-«Αισθανόμουν
σαν εκατομμυριούχος… Ήμουν ο πιο ευτυχής άνθρωπος στον κόσμο. Μετά πήγα
στη Γερμανία. Το Βερολίνο έλαμπε εκείνη την εποχή, ήταν το πιο ζωντανό
μέρος της Ευρώπης. Σπούδασα χορό και έγινα πρώτος χορευτής στο
Σάλτσμπουργκ. Το 1932 έφτασα στο Παρίσι και έγινα ο πρώτος χορευτής στο
μπαλέτο του Μόντε Κάρλο. Γνώρισα μεγάλους καλλιτέχνες, όλοι ήθελαν να
ποζάρω γι’ αυτούς… Στις Ηνωμένες Πολιτείες, πήγα τον καιρό της μεγάλης
κρίσης, 1935. Ήταν αριστούργημα. Έξω βλέπατε μόνο εκατομμυριούχους, ο
λαός είχε χαθεί εντελώς. Είναι αρκετά ευγενής ο λαός, ώστε να μην κάνει
ούτε θόρυβο ούτε τίποτα.»
-«Τι συνέβη και εγκαταλείψατε το χορό;»
-«Η ζωή με τους χορευτές είναι το χειρότερο πράγμα. Πολύ λίγες φορές
έχουν ανατροφή. Έτσι το 1944 χόρεψα για τελευταία φορά. Ως τότε, ποτέ
δεν είχα πάψει να αγοράζω έργα τέχνης, κοσμήματα, πίνακες, γούνες,
ταπισερί. Μου άρεσαν πολύ τα παλιά πράγματα. Αλλά ένας πίνακας του Ντε
Κίρικο μ’ έκανε το 1931 να ανακαλύψω τη μοντέρνα τέχνη, αυτή που πήγαινε στο σουρεαλισμό, αυτή που λατρεύω πάντα.»
-«Κι αποφασίσατε να ανοίξετε γκαλερί;»
-«Μια φίλη μου, η πριγκίπισσα Ρούσπολι, με σύστησε στη Ελίζαμπεθ Άρντεν
και προσλήφθηκα ως υπεύθυνος για τα μπουκάλια, τα κουτιά της πούδρας
κτλ. με 100.000 δολάρια το χρόνο. Ένα μήνα έμεινα εκεί. Η δουλειά μου
φάνηκε φρικιαστική, και, με την προτροπή της πριγκίπισσας Ρούσπολι και
πάλι με δέκα δολάρια στην τσέπη, τα τελευταία μου, άνοιξα την γκαλερί
στους 55 δρόμους στον αριθμό 23, στη Νέα Υόρκη. Εκείνη έβαλε το όνομά
της κι εγώ τη δουλειά μου. Παρουσίασα για πρώτη φορά Shagal, Miro, Μax
Ernst. Η πρεμιέρα ήταν ένα θρίαμβος. Οι Ρολς Ρόις παρέλαυναν μπροστά στη
γκαλερί μου, κι εγώ από χορευτής έγινα γκαλερίστας. Μετά ακολούθησαν κι
άλλοι. Ο Μagritte, ο Brauner… Έφερα τους κυβιστές στην Αμερική, μετά
τους φοβ, φυσικά. Ύστερα έκανα την πρώτη έκθεση του Andy Warhol,
παρουσίασα τον Cornell, τον Duchamp, τον Stevenson, και μετά ήρθε η
σειρά των Γάλλων –Yves Klein, Niki de Saint Phalle, Riis, Jean Pierre
Reno.»
Αλέξανδρος Ιόλας
1983
Αγία Παρασκευή Αττικής
-«Αισθανόμουν
σαν εκατομμυριούχος… Ήμουν ο πιο ευτυχής άνθρωπος στον κόσμο. Μετά πήγα
στη Γερμανία. Το Βερολίνο έλαμπε εκείνη την εποχή, ήταν το πιο ζωντανό
μέρος της Ευρώπης. Σπούδασα χορό και έγινα πρώτος χορευτής στο
Σάλτσμπουργκ. Το 1932 έφτασα στο Παρίσι και έγινα ο πρώτος χορευτής στο
μπαλέτο του Μόντε Κάρλο. Γνώρισα μεγάλους καλλιτέχνες, όλοι ήθελαν να
ποζάρω γι’ αυτούς… Στις Ηνωμένες Πολιτείες, πήγα τον καιρό της μεγάλης
κρίσης, 1935. Ήταν αριστούργημα. Έξω βλέπατε μόνο εκατομμυριούχους, ο
λαός είχε χαθεί εντελώς. Είναι αρκετά ευγενής ο λαός, ώστε να μην κάνει
ούτε θόρυβο ούτε τίποτα.»
-«Τι συνέβη και εγκαταλείψατε το χορό;»
-«Η ζωή με τους χορευτές είναι το χειρότερο πράγμα. Πολύ λίγες φορές έχουν ανατροφή. Έτσι το 1944 χόρεψα για τελευταία φορά. Ως τότε, ποτέ δεν είχα πάψει να αγοράζω έργα τέχνης, κοσμήματα, πίνακες, γούνες, ταπισερί. Μου άρεσαν πολύ τα παλιά πράγματα. Αλλά ένας πίνακας του Ντε Κίρικο μ’ έκανε το 1931 να ανακαλύψω τη μοντέρνα τέχνη, αυτή που πήγαινε στο σουρεαλισμό, αυτή που λατρεύω πάντα.»
-«Κι αποφασίσατε να ανοίξετε γκαλερί;»
-«Μια φίλη μου, η πριγκίπισσα Ρούσπολι, με σύστησε στη Ελίζαμπεθ Άρντεν και προσλήφθηκα ως υπεύθυνος για τα μπουκάλια, τα κουτιά της πούδρας κτλ. με 100.000 δολάρια το χρόνο. Ένα μήνα έμεινα εκεί. Η δουλειά μου φάνηκε φρικιαστική, και, με την προτροπή της πριγκίπισσας Ρούσπολι και πάλι με δέκα δολάρια στην τσέπη, τα τελευταία μου, άνοιξα την γκαλερί στους 55 δρόμους στον αριθμό 23, στη Νέα Υόρκη. Εκείνη έβαλε το όνομά της κι εγώ τη δουλειά μου. Παρουσίασα για πρώτη φορά Shagal, Miro, Μax Ernst. Η πρεμιέρα ήταν ένα θρίαμβος. Οι Ρολς Ρόις παρέλαυναν μπροστά στη γκαλερί μου, κι εγώ από χορευτής έγινα γκαλερίστας. Μετά ακολούθησαν κι άλλοι. Ο Μagritte, ο Brauner… Έφερα τους κυβιστές στην Αμερική, μετά τους φοβ, φυσικά. Ύστερα έκανα την πρώτη έκθεση του Andy Warhol, παρουσίασα τον Cornell, τον Duchamp, τον Stevenson, και μετά ήρθε η σειρά των Γάλλων –Yves Klein, Niki de Saint Phalle, Riis, Jean Pierre Reno.»
Αλέξανδρος Ιόλας
1983
Αγία Παρασκευή Αττικής
-«Τι συνέβη και εγκαταλείψατε το χορό;»
-«Η ζωή με τους χορευτές είναι το χειρότερο πράγμα. Πολύ λίγες φορές έχουν ανατροφή. Έτσι το 1944 χόρεψα για τελευταία φορά. Ως τότε, ποτέ δεν είχα πάψει να αγοράζω έργα τέχνης, κοσμήματα, πίνακες, γούνες, ταπισερί. Μου άρεσαν πολύ τα παλιά πράγματα. Αλλά ένας πίνακας του Ντε Κίρικο μ’ έκανε το 1931 να ανακαλύψω τη μοντέρνα τέχνη, αυτή που πήγαινε στο σουρεαλισμό, αυτή που λατρεύω πάντα.»
-«Κι αποφασίσατε να ανοίξετε γκαλερί;»
-«Μια φίλη μου, η πριγκίπισσα Ρούσπολι, με σύστησε στη Ελίζαμπεθ Άρντεν και προσλήφθηκα ως υπεύθυνος για τα μπουκάλια, τα κουτιά της πούδρας κτλ. με 100.000 δολάρια το χρόνο. Ένα μήνα έμεινα εκεί. Η δουλειά μου φάνηκε φρικιαστική, και, με την προτροπή της πριγκίπισσας Ρούσπολι και πάλι με δέκα δολάρια στην τσέπη, τα τελευταία μου, άνοιξα την γκαλερί στους 55 δρόμους στον αριθμό 23, στη Νέα Υόρκη. Εκείνη έβαλε το όνομά της κι εγώ τη δουλειά μου. Παρουσίασα για πρώτη φορά Shagal, Miro, Μax Ernst. Η πρεμιέρα ήταν ένα θρίαμβος. Οι Ρολς Ρόις παρέλαυναν μπροστά στη γκαλερί μου, κι εγώ από χορευτής έγινα γκαλερίστας. Μετά ακολούθησαν κι άλλοι. Ο Μagritte, ο Brauner… Έφερα τους κυβιστές στην Αμερική, μετά τους φοβ, φυσικά. Ύστερα έκανα την πρώτη έκθεση του Andy Warhol, παρουσίασα τον Cornell, τον Duchamp, τον Stevenson, και μετά ήρθε η σειρά των Γάλλων –Yves Klein, Niki de Saint Phalle, Riis, Jean Pierre Reno.»
Αλέξανδρος Ιόλας
1983
Αγία Παρασκευή Αττικής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου