Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Δημήτρης Τανούδης Κοσμοφυΐα

Κουκούτσι Ροδακινιάς σε πλάκα τσιμέντου Χάρης Κοντοσφύρης, 1988


 



Δημήτρης Τανούδης
Κοσμοφυΐα


*
εδώ οι άνθρωποι καλημερίζουν τα πηγάδια,
προσεύχονται στο νερό
κι αλέθουν σφαίρες
για τα μελλοντικά παιδιά τους
που θ' αλληλοσκοτώνονται
σαν από μηχανής αντίβαρο
στην αμαρτωλή καλοσύνη των γονιών τους


*
με σύντομες επεμβάσεις ρουτίνας
που μαλακώνουν τη συμβολική απόσταση
ανάμεσα σε διάφραγμα και πιγούνι
οι άνθρωποι αυτοί μαθαίνουν να καταπίνουν
μπαλίτσες τρωκτικών του εγκεφάλου
που κυλούν αμάσητες στους οισοφάγους
και πίνουν τους ζωμούς μεθοδικά,
ίνα την ίνα και νεύρο το νεύρο,
σε βάθος κλασικών αιώνων,
ξεβγάζοντας τις βλέννες των προσώπων
ως πάνδημες βιτρίνες
αειθαλούς καλλομορφίας

*
εδώ οι τροχονόμοι
σβήνουν τα φώτα της πόλης,
αμέσως μετά το βραδινό τους,
που είναι ίδιο με το χθεσινό τους,
κι ύστερα παγανίζουν τα σπίτια μ' απασφαλισμένες χειροβομβίδες
για να τις κρύβουν οι άνθρωποι στα προσκεφάλια,
να τις σταυρώνουν με τον παράμεσο,
οικειοθελώς αποχωρώντας,
από ύπνο σε ύπνο,
μόλις το φουντωμένο αίμα
σαλεύει τα κορμιά τους

*
αργοπεθαίνοντας στο έλος της ευμάρειας
κι απομυζώντας τις ρίζες των περασμένων,
οι άνθρωποι του τόπου είναι σκουληκαντέρες
που πρέπει να τις καρατομείς και να τις θάβεις βαθιά
για να μην ανέβουν στα κρεβάτια και δέσουν ξανά τον κόμπο παρασιτικού στεφανώματος από υπόκωφες νηστείες ζωής,
μαζικής συστολής,
εμβρύων στο σπέρμα
- όμως κανείς δεν πράττει ανάλογα,
γιατί «όλοι είναι αυτοί»,
και η διαβρωτική επενέργεια του σάλιου τους
αναβλύζει στο διηνεκές
μέσα από χρυσούς τάφους

*
βυθισμένοι στο κερί της στυμφαλίδας νιότης,
«κούροι εναντίον όλων»,
οι άνθρωποι αυτοί ξυπνούν από μυθικά ενύπνια
κι ατέρμονα ηρωικούς δαιδάλους
μόνο για να μπήξουνε φωνές στους γερασμένους,
που τους κοιτούν συριστικά στα μάτια,
κουνώντας γενιάδες λαμπερές
απ' το παχυλό προσωπείο της μαγείας

*
υποθηκευμένες ουσίες αφανών εργατών,
που χρόνια έγνεφαν τον πολτό της ελπίδας
μέσα στα έγκατα της χώρας,
διαπέρασαν τις υπόγειες στοές,
έσκισαν τις πλάκες των πεζοδρομίων,
ανέβηκαν στον ουρανό,
βάφοντας το έμμηνο χρώμα στην κουνουπιέρα του ήλιου
και σκορπίζοντας τα φτερά των περιστεριών,
που επέπλεαν τυφλωμένα
σ’ αφύσικα χαμηλά πτήσεις,
ώσπου ζαλίζονταν από την παραφορά τους
κι έπεφταν στα κεφάλια των ανθρώπων
σαν σήμαντρα του τέλους
μιας προαιώνιας ενοχής
που τώρα ξεπλυνόταν
απ’ το ολότελα διαφανές υγρό
της χαριστικής κολυμπήθρας

*
τρώνε απαγορευμένα κουκουνάρια αυτοί οι άνθρωποι,
φορούν σόλες από ουρές σκορπιών,
δεν τους νοιάζει αν βγάλουν εμετούς από τις λέξεις
ή μήπως δηλητηριαστούν από τα ούλα τους
καθώς φιλιούνται:
πειραματίζονται,
δε λιμνάζουν,
προχωρούν κατουρώντας τα καπέλα τους,
δε βαλτώνουν,
κι αν γεννήσουν τέρατα,
το ξέρουν κιόλας,
θα 'ναι τουλάχιστον ελεύθερα

*
ένα χωριό ταμπουρωμένο στο μακραίωνο καβούκι της μοναξιάς του,
έτσι που δεν έμεινε ούτε μια γυναίκα παστρικιά απ’ το σπέρμα του αδερφού της,
και τα λειψά ομοιώματα ξεπετάχτηκαν από τις μήτρες,
τραγουδώντας ακατάληπτες κατάρες,
εμβολίζοντας τα σύνορα με τρεχαλητά ηλιθίων,
υποτάσσοντας τα χωριά με τη νυχθημερόν ακατάπαυστη τρέλα τους
και σκορπίζοντας τον χαρτοπόλεμο της εκδικητικής τους παραζάλης,
ώσπου οι άνθρωποι δεν μπορούσαν πια να τους ακούν,
μελανιασμένοι απ’ τα χτυπήματα των πολύκλωνων χεριών τους,
ώσπου οι άνθρωποι φοβούνταν μη μπουν και στον ύπνο τους
τα έξι δάχτυλα της αιμομιξίας
που αυγάτιζαν κάθε μέρα και τους έπαιρναν τη μπουκιά απ’ το στόμα
πασπατεύοντας τις γυναίκες τους και μαθαίνοντας πολεμικά παιχνίδια στα παιδιά τους,
ώσπου οι άνθρωποι τούς παρέδωσαν τα κλειδιά του κόσμου
κι υποταγμένοι ξεκίνησαν
περιφέροντας τις σκιές τους,
σιωπηλές συμφορές τους,
ελπίζοντας,
μονάχοι,
κρυμμένοι,
στο προσφυγικό δάσος των ανθρώπων

Ποιήματα από την ομότιτλη ανέκδοτη ποιητική ενότητα







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου