Τα «ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου ήταν ένα βιβλίο-θρύλος του 1918 που έφερνε στα αυτιά των εννιάχρονων αναγνωστών το θρόισμα πεύκων και ελάτων, το τραγούδι του νερού και τη χαρά μιας αλλιώτικης ζωής. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου αφηγείται την ιστορία
μιας ομάδας 26 παιδιών που τελειώνουν την τελευταία τάξη του ελληνικού σχολείου και αποφασίζουν να κάνουν μόνα τους διακοπές για περίπου δυο μήνες στα βουνά. Εκεί, μέσα στη φύση μαθαίνουν τις ιστορίες των ανθρώπων που συναντούν, φτιάχνουν μια κοινότητα που εξυμνεί το ομαδικό πνεύμα, την αλληλεγγύη και τον αλληλοσεβασμό, μαθαίνουν να ξεπερνούν τις δυσκολίες της ζωής μέσω της συνεργασίας και της εκτίμησης των άλλων, πάντα με χιούμορ και χωρίς βαρύγδουπες διδαχές. Ο Ζ.Π. απευθύνεται σε γενναία παιδιά. Ένα τέτοιο γενναίο παιδί, ένας τέτοιος γενναίος καλλιτέχνης, ένας αγρότης, ένας καλλιτέχνης της Bio-Art, ένας άνθρωπος που το βίωμα της ζωής δίπλα στην καλλιέργεια το μετουσίωσε σε τέχνη είναι ο Γιώργος Τσακίρης. Τη δεκαετία του '80 ο Γιώργος Τσακίρης παρατήρησε ότι τα βατράχια στον κάμπο των Γιαννιτσών ζούσαν 100 μέτρα γύρω από το νερόλακκό τους. Όταν αποξήραινε, λοιπόν, τον έναν νερόλακκο και δημιουργούσε έναν νέο στα 100 μέτρα , κατάφερνε να μετακινεί τον πληθυσμό των βατράχων. Αυτή η βατραχο-πορεία με συστηματική διάνοιξη καινούργιων νερόλακκων ολοκληρώθηκε στο Πάϊκο Όρος με την επιστροφή των βατράχων στον αρχικό νερόλακκο. Ο Γ.Τ. αφηγείται την ιστορία ενός πληθυσμού που μετακινείται με μια ασυναίσθητη βία. Το όλο εγχείρημα δεν έχει να κάνει με την επιστροφή στη φύση, αλλά με την ανθρωπογενή παρέμβαση και υποταγή της φύσης, ένα κεφάλαιο πολύ σκληρό στην ανθρώπινη ιστορία· της κατακυριάρχησης του ανθρώπου στη φύση. Ο Γ.Τ. λειτουργεί ανθρωπολογικά και ως μύστης βατράχων. Οι δεκάδες νερόλακκοι που δημιούργησε προσφέρουν ακόμη και σήμερα νερό σε άγρια και ήμερα ζώα.
Ο βιο-καλλιτέχνης χρησιμοποιεί ζωντανούς οργανισμούς ή κύτταρα ως υλικά και τεχνικές μοριακής βιολογίας για να ολοκληρώσει τα εικαστικά του έργα. Διαισθητικά οργανώνει εικαστικές προτάσεις ενεργοποιώντας την όραση, την ακοή, την όσφρηση, τη γεύση, την απέκκριση για να προσδιορίσει την καταγωγή και το τέλος των έμβιων όντων. Μιλάει για τον θάνατο ενός μικροοργανισμού τη στιγμή που συναντά την Μήδεια, η οποία κατέχει την ισχυρή γνώση της νεότητας. Προτείνει τον συνεπαρμό ενός «ζωντανού» θανάτου, δηλαδή μια διαδικασία αέναη στην φύση, όπου η κοπριά ενός δέντρου είναι τα σάπια φύλλα του. Μέσα σε ένα χρυσό φέρετρο γεμάτο ημιδιαφανές γλυκό μέλι εναποτέθηκε το νεκρό σώμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και περιγράφεται ως ο κεχριμπαρένιος του θάνατος γιατί αυτή η τεχνική συντήρησης του νεκρού σώματος σε έκανε να πιστεύεις ότι η θολή εικόνα του νεκρού μέσα στο μέλι ήταν ζωντανή. Το μέλι χρησιμοποιούνταν για να διατηρεί το κυνήγι και να δίνει με το ξύδι στο μαγείρεμα την γλυκόξινη γεύση της αρχαίας ελληνικής κουζίνας. Φυσιοδίφες των Ρωμαίων αυτοκρατόρων ανασύστηναν ζώα με ανθρώπινα μέλη και υποστάσεις φραγκενσταϊνικού τύπου τα οποία διατηρούσαν μέσα σε μέλι δημιουργώντας ένα αξεπέραστο θολό θέαμα, όπως ο Κένταυρος του αυτοκράτορα Κλαύδιου. Ο μύθος του Πυγμαλίωνα αναφέρεται στη μεταμόρφωση ενός αγάλματος που ζωντανεύει για να ζήσει μαζί του. Στο μύθο αυτού του ζωντανού αγάλματος (νεκροζώντανη ύλη), που τελικά είτε απορρίπτει είτε δέχεται τη ζωή με τον δημιουργό του, Πυγμαλίωνα, αναφέρεται όλος ο 19ος αιώνας και φτάνει μέχρι την ιστορία του Πινοκίου, μιας ξύλινης κούκλας που ζει με τον ξυλουργό Τσεπέτο στα 1883. Αντιστροφές αυτών των μύθων συναντούμε εγκιβωτισμένες στις βιτρίνες του Γ.Τ. Μια κούκλα ντυμένη με κόκκινο φόρεμα θα ξεγυμνωθεί χρόνο με τον χρόνο από τον σκόρο που κατατρώει τα ρούχα της. Από την απεκκρισιακή αίσθηση της θελκτικής κούκλας φτάνουμε στην αμηχανία του θανάτου. Νεκροζώντανες κότες αποβαλσαμώνονται με την βοήθεια σκόρου που κατατρώει την ξερή σάρκα, καθαρίζοντας τα κόκκαλα και αφήνοντας τις μούμιες με φυσική δεινοσαυρική κίνηση . Ο Γ.Τ. συχνά παραθέτει πίσω από μια βιτρίνα παραδείγματα ζωντανών θανάτων.
Αντίστοιχα, σε αντιστροφή της λατρείας του Θεού Ήλιου που έδινε σε όλες τις γήινες εκδηλώσεις την έσχατη συμπαντική κομψότητα, ο Γ.Τ. ισχυροποιεί της συνθήκες του χωμάτινου θεού της σήψης και αναστρέφει τις οργανικές λειτουργίες σε μια ανυπέρβλητη εικόνα αντιεικονογράφησης της φθοράς του θανάτου και της μεταμόρφωσης της ύλης. Σαράκι, αλευρόψειρα, σκόρος, απομυζούν από το νεκρό βαλσαμωμένο κύριο σώμα ενός ξύλινου κορμού και τον μεταμορφώνουν σε πυραμοειδή σωρό ανόργανης κυτταρίνης. Ξεχασμένοι κούφιοι καρποί καρυδιών, νεκρά κοτόπουλα, δέρματα ζώων χρησιμοποιούνται από τον Γιώργο Τσακίρη ώστε να δράσουν πάνω τους οι μηχανιστικές λειτουργίες αποϋλοποίησης της ύλης.
Αποσυνθετικές ή αποϋλοποιήσιμες είναι οι λειτουργίες που προτείνει ο Τσακίρης, ώστε το τέλος την μορφής της ύλης να είναι η ανανέωσή της σε άλλη μορφή, σε άλλο σχήμα. Αυτή η μορφική παράσταση μιας ανανεούμενης ύλης, αφού διέρχεται απ' το φρικτότερο μαρτύριο της θανατικής, διαλυτικής διαδικασίας μπαίνει στην εναλλαγή και την παλμοδόνηση μέσα στο εργαστήριο του θεού Ηφαίστου για μια νέα σφυρηλάτηση, για να ξεκινήσει μια νέα φθορά σήψης και αποϋλοποίησης. Η αποΰλωση γίνεται όταν τα σώματα διαλύονται στα αποτελούντα αυτά στοιχεία· αποΰλωση στοιχείων και ατόμων σε μια μεταστοιχείωση ή σε μια μόνιμη διάλυση των ίδιων των ατόμων, όπου η παλιά δομή της ύλης διαλύεται στους λιθοσπάστες της δημιουργίας. Ο Γ.Τ., κοκκοσπάστης, οδηγεί με βραδεία αλλά αδιάκοπη μετάβαση την ύλη σε ένα θέαμα εικαστικό του θανάτου και της γέννησης (κλωσσομηχανές). Στις διερευνητικές εκθέσεις του Γ.Τ. μπορεί κανείς να παρακολουθήσει το θάνατο σαν ευεργέτη των πάντων. Τι είναι η δύναμη της αναγέννησης των πάντων; Ο Τσακίρης ως μορφοποιητής της ύλης αποτάσσει την ικανότητα λογικής αυτοανανέωσης (επιστημονικής) αλλά εμμένει στην εσχατολογική. Ο Γ.Τ. κονιορτοποιώντας την ύλη σε Άνγκστρομ, δηλαδή στο ένα δέκατο χιλιοστό του χιλιοστού του μέτρου, με τον εργάτη-σκόρο, χρονοτριβεί!
Παρατηρεί τη φθορά, μας υπενθυμίζει τον θάνατο εξιλεωτικά, απαρνιέται τον νοσοκομειακό θάνατο και όλα αυτά ξεδιπλώνονται φυσικά, σχεδόν σαν τον αέρα που φυσάει, σαν το ποτάμι που κυλάει, σαν μια σπονδή στη φύση.
Έχουμε σταματήσει να κοιτάμε τον θάνατο, ο θάνατος είναι πλέον μια ιατρική παραίσθηση και όχι μια βιολογική πράξη. Όλοι κατακλυζόμαστε από ερωτηματικά, αλλά η εξάλειψη της φθοράς και της διαδικασίας του θανάτου από την πορεία της ζωής μοιάζει με το όνειρο που τελειώνει το πρωί. Ο άνθρωπος είχε και θα έχει μια ανταγωνιστική σχέση με το θάνατο ως στοιχείο της φύσης, επειδή πάντοτε θέλει να επιτείνει τη ζωή. Έχει όμως και την τάση να επιδιώκει και το θάνατο, την καταστροφή. Η απεριόριστη επέκταση της ανάπτυξης, της ολοκληρωτικής κυριαρχίας των παραγωγικών του δυνάμεων και των κοινωνικών του σχέσεων πάνω στη φύση εμφανίζουν το θάνατο ως το μόνο ενδεχόμενο αλλά και μόνο ως ενδεχόμενο, δηλαδή χωρίς να είναι οργανικά δεμένος με τη ζωή. Η προσπάθειά του να εξημερώσει την καταστροφή γίνεται ωστόσο με όρους που οδηγούν σε μεγαλύτερη καταστροφή. Σκεφτείτε αυτό που μόλις αναφέρθηκε σαν ένα μικρό χαριτωμένο τέρας που απελευθερώθηκε με τον Διαφωτισμό και φτάνει σήμερα να είναι ένα αδηφάγο, ανεξέλεγκτο «καταπράσινο» θηρίο, με το στομάχι του γεμάτο φτώχεια και εμπορεύματα και το κεφάλι του γεμάτο «πρόοδο» και εκμετάλλευση. Τα ανθρωπολογικά και οικολογικά όρια της ανθρώπινης σκέψης αυτή τη στιγμή φαίνεται καθαρά πως έχουν οδηγήσει στη βίαιη παραβίαση της σχέσης μεταβολισμού ανθρώπου-φύσης και η ανάδυση του πράσινου καπιταλισμού μοιάζει περισσότερο με λυκαυγές παρά με ανατολή. Αυτή η θολότητα της πράσινης οικονομίας υπόσχεται στο νεκροζώντανο σώμα της φύσης έναν κεχριμπαρένιο θάνατο.
Χάρης Κοντοσφύρης
Φλώρινα, 25-10-2012
Τα «ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου ήταν ένα βιβλίο-θρύλος του 1918 που έφερνε στα αυτιά των εννιάχρονων αναγνωστών το θρόισμα πεύκων και ελάτων, το τραγούδι του νερού και τη χαρά μιας αλλιώτικης ζωής. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου αφηγείται την ιστορία μιας ομάδας 26 παιδιών που τελειώνουν την τελευταία τάξη του ελληνικού σχολείου και αποφασίζουν να κάνουν μόνα τους διακοπές για περίπου δυο μήνες στα βουνά.
Εκεί, μέσα στη φύση μαθαίνουν τις ιστορίες των ανθρώπων που συναντούν, φτιάχνουν μια κοινότητα που εξυμνεί το ομαδικό πνεύμα, την αλληλεγγύη και τον αλληλοσεβασμό, μαθαίνουν να ξεπερνούν τις δυσκολίες της ζωής μέσω της συνεργασίας και της εκτίμησης των άλλων, πάντα με χιούμορ και χωρίς βαρύγδουπες διδαχές. Ο Ζ.Π. απευθύνεται σε γενναία παιδιά. Ένα τέτοιο γενναίο παιδί, ένας τέτοιος γενναίος καλλιτέχνης, ένας αγρότης, ένας καλλιτέχνης της Bio-Art, ένας άνθρωπος που το βίωμα της ζωής δίπλα στην καλλιέργεια το μετουσίωσε σε τέχνη είναι ο Γιώργος Τσακίρης. Τη δεκαετία του '80 ο Γιώργος Τσακίρης παρατήρησε ότι τα βατράχια στον κάμπο των Γιαννιτσών ζούσαν 100 μέτρα γύρω από το νερόλακκό τους. Όταν αποξήραινε, λοιπόν, τον έναν νερόλακκο και δημιουργούσε έναν νέο στα 100 μέτρα, κατάφερνε να μετακινεί τον πληθυσμό των βατράχων. Αυτή η βατραχο-πορεία με συστηματική διάνοιξη καινούργιων νερόλακκων ολοκληρώθηκε στο Πάϊκο Όρος με την επιστροφή των βατράχων στον αρχικό νερόλακκο. Ο Γ.Τ. αφηγείται την ιστορία ενός πληθυσμού που μετακινείται με μια ασυναίσθητη βία. Το όλο εγχείρημα δεν έχει να κάνει με την επιστροφή στη φύση, αλλά με την ανθρωπογενή παρέμβαση και υποταγή της φύσης, ένα κεφάλαιο πολύ σκληρό στην ανθρώπινη ιστορία• της κατακυριάρχησης του ανθρώπου στη φύση. Ο Γ.Τ. λειτουργεί ανθρωπολογικά και ως μύστης βατράχων. Οι δεκάδες νερόλακκοι που δημιούργησε προσφέρουν ακόμη και σήμερα νερό σε άγρια και ήμερα ζώα.
Ο βιο-καλλιτέχνης χρησιμοποιεί ζωντανούς οργανισμούς ή κύτταρα ως υλικά και τεχνικές μοριακής βιολογίας για να ολοκληρώσει τα εικαστικά του έργα. Διαισθητικά οργανώνει εικαστικές προτάσεις ενεργοποιώντας την όραση, την ακοή, την όσφρηση, τη γεύση, την απέκκριση για να προσδιορίσει την καταγωγή και το τέλος των έμβιων όντων. Μιλάει για τον θάνατο ενός μικροοργανισμού τη στιγμή που συναντά την Μήδεια, η οποία κατέχει την ισχυρή γνώση της νεότητας. Προτείνει τον συνεπαρμό ενός «ζωντανού» θανάτου, δηλαδή μια διαδικασία αέναη στην φύση, όπου η κοπριά ενός δέντρου είναι τα σάπια φύλλα του. Μέσα σε ένα χρυσό φέρετρο γεμάτο ημιδιαφανές γλυκό μέλι εναποτέθηκε το νεκρό σώμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και περιγράφεται ως ο κεχριμπαρένιος του θάνατος γιατί αυτή η τεχνική συντήρησης του νεκρού σώματος σε έκανε να πιστεύεις ότι η θολή εικόνα του νεκρού μέσα στο μέλι ήταν ζωντανή. Το μέλι χρησιμοποιούνταν για να διατηρεί το κυνήγι και να δίνει με το ξύδι στο μαγείρεμα την γλυκόξινη γεύση της αρχαίας ελληνικής κουζίνας. Φυσιοδίφες των Ρωμαίων αυτοκρατόρων ανασύστηναν ζώα με ανθρώπινα μέλη και υποστάσεις φραγκενσταϊνικού τύπου τα οποία διατηρούσαν μέσα σε μέλι δημιουργώντας ένα αξεπέραστο θολό θέαμα, όπως ο Κένταυρος του αυτοκράτορα Κλαύδιου. Ο μύθος του Πυγμαλίωνα αναφέρεται στη μεταμόρφωση ενός αγάλματος που ζωντανεύει για να ζήσει μαζί του. Στο μύθο αυτού του ζωντανού αγάλματος (νεκροζώντανη ύλη), που τελικά είτε απορρίπτει είτε δέχεται τη ζωή με τον δημιουργό του, Πυγμαλίωνα, αναφέρεται όλος ο 19ος αιώνας και φτάνει μέχρι την ιστορία του Πινοκίου, μιας ξύλινης κούκλας που ζει με τον ξυλουργό Τσεπέτο στα 1883. Αντιστροφές αυτών των μύθων συναντούμε εγκιβωτισμένες στις βιτρίνες του Γ.Τ. Μια κούκλα ντυμένη με κόκκινο φόρεμα θα ξεγυμνωθεί χρόνο με τον χρόνο από τον σκόρο που κατατρώει τα ρούχα της. Από την απεκκρισιακή αίσθηση της θελκτικής κούκλας φτάνουμε στην αμηχανία του θανάτου. Νεκροζώντανες κότες αποβαλσαμώνονται με την βοήθεια σκόρου που κατατρώει την ξερή σάρκα, καθαρίζοντας τα κόκκαλα και αφήνοντας τις μούμιες με φυσική δεινοσαυρική κίνηση . Ο Γ.Τ. συχνά παραθέτει πίσω από μια βιτρίνα παραδείγματα ζωντανών θανάτων.
Αντίστοιχα, σε αντιστροφή της λατρείας του Θεού Ήλιου που έδινε σε όλες τις γήινες εκδηλώσεις την έσχατη συμπαντική κομψότητα, ο Γ.Τ. ισχυροποιεί της συνθήκες του χωμάτινου θεού της σήψης και αναστρέφει τις οργανικές λειτουργίες σε μια ανυπέρβλητη εικόνα αντιεικονογράφησης της φθοράς του θανάτου και της μεταμόρφωσης της ύλης. Σαράκι, αλευρόψειρα, σκόρος, απομυζούν από το νεκρό βαλσαμωμένο κύριο σώμα ενός ξύλινου κορμού και τον μεταμορφώνουν σε πυραμοειδή σωρό ανόργανης κυτταρίνης. Ξεχασμένοι κούφιοι καρποί καρυδιών, νεκρά κοτόπουλα, δέρματα ζώων χρησιμοποιούνται από τον Γιώργο Τσακίρη ώστε να δράσουν πάνω τους οι μηχανιστικές λειτουργίες αποϋλοποίησης της ύλης.
Αποσυνθετικές ή αποϋλοποιήσιμες είναι οι λειτουργίες που προτείνει ο Τσακίρης, ώστε το τέλος την μορφής της ύλης να είναι η ανανέωσή της σε άλλη μορφή, σε άλλο σχήμα. Αυτή η μορφική παράσταση μιας ανανεούμενης ύλης, αφού διέρχεται απ' το φρικτότερο μαρτύριο της θανατικής, διαλυτικής διαδικασίας μπαίνει στην εναλλαγή και την παλμοδόνηση μέσα στο εργαστήριο του θεού Ηφαίστου για μια νέα σφυρηλάτηση, για να ξεκινήσει μια νέα φθορά σήψης και αποϋλοποίησης. Η αποΰλωση γίνεται όταν τα σώματα διαλύονται στα αποτελούντα αυτά στοιχεία• αποΰλωση στοιχείων και ατόμων σε μια μεταστοιχείωση ή σε μια μόνιμη διάλυση των ίδιων των ατόμων, όπου η παλιά δομή της ύλης διαλύεται στους λιθοσπάστες της
δημιουργίας. Ο Γ.Τ., κοκκοσπάστης, οδηγεί με βραδεία αλλά αδιάκοπη μετάβαση την ύλη σε ένα θέαμα εικαστικό του θανάτου και της γέννησης (κλωσσομηχανές). Στις διερευνητικές εκθέσεις του Γ.Τ. μπορεί κανείς να παρακολουθήσει το θάνατο σαν ευεργέτη των πάντων. Τι είναι η δύναμη της αναγέννησης των πάντων; Ο Τσακίρης ως μορφοποιητής της ύλης αποτάσσει την ικανότητα λογικής αυτοανανέωσης (επιστημονικής) αλλά εμμένει στην εσχατολογική. Ο Γ.Τ. κονιορτοποιώντας την ύλη σε Άνγκστρομ, δηλαδή στο ένα δέκατο χιλιοστό του χιλιοστού του μέτρου, με τον εργάτη-σκόρο, χρονοτριβεί!
Παρατηρεί τη φθορά, μας υπενθυμίζει τον θάνατο εξιλεωτικά, απαρνιέται τον νοσοκομειακό θάνατο και όλα αυτά ξεδιπλώνονται φυσικά, σχεδόν σαν τον αέρα που φυσάει, σαν το ποτάμι που κυλάει, σαν μια σπονδή στη φύση.
Έχουμε σταματήσει να κοιτάμε τον θάνατο, ο θάνατος είναι πλέον μια ιατρική παραίσθηση και όχι μια βιολογική πράξη. Όλοι κατακλυζόμαστε από ερωτηματικά, αλλά η εξάλειψη της φθοράς και της διαδικασίας του θανάτου από την πορεία της ζωής μοιάζει με το όνειρο που τελειώνει το πρωί. Ο άνθρωπος είχε και θα έχει μια ανταγωνιστική σχέση με το θάνατο ως στοιχείο της φύσης, επειδή πάντοτε θέλει να επιτείνει τη ζωή. Έχει όμως και την τάση να επιδιώκει και το θάνατο, την καταστροφή. Η απεριόριστη επέκταση της ανάπτυξης, της ολοκληρωτικής κυριαρχίας των παραγωγικών του δυνάμεων και των κοινωνικών του σχέσεων πάνω στη φύση εμφανίζουν το θάνατο ως το μόνο ενδεχόμενο αλλά και μόνο ως ενδεχόμενο, δηλαδή χωρίς να είναι οργανικά δεμένος με τη ζωή. Η προσπάθειά του να εξημερώσει την καταστροφή γίνεται ωστόσο με όρους που οδηγούν σε μεγαλύτερη καταστροφή. Σκεφτείτε αυτό που μόλις αναφέρθηκε σαν ένα μικρό χαριτωμένο τέρας που απελευθερώθηκε με τον Διαφωτισμό και φτάνει σήμερα να είναι ένα αδηφάγο, ανεξέλεγκτο «καταπράσινο» θηρίο, με το στομάχι του γεμάτο φτώχεια και εμπορεύματα και το κεφάλι του γεμάτο «πρόοδο» και εκμετάλλευση. Τα ανθρωπολογικά και οικολογικά όρια της ανθρώπινης σκέψης αυτή τη στιγμή φαίνεται καθαρά πως έχουν οδηγήσει στη βίαιη παραβίαση της σχέσης μεταβολισμού ανθρώπου-φύσης και η ανάδυση του πράσινου καπιταλισμού μοιάζει περισσότερο με λυκαυγές παρά με ανατολή. Αυτή η θολότητα της πράσινης οικονομίας υπόσχεται στο νεκροζώντανο σώμα της φύσης έναν κεχριμπαρένιο θάνατο.
Εκεί, μέσα στη φύση μαθαίνουν τις ιστορίες των ανθρώπων που συναντούν, φτιάχνουν μια κοινότητα που εξυμνεί το ομαδικό πνεύμα, την αλληλεγγύη και τον αλληλοσεβασμό, μαθαίνουν να ξεπερνούν τις δυσκολίες της ζωής μέσω της συνεργασίας και της εκτίμησης των άλλων, πάντα με χιούμορ και χωρίς βαρύγδουπες διδαχές. Ο Ζ.Π. απευθύνεται σε γενναία παιδιά. Ένα τέτοιο γενναίο παιδί, ένας τέτοιος γενναίος καλλιτέχνης, ένας αγρότης, ένας καλλιτέχνης της Bio-Art, ένας άνθρωπος που το βίωμα της ζωής δίπλα στην καλλιέργεια το μετουσίωσε σε τέχνη είναι ο Γιώργος Τσακίρης. Τη δεκαετία του '80 ο Γιώργος Τσακίρης παρατήρησε ότι τα βατράχια στον κάμπο των Γιαννιτσών ζούσαν 100 μέτρα γύρω από το νερόλακκό τους. Όταν αποξήραινε, λοιπόν, τον έναν νερόλακκο και δημιουργούσε έναν νέο στα 100 μέτρα, κατάφερνε να μετακινεί τον πληθυσμό των βατράχων. Αυτή η βατραχο-πορεία με συστηματική διάνοιξη καινούργιων νερόλακκων ολοκληρώθηκε στο Πάϊκο Όρος με την επιστροφή των βατράχων στον αρχικό νερόλακκο. Ο Γ.Τ. αφηγείται την ιστορία ενός πληθυσμού που μετακινείται με μια ασυναίσθητη βία. Το όλο εγχείρημα δεν έχει να κάνει με την επιστροφή στη φύση, αλλά με την ανθρωπογενή παρέμβαση και υποταγή της φύσης, ένα κεφάλαιο πολύ σκληρό στην ανθρώπινη ιστορία• της κατακυριάρχησης του ανθρώπου στη φύση. Ο Γ.Τ. λειτουργεί ανθρωπολογικά και ως μύστης βατράχων. Οι δεκάδες νερόλακκοι που δημιούργησε προσφέρουν ακόμη και σήμερα νερό σε άγρια και ήμερα ζώα.
Ο βιο-καλλιτέχνης χρησιμοποιεί ζωντανούς οργανισμούς ή κύτταρα ως υλικά και τεχνικές μοριακής βιολογίας για να ολοκληρώσει τα εικαστικά του έργα. Διαισθητικά οργανώνει εικαστικές προτάσεις ενεργοποιώντας την όραση, την ακοή, την όσφρηση, τη γεύση, την απέκκριση για να προσδιορίσει την καταγωγή και το τέλος των έμβιων όντων. Μιλάει για τον θάνατο ενός μικροοργανισμού τη στιγμή που συναντά την Μήδεια, η οποία κατέχει την ισχυρή γνώση της νεότητας. Προτείνει τον συνεπαρμό ενός «ζωντανού» θανάτου, δηλαδή μια διαδικασία αέναη στην φύση, όπου η κοπριά ενός δέντρου είναι τα σάπια φύλλα του. Μέσα σε ένα χρυσό φέρετρο γεμάτο ημιδιαφανές γλυκό μέλι εναποτέθηκε το νεκρό σώμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και περιγράφεται ως ο κεχριμπαρένιος του θάνατος γιατί αυτή η τεχνική συντήρησης του νεκρού σώματος σε έκανε να πιστεύεις ότι η θολή εικόνα του νεκρού μέσα στο μέλι ήταν ζωντανή. Το μέλι χρησιμοποιούνταν για να διατηρεί το κυνήγι και να δίνει με το ξύδι στο μαγείρεμα την γλυκόξινη γεύση της αρχαίας ελληνικής κουζίνας. Φυσιοδίφες των Ρωμαίων αυτοκρατόρων ανασύστηναν ζώα με ανθρώπινα μέλη και υποστάσεις φραγκενσταϊνικού τύπου τα οποία διατηρούσαν μέσα σε μέλι δημιουργώντας ένα αξεπέραστο θολό θέαμα, όπως ο Κένταυρος του αυτοκράτορα Κλαύδιου. Ο μύθος του Πυγμαλίωνα αναφέρεται στη μεταμόρφωση ενός αγάλματος που ζωντανεύει για να ζήσει μαζί του. Στο μύθο αυτού του ζωντανού αγάλματος (νεκροζώντανη ύλη), που τελικά είτε απορρίπτει είτε δέχεται τη ζωή με τον δημιουργό του, Πυγμαλίωνα, αναφέρεται όλος ο 19ος αιώνας και φτάνει μέχρι την ιστορία του Πινοκίου, μιας ξύλινης κούκλας που ζει με τον ξυλουργό Τσεπέτο στα 1883. Αντιστροφές αυτών των μύθων συναντούμε εγκιβωτισμένες στις βιτρίνες του Γ.Τ. Μια κούκλα ντυμένη με κόκκινο φόρεμα θα ξεγυμνωθεί χρόνο με τον χρόνο από τον σκόρο που κατατρώει τα ρούχα της. Από την απεκκρισιακή αίσθηση της θελκτικής κούκλας φτάνουμε στην αμηχανία του θανάτου. Νεκροζώντανες κότες αποβαλσαμώνονται με την βοήθεια σκόρου που κατατρώει την ξερή σάρκα, καθαρίζοντας τα κόκκαλα και αφήνοντας τις μούμιες με φυσική δεινοσαυρική κίνηση . Ο Γ.Τ. συχνά παραθέτει πίσω από μια βιτρίνα παραδείγματα ζωντανών θανάτων.
Αντίστοιχα, σε αντιστροφή της λατρείας του Θεού Ήλιου που έδινε σε όλες τις γήινες εκδηλώσεις την έσχατη συμπαντική κομψότητα, ο Γ.Τ. ισχυροποιεί της συνθήκες του χωμάτινου θεού της σήψης και αναστρέφει τις οργανικές λειτουργίες σε μια ανυπέρβλητη εικόνα αντιεικονογράφησης της φθοράς του θανάτου και της μεταμόρφωσης της ύλης. Σαράκι, αλευρόψειρα, σκόρος, απομυζούν από το νεκρό βαλσαμωμένο κύριο σώμα ενός ξύλινου κορμού και τον μεταμορφώνουν σε πυραμοειδή σωρό ανόργανης κυτταρίνης. Ξεχασμένοι κούφιοι καρποί καρυδιών, νεκρά κοτόπουλα, δέρματα ζώων χρησιμοποιούνται από τον Γιώργο Τσακίρη ώστε να δράσουν πάνω τους οι μηχανιστικές λειτουργίες αποϋλοποίησης της ύλης.
Αποσυνθετικές ή αποϋλοποιήσιμες είναι οι λειτουργίες που προτείνει ο Τσακίρης, ώστε το τέλος την μορφής της ύλης να είναι η ανανέωσή της σε άλλη μορφή, σε άλλο σχήμα. Αυτή η μορφική παράσταση μιας ανανεούμενης ύλης, αφού διέρχεται απ' το φρικτότερο μαρτύριο της θανατικής, διαλυτικής διαδικασίας μπαίνει στην εναλλαγή και την παλμοδόνηση μέσα στο εργαστήριο του θεού Ηφαίστου για μια νέα σφυρηλάτηση, για να ξεκινήσει μια νέα φθορά σήψης και αποϋλοποίησης. Η αποΰλωση γίνεται όταν τα σώματα διαλύονται στα αποτελούντα αυτά στοιχεία• αποΰλωση στοιχείων και ατόμων σε μια μεταστοιχείωση ή σε μια μόνιμη διάλυση των ίδιων των ατόμων, όπου η παλιά δομή της ύλης διαλύεται στους λιθοσπάστες της
δημιουργίας. Ο Γ.Τ., κοκκοσπάστης, οδηγεί με βραδεία αλλά αδιάκοπη μετάβαση την ύλη σε ένα θέαμα εικαστικό του θανάτου και της γέννησης (κλωσσομηχανές). Στις διερευνητικές εκθέσεις του Γ.Τ. μπορεί κανείς να παρακολουθήσει το θάνατο σαν ευεργέτη των πάντων. Τι είναι η δύναμη της αναγέννησης των πάντων; Ο Τσακίρης ως μορφοποιητής της ύλης αποτάσσει την ικανότητα λογικής αυτοανανέωσης (επιστημονικής) αλλά εμμένει στην εσχατολογική. Ο Γ.Τ. κονιορτοποιώντας την ύλη σε Άνγκστρομ, δηλαδή στο ένα δέκατο χιλιοστό του χιλιοστού του μέτρου, με τον εργάτη-σκόρο, χρονοτριβεί!
Παρατηρεί τη φθορά, μας υπενθυμίζει τον θάνατο εξιλεωτικά, απαρνιέται τον νοσοκομειακό θάνατο και όλα αυτά ξεδιπλώνονται φυσικά, σχεδόν σαν τον αέρα που φυσάει, σαν το ποτάμι που κυλάει, σαν μια σπονδή στη φύση.
Έχουμε σταματήσει να κοιτάμε τον θάνατο, ο θάνατος είναι πλέον μια ιατρική παραίσθηση και όχι μια βιολογική πράξη. Όλοι κατακλυζόμαστε από ερωτηματικά, αλλά η εξάλειψη της φθοράς και της διαδικασίας του θανάτου από την πορεία της ζωής μοιάζει με το όνειρο που τελειώνει το πρωί. Ο άνθρωπος είχε και θα έχει μια ανταγωνιστική σχέση με το θάνατο ως στοιχείο της φύσης, επειδή πάντοτε θέλει να επιτείνει τη ζωή. Έχει όμως και την τάση να επιδιώκει και το θάνατο, την καταστροφή. Η απεριόριστη επέκταση της ανάπτυξης, της ολοκληρωτικής κυριαρχίας των παραγωγικών του δυνάμεων και των κοινωνικών του σχέσεων πάνω στη φύση εμφανίζουν το θάνατο ως το μόνο ενδεχόμενο αλλά και μόνο ως ενδεχόμενο, δηλαδή χωρίς να είναι οργανικά δεμένος με τη ζωή. Η προσπάθειά του να εξημερώσει την καταστροφή γίνεται ωστόσο με όρους που οδηγούν σε μεγαλύτερη καταστροφή. Σκεφτείτε αυτό που μόλις αναφέρθηκε σαν ένα μικρό χαριτωμένο τέρας που απελευθερώθηκε με τον Διαφωτισμό και φτάνει σήμερα να είναι ένα αδηφάγο, ανεξέλεγκτο «καταπράσινο» θηρίο, με το στομάχι του γεμάτο φτώχεια και εμπορεύματα και το κεφάλι του γεμάτο «πρόοδο» και εκμετάλλευση. Τα ανθρωπολογικά και οικολογικά όρια της ανθρώπινης σκέψης αυτή τη στιγμή φαίνεται καθαρά πως έχουν οδηγήσει στη βίαιη παραβίαση της σχέσης μεταβολισμού ανθρώπου-φύσης και η ανάδυση του πράσινου καπιταλισμού μοιάζει περισσότερο με λυκαυγές παρά με ανατολή. Αυτή η θολότητα της πράσινης οικονομίας υπόσχεται στο νεκροζώντανο σώμα της φύσης έναν κεχριμπαρένιο θάνατο.
Κοντοσφύρης Χάρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου