαγού, Χάρης Μαργαρίτης, Ρήμος Αργύρης, Θοδωρής Μαυρίδης, Γκρίζη Αφροδίτη, Ζάζος Αχιλλέας, Όλγα Μπογδάνου, Άννα-Μαρία Σαμαρά, Πλάτωνας Μπουνταγκίδης, Γιώργος Πανταζής, Στρατής Καβαρνός, Σοφία Αντωνακάκη, Τάσος Μπουσδούκος, Παπαδόπουλος Θεοδόσης, Γιοβάνογλου Αναστασία, Σκληβανιώτης Δημήτρης, Χάρης Κοντοσφύρης.
Υποστήριξη από τις εταιρείες οινοποιία “In Vino Estate,Ζυθοποιεία Φίξ, Μπέλλης ΑΒΕΕ, Τυροκομείο Αμάλφεια, Χασάπικο-Νικηφόρος Στυλιάδης, Κρεοπωλείο-Σταύρος Ντίτουρας, Τυροκομείο-Δημητρίου, Λαϊκή Αγορά Φλώρινας - Πάγκος Γιάννη Τζάζου και Καιτσή Χρήστου, Παντοπωλείο Λευκώνα Πρεσπών , Ηλεκρολογικά Δογούλης Φλώρινα, Σούπερ μάρκετ Express Λευκώνας Πρεσπών, Ταβέρνα συντροφιά Ψαράδες Πρεσπών


Υποστήριξη από τις εταιρείες οινοποιία “In Vino Estate,Ζυθοποιεία Φίξ, Μπέλλης ΑΒΕΕ, Τυροκομείο Αμάλφεια, Χασάπικο-Νικηφόρος Στυλιάδης, Κρεοπωλείο-Σταύρος Ντίτουρας, Τυροκομείο-Δημητρίου, Λαϊκή Αγορά Φλώρινας - Πάγκος Γιάννη Τζάζου και Καιτσή Χρήστου, Παντοπωλείο Λευκώνα Πρεσπών , Ηλεκρολογικά Δογούλης Φλώρινα, Σούπερ μάρκετ Express Λευκώνας Πρεσπών, Ταβέρνα συντροφιά Ψαράδες Πρεσπών

Η τεκμηρίωση του εκπαιδευτικού εικαστικού εργαστήριου με εφόρμηση από την ιστορία: α) Αντιαισθητική - Αισθητική ακολουθούν β) Απορία - όρια γ) Ιδιοποίηση και δηκτικότητα δ) Εφήμερη διάρκεια της απουλοποίησης του έργου τέχνης ε) Αναστοχασμός και περιφορά στ) το δικαίωμα να εκθέτεις ζ)Αναμνημόνευση και λύτρωση

ΨΥΧΗ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ 6, Ιούλιος- Αύγουστος 2016
Μέρος πρώτο
Αντιαισθητική – Αισθητική

Η αισθητική οργανώνει τις προσλαμβάνουσες πάνω σε ένα ιδιαίτερα τεντωμένο ορίζοντα στοχασμών. Η αντιαισθητική αναθεωρεί τόσο τις αισθητηριακές προσμονές όσο προτρέπει τον αναστοχασμό. Όσα μπορούν να γίνουν με στοχασμό και προβληματισμό, αντισταθμίζονται από τον ανοιχτό και απέραντο ορίζοντα των νέων δυνατοτήτων που αναπτύσσει η τέχνη, ειδικά σε περιόδους αμφιβολίας, κρίσης και ανάγκης. Επιχειρείται  μια διεύρυνση. Η διεύρυνση αποκαλύπτεται ως απεραντοσύνη του μικρού ως φάσμα αλληλεπίδρασης των τεχνών. Τα ανήσυχα καλλιτεχνικά κινήματα γύρω στο 1910 ανοίχθηκαν με τόλμη στην αναζήτηση αφάνταστων καινοτομιών και έναν αιώνα αργότερα επαγγέλλονται την υπόσχεση για την άλλη τέχνη. Επ’ αυτού ακόμη και σήμερα τίθεται σε κίνηση η διαδικασία της σύμπτωσης και του ελλιπούς που εξαντλεί τις βαθιές σχέσεις μεταξύ των τεχνών. Όλο και περισσότερα στοιχεία μορφοπλαστικά, υφολογικά και εκφραστικά, του συνόλου των τεχνών, περιέρχονται στη δίνη της εικαστικότητας και οι καλλιτέχνες αισθάνονται τη χαρά της διεύρυνσης.

Οι καλλιτέχνες δημιουργούν μια κοινωνική τάξη με στερεότυπα την ανοιχτότητα και την επικοινωνία, η οποία δύσκολα μπορεί να αποδειχτεί ανθεκτική, γιατί η ελευθερία έρχεται σε αντίφαση προς τη μόνιμη κατάσταση ανελευθερίας μέσα στο όλον. Το όλον παραμένει ανελεύθερο γιατί συνδέεται με την κοινωνία, η οποία είναι επιμερισμένη, ταξική, αλληλεξαρτώμενη, σφετεριστική και ανταγωνιστική. Έτσι η θέση της τέχνης μέσα στην κοινωνία είναι αβέβαιη. Η αυτονομία που απέκτησε μετά το τέλος της λατρευτικής λειτουργίας της και της έκπτωσης ομοιωμάτων της σε θεοκρατικές εξουσίες, αφορούσε τα σκεύη της δηλαδή τα έργα τέχνης και συντηρούνταν από την ιδέα μιας στοχαστικότητας που στον 20ό αιώνα κατέληξε σαν αναστοχασμός. Όταν ένα σκεύος εκπέσει από την λατρευτική του χρήση ο λάτρης που χειρίζεται το σκεύος για να το σώσει θα το προτείνει σαν μια καινούργια συνθήκη. Στην περίπτωση των εικόνων πρότεινε την έντεχνη συγκατάβαση. Αυτή την προθυμοποίηση της τέχνης είναι που δεν άντεξαν οι επιμελητές, οι επιβουλευτές και οι παρεισφρήσαντες στην τέχνη, την εξανθρώπιση της. Μπορεί πλέον ο καλλιτέχνης να φιλοσοφήσει , μπορεί η έκφραση του να έχει υπόσταση οντολογική, μπορεί το σκεύος - έργο τέχνης να μετουσιωθεί

 Τα συστατικά στοιχεία που η τέχνη αντλούσε από το ιδανικά ανθρώπινο, από το δίκαιο πολιτικά, από το στοχαστικά ανοιχτό, εξασθενούν πολύ εύκολα, δυνάμει της εγγενούς κινητικότητας και μεταβλητότητας. Ο Καπιταλισμός και η Τέχνη συμπορεύονται στην αδιαλλαξία της προτροπής για καινοτομία και δημιουργικότητα. Η τέχνη προσδιορίζει αλλά δεν προσδιορίζεται. Αυτό που έχει μείνει αμετάκλητο στην τέχνη είναι η αυτονομία της. Άλλες φορές το εμπορικό, ο διαμεσολαβημένος ιδεαλισμός, η αισθητικοποίηση, ο φετιχισμός και η μουσειοποίηση η συλλεκτικότητα κατάφεραν να κρύψουν την όποια αυτονομία. Ο καλλιτέχνης υπόκειται στην διαχειρίστρια αρχή μισθωτής σχέσης ενώ η ίδια η τέχνη παράγει έργα στην σφαίρα της αυτονομίας. Η κοινωνική λειτουργία της τέχνης και η απόπειρα να αποδοθούν αυτά που διατηρεί και εκφράζει ως αμφιβολίες είναι τα συναρπαστικά στοιχεία που πέρασαν στον 20ό αιώνα. Η όποια εθελοτυφλία της χρεώνεται, στην πραγματικότητα είναι το τίμημα της χειραφέτησης του έργου τέχνης, ως υπεραξία καταναλωτική και πολιτισμική . Αυτό που είναι πραγματικά συναρπαστικό είναι ότι η τέχνη και τα έργα τέχνης εγκαταλείπουν τον εμπειρικό κόσμο και παράγουν ένα είδος αντίθετου και ιδιότυπου κόσμου, ο οποίος έχει μια οντολογική αυτάρκεια. Η οντολογικότητα αποτυπώνεται στα πρώιμα παιδικά σχέδια αλλά και στην ανάγκη ανίχνευσης εικαστικών δεξιοτήτων στην εκπαίδευση. Η Κοινωνία θέλει να γνωρίζει ποιοι είναι οι ανιχνευτές, ποιοι είναι οι διανοητές, ποιοι είναι οι ψυχοπομποί. Αυτό κάνει τη σύγχρονη τέχνη να λειτουργεί ως κατάφαση.  Η συμφιλιωτική πλέον λειτουργία της τέχνης μέσα στην εκπαίδευση και συχνά στην ψυχανάλυση, ενώ κάνει την τέχνη να φαίνεται ότι λειτουργεί υποδόρια, συχνά η κοινωνία την αντιστρέφει και την κάνει συγκινητική και δακρύζουσα και τελικά επιθετικά δηκτική. Δακρύζουσα σημαίνει ότι μηρυκάζει το έργο τέχνης τη λειτουργία του συναισθήματος ενώ η δηκτικότητα έχει να κάνει με επιθετικές καταγγελίες η απλώς με υποδείξεις διακοσμητικών ζωών προς αξιοποίηση. Η παρηγοριά, η αποκήρυξη της θεολογίας, η αλήθεια της λύτρωσης εκοσμίκευσαν την τέχνη ώστε να προσφέρει στο υπάρχον και κατεστημένο μια ενθάρρυνση, η οποία ενισχύει τη μαζική εμπειρία, αναδεικνύει εκείνο εκ του οποίου η αυτονομία της τέχνης επιθυμεί να προσφέρει σε όλους. Αυτό σημαίνει ότι η τέχνη έχει το θράσος να θέτει, εξ αυτής της ολότητας, ένα στρογγυλό, σφαιρικό, ανοιχτό και ενιαίο όλον. Αυτό μπόρεσε και παρήγαγε η τέχνη στον 20ό αιώνα: Εμπειρία- αυτή ενυπάρχει στην ουσία της όχι απλώς ως φυγή αλλά σας ένας άγραφος νόμος της – Με την πολιτική επικήρυξη της εμπειρίας, τον πολιτισμικό εγκλεισμό της σε μουσεία, και συλλογές η εικαστική εμπειρία καθορίζει την επιρροή της μέσα από τα πόστα των μουσείων , των συλλογών , των εμπορικών εκθέσεων, της κοινωνικά δικτυωμένης διάδοσης.

Στις διαστάσεις που έχει λάβει η πραγματικότητα, ολειτουργικός χαρακτήρας της τέχνης φαίνεται στους ειδήμονες της γραφειοκρατίας αφόρητος.  Ο εξακοντισμός που στρέφεται εναντίον αυτού που συνιστά την ουσία της και την κάνει να φαίνεται αβέβαιη ως προς τον εσώτατο ιστό της ή αν θέλετε η  αντιπαραγωγική με την έννοια του ανέντακτου , η απρόσφορη συχνα χωρίς να προσφέρει στους καλλιτέχνες επιτήδευμα, η χωρίς κάποιο οικονομικό αντίκρισμα ανταλλακτικότητα της εξαγοράζετε σαν φήμη .

Η παρηγορητική (συναισθηματική), η απαρηγόρητη (καταγγελτική), η θεωρουμένη (αναγνωρισμένη) και αναθεωρητική (διαμεσολαβιτική) θέαση της τέχνης αποτελούν το εγγυημένο βασικό υπόστρωμα στην εξέχουσα στοχαστική της λειτουργία. Η τέχνη εγγυάται το μέλλον της διαμεσολαβητικής σκέψης και την ανθρώπινη αδυναμία. Η αδυναμία αφορά και την ίδια την τέχνη μια και συχνά το θεματικό περιεχόμενο έργων, την συμπαρασύρει στην πτώση του ενόσω το ξεπερνά. Η τέχνη και τα έργα τέχνης είναι μια συνθήκη ετοιμόρροπη όχι γιατί ετεροπροσδιορίζονται από το θεατή αλλά και γιατί στον πυρήνα τους λειτουργούν αυτόνομα. Ο καταμερισμός εργασίας του πνεύματος, είναι αποκομμένος από την ύπαρξη κάτι που κάνει την τέχνη τρομερά ευάλωτη γιατί είναι ίχνος της ύπαρξης. Ο καταμερισμός της εργασίας δεν βοήθησε στον καταμερισμό του πνεύματος και η οργάνωση της κοινωνίας φαντάζει πρωτόγονη. Στον  καταμερισμό της τέχνης συμπληρωματικά θα λέγαμε ότι στην ίδια την έννοια της υπάρχει η ασυνέπεια της αναίρεσης και αυτό από συμπτωματική διάθεση δεν είναι χρήσιμο γιατί η κοινωνία χρειάζεται κανόνες.

Απαραίτητο για την αισθητική διάθλαση είναι το αντικείμενο της να είναι κάτι άλλο από την αρχική εικόνα όπως και για τη φαντασία εκείνο που φαντάζεται. Η εικόνα ισχύει για μια ενύπαρκτη σκοπιμότητα. Η διάθλαση και η φαντασία ισχύουν έξω από τη σκοπιμότητα, είναι η ικανότητα προσανατολισμού του ενστίκτου. Στη σχέση της η τέχνη με την εμπειρική πραγματικότητα μετουσιώνει την αρχή της ενύπαρκτης αυτοσυντήρησης, αυτού που πρόκειται να ζωγραφίσουμε. Ζωγραφίζουμε μια εικόνα και όχι αυτό που παριστάνει η εικόνα . Κάθε έργο τέχνης ανασυντάσσει την ταυτότητα με τον εαυτό του. Στην εμπειρική πραγματικότητα μπορεί να επιβάλλεται  με τη βία παντού και σε όλους και αποδίδεται ως ταυτότητα του υποκείμενου. Στην τέχνη δεν επιτυγχάνεται αυτό. Αυτό συμβαίνει γιατί η αισθητική ταυτότητα πρέπει να συμπαραστέκεται στο μη ταυτό, το οποίο στην τρέχουσα εμπειρία καταπιέζεται από την ανάγκη για ταυτότητα.

Ο κόσμος των διαμεσολαβητών, ιστορικοί τέχνης, μουσειολόγοι, καθηγητές καλών τεχνών, συχνά νέοι καλλιτέχνες, φιλότεχνοι, επιβάλλει αυτή την ταυτότητα προς διευκόλυνση. Σ’ αυτήν εδώ τη διαμεσολάβηση όπου ενώ η κατηγοριοποίηση – ταυτότητα βασίζονταν στην υλικότητα των έργων τέχνης, τα υλικά έχασαν τον a priori αυτονόητο χαρακτήρα τους και χρειάστηκε η γλώσσα και ο ποιητικός λόγος για να προσφέρει την ψευδαίσθηση της διαμεσολαβημένης ταυτότητας. Αυτή η νεορομαντική τάση θεωρείται μια απόπειρα αντίστασης σ’ αυτήν την κατάρρευση ώστε τόσο η γλώσσα όσο και τα υλικά να επανακτήσουν κάτι από την ουσιαστικότητά τους. Πολλοί πιστεύουν ότι αυτή η διαδρομή είναι χωρίς επιβάτες, ακατανόητα κείμενα σαν αυτό που διαβάζουμε τώρα και όχι μόνο αλλά όλος ο εικοστός αιώνας, σίγουρα έξι δεκαετίες του, ήταν μια επιλογή λέξεων ώστε να γίνει διακριτή τόσο η διακοσμητική διευθέτηση όσο και η συσσώρρευση  ωμών υλικών πάνω σε καβάδες, η εκφαστικότητα των υλικών με τις χειρονομίες τους, η ευκολία των λέξεων και των ταξινομήσεων. Ενώ ήταν πίστη των περισσοτέρων για την αυταπάτη των καλλιτεχνών η εικαστική τέχνη ανάδειξε μια έννοια ποιητικότητας ως ανώτερης και ιερής σφαίρας και αυτό είχε να κάνει με την καινούργια όποια αντίληψη έφερνε ο κόσμος των φυσικών επιστημών για το χρόνο. Αυτό που κατατρώει πια τη φόρμα τόσο των υλικών όσο και των εννοιών όσο και του χώρου είναι η ακαταμάχητη γοητεία της αφαίρεσης. Η τέχνη προεκτεινόταν στη σφαίρα του πολιτισμού ως μαρτυρία της αποτυχίας του. Αναγόρευσε την αποτυχία σε ηθελημένη επιλογή της, όπως κάνει και το χιούμορ ανάμεσα στην σύγχυση και την αποσαφήνιση. Σε μια μακάρια αρμονία της παραδοσιακής και της σημερινής μορφής του ο πολιτισμός είναι το εργαλείο αναγωγής στην σκέψη .
Οι θεατές που διψούν για την πολιτιστική βιομηχανία βρίσκονται εντεύθεν της τέχνης, γι’ αυτό μπορούμε να κατανοήσουμε την αντιστοιχία της κοινωνικής διαδικασίας της ζωής πιο απροκάλυπτα από εκείνους που θυμούνται ακόμα τι μπορεί να ήταν κάποτε ένα έργο τέχνης. Στον εικοστό πρώτο αιώνα επιζητείται η αποκαλλιτεχνικοποίηση της τέχνης. Όσοι μικραίνουν την απόσταση του παρατηρητή από το έργο, όσοι το αρχειοθετούν σε ένα μουσείο, όσοι αναζητούν την καθημερινή εξοικείωση με το έργο τέχνης ανήκουν στην τάση που αναφέραμε και ίσως η μόνη αρνητικότητα που μπορεί να προκύψει είναι η κατάταξη της τέχνης στα καταναλωτικά αγαθά από τη μεριά όμως των κεκτημένων συμφερόντων. Επιφυλάσσομαι  γιατί η καταναλώσιμη τέχνη σε σχέση με τα καταναλωτικά αγαθά στην εποχή της υπερπαραγωγής όπου η αξία χρήσης των καταναλωτικών αγαθών έχει γίνει αμφίβολη και δίνει τη θέση της σε μια δευτερεύουσα απόλαυση γοήτρου, συμπαρουσίας και συμμετοχής, που στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει να κάνει με την απόλαυση του ίδιου του εμπορευματικού χαρακτήρα: αποτελεί παρωδία της αισθητικής φαινομενικότητας.(Κάποιος απολαμβάνει την επίσκεψη στο Mall χωρίς να ψωνίζει) Η αυτονομία των έργων τέχνης εξοργίζει τους πελάτες της κουλτούρας επειδή τους εκλαμβάνει συχνά σαν ανώτερους καταναλωτές ενώ είναι απλοί καταναλωτές και απομένει για την τέχνη μόνο ο φετιχιστικός χαρακτήρας του εμπορεύματος και αυτό με κάνει να πιστεύω ότι η τέχνη είναι δυσπεπτική. Οργανώνεται θα λέγαμε μια καινούργια συγγένεια μεταξύ του παρατηρητή και του παρατηρούμενου, βλέπω σημαίνει βλέπομαι, κοιτώ σημαίνει με κοιτάζουν και οι καταναλωτές της τέχνης μπορούν κατά βούληση να προβάλουν τις παρορμήσεις τους, που αυτές αποτελούν μιμητικά υπολείμματα σε αυτό που τους έχει ήδη σερβιριστεί .

Μια ολόκληρη έκθεση παραδείγματος χάριν. Η προσοχή μας στρέφεται προς το υποκείμενο που εξομοιώνει το έργο τέχνης με τον εαυτό του αλλά στην πραγματικότητα εξομοιωνόταν το ίδιο με το έργο τέχνης. Αυτό αποτελεί μια ελευθερία προς το αντικείμενο, μια εμπειρία που στο τέλος του εικοστού αιώνα το μοιράστηκε το design και το ερευνημένο έργο τέχνης. Στην πνευματική εμπειρία του εικοστού αιώνα το υποκείμενο γινόταν υποκείμενικό αντικείμενο με την αυτεμπόλησή του, το αντίθετο της μικροαστικής απαίτησης να προσφέρει το έργο τέχνης κάτι, το υποκείμενο χρησιμοποιεί την τέχνη για να συλλάβει την υποκειμενικότητά του. Αλλά, ως άγραφος χάρτης για υποκειμενικές προβολές, το έργο τέχνης φαίνεται στα μάτια των ειδικών ότι χάνει κάθε ποιότητα. Οι δύο προσδιορισμοί της αποκαλλιτεχνικοποίησής του είναι ότι γίνεται τόσο ένα πράγμα – αντικείμενο μεταξύ άλλων πραγμάτων– όσο και ένα γυμναστήριο βλέμματος εξάσκησης της ψυχολογίας του παρατηρητή. Εδώ συμβαίνει το εντυπωσιακό όπου ο παρατηρητής αναπληρώνει την τυποποιημένη διάθλαση του εαυτού του όταν ένα έργο τέχνης σταματάει κάπου.

Το έργο τέχνης ως ανολοκλήρωτο προσφέρει την αίσθηση του προσβάσιμου και έτοιμου για κριτική παράθεση. Αυτόν τον μηχανισμό θέτει σε κίνηση και εκμεταλλεύεται η πολιτιστική βιομηχανία. Το ανολοκλήρωτο που ολοκληρώνεται με την δημοσιοποίηση του. Το απλήρωτο μορφικά που πληροί  την αφαίρεση και σχηματοποίηση του όλου. Προσφέρονται μια σειρά από συχνά ενδιαφέρουσες ασκήσεις όπου αυτό που δεν υπάρχει μέσα στο έργο τέχνης φανερώνεται, το διαχειρίζεται για λογαριασμό των παρατηρητών – θεατών η βιομηχανία ή αλυσίδα μουσείων και τους το αποδίδει ως ετερονυμία. Τόσο η βιομηχανία όσο και η αυτόνομη τέχνη χρησιμοποιούν τον ανύπαρκτο νόμο της μορφής ως ολοκλήρωσης για να αποδώσουν όσο γίνεται καλύτερα αυτό που τρέφει τον εγκέφαλο, αυτό που τρέφει τη νοημοσύνη: ένα κομμάτι είναι αρκετό για το όλο, ένα μέρος σου αποκαλύπτει το σύνολο. Είναι γεγονός ότι μέσα σε ένα κόσμο από εικόνες αυξάνεται η ανάγκη για τέχνη. Με τη βοήθεια των μηχανικών μέσων μαζικής αναπαραγωγής .οι εικόνες εκολάπτονται και αναπαραγονται διαδίδονται πράγμα που σημαίνει ότι οι εικόνες είναι αφ’ εαυτού οντότητες που πρόκειται να αναλυθούν. Ο συν – συμπληρωματικός χαρακτήρας, η απόλυτη απορροφητικότητα των γεννημένων εικόνων είναι ένα ομοίωμα ενός συνόλου εικόνων, μια κοινωνία εικόνων, αν θέλετε η γοητεία ως παρηγοριά, για τον προσδιορισμό της τέχνης σε ένα παραμορφωτικό υπόδειγμα για την αντίληψη .

Στην οντολογία της ψευδούς συνείδησης καταλογίζονται αντίστοιχα γνωρίσματα όπου η αστική τάξη απελευθερώνει το πνεύμα και ταυτόχρονα το χαλιναγωγεί προτείνει την διαμεσολάβηση της τέχνης και ταυτόχρονα τον αποκλεισμό της. Η τέχνη ανταποκρίνεται είτε με χαλινάρια είτε χωρίς γιατί το σώμα της είναι ανύπαρκτο, είναι ένα φάντασμα. Η κερδοφορία, η προπαγανδιστική λειτουργία είναι το προβλεπόμενο φάντασμα – φαντασία της παραπάνω χαλιναγώγησης, είναι μια εξαπάτηση στα ανθρώπινα δικαιώματα του σκέπτεσθαι.

Η σκέψη για την αλληλεπίδραση της αλήθειας , των ψευδών αναγκών, των ηθελημένων πνευματικών άθλων, των συμπτωματικών ανακαλύψεων είναι αυτά που εκφράζονται ως αντικείμενα για την τέχνη όπου μέσα στην πραγματικότητα περιλαμβάνονται πληθώρα ανορθολογημάτων που απορρέουν από τους νόμους της κίνησης έτσι που τελικά να καθορίζεται η σκέψη γύρω από το έργο τέχνης. Παραδείγματος χάρη το έργο τέχνης ως τεκμηρίο σε κάτι υπερκείμενο, προσφέρει τα μέσα για την καταπράυνση του πόνου που προκαλεί το άγνωστο που πάντα ζούσε μέσα μας. Αν θεωρήσει κάποιος τον πόλεμο μια ακατανόητη ανορθολογική φρίκη, η τέχνη εξίσου ανορθολογικά μπορεί να σε φρικάρει με το ωραίο, με το όμορφο και το άσχημο. Αυτή η απωθούσα αρχή της ανθρώπινης ζωής που εκφράζει τη συμφορά η την ευτυχία μέσω ταύτισης μ’ αυτή, για την περίπτωση της τέχνης προεξοφλεί την κάθαρση  της συμφοράς, την αποδυνάμωση του κακού, όχι τη φωτογράφηση της συμφοράς ή της ψευδούς μακαριότητας ώστε η αυτοδιάψευση να αποκτήσει ένα χαρακτήρα διάκρισης στα χέρια του θεατή. Στην σύγχρονη τέχνη δεν ισχύει η μίμηση και η ταύτιση.


Μπορούμε τώρα ίσως να μιλήσουμε για το υπαρκτό και το μη υπαρκτό, το εμπειρικό και το μη εμπειρικό. Ειδικά η ρομαντική τέχνη και μερικά χαρακτηριστικά της στο μανιερισμό και στο μπαρόκ εμφανίζουν το ζωγραφικό ον ως ον, δείτε τον Γρέκο. Αυτή η παρουσίαση του μη εμπειρικού στο να είναι εμπειρικό διευκολύνει την προέλευση πολλών ανυπαρξιών μέσα από το φίλτρο της τέχνης, μέσα από την εμπειρία. Όλα αυτά απογείωσαν την τέχνη του φανταστικού έτσι που μεγάλος αριθμός μορφωμάτων της φανταστικής τέχνης στην νεωτερικότητα να αναφέρονται ως συνθήκη του κανονικού. Οπότε, αυτή η φανταστική μη φαντασία προαναγγέλλει μία λειτουργία λίγο μελλοντολογική αλλά και μια υπόσχεση για έναν άλλο κόσμο που θα μπορέσουμε να τον διαχειριστούμε από την απόσταση του τώρα. Στον δέκατο ένατο αιώνα, δηλαδή στην ακμή του καπιταλισμού, η επινόηση του νέου είναι κεντρική αλλά στον εικοστό πρώτο αιώνα το νέο πρέπει να προταθεί ως γέννημα ενός συμβάντος που πρόκειται να συμβεί. Αυτό θα το ονομάσουμε αόριστα νέο και θα μπορεί να αποτελματωθεί και να μετατρέπεται πάντα στο ίδιο , μυθικά αυτό-αναφερόμενο .«Η φετιχοποίηση εκφράζει το παράδοξο όλης της τέχνης, που δεν είναι αυτονόητη για τον εαυτό της: ότι κάθε φτιαγμένο μέλλει να υπάρχει για χάρη του εαυτού του, ως αυτοσκοπός, και ακριβώς αυτό το παράδοξο είναι το ζωτικό νεύρο της νεώτερης τέχνης. Το Νέο είναι από ανάγκη κάτι ηθελημένο, αλλά ως το Άλλο θα ήταν το μη ηθελημένο. Η άβουλη επιθυμία το κρατάει δεμένο με το πάντα ίδιο, απ’ αυτό προέρχεται η επικοινωνία της νεωτερικότητας με το μύθο». Η εξισωτικότητα της κληρονομιάς, αυτό που παραδίδεις λειτουργεί ως απεγνωσμένη ενότητα ανάμεσα στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον πρέπει να απονευρωθεί για χάρη του μύθου. Βασικά χαρακτηριστικά της νέας κληρονομημένης συνθήκης θα είναι ο μύθος που είναι στραμμένος κατά του εαυτού του, η άχρονικότητα του θα είναι μια απόδειξη καταστροφής της στιγμής, η διαλεκτική των εικόνων του, μια εικόνα του μιλάει με την εικόνα της, η δε φημολογία του θα προτείνετε ως φιλοσοφική ενατένιση και όχι σαν διαφήμιση, προπαγάνδα. Όταν εκπίπτει ως μικροαστικό κουτσομπολιό θα λειτουργεί ως παρουσιογράφος της κοινωνικής λειτουργίας της τέχνης.

Αυτοί που διατείνονται ότι ακόμα είναι σοβαροί απέναντι στην υπόθεση της τέχνης οργανώνουν με έλλογο τρόπο την ενδοχρονική ακολουθία των περιστατικών της, με έναν τρόπο που όμως ο ίδιος ο χρόνος δεν επιτρέπει την αντιστροφή. Κειμενογραφική τεκμηρίωση stamen,κριτική παρουσίαση από τριτους. Δυστυχώς, δεν υπάρχει πιο κυριολεκτική πλασματικότητα για τον φαινομενικό χαρακτήρα της τέχνης μια και η συμβατική διάταξη του χρόνου εγείρει αποκλίνουσες λύσεις και συχνά η βιαιότητα του νέου που προτείνεται ως πειραματισμός δεν πρέπει να συγχέεται με το υποκειμενικό φρόνημα ή την ψυχολογική σύσταση των καλλιτεχνών. Αυτό-ίαση, αυτό-προβολή σε αντιδιαστολή η Γκουέρνικα του Πικάσσο έχει αποκλίνουσες και βίαιες θεάσεις. Οι παραγωγικοί καλλιτέχνες ωθούνται αντικειμενικά στον πειραματισμό, πράγμα που σημαίνει ότι έχουν τη βούληση που έχει συνείδηση του εαυτού της να δοκιμάζει άγνωστες και μη καθιερωμένες μεθόδους ανάληψης.

Ένα ενδιαφέρον υπόδειγμα στις τρεις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα ήταν όταν το καλλιτεχνικό υποκείμενο εφάρμοζε μεθόδους χωρίς να μπορεί να προβλέψει το αντικειμενικό τους αποτέλεσμα. Κι εδώ μπορούμε να διακρίνουμε ότι οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες προτείνουν τεχνικές και κατασκευαστικές μεθόδους έναντι της υποκειμενικής φαντασίας. Η προκατάληψη ότι η κατασκευή συνεπάγεται κατ’ ανάγκη λύσεις μας βοήθησε να καταλάβουμε ότι το απρόβλεπτο δεν είναι απλώς μια εντύπωση αλλά έχει και μια αντικειμενική πλευρά. Το απρόβλεπτο έχει μετατραπεί σε μια νέα ποιότητα. «Το αχνό και αμυδρό στη φαντασία μπορεί με τη σειρά του, ως ειδικό έννομο μέσον, να παραστεί στην αοριστία του. Τότε η πειραματική συμπεριφορά ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού ». Φανερώνεται πλέον το γεγονός ότι η φαντασία ως διαβίβαση του μορφώματος μέσα από το υποκείμενο δεν είναι ένα σταθερό μέγεθος αλλά διαβιβάζεται ανάλογα με την αδιακρισία ή την αμυδρότητα που χαρακτηρίζει το λήπτη.

Το υποκείμενο έχει αποδεχτεί ότι η ασυνείδητη διάθεση τιθασεύει την απειλητική ετερονομία, ενσωματώνοντάς την ως στοιχείο της παραγωγικής διαδικασίας. Η αποδυναμωμένη συνείδηση με την αποδέσμευση της τεχνολογίας κάνει την προγραμματική σκέψη να προτείνεταισαν μια καταστασιακή εμπειρία




ΨΥΧΗ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ 2016


Μέρος  Πρώτο / Συμπλήρωμα
Αντιαισθητική – Αισθητική





Το σκότος/δύο μέτρα παρά κει/το μπλε/είναι γκρεμός./το φως/τρέχει να ανέβει στο βωμό.

(«ο μύθος» από τη Περίληψη του Αντώνη Δ. Σκιαθά)

Συνέχισε να γδύνεται./μόλις το τελευταίο ασπρόρουχο/φανέρωσε το άλας των πληγών του,/σμήνος αγριοπερίστερα του ξέσκισαν τις σάρκες

(«η αρρώστια του οδοιπόρου» από τη Περίληψη του Αντώνη Δ. Σκιαθά)



Η αισθητική είναι μια πολιτισμική κατηγορία που χρεώνεται στις αρχές του 21ου αιώνα ισομερώς στους καλλιτέχνες, στους φιλοσόφους, στους ανθρωπολόγους και στους κοινωνιολόγους. Η ανάδυση των παγκοσμιοποιημένων και μαζικών μέσων ενημέρωσης, η αμεσότητα του συνόλου των επικοινωνιών και οι ηλεκτρονικές αναπαραστάσεις του χώρου είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά της διαπολιτισμικότητας που ωθούν την αισθητική σε εργαλείο σκέψης. Ειδικότερα, οι οπτικοποιημένες μορφές της τηλεόρασης, του βίντεο, του κινηματογράφου, η χρονική αμεσότητα της πρόσληψης και της μετάδοσης των γεγονότων πραγματώνουν τη συμπίεση του χρόνου ενώ η συμπίεση του χώρου λειτουργεί μέσα από τις αντιλήψεις για τις χωρικές σχέσεις μιας εικονικής πραγματικότητας που αξίζει να τη διαχωρίσουμε από τη φαντασία. Εικονική πραγματικότητα έχει να κάνει με μια προσομοίωση ενώ η φαντασία ίσως να έχει να κάνει με το απροσδιόριστο.



Η τηλεοπτικοποιημένη αναπαράσταση του κόσμου ως κυρίαρχου παγκόσμιου πολιτικού μοτίβου είναι ο τρόπος που αισθητικοποιείται η πολιτική. Οπτικά σύμβολα όπως οι σημαίες, η θεατρικότητα του κράτους μέσα από επίσημες τελετές και από γραφειοκρατικές επιτελέσεις είναι οι αισθητηριακοί θύλακες. Εξιδανικεύουν την κρατική και εθνική υπόσταση των συμβόλων, ενώ ταυτόχρονα καθιστούν τουλάχιστον το θέμα ανθρωπολογικά ενδιαφέρον για να συνδέσουμε τον πολιτισμό με τα όρια του έθνους-κράτους. Είναι φανερό πόσο εύκολα η πολιτική μπόρεσε να αντλήσει ένα αισθητικοποιημένο παράδειγμα. Από τη στιγμή που η πολιτική άρχισε να διαχειρίζεται την επίτευξη της συναίνεσης μέσα από το πολιτισμό, ο μετασχηματισμός των πρακτικών αναπαράστασης εγείρονται ερωτήματα για το πώς μπορείς να εισαγάγεις μια συνθήκη σε μια γεωγραφία που ταυτίζεται με το έθνος και το εθνοτικό. Αν πχ πιστεύεις στην ελευθερία πως την σχολιάζεις στο περιορισμένο όριο των συνόρων. Αν διεκδικείς την εφαρμογή των δικαιωμάτων στην ζωή διασταύρωσε τις δομές αστυνομεύσεις και παραβατικότητας στην μεθόριο. Αν θέλεις να ακούς την πολυγλωσσία ως απροσαρμοσία δεν έχεις παρά να μην καταλαβαίνεις την ομιλούμενη στο διεθνές η τριεθνές σύνορο. Πόσο ακατάληπτη φαίνετε η επικρατούσα αισθητική της μιας η της άλλης πλευράς ως προς τα αρχέτυπα των γλωσσικών δομών.

Η αισθητική αφορά τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύονται και μορφοποιούνται τα ερεθίσματα βάση της αισθητηριακής αντίληψης του ανθρώπου. Η αισθητική ως κρίση περί του ωραίου και περί της καλαισθησίας, είναι μια πρόζα της δυτικής κοινωνίας και θα μπορούσε να πει κάποιος ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο της ευρωπαϊκής κληρονομιάς που θα δυσκολευόταν να το εφαρμόσει σε άλλα σημεία του ορίζοντα. Οι αναπαραστάσεις της τέχνης στην δύση, δηλαδή οι διασωθέντες εικόνες της ιστορίας της τέχνης, οι θεωρίες για αυτές τις εικόνες, αποτέλεσαν εργαλεία ικανά να θεμελιώσουν και να ανανεώνουν συνεχώς τις κοινωνικές και ταξικές διακρίσεις .Αξίζει να σημειωθεί ότι εύκολα μπορεί να προκύψει ένα ζήτημα πάνω στην ιδέα της διάκρισης και στην ιδέα της διαφοροποίησης. Από τη μια έχουμε τις κατηγορίες της αίσθησης και της γνώσης που συνδυάζονται για να δώσουν στα ανθρώπινα όντα την ικανότητα για να κάνουν διακρίσεις, και από την άλλη της διαίσθησης και της αισθητηριακής αντίληψης που συνδυάζονται για να δώσουν στα ανθρώπινα όντα την ικανότητα για να αποφανθούν την διαφορετικότητα και την διαφοροποίηση. Η βασική διαφορά ανάμεσα στη διαφοροποίηση και τη διάκριση, είναι ότι το διαφορετικό δεν αποτελεί κρίση αλλά απλώς προσδιορισμό. Δεν έχει να κάνει με το κάλλος και τη κυρίαρχη αισθητική αλλά με την ικανότητα να ξεχωρίζουμε μια σειρά από μορφοπλαστικά χαρακτηριστικά από κάποια άλλα και να ενεργοποιούνται από το είναι του αισθάνεσαι. Η διαφοροποίηση έχει να κάνει με τη δομή ενώ η διάκριση έχει να κάνει με το αρχείο και μια κοινωνική υπερδομή, με την κατανομή, με την κατηγοριοποίηση. Έτσι καταφέραμε τώρα να θέσουμε το ζήτημα, σα ζήτημα πλαισίου και όσοι πολιτισμοί αναπτύξανε πολύπλοκα αρχεία, παρουσιάζουν μια ρηχή δημοκρατική πεποίθηση πάνω στη διαφοροποίηση. Οι προωθημένες κοινωνίες του καπιταλισμού εφαρμόζουν νομοθεσίες προστασίας ευαίσθητων ομάδων στο πλαίσιο των διακρίσεων .

Η αισθητική αναφέρεται σε μια υλική ικανοποίηση για μια μορφή δράσης στο κόσμο που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένος με την αντίληψη μας για τα ανθρώπινα όρια και του «τι κατανοεί το ον», δηλαδή η ικανότητα να αποδίδεις περιεχόμενο στην σκέψη. Αυτό μπορεί εύκολα να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αισθητική και σκέψη ταυτίζονται. Σκέψη είναι ότι θα σε οδηγήσει στην αισθητική, αισθητική είναι ότι θα παράγει σκέψη. Με το κίνδυνο ενός ψευδό-επιχειρήματος θα συμπλήρωνα ότι η αισθητική ασχολείται με την ποιοτική επίδραση που ασκούν τα ερεθίσματα στις αισθήσεις. Εδώ ας κρατήσουμε ότι η λειτουργία των ερεθισμάτων, έχει λιγότερη σημασία από την ικανότητα να αποδεχόμαστε αυτά τα ερεθίσματα ως ιδιότητες της μορφής. Αυτή η μεταφορά, η μετουσίωση των αισθητηριακών ερεθισμάτων σε μορφή είναι ο Πολιτισμός με τις όποιες επιπτώσεις. Τώρα μπορούμε να πούμε ότι τα ερεθίσματα, δεν βιώνονται εντελώς ανεξάρτητα από το πολιτισμό αλλά η αυτονομία τους, έχει μια νευροβιολογική κάλυψη που οδηγεί σε σωματοποίηση. Ένα ρίγος στο σώμα σημαίνει ότι βρέθηκες στην σεσημασμένη περιοχή λειτουργίας ερεθισμάτων! Η αισθητική έχει να κάνει με το πολιτισμικό εύρος του τι είναι σώμα. Σώμα το μέγα υλικό ζώσας ύλης.

Η αισθητική μπορεί να ορισθεί ως μια ικανότητα του ανθρώπου να αποδίδει ποιοτικές αξίες σε ιδιότητες του υλικού κόσμου. Οι φυσικές ιδιότητες έχουν τέτοια επίδραση στις αισθήσεις, που αρχίζει να επιτελείται μια διαδικασία μετασχηματισμού, και μόνο αυτός ο μετασχηματισμός είναι που δίνει αξία στην ύλη. Ο Χρυσός είναι ένα μετάλλευμα όπου η αισθητικός του μετασχηματισμός του δίνει την επιπλέον αξία ως ένα ασκούριαστο μέταλλο. Η μη χημική αλλοίωση του χρυσού το κάνει απέθαντο ενώ η ζώσα υλη του σώματος των όντων πεθαίνει μετατρέπεται σε μόρια άνθρακα. Ένα πρόβλημα που εντοπίζεται σε αυτό το σημείο είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι επιτελούν συνειδησιακή ή συναισθηματική διαφοροποίηση.

Η αισθητική ασχολήθηκε με την διαδικασία κοινωνικοποίησης των αισθήσεων, τι είναι αυτό που κάνει το χρυσό πολύτιμο, πόσο σπάνιος μπορεί να ήταν για να δίνει ακόμα υπεραξία σε αντικείμενα και σε όντα που τον φέρουν. Ποιότητες, ενός υλικού ενσωματώνονται και της δίνουν νοήματα. Η αμφίδρομη σχέση που έχει το αισθητικό πλέον με το σημασιολογικό, κάνει την αισθητική ένα σημαντικό έρισμα. Μπορεί να ερμηνευτεί ως εκείνο το σημείο που φέρει νόημα ώστε να μπορεί να προκαλέσει αισθητική ανταπόκριση. Η ιδέα είναι έννοια, οπότε οι αισθήσεις παρορμούν την έμπνευση ,γεννούνε τις ιδέες και οι ιδέες γεννούν τα υλικά μορφοποιημένα σε αντικείμενα. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, οι άνθρωποι αγωνίζονταν για τη σχετικοποίηση των ποιοτήτων των μορφών, αλλά τώρα προσεγγίζουν αυτές τις μορφές μέσα από την ευρύτερη οπτική της διαμεσολάβησης. Ας πούμε ένα ρούχο, δεν είναι μόνο ένα λειτουργικό έξω-σωματικό δέρμα, είναι και ένα ανάπτυγμα γλυπτικό της ανθρώπινης μορφής. Τα κοσμήματα σαν μικρογλυπτά αναπτύγματα ενεργοποιούν την κλίμακα σε σχέση με το μέγεθος του ανθρώπου και ταυτόχρονα διαμεσολαβούν για την θέση που εκφράζει τον χρήστη. Αυτές οι ειδικές σημασίες, οι συνδηλώσεις, και οι αισθητηριακές επιπτώσεις των μορφών, προτείνονται σε μια γενικότερη προοπτική για μια πολιτισμική κατασκευή της μορφής. Ο μετασχηματισμός, η διαμεσολάβηση, είναι η σωστότερη ενεργοποίηση του ορίου, του συνόρου, του διαφορετικού με το όποιο κριτικό πλαίσιο, του εναπομείναντος εαυτού, της κοινωνίας προτάσσουν την αισθητική σαν ένα μοχλό εξουσίας.

Η αισθητική γεννιέται μέσα στο 18ο αιώνα, συνδέεται με το διαφωτισμό και την αστική τάξη και αποτελεί παγκόσμια εξέλιξη, ώστε η απόδοση της έννοιας του ωραίου από ένα ιδιόμορφο χαρακτηριστικό να αποτελέσει ανταγωνιστικό κριτήριο μιας νέας συμμορφωτικής ζωής. Η αισθητική κρίση θα προταθεί στο πλαίσιο του διαφορετικού, μόνο όταν αρχίζει να θεμελιώνεται τόσο η ηθική όσο και η επιστημονική κρίση.



Εκείνη τη περίοδο έχουν αποσυνδεθεί οι τέχνες από το κοινωνικό, πρακτικό, ηθικό, κοσμολογικό κόσμο όπου η τεχνολογική, καθημερινή και παραγωγική ζωή είναι ανυπόστατη αισθητικής, με βάση τα προηγούμενα, άρα και της σκέψης. Σε παλιότερες κοινωνίες, όπως η ελληνορωμαϊκή σκέψη, η ομορφιά δεν αποκόπτεται και αποτελεί σύνδεσμο με τη παραγωγική και κοινωνική χρησιμότητα της τέχνης. Σε αυτό το περιβόητο 18οαιώνα, ο δημιουργός είχε μια ελάσσονα σημασία σε σχέση με το ίδιο το δημιούργημα από τη στιγμή που η αστική τάξη που αναπτύχθηκε την επόμενη 50ετία έδωσε τόσο μεγάλη έμφαση στην αισθητική συνείδηση εκείνου που θεάται, και όχι εκείνου που δημιούργησε. Αυτός ήταν ένας από τους τρόπους, για να καταφέρει να κρατήσει στην εξουσία στα δικά της χέρια, ορίζοντας πως ένα έργο τέχνης είναι έργο τέχνης μόνο μπροστά στο θεατή. Έτσι οι κριτές-θεατές (διάκριση) παρήγαγαν αισθητική συνείδηση για την ιερή και υψηλή τέχνη.

Η αισθητική πραγματώνει την εξουσία, ιδιαίτερα γιατί συνδέεται με ερεθίσματα των αισθήσεων που προκαλούνται από υλικά που η συσσώρευση τους είναι η μορφή του καπιταλισμού που ισχύει αυτή τη στιγμή. Αυτή την ενεργοποίηση χρησιμοποιεί η εξουσία για να υπνωτίσει, αν θέλετε για να παραπλανήσει και βεβαίως να ηδονίσει.

Ό μετά-δομισμός, η κρίση της αναπαράστασης της δεκαετίας του 70’-80’, οδήγησαν σε έναν κόσμο όπου οι συμβάσεις, η καθημερινή κουλτούρα των σημάτων, των εμπορευμάτων και των εικόνων να αποτελεί ένα παραλήρημα εναπόθεσης και συσσώρευσης, ως όμοιο της συσσωρευμένης εξουσίας και του πλούτου. Όλο αυτό αποτέλεσε μια κρίση νομιμοποίησης όπου τόσο η μπουρζουαζία, η αστική τάξη, όσο και η εκπρόσωποι της εργατικής τάξης να σταχυολογούν, να αποθηκεύουν, να οργανώνουνε ένα αρχείο συσσωρευμένων, συλλεκτικών στοιχείων, ώστε η εξουσία τους να μπορεί να προσμετρήσει την αξία της και συλλεκτικά. Είναι σημαντικό να σκεφτούμε, όταν ήδη όλοι μας γνωρίζουμε ότι η εξουσία είναι μια ευδιάκριτη άσκηση καταναγκασμού και επιρροής σε άλλους μέσω πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών θεσμών αναγνωρισμένου κύρους ότι οι καλλιτέχνες δεν παραλείπουν να αναφερθούν στην εξουσία. Ο Καραβάτσιο στον 17ο αιώνα ήταν ένας από αυτούς Στην «κλήση του Αγίου Ματθαίου», που διαδραματίζεται στην Καπερναούμ όταν ο Ιησούς αρχίζει να επιλέγει τους μαθητές τους εκφράζει το θέλημα της επιρροής κάτω από το φώς που επισκιάζει τους πάντες στα δεξιά. Γνωρίζοντας πάλι ότι η εξουσία είναι βαθιά ριζωμένη μέσα σε πολιτισμικές και γλωσσικές διαδικασίες η ηγεμονία που εκφράζει θα συμπεριλαμβάνει γλωσσικές αναπαραστάσεις (λογοτεχνία) και στο παρόν μας αναμεταδιδόμενες ψηφιακές πολιτισμικές παραχωρήσεις. Οι καλλιτέχνες θα άξιζαν το κόπο να αναπτύξουν εκείνη την ικανότητα να αντιμετωπίζουν, δηλαδή να προτείνουν την ειδική σχέση εξουσίας που τους επηρεάζει περισσότερο, δηλαδή τα καθημερινά βιώματα της χωρίς άθλους ζωής. Εμείς για να μπορέσουμε να δούμε τη σχέση της εξουσίας με τη τέχνη, μακριά από την εμπορευματοποίηση, την κατανάλωση, την επιθυμία, την διαφήμιση πρέπει να αποδεσμεύσουμε το καλλιτέχνη από την ταυτότητα που του έχει κατασκευάσει η κοινωνία. Ο καλλιτέχνης ως καθημερινός άνθρωπος, ως συμμετέχων, ίσως μπορέσει να αντισταθμίσει την συμπαιγνία και το απροσπέλαστο της εξουσίας. Ένα ιδιώνυμο εξουσίας γύρω από τους καλλιτέχνες είναι η αποδοχή της άσκησης κριτικής στο έργο τους, από εκείνους που έχουν την ικανότητα της διάκρισης αλλά όχι της διαφοροποίησης, όπου με μεγάλη μας έκπληξη στο τέλος του 20ου αιώνα οι καλλιτέχνες ευθυγραμμίζονταν με τους κριτικούς τους, και αυτό δείχνει μια αλλοτριωμένη και επιτακτική σχέση. Η σύνδεση του καλλιτέχνη με το κριτικό τέχνης, ο οποίος είναι φορέας διάκρισης , οδήγησε σε μια κειμενοποίηση του έργου τέχνης και αποεικονοποίηση της τέχνης. Αυτή είναι μια δομή εξουσίας που αξίζει να συζητήσουμε ενώ ταυτόχρονα η ενοιοποίηση της τέχνης υπόσχετε την απελευθέρωση της από την ξεχειμασμένη αισθητική του 18ου και 19ου αιώνα.

Η συντεχνιακή αντίληψη για την ατομική αυτονομία, η επίφαση στην εργασιακή δικτύωση προτείνεται ως μια παραδοσιακή μέσο-αστική ή μικροαστική δραστηριότητα. Ο εταιρικός άνθρωπος, ο επιχειρηματίας μικρής κλίμακας αλλά και η εργατική δράση μέσα από τη συνοχή, την αλληλεγγύη για τον έλεγχο των όποιων πιέσεων ασκούνται απ’ έξω προς τα μέσα, από άνω προς κάτω ξεσκεπάζει τον κοσμικό καλλιτέχνη που παράγει αντικείμενα φετιχισμού. Με μια εξουσία εμπειρικά αληθινή που ως μόνιμη, επαναληπτική, αδρανής και αυτό-αναπαραγόμενη είναι σαν να έρχεται από παντού, όπου μια μίξη επιφυλακτικότητας, οξυδέρκειας σύγχυσης και βίαιης προσσελήνωσης, μπορεί να εκφράσει την οπτική εκείνου του καλλιτέχνη που έφαγε τα μούτρα του, αλλά μας βοήθησε εμάς να δούμε την εξουσία από- απεικονισμένη. Η ειρωνεία έγκειται ότι η θέση πολλών καλλιτεχνών ακόμα και αυτών που κάποτε έφαγαν τα μούτρα τους, ενώ διαχωρίζονται σε πολιτισμικό επίπεδο στη πραγματικότητα ανήκουν σε ένα κυρίαρχο ρεύμα αναμιγμένο σε διαδικασίες εξουσίας και δημιουργίας εικόνων βάσει των οποίων παράγεται και καταναλώνεται τόσο η υψηλή όσο και η λαϊκή και καθημερινή κουλτούρα. πχ ο Μπάνκσις Στην αντίπερα όχθη βρίσκουμε καλλιτέχνες, με ανά-στοχαστική σκέψη αντάξια ερμηνευτικών σχολιασμών, για μια τέχνη της οποίας οι εγκαταστάσεις, τα αντικείμενα και οι εικόνες θα μπορούσαν να ανά-διαπραγματευτούν αποτελεσματικότερα θεσμούς: κινήματα διανόησης, κοινωνική τάξη, εκπαιδευτικά συστήματα, αναλφαβητισμό της τέχνης, όπου στη πραγματικότητα θα ήταν μια προσωπική, κοινωνιολογική, ανθρωπολογική ανασκαφή για ένα ημιτελές, για ένα αφανέρωτο, για ένα ανέντακτο εύρημα, αυτό το έργο τέχνης- σκέψη. Η παρωδία, η αποσπασματικότητα, η συνονθύλευματικότητα όλων των μορφών τέχνης, η κυνικότητα, θα έπρεπε να απομονώνει την σύγχρονη τέχνη και να την αφήνει ασύλλεκτη κάπου κρυμμένη μέσα σε ένα σπίτι ή μέσα σε ένα συγκείμενο υψηλής κουλτούρας.



Ο ανά-στοχασμός που επιχειρήθηκε στη σπηλιά του Κόκκαλη, μια περισσότερο εστιασμένη και στοχευόμενη διερεύνηση για την ιστορία και την αντιπαράθεση για το ποιος θα καταλάβει την εξουσία κάποτε, θα μπορούσε να αποτελέσει μια εθνογραφική και συνειδησιακή συνθήκη για το πόσο αβαρής ήταν η ζωή των 15.000 ανταρτών, στις δομές εξουσίας που ζούμε όλοι μας στο σήμερα. Στο πρότζεκτ «η σπηλιά του παντός» οι προσωπικές, γενικές, επακριβείς και ανακριβείς ιστορικές τοποθετήσεις, εκ μέρους της δημιουργικότητας των καλλιτεχνών, δεν λειτουργησαν σαν άσκηση κριτικής αλλά ενέτειναν το ενδιαφέρον τους για τις πολιτικές βάσεις, μέσα από τις οποίες παράγονται και αποκτούν την δική τους αύρα ορισμένες εικόνες και αντικείμενα, εις βάρος δυστυχώς άλλων σε εκείνο το πλαίσιο που εμείς οι άνθρωποι ανταλλάσσουμε και δημιουργούμε αξίες.

ΨΥΧΗ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ 2016
Μέρος Δεύτερο«Απορίας όριο»


~Νυχθημερόν / στα θέμελα των ποταμών / λάμπουν τσακισμένα τα οστά.

(«Η προφητεία-ο οδοιπόρος» από τη «Περίληψη» του Αντώνη Σκιαθά)

Γιατί έγινε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελληνική επικράτεια; Γιατί οι δυνάμεις των ανταρτών συντάχτηκαν στην γεωγραφία των όρων Βίτσι και Γράμμου;

Η απορία έχει σχέση με την πορεία; Πως κάποιος αποφασίζει τη διαδρομή που θα ακολουθήσει, τη σκέψη που θα προσπαθήσει να ολοκληρώσει. Συγκροτεί αμφίσημες και λεπτοφυείς διαδικασίες της υποκειμενικότητας του για να εξελίξει την αντοχή του σε αυτή τη πορεία. Αυτή η υποκειμενικότητα είναι το κλειδί της απορίας γιατί το ζήτημα είναι κάποιος να μπορεί να είναι υποκείμενο. Ως υποκείμενο μπορείς να είσαι κομμάτι του συνόλου. Κινούμαστε προς μια κατεύθυνση, μπορούμε να επιλέξουμε μια άλλη και ακόμα μια άλλη, εκτιθέμεθα στη τρωτότητα μιας επόμενης και ταυτόχρονα επηρεαζόμαστε από αυτή που δεν ακολουθήσαμε. Το υποκείμενο αρχίζει να υπάρχει όταν από όλες αυτές τις πορείες μάζεψε τόσες απορίες τις οποίες εγκαθιστά βαθιά μέσα του και αυτά θα δώσουν ένα σχήμα για την κοινωνική πολιτική διαθεσιμότητα του υποκειμένου προς το κάλεσμα του άλλου η των άλλων. Συμμετέχω σε έναν πόλεμο όπου 15000 αντάρτες θα αντιμετωπίσουν 150000 ταχτικού στρατού. Τα μονοπάτια της πορείας χαράζονται μέσα στο σώμα της κοινωνίας. Η κοινωνία είναι ο τόπος για να θέσει κάποιος τις απορίες για τις πορείες που διατέλεσε ή απαξίωσε ή μονοπώλησε ή διχογνώμησε. Οι πορείες είναι μετά-κίνηση  από ένα σημείο σε ένα άλλο, από την θέση ενός ανθρώπου στη θέση ενός άλλου και οι απορίες είναι η απεύθυνση στον εαυτό και στον άλλο ή στους άλλους.()

Στον εμφύλιο συμμετείχαν συγκεκριμένα υποκείμενα ,πολλοί από αυτούς βρέθηκαν σε κατάσταση αποστέρησης και αποβολής από κανονιστικές και κανονικό-ποιητικές επιταγές. Οι κοινωνικές διαδικασίες και ιδεολογίες καθόριζαν την καθημερινή τρωτότητα, τον φόβο και τον πόνο στο σώμα. Η αποφασιστικότητα , η συνεύρεση με ομοϊδεάτες και οραματιστές ήταν η επασφάλιση για το σώμα που προσφέρεις για θυσία και το υποκείμενο σωματοποιούνταν για να μπορεί να ορίζει την ύλη που κατέχει. Η ζώσα ύλη του σώματος προσφέρεται ως σωματικό ξέσπασμα με την μορφή στρατιώτη ή αντάρτη και αυτή η προσφορά είναι βία καθεστωτική αναγκαστικής συμμόρφωσης, κτητικού ατομικισμού, διακυδευματικής αυτοκτονίας, δύσφορης παρουσίας και αφόρητης απουσίας. Μετά έπονται ο ανίσχυρος λόγος η εκδικητική συμπεριφορά, η αδιάλλακτη κοινωνικότητα, η παρανομία και η συκοφάντηση.

ΤΟ ΔΙΟΡΘΩΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΝΩι κοινωνικές διαδικασίες και ιδεολογίες, με τις οποίες συγκεκριμένα υποκείμενα συμμετείχαν, πολλοί από αυτούς βρέθηκαν, σε μια κατάσταση αποστέρησης και αποβολής από κανονιστικές και κανονικό-ποιητικές επιταγές που καθόριζαν μια καθημερινή τρωτότητα, τότε η αποφασιστικότητα , η συνεύρεση με ομοϊδεάτες και οραματιστές ήταν η επασφάλιση για το σώμα που προσφέρεις και το υποκείμενο που το ορίζει ή κατέχει . Η κατοχή του ζώντος σώματος, η προσφορά του σωματικού ξεσπάσματος με τη μορφή στρατιώτη, είναι βία καθεστωτική, αναγκαστικής φτώχειας, κτητικού ατομικισμού και διακυβευματική.

Η έννοια της αλλοτρίωσης αποτελεί μια ετερόνυμη συνθήκη της αυτονομίας. Η αλλοτρίωση είναι ένα όριο της αυτόνομης και αδιαπέραστης αυτάρκειας του ισχυρού λόγου για εκείνο το υποκειμένο που ξετυλίγεται μέσα από μια τραυματική αλλά και δυναμική εξάρτηση σε συνθήκες ανεξέλεγκτες. Η αλλοτρίωση, υπαινίσσεται εκείνη την σχεσιακότητα που σημαίνει ότι στο αναφερόμενο υποκείμενο είναι επιβεβαιωμένες βλάβες επώδυνες εγκλίσεις, φραγμοί και αποκλεισμοί, φόβοι υποδούλωσης που πρέπει να αντιμετωπίσει και να επανορθώσει. Η ψυχική και κοινωνική προσκόλληση στο νόμο καθορίζει τη διάθεση μας προς την ετερότητα. Και ενώ η προσκόλληση στον νόμο συνιστά αναγκαία προϋπόθεση της επιβίωσης του υποκειμένου, η αλλοτρίωση επιβάλλεται επώδυνα τόσο από την κανονιστική όσο και από την κανονικό-ποιητική βία, η οποία καθορίζει τους τρόπους επιβίωσης, βίωσης, συρράξεων μικρού ή μεγάλου μεγέθους.

Στη περίπτωση του εμφυλίου αυτό που πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητό, είναι ότι οι δυνάμεις που απελευθέρωσαν την γεωγραφία των νοτιότερων Βαλκανίων από το Ναζισμό, δεν αρκέστηκαν στη ιστορική νίκη ή εκείνο το αποτέλεσμα που αναδιανέμει το χάρτη της Ευρώπης, αλλά θεώρησαν ότι είναι μια καινούργια αρχή, ένα πρόσημο κοινωνικό χωρίς προηγούμενο ανασύνθεσης, μιας καινούργιας αγνής ισόνομης και αυτόνομης κοινωνίας που θα μπορούσε να προσφέρει τη δικαιοσύνη, την ισοπολιτεία και έναν ορθό καταμερισμό πλούτου . Αντιθέτως η εξάλειψη των ρομαντικών δυνάμεων που θρέψανε το φασισμό στο παγκόσμιο ορίζοντα, με τη μορφή τώρα ενός νέου ιμπεριαλισμού, θα μπορούσε να οργανώσει μια πολιτική έλεγχου από το ένα πρόσωπο στο άλλο πρόσωπο, να προσαρτήσει οικονομικοτεχνικά λαό με λαό ώστε καινούργιες ιστορίες σκλαβιάς να γεννηθούν σε πόλεις και χωριά χωρίς αντίσταση από το πλαίσιο της απόλυτης αλλοτρίωσης: Κέρδισες στο πόλεμο για να βγεις χαμένος .

Αποστρεφόμαστε το πόλεμο, αντιμαχόμαστε την ειρήνη, αποστρεφόμαστε τη παλιά σκλαβιά, αντιμαχόμαστε τη νέα υποδούλωση, και αυτό θεμελιώνει για τους ιθύνοντες πολεμοκάπηλους, την δημιουργία μιας κοινωνίας αλληλεξαρτώμενων όντων που η αλλοτρίωση όσο και η απαλλοτρίωση είναι ακριβώς εκείνο το φαινόμενο όπου οι επιμέρους πληθυσμοί χάνουν τη γη τους, την ικανότητα να είναι πολίτες, τα μέσα διαβίωσης τους και υπόκεινται σε στρατιωτική και νομική βία. Αυτή η μορφή απαλλοτρίωσης είναι καταναγκαστική και στερητική γιατί χάνεις τον εαυτό σου, χάνεις ένα είδος επαφής με τον άλλο, και ενώ σε συγκινεί, ακόμα πιο πολύ σε εκπλήσσει ή σε σαστίζει αυτή η συνάντηση με την ετερότητα που δεν συμφωνείτε για την κοινή μορφή κοινωνικής επιτέλεσης των καθηκόντων. Ο εμφύλιος φαίνεται σαν να είναι ένα επεισόδιο  στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας, αλλά μπορεί να αποκαλύψει και να αποκαλύπτει πράγματι, εκείνες τις σχέσεις του εαυτού μας με εκείνο που βρίσκεται έξω από εμάς, καθώς και οτιδήποτε (εξωτερικό) βρίσκεται μέσα μας. Στην μικρογραφία της κοινωνικής ζωής, συνθήκες αποδιάρθρωσης προκύπτουν από κρίσεις και αποφάσεις για την απώλεια του εαυτού, του ζωτικού χώρου, λόγω πένθους, έρωτα, οργής, φιλοδοξίας ή και έκστασης ακόμα. Οι συγκεκριμένες μορφές κοινωνικής εμπειρίας θέτουν αμφιβολίες για το ποίοι είμαστε, ως οριοθετημένα άτομα, αυτό-καθοριζόμενα και αυτοκινούμενα. Πριν τον όποιο εμφύλιο (εσωτερικό ή εξωτερικό) φαίνεται ότι κινούμαστε από ποικίλες δυνάμεις που προηγούνται του συνειδητού και οριοθετημένου εαυτού μας για να τον υπερβούν. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον εαυτό μας ούτε τους άλλους, ούτε τους εμφύλιους ούτε εκ-φύλιους [ πολέμους αν δεν απαρνηθούμε την ιδέα ότι ο εαυτός είναι το θεμέλιο και η αιτία της ίδιας του της εμπειρίας. Μπορούμε να πούμε ότι οι αλλοτριώσεις και οι απαλλοτριώσεις των συρράξεων, και των μικρών καβγάδων, προτείνουν τον εαυτό μας ως κοινωνικό αλλά ταυτόχρονα παθιασμένο και καθοδηγούμενο ον, αλλά ανίδεο για το βαθμό εξάρτησης από περιβάλλοντα και από άλλους όπου η συναναστροφή εν ειρήνη ή εν πολέμω δίνουν κίνητρα στη ζωή του ίδιου του εαυτού.

Ακόμα και όταν διατηρούμε ή διεκδικούμε τα δικαιώματα μας, εξαρτόμαστε από έναν τρόπο διακυβέρνησης, από ένα νομικό καθεστώς που απονέμει και διαφυλάσσει αυτά τα δικαιώματα. Έτσι απλά είμαστε ήδη εκτός εαυτού πριν από κάθε ενδεχόμενο αποστέρησης από μια διαμάχη, έναν καβγά, έναν εμφύλιο ή εκφύλιο πόλεμο για την αποστέρηση των δικαιωμάτων, της γης ή των δεσμών μας. Η εξάρτηση από το κοινωνικό κόσμο που συντηρείται από ένα περιβάλλον που μας συντηρεί, μας οδηγεί σε εκείνες τις συνθήκες σωματικής έκθεσης, υποσιτισμού, επισφάλειας, θυματοποίησης, ηρωοποίησης ή μισθοφορίας. Η καταναγκαστική παρουσία των σωμάτων σε τόπους και γεωγραφίες με την έννοια της εντατικοποιημένης επιτήρησης οδηγούν σε μετατοπίσεις, υποχρεωτικής νομαδικότητας. Ο ιδεοληπτικός μανδύας του ταυτοτικού ή του αυτάρκη εαυτού, αρθρώνει έναν παράδοξο δεσμό όπου ζητήματα ριζοσπαστικοποίησης και επαναστατικότητας ενώ σε αφήνουν μετέωρο, προσδίδουν ένα γενεαλογικό βάρος, μια μεταφυσική παρουσία, αλλά ταυτόχρονα χωρίς να καθορίζεται από το βάρος των ιστοριών μέσα στις οποίες εγγράφεσαι ενώ τις χρησιμοποιείς αναμνησιακά. Η παρουσία λαμβάνει χώρα στα όρια της αυτάρκειας και της αυτογνωσίας εκεί που διαφαίνεται ο ορίζοντας μιας επίμονης περατότητας του ανθρώπου. Το πέρας, το πέρασμα είναι ένα είδος παραβίασης του ορίου άξιο απορίας, γιατί για να συμβεί αυτό πρέπει να εγκαταλείψουμε τους κανόνες με τους οποίους διαμορφωθήκαμε ως εαυτοί και ως άλλοι. Πραγματικά στον εμφύλιο, εμφανίστηκαν εκείνοι οι τρόποι, εκείνες οι οντολογικές προϋποθέσεις της αποδοχής, της εξουσιαστικής παρουσίας του εαυτού. Αυτό εκφράστηκε με μια μορφή βίας που ασκήθηκε σε ανάρμοστες, αποξενωμένες, δολοφονικές, εγκληματικές και ενδεείς  υποκειμενικότητες. Η αλλότρια διαμόρφωση των σωμάτων των υποκειμενικοτήτων, κοινωνικοτήτων, ταυτοτήτων, των ηθικών και πολιτικών οικονομιών της «γυμνής ζωής» ανασυντάξαν τους χάρτες της επικράτειας σε σημεία εκτοπισμού και εντοπισμού. Και εκεί που εντοπίζεις, εκτοπίζεις. Και εκεί που εκτοπίζεις, έχεις εντοπιστεί. Μια παρακινδυνευμένη μορφή εκπατρισμού, εκχώρησης γεννήθηκε, όπου συγκεκριμένα σώματα στο χώρο μέσω μονοπατιών, δικτύων, προσκείμενα όχι σε φυλετικότητα αλλά σε ιδεοπολιτικότητα, οδήγησαν πολλούς ανθρώπους σε υπανθρώπινες ή φαντασματικά ανθρώπινες εξώσεις ή εξορίες, εγκλωβίζοντας τες μέσα σε μετρήσιμες, ανόμοια ίδιες ταυτότητες σε μια επ’ αόριστων κατοχή-αποχή, σε βάρος εκείνων που δεν θα μπορέσουν να εκφραστούν ούτε με το όπλο της γνώμης ούτε με το εκπυρσοκροτούμενο όπλο. Η παρουσία τόσων παράνομων, τόσων απόντων, (εαυτούς και ζωές ως απουσία), για να δημιουργηθεί η φασματικότητα του αρχείου της παρουσίας ως αρχείο ως μνημείο, ως εγκαταλειμμένο σπίτι. Ενώ με το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου, στα βουνά του Βιτσίου και του Γράμμου, οι εκτοπισμένοι συντάσσονται ως μη υπαρκτοί, ως μη «είναι», σαν να δίνουνε ένα παράδειγμα για την ιδέα του κοινωνικού και πολιτικού θανάτου, η αρμόζουσα θέση της μη-ύπαρξης είναι η ψευδαίσθηση της διάσωσης σε έναν άλλο τόπο, έγκλειστο, γεμάτο τραύματα, με κατανεμημένη αναλωσιμότητα και υποσχόμενο δείκτη ισονομίας κατά τα φαινόμενα. Η μιλιταριστική, η ιμπεριαλιστική, η σοσιαλιστική, η κομμουνιστική, η υποσιτιστική, η εργατική ιδιοποίηση της ζωής τόσων εκπατρισμένων, θέλω να πιστεύω πως ισοδυναμεί με μια μεγάλη έκθεση σε θάνατο, για την διάσωση της βιολογικής αξίας του κύτταρου εαυτού.(άφαντες γενιές και ετερονομασμένες οικογένειες ) Αυτή η ιδιότητα του ζωντανού νεκρού, η νεκροπολιτική αναμέτρηση και διαμάχη κάθε πολέμου, καθορίζει και διαχωρίζει τα αναλώσιμα από τα μη αναλώσιμα υποκείμενα. Και αυτό το κάνει με θεαματικούς, καθημερινούς, επίμονους και υπόρρητους τρόπους.

Φαινόμενα αποεδαφοποίησης και επανεδαφικοποίησης όταν το έθνος-κράτος έχει χάσει την κρατική του υπόσταση, και εξελίσσεται μια υπόσχεση ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας για ελευθερία, ανακατανομή, διευρύνει την παράνομη ταυτότητα δίνοντας μια ευκαιρία αναζωογόνησης και ανατροφοδότησης . Αυτή η ευκαιρία χάθηκε για την ελληνική επικράτεια με την απαλλοτρίωση της ετεροδύναμης κυβέρνησης των ανταρτών. Η φυγή και η αυτοεξορία αποτέλεσε μια διαρροή και μια ουσιαστική αποδυνάμωση του εντόπιου πληθυσμού των συνόρων. Η αυτοχθονία είναι ένα είδος ακινησίας, στατικότητας που συνδέεται τόσο πολύ με την παραδοσιακή εντοπιότητα. Με την μεθοριακή έξοδο των αυτόχθόνων η μετάβαση καταγράφετε ως εκτοπιστική, νομαδική μονάδα εργασίας σε φιλικά εδάφη. Η αίσθηση του «ανήκειν» και του «μη-ανήκειν», το ξερίζωμα, ο εκτοπισμός, ο χωρικός περιορισμός, οι βίαιες τοποθετήσεις έγιναν δυνατές και νομιμοφανείς πάνω στην ιδέα της μεγάλης Εξόδου. Η φυλετική και εθνοτική αφομοίωση και από τις δύο μεριές των όποιων συνόρων δεν παρήγαγαν μια πολιτική εργασία διάρκειας, γιατί οι εθνοτικές-εθνικιστικές παρακαταθήκες κατήργησαν την έννοια του χώρου του «ανήκειν» Οι περιουσίες εντός των συνόρων συχνά απαλλοτριώθηκαν ως εγκαταλειμμένες. Η ατομική ιδιοκτησία αναπτύχτηκε εντός και η ιδιοκτησία του εαυτού ήταν η συναισθηματική απεμπόληση των φυγάδων για το χαμένο.

Οι διαβατήριες λειτουργίες για τον αποχωρισμό και οι μεθοριακές λειτουργίες για την μετάβαση και την ενσωμάτωση αποτελούν ένα ευρύτατο φάσμα συμπεριφορών και αγόνων πρακτικών που έχουν το τίμημα της διάσωσης μια ζωής και μιας ιδέας. Αυτό που θα άξιζε να τονιστεί είναι ότι η ενεργοποίηση του περάσματος, η διαβατήρια συνθήκη, η αποχώρηση δεν αποτελούν καταστάσεις συμμόρφωσης αλλά συνεκδοχές της ζωής. Η περιοδικότητα που προκύπτει είναι ιστορικό συμφραζόμενο για την εναλλακτική διάσωση ημών και αλλήλων για να ζήσουμε το Υπέρ-πέραν. Ο κοσμικός και ιερός προσδιορισμός χώρων, τόπων, μονοπατιών και αναπολήσεων είναι συναρτούμενη κίνηση εντός εκτός και παραπέρα των ανθρωπίνων και άλλων οντοτήτων για τα περάσματα και την ρευστότητα των διαβάσεων.

Τι συμβαίνει έξω από την ιερή ιστορικότητα των γεγονότων;

Τόσο το κείμενο όσο και η έκθεση «σπηλιά του παντός» δεν προτείνουν έναν τρόπο να ξαναδιαβάσεις την ιστορία, αλλά έναν τρόπο να μιλήσουμε για τη βία του παρόντος, για τις σχέσεις στο παρόν

Είναι δύσκολο να ξεκαθαρίσουμε ότι το «ανήκειν» και «πέρα από το ανήκειν», σχετιζόμενα με την επιθυμία να ανήκουμε ή να μην ανήκουμε αλλά επίσης δεν αφορά μόνο το «είναι» και το «έχειν». Η επιθυμία καθορίζει το πώς συνυπάρχουμε και στο πολιτικό συχνά παίρνει επιτελεστικές και συγκινησιακές διαστάσεις και ρυθμίζει την δυνατότητα να ανήκουμε παραβιάζοντας τα όποια επιβεβλημένα όρια του «ανήκειν» και αναπτύσσουν το επιτελεστικό (μη) «ανήκειν» ως μια εναλλακτική δυνατότητα του να συνυπάρξεις στο «μη τόπο». Πολλοί από τους διαφυγόντες στην νέα χώρα δεν θα θελαν να είναι εκεί, ήταν εκεί με την διαταγή να είναι εκεί, προσαρτήθηκαν, προσάραξαν στον « άλλο τόπο». Αυτό, ομολογώ, είναι μια οντολογική βία μιας απρεπούς και άπορης ετερότητας, σε μια κατάσταση θεμελιώδους αποβολής, ενοχοποιητικής και α-δικής ομολογίας. Εδαφικός εκτοπισμός, αστική αν-εστιότητα, ιστορικές συγκυρίες, ακατάλληλες πολιτικές συμφωνίες αντιμάχονται τον εαυτό. Πάντα τον εαυτό μας τον οφείλουμε σε άλλους και η φωτισμένη στέγαση στο μη-τόπο σε άλλο τόπο σε κάνουν ιδιοκτήτη του ανοίκειου. Έγιναν ποτέ οι εκτοπισμένοι, οικοδεσπότες; Με ποιο τρόπο απεμπόλησαν τη παλιά τους ταυτότητα; Απεκδύθηκαν τη φυλετικότητα τους; Διεκδίκησαν ξανά ευημερία; Η επιβίωση ήταν κοινωνική; Ήταν παρόντες;

Στον ανταρτοπόλεμο, οι συνθήκες καμουφλάζ είναι επινοήσεις επιβίωσης με το προνόμιο του αιφνιδιασμού, αλλά ταυτόχρονα για τη συνέχεια της ιστορίας στον εκτοπισμό μπορεί να θεωρηθεί πλέον ως μια μορφή επιβεβλημένης αορατότητας με μια υποχρεωτική πληθυντική και αντιστεκόμενη εν σώματι ζωή, ως ο μόνος τόπος για ζωή στο σώμα μας. Οι άνθρωποι που εκτοπίστηκαν είχαν ασκήσει τη πολιτική σημασία της συνάθροισης των σωμάτων και σχεδόν ταυτόχρονα, έπρεπε να κρυφτούν μέσα σε έναν καινούργιο πληθυντικό ξένων ή άλλων.

Όλα όσα περιγράφουμε πιο πάνω είναι ένας αγώνας ζωής και θανάτου. Είναι εκείνες οι σχέσεις, όπου ζωντανές υπάρξεις λειτουργούν σε καθεστώς επισφάλειας, όπου παραδείγματος χάρη στο αντάρτικο διατήρησαν το δικαίωμα να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν, αλλά στην μετέπειτα βάσανο αυτά είχαν ατονήσει. Ο ανταγωνισμός, ο φόβος, το πάθος, η αβεβαιότητα, αποτελούν εκείνο το δύσβατο πεδίο ανάμεσα στην αναγνώριση και τη κανονιστικότητα . Η αναγνώριση είναι ένας μηχανισμός που παράγει δια του λόγου υποκείμενα ως ανθρώπους και ενώ μέχρι τώρα αυτό ήταν δικονομικό, πολιτειακό ή υπόθεση επιτροπών συμφιλίωσης, , προτείνεται η αναγνώριση να γίνει σε μεγάλο βαθμό εικαστικό αφήγημα στην «σπηλιά του παντός». Αποφεύχθηκαν τυποποιημένες περιγραφές θυματοποίησης αλλά η οδύνη και η επιθετικότητα, επίσης η επανόρθωση και ο εγκλ(η)ματισμός λειτούργησαν ως ένα είδος ανά-στοχασμού πάνω στις μορφές τρωτότητας που εκφέρει η πολιτική διεκδίκηση και αντιπαράθεση. Η έκθεση προτάθηκε ως μια καταλυτική απορρητικότητα, μα χωρίς να μετατρέπεται σε ένα κείμενο όπου μπορούσες να ξαναδιαβάσεις την ιστορία . Στο όνομα του κινδύνου, των εντάσεων, ακόμα και των βιαιοτήτων που ενέχει η πραγματική ιστορία, προσπαθήσαμε να αναγνωρίσουμε τις σχέσεις της με το παρόν. Είναι σοκαριστικό το πόσο αναπαράξιμη είναι τόσο για τις σχέσεις των συμμετεχόντων όσο και για την αλληλεπίδραση των έργων, η προκατειλημμένη αίσθηση που έχουμε ότι η ίδια η ιστορία διατηρεί νίκες, ήττες, προδοσίες και υφαρπάξεις.
Η τεκμηρίωση συνεχίζεται!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου