Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Ο ΔΗΜΙΟΣ-Maurice Ogden

δημιος




Βρήκα αυτό το ποίημα, του Maurice Ogden, το οποίο δεν το βρίσκω σε κανένα βιβλίο και δεν βρήκα πουθενά μετάφραση.

Οι λίγες πηγές που υπάρχουν για το ποίημα και το συγγραφέα αναφέρουν ότι μάλλον είναι κριτική κατά του μακαρθισμού. Εγώ νομίζω όμως ότι είναι πολύ επίκαιρο για την σημερινή Ελλάδα.

Αποφάσισα λοιπόν να το μεταφράσω...





Ο ΔΗΜΙΟΣ

ΣΤΡΟΦΗ1

Ήρθε στην πόλη μας ο Δημιος,με μυρωδιά από φλόγες και αίμα. Και με άλλον αέρα περπατούσε τους δρόμους μας. Και έκτισε την κρεμάλα του στην αυλή του δικαστηρίου.

Το πλαίσιο στήθηκε στην άκρη του δικαστηρίου, πλατύ  όσο μια πόρτα, και ψηλό όσο, ή λίγο παραπάνω, από το κασωμα της πύλης του.

Και αναρωτηθήκαμε, όποτε είχαμε χρόνο, ποιος ο εγκληματίας, ποιο το έγκλημα, το oποίο ο δήμιος θα έκρινε με το συστρεμμένο κίτρινο κανναβένιο σχοινί, στην πολυάσχολη παλάμη του.

Και όπως ήμασταν έτσι αθώοι, με τρόμο περνούσαμε μπροστά από τα μολυβένια μάτια του, ώσπου ένας από μας φώναξε: “Δήμιε, ποιος είναι αυτός για τον οποίο σηκώνεις την κρεμάλα.”

Τότε μια σπίθα ανδρώθηκε στα μολυβένια μάτια του, και έναν γρίφο μας έδωσε αντί για ν’ απαντήσει: “Όποιος με υπηρετήσει καλυτέρα,” μας είπε, “Θ’ ανταμειφθεί με της κρεμάλας το σχοινί”

Και κατέβηκε κάτω, και άπλωσε το χέρι του σε έναν άνδρα που ήρθε από ξένη γη και ανασάναμε τότε και πάλι, διότι του άλλου ο πόνος στα χεριά του Δημίου, για μας ήταν ανακούφιση.

Και της κρεμάλας του το πλαίσιο, στον κήπο του δικαστηρίου, ώσπου να βγει ο ήλιος αύριο, θα είχε ξεστηθεί και φύγει. Όποτε του κάναμε χώρο, και κανένας μας δεν άρθρωσε λέξη, με σεβασμό για του δημίου την κάπα.

ΣΤΡΟΦΗ 2

Της αυριανής ο ήλιος κοίταξε μειλίχια τις σκεπές και τις οδούς της ήσυχής μας πόλης και την ακούνητη και μαύρη μες’ στον πρωινό αέρα, κρεμάλα στην πλατεία του δικαστηρίου.

Και ο Δήμιος έστεκε, με τη γνωστή του στάση, και το κίτρινο κανναβένιο σχοινί στο πολυάσχολο του χέρι, με τα μολυβένια του μάτια και το σαγόνι του σα λόγχη, και με τον αέρα του γνώστη του μεθοδικού.

Και φωνάξαμε: “Δήμιε, δεν ξεμπέρδεψες, χθες, με τον ξένο;” Και τότε σωπάσαμε και σταθήκαμε σαστισμένοι: “Ω, μα δεν ήταν γι αυτόν η κρεμάλα.”

Και του φυγε ένα γέλιο και μας κοίταξε και είπε: “Μα πιστέψατε ότι θα έμπαινα σε όλο αυτό τον κόπο για να κρεμάσω έναν άνθρωπο; Το έκανα μόνο για να τεντώσω το σχοινί μου, γιατί είναι καινούριο.”

Και κάποιος φώναξε, “Φονιά!” Κάποιος φώναξε “Ντροπή!” Κι ανάμεσά μας ο Δήμιος ήρθε και προχώρησε προς το μέρος του. “Θαρρείτε μήπως,” είπε αυτός, “πως γι’ αυτόν στέκει η κρεμάλα;”

Και άπλωσε το χέρι του στο μπράτσο του άντρα αυτού, και από τον φόβο οπισθοχωρήσαμε εμείς, και του κάναμε και δρόμο να περάσει, και κανένας μας δεν όρθωσε λέξη, με φόβο για του δημίου την κάπα.

Τη νύχτα εκείνη, είδαμε με έκπληξη τρομερή, ότι του Δημίου η κρεμάλα τράνεψε σε μέγεθος. Ταϊσμένο από το αίμα κάτω από το αυλάκι της, το ξύλο είχε πιάσει ρίζα.

Και ήταν τώρα όσο πλατιά, η και λίγο παραπάνω, από τα σκαλιά που οδηγούν στου δικαστηρίου την πύλη, ψηλή όσο η επιγραφή, ή σχεδόν τόσο έστω, που βρισκόταν πάνω από του δικαστηρίου τον τοίχο.

ΣΤΡΟΦΗ 3

Και ο τρίτος που πήρε – το ακούσαμε όλοι να το λένε – ήταν τοκογλύφος και άπιστος μαζί, και: «Τι δα,” είπε ο Δήμιος, “δουλειές έχετε ‘σεις μ αυτόν που πάει για κρέμασμα, και είναι και Οβριός;”

Και φωνάξαμε εμείς: “Μήπως είναι αυτός εδώ αυτός που καλά και πιστά σε υπηρέτησε;” Χαμογέλασε ο Δήμιος: “Είναι ένα σχέδιο πανούργο, να δοκιμάσω θέλω, αν της κρεμάλας το δοκάρι το βάρος αντέχει”

Του τέταρτου του άνδρα το τραγούδι, σκοτεινό και με κατηγορία, έγδερνε σκληρά και για πολύ από πάνω μας κάθε παρηγοριά, και “Τι σας νοιάζει,” o Δήμιος μας ανταπάντησε, “Τι έγνοια έχετε ‘σεις για τους καταδικασμένους συνάμα και μαύρους;”

Ο πέμπτος. Ο έκτος. Και πάλι φωνάξαμε εμείς: “Δήμιε, Δήμιε, μήπως είναι αυτός;” “Κόλπο είναι,” μας είπε, “που σκαρώνουν οι δήμιοι για να ρυθμίσουμε της κρεμάλας το σκαλί αν αυτό αργεί να πέσει’

Και σωπάσαμε, και δεν ρωτούσαμε άλλο, καθώς ο Δήμιος συνέχισε να προσθέτει το ‘ματωβαμένο του λογαριασμό, και μέρα με μέρα, νύχτα με νύχτα, τερατωδώς μεγάλωνε η κρεμάλα.

Οι πτέρυγες της άνοιξαν πλατιά, και κάλυψαν απ’ άκρη σ’ άκρη την πλατεία; και το θηριώδες της δοκάρι, κάτω σε μας κοιτούσε, και τη σκιά του έριχνε καταμεσής της πόλης.

ΣΤΡΟΦΗ 4

Και τότε μέσα στην πόλη ο Δήμιος ήρθε, και στους άδειους δρόμους φώναξε τ’ όνομα μου – και εγώ κοίταξα την κρεμάλα, τη θεριεμένα ψηλή, και σκέφτηκα: “Άλλος κανένας για κρέμασμα δεν έμεινε, και με ζητά την κρεμάλα για να ξεστήσουμε.” Και βγήκα έξω ελπίδα γεμάτος στου Δημίου το δέντρο και του Δημίου το σχοινί.

Μου χαμογέλασε καθώς διάβηκα προς του δικαστηρίου την πλατεία, περπατώντας στην βουβή πόλη, και λυγερό και τεντωμένο ήταν στο πολυάσχολο χέρι του το κίτρινο κανναβένιο σχοινί.

Και σφύριζε το σκοπό του καθώς δοκίμασε το σκαλί, που πετάχτηκε κάτω πρόθυμα και με κρότο – και τότε με ένα χαμόγελο γεμάτο αποτρόπαια διαταγή, το χέρι του στο χέρι μου ακούμπησε’

“Με ξεγέλασες, Δήμιε!” Φώναξα τότε. “Ότι και καλά η κρεμάλα σου για άλλους είχε γίνει. Και βοηθό σου πιστό τελικά δε μ είχες,” έκραξα, “Μου είπες ψέματα, Δήμιε, αποτρόπαια ψεύδεσαι!”

Τότε μια σπίθα ανδρώθηκε στα μολυβένια μάτια: “Σου είπα ψέματα; Σε εξαπάτησα;” είπε, “Εγώ ποτέ. Ανδρείκια σου απάντησα και αληθινά: Για σένα και κανέναν άλλον σηκώθηκε η κρεμάλα.

“Γιατί ποιος άλλος πιο πιστά με υπηρέτησε από σένα, και την κιότική σου ελπίδα;” είπε, “Και που είναι όλοι οι άλλοι που πλάι σου μπορεί να βρίσκονταν, για το κοινό καλό;”

“Νεκροί,” ψιθύρισα εγώ και φιλικά “Δολοφονημένοι,” o Δήμιος μου είπε και με διόρθωσε; “Πρώτα ο ξένος, μετά ο Οβριός… και τίποτα εγώ δεν έκανα που δε με άφησες εσύ να κάνω.”

Κάνεις πιο μόνος από μένα, δεν στάθηκε ποτέ κάτω από το δοκάρι που σκέπαζε τον ουρανό – και ο Δήμιος τη θηλειά μου πέρασε, και καμία φωνή, για μένα, δεν φώναξε ‘Στάσου’ στην αδειανή πλατεία.

 http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=_ZSS3yxpnFU

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου