O σπουδαίος νοτιοαφρικανός εικαστικός και σκηνοθέτης, λίγες ημέρες
προτού βρεθεί στην Αθήνα με το «Refuse the Hour», μιλάει για την
ελληνική μυθολογία, τις σωτήριες αλλαγές πλεύσης και το «Canto General»
Δεν δίνει εύκολα συνεντεύξεις. Οταν όμως το κάνει, δεν φείδεται λέξεων.
Δεν προλαβαίνεις καν να αρθρώσεις την ερώτηση και εκείνος έχει ήδη
αρχίσει να απαντάει. Ο Νοτιοαφρικανός Γουίλιαμ Κέντριτζ με την
εκλεπτυσμένη προφορά δεν στερείται καλών τρόπων. Απλώς ανυπομονεί να
μιλήσει για την επικείμενη, πρώτη επίσκεψή του στην Ελλάδα, όπου στη
Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών θα παρουσιάσει ένα πολύ πρωτότυπο θέαμα με
τίτλο «Refuse the Hour», μια «όπερα δωματίου» ή αλλιώς τη θεατρική
εκδοχή του installation project «The refusal of Time». Περί τίνος
ακριβώς πρόκειται λοιπόν; Ακόμη και ο ίδιος δυσκολεύεται να το
περιγράψει: «Δεν είναι τσίρκο, δεν είναι όπερα, δεν είναι διάλεξη. Είναι
ένα θέαμα που καταφέρνει να συγκεράσει όλα αυτά τα στοιχεία μαζί». Σε
αυτό συμμετέχουν μουσικοί, χορευτές και ο ίδιος ο Κέντριτζ επί σκηνής,
με στόχο να αναζητήσουν τον χρόνο. Τον χαμένο, τον άπιαστο, τον αέναο,
τον επιστημονικό, αυτόν που τελικά περιγράφεται στη Θεωρία της
Σχετικότητας, αυτόν που χάνεται μαζί με τη μνήμη και τη συνείδηση στις
μαύρες τρύπες του Διαστήματος.
Η αφετηρία της αναζήτησης, αλλά και του έργου βρίσκεται στην αρχαία
Ελλάδα. «Η παράσταση ξεκινάει με τον μύθο του Περσέα» εξηγεί. «Οχι το
πιο γνωστό μέρος του, τον αποκεφαλισμό της Μέδουσας, αλλά εκείνο που
αναφέρεται στον θάνατο του παππού του, Ακρίσιου, και στην επαλήθευση του
χρησμού της Πυθίας, ότι δηλαδή θα σκοτωνόταν από τον εγγονό του. Οπότε,
αναπόφευκτα, τίθεται ένα ερώτημα για τη μοίρα: Σε ποιον βαθμό η
ενασχόλησή μας με τον χρόνο αποτελεί στην ουσία την προσπάθειά μας να
αποφύγουμε τη μοίρα και να καταπολεμήσουμε τη θνητότητα; Αυτή την
ιστορία μού τη διάβασε ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρός και με στοίχειωσε
για πάντα. Είχα συγκλονιστεί με την αδυναμία του Περσέα να αποφύγει το
προδιαγεγραμμένο. Υποθέτω ότι μέσα από αυτό το πρότζεκτ ήθελα να
επανεξετάσω από πού πήγαζε αυτός ο παιδικός φόβος για την αναπόδραστη
μοίρα».Δηλώνει ενθουσιασμένος, λοιπόν, που θα επισκεφτεί τη χώρα όπου έλαβαν χώρα όλα αυτά. «Οπως κάθε άνθρωπος που έχει μεγαλώσει μέσα στη δυτική παράδοση, είναι αδύνατον να μην έχεις την Ελλάδα ως σημείο αναφοράς μέσα στο μυαλό σου. Συχνά διαπιστώνω ότι πολλά από τα πρότζεκτ μου κάποια στιγμή έρχονται και διασταυρώνονται με αυτές τις αρχαίες ρίζες. Οπως έχω την αίσθηση ότι το ένδοξο παρελθόν βαραίνει τους ώμους των Ελλήνων. Εχετε τον Παρθενώνα να δεσπόζει στο κέντρο της πόλης και να σας κοιτάζει αυστηρά, σαν να σας μαλώνει για αυτό που είναι σήμερα η Ελλάδα σε σχέση με αυτό που ήταν κάποτε».
Εικαστικός, σκηνοθέτης ή περφόρμερ;
Ο 57χρονος Κέντριτζ είναι ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες στον κόσμο σήμερα. Με αυτό το έργο, όπως λέει, ανεβαίνει «για πρώτη φορά στη σκηνή». Εξηγεί τους λόγους: «Εφόσον ανήκεις στον κόσμο της σύγχρονης τέχνης, είναι πολύ δύσκολο να μην είσαι θεατρικός περφόρμερ. Συχνά καλείσαι να δώσεις μια διάλεξη. Οπότε αυτό το έργο είναι μετεξέλιξη της σχέσης ανάμεσα στον καλλιτέχνη που μιλάει και στο κοινό που ακούει. Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο. Προτού γίνω καλλιτέχνης, φοιτούσα σε δραματική σχολή στο Παρίσι και ήθελα να γίνω ηθοποιός. Απέτυχα, όμως, οικτρά. Υπό μία έννοια αυτή η περφόρμανς είναι ένας τρόπος να αποδείξω στον εαυτό μου ότι μπορώ να είμαι και ηθοποιός. Λυπάμαι που το κοινό θα πρέπει να υποφέρει ως εκ τούτου...».
Ο Κέντριτζ γεννήθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ και σπούδασε αρχικά πολιτικές επιστήμες και αφρικανικές σπουδές, προφανώς επηρεασμένος από τους επιτυχημένους δικηγόρους γονείς του (ο πατέρας του ήταν υπερασπιστής θυμάτων του απαρτχάιντ, όπως του δολοφονηθέντος Στιβ Μπίκο). Ομως ο δικός του δρόμος στη ζωή ήταν αυτός της δημιουργίας, αν και με πολλές στροφές (και άλλες δύο στάσεις για σπουδές, σε καλές τέχνες και θέατρο): «Αν είχα επιτύχει, έστω και σε μικρό βαθμό, στην επιδίωξή μου να γίνω ηθοποιός, θα δυστυχούσα. Απέτυχα, όμως, μεγαλειωδώς, γι’ αυτό και αναζήτησα άλλον δρόμο. Είμαι ευγνώμων για τα πράγματα που προσπάθησα να κάνω και δεν τα κατάφερα». Το animation ή «τα πρωτόγονα κινούμενα σχέδια» με τα μουντζουρωμένα από κάρβουνο σχέδιά του τον έκαναν παγκοσμίως γνωστό: «Ηταν ένας φυσικός τρόπος να περιγράψω τον κόσμο ως διαδικασία και όχι ως τετελεσμένο γεγονός. Τo στούντιο γίνεται ο χώρος μέσα στον οποίο ο χρόνος αποκτά υλική διάσταση. Ξέρετε, κάποτε ο Μπόρχες είπε ότι έγραφε “για να απαλύνει το πέρασμα του χρόνου”. Η δραστηριότητα μέσα στο στούντιο είναι παρηγοριά και η διαδικασία της ζωγραφικής είναι το αμνιακό υγρό μέσα από το οποίο ζεις».
Ο Κέντριτζ μεγάλωσε σε μια χώρα όπου οι καλλιτέχνες αναπόφευκτα επηρεάστηκαν από το απαρτχάιντ. «Οπως σε κάθε μέρος που φέρει ουλές από το τραυματικό του παρελθόν, η Νότια Αφρική είναι ένα εύφορο έδαφος για τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες. Η τέχνη πρέπει να αντανακλά με κριτικό τρόπο τον κόσμο γύρω της. Τα δομικά στοιχεία της υπόστασης ενός ανθρώπου είναι τα βιβλία που έχει διαβάσει, οι ταινίες που είδε κάποτε, η μουσική που άκουσε. Οταν ήμουν φοιτητής, η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και το “Canto General” κυριολεκτικά με διαμόρφωσαν. Ηταν ένας τρόπος να δω τι μπορεί να συμβεί στον κόσμο, με έκανε να νιώσω ότι η πολιτική είναι κάτι πραγματικό, κάτι κοντινό μου. Το ίδιο μού συνέβη και με το “Ζ”, το οποίο είδα στην εφηβεία μου. Η τέχνη μπορεί να μην έχει τη δύναμη να αλλάξει την κοινωνία συνολικά, αλλά μπορεί να αλλάξει ανθρώπους. Και αυτό είναι το εναρκτήριο σύμπτωμα για κάθε αλλαγή».
* «Refuse the Hour»: Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, στις 22, 23, 24 και 25 Νοεμβρίου.
ΠΗΓΗ: tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου