Ειρήνη Πουλιάση, γύψος, 2014
Τίγρη, τίγρη, που καις λαμπρά στα
δάση της νύκτας.
Ποιό αθάνατο χέρι ή μάτι σχεδίασε
την τρομερή σου συμμετρία;
Σε τι απύθμενα βάθη ή μακρινούς ουρανούς
έκαιγε η φωτιά των ματιών σου;
Σε τι φτερά ήθελε Εκείνος να πετάξει;
Ποιό χέρι τόλμησε να πιάσει τη φωτιά σου;
Ποιό το στέρνο και ποια η τέχνη
ν’ ανοίξει θα μπορούσε την ενέργεια της καρδιάς σου;
Κι όταν η καρδιά σου άρχισε να χτυπά,
ποιό φοβερό χέρι; και ποιό φοβερό πόδι;
Ποιό σφυρί, ποιά αλυσίδα,
Σε ποιό καμίνι ήταν το μυαλό σου;
Σε ποιό
θα τολμούσε να πνίξει τους θανάσιμους φόβους του;
Όταν τα άστρα έριχναν κάτω στη γη
τα φωτεινά τους ξίφη και έβρεχαν
τους ουρανούς με τα δάκρυά τους,
Χαμογελούσε Εκείνος, που έβλεπε το έργο του;
Εκείνος που έκανε το πρόβατο, έκανε κι εσένα;
Τίγρη, τίγρη, που καις λαμπρά στα δάση της νύκτας
Ποιό αθάνατο χέρι ή μάτι σχεδίασε
την τρομερή σου συμμετρία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου