Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

RED THYM-ΑΣΕ " ΗΤΤΕΣ εις την ν" η τεκμηρίωση της ομάδας Red thyme για την έκθεση "θυμάσαι" στην beton 7


    a                          

Τίτλος  έργου:      ΗΤΤΕΣν
 RED THYM-ΑΣΕ

ΣΗΜΑ-ΜΝΗΜΑ  ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ ΣΤΑ ΙΣΠΑΝΟΓΑΛΛΙΚΑ ΣΥΝΟΡΑ


"Τα απολιθωμένα στοιχεία, τα παγωμένα ή αχρηστευμένα της κουλτούρας, κάθε πολιτισμικό φαινόμενο που έχει απωλέσει τη ζωή και τη ζεστασιά του, τον γοήτευαν όπως ακριβώς ένας συλλέκτης έλκεται από ένα απολίθωμα ή ένα βότανο διατηρημένο σ' ένα βοτανολόγιο. Αυτό που τον ενδιέφερε, δεν ήταν μόνο να ξυπνήσει την απολιθωμένη ζωή - όπως μέσα στην αλληγορία - αλλά επίσης να θεωρήσει τα ζωντανά πράγματα σαν αυτά να ανήκαν σ' ένα μακρινό παρελθόν, σαν πρωτόγονη ιστορία, έτσι ώστε να αποκαλύπτουν εξ αίφνης τη σημασία τους...(Adorno για Benjamin)





“Η παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει ότι η “κατάσταση έκτακτης ανάγκης” που ζούμε τώρα δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Πρέπει να κατορθώσουμε να συλλάβουμε την ιστορία έχοντα αυτή την επίγνωση. Τότε θα διαπιστώσουμε καθαρά ότι η αποστολής μας είναι να δημιουργήσουμε μια πραγματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης και έτσι θα βελτιωθεί η θέση μας στον αγώνα κατά του φασισμού. Ένα λόγος που ο φασισμός έχει μια ευκαιρία είναι γιατί, στο όνομα της προόδου, αντιμετωπίζεται από τους αντιπάλους του σαν ιστορικό μέτρο. Η έκπληξη για το πως τα πράγματα που ζούμε είναι “ακόμα” και στον εικοστό αιώνα δυνατά, δεν είναι φιλοσοφική. Δεν είναι η απαρχή μιας γνώσης – εκτός κι αν πρόκειται για τη γνώση πως η αντίληψη της ιστορίας από την οποία κατάγεται δεν ευσταθεί. ( Βάλτερ Μπένγιαμιν, Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας”)

- "Φετιχισμός του εμπορεύματος" (αγγλ. Commodity Fetishism). Έννοια του μαρξισμού*, που υιοθετήθηκε και από άλλα ρεύματα της φιλοσοφίας* και της κοινωνικής θεωρίας. Υποδηλώνει το γεγονός της κυριαρχίας των πραγμάτων-προϊόντων της εργασίας* πάνω στους ανθρώπους και την απόδοση σε αυτά υπερφυσικών - μυστηριωδών ιδιοτήτων, λόγω της πραγμοποίησης των ανθρώπων* και των κοινωνικών σχέσεων και της προσωποποίησης των πραγμάτων, σε συνθήκες κυριαρχίας των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων (κεφαλαιοκρατία*). Σε αυτές τις συνθήκες, η αμεσότητα του κάθε πράγματος (εμπορεύματος) προβάλλει, κατά τον Μαρξ*, ως "αισθητή υπεραισθητή", ως ουσιώδης αμεσότητα, η ουσία εκλαμβάνεται ως άμεσα υφιστάμενη και όχι ως υπάρχουσα μέσω της εσωτερικής ενότητας αυτών των πραγμάτων, μέσω της κοινής γενεσιουργού υπόστασης* τους (της εργασίας*).
Έτσι η ουσία του πράγματος εκλαμβάνεται ως κάτι το εντελώς αυτοτελές και ανάγεται στις φυσικές ιδιότητες του, δηλαδή κοινωνικού-πολιτισμικού χαρακτήρα λειτουργίες εκλαμβάνονται ως φυσικές ιδιότητες του πράγματος (π.χ. η ταύτιση της αξίας του χρυσού με τις φυσικές του ιδιότητες, είτε η αναγωγή της ουσίας και της προσωπικότητας* του ανθρώπου στη διάπλαση και στην κληρονομικότητα του κ.λπ.).

Η αστική τάξη καταστρέφει τους παλιούς μύθους των προκαπιταλιστικών σχηματισμών, απομαγικοποιεί τα πράγματα από την αίγλη της μοναδικότητάς τους, παραλύει τη φαντασία, καλλιεργώντας τη λήθη και ταυτόχρονα ενεργοποιεί καινούριες μυθικές δυνάμεις: την ψευδαίσθηση της ευτυχίας μέσω της κατανάλωσης, την αγοραία εικόνα της επιτυχίας και της κουλτούρας, την ναρκισσιστική αυταπάτη στην απόκτηση αγαθών, ως φανταχτερών εμβλημάτων.

Ο Μπένγιαμιν στα μοτίβα του για τον Μπωντλαίρ, περιγράφει έξοχα την οπτική αυτή ψευδαίσθηση και απάτη που ξεγελά τις αισθήσεις, ναρκώνει τη λογική της μνήμης και καθιστά τα εμπορεύματα αντικείμενα λατρείας, εισάγοντας την αλληγορική έννοια της φαντασμαγορίας: «αν στη μπαρόκ αλληγορία η υποτίμηση της φύσης πηγάζει από την αντιπαράθεση του χριστιανισμού με την παγανιστική αρχαιότητα, στον 19ο αιώνα η υποτίμηση της «νέας φύσης» πηγάζει από την ίδια την παραγωγική διαδικασία…Τα εμπορεύματα συνδέονται με την τιμή τους στην αγορά εξίσου αυθαίρετα όσο τα πράγματα συνδέονται με τις σημασίες τους μέσα στην εμβληματική του μπαρόκ. Τα εμβλήματα επανέρχονται ως εμπορεύματα. Η αφηρημένη και αυθαίρετη σημασία τους είναι η τιμή τους».(15) Η φαντασμαγορία των μεγάλων μητροπόλεων, με την ανελέητη πρόκληση των αισθήσεων και υπό το πρίσμα της αλλοτρίωσης της εργασίας και της ιδεολογίας του κυνικού ατομικισμού, στερεί τα αγαθά από την αύρα τους, καθιστά φετιχιστική την πρόσληψή τους, καταστρέφει την δυνατότητα της συλλογικής εμπειρίας στην απόλαυσή τους: «Είναι αυτό ακριβώς που φτωχαίνει με την ανάπτυξη του καπιταλισμού για να αντικατασταθεί από το βίωμα σοκ (…), το αισθητηριακό ερέθισμα που μας παρακεντά αποξενωμένο από την πηγή του…». (16)

Ο Μπένγιαμιν εξηγεί παραπέρα τι εννοεί με τον όρο διαλεκτική εν στάσει (την οποία ρητά συνδέει με τον Χέγκελ) και σύλληψη της διαλεκτικής εικόνας: «Η ακινητοποίηση των σκέψεων, όσο και η κίνησή τους, αποτελεί μέρος της σκέψης. Όταν η σκέψη ακινητοποιείται σ’ ένα αστερισμό κορεσμένο από εντάσεις, εμφανίζεται η διαλεκτική εικόνα. Είναι η τομή στην κίνηση της σκέψης. Η θέση της φυσικά δεν είναι αυθαίρετη. Πρέπει, με μια κουβέντα, να την ψάξεις εκεί που η ένταση ανάμεσα στα διαλεκτικά αντίθετα είναι η πιο μεγάλη. Το αντικείμενο το ίδιο που οικοδομείται στην υλιστική παράσταση της ιστορίας είναι λοιπόν η διαλεκτική εικόνα. Αυτή είναι σε ταυτότητα με το ιστορικό αντικείμενο. Δικαιώνει το γεγονός ότι αποσπάστηκε με μια έκρηξη από το συνεχές της πορείας της ιστορίας». Μόνο αυτές οι διαλεκτικές εικόνες είναι αυθεντικές, όχι αρχαϊκές, όχι μυθικές, ιστορικές.


Για την παρουσία πνεύματος και  τη διαλεκτική».

Ο Μπένγιαμιν εξηγεί ότι «η παρουσία πνεύματος» δεν σημαίνει ένα παρόν προσδιορισμένο από το πνεύμα αλλά το πνεύμα που δραστηριοποιείται μέσα στο παρόν, την παρουσία του Τώρα (Jetztzeit). Η παρουσία πνεύματος είναι η αφύπνιση, η επαναστατική συνειδητοποίηση που οδηγεί «πέρα από το πεδίο της σκέψης» στην επαναστατική πολιτική και πράξη. Γι’αυτό και είναι αλληλένδετη με την υλιστική διαλεκτική, μέσα στην οποία ανακεφαλαιώνονται και περιέχονται όλες οι στιγμές της διαδικασίας της γνώσης, που εξετάσαμε στο απόσπασμα του Passagenwerk.

«Πρέπει να θεμελιώσουμε τη σχέση ανάμεσα στην παρουσία πνεύματος και τη μέθοδο του διαλεκτικού υλισμού. Δεν είναι απλώς ότι θα μπορούμε πάντα να κάνουμε καθαρό ένα διαλεκτικό προτσές μέσα στην παρουσία πνεύματος που θεωρείται ως μία από τις ανώτερες μορφές της επαρκούς συμπεριφοράς. Αυτό που είναι πολύ πιο αποφασιστικό είναι το ότι ο διαλεκτικός δεν μπορεί να θεωρεί την ιστορία αλλιώς παρά σαν ένα αστερισμό κινδύνων που είναι πάντα έτοιμος ν’απομακρύνει στο μέτρο που παρακολουθεί την ανάπτυξή τους μέσα στη σκέψη του». Ο διαλεκτικός υλιστής ζει πάντα την ιστορία ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης και όχι, όπως ο ρεφορμιστής, σαν να ήταν αιωνίως σ’ έναν προθάλαμο αναμονής μιας μελλοντικής «επαναστατικής κατάστασης» που δεν τη βλέπει (και δεν θέλει) να έρχεται ποτέ. Για τον διαλεκτικό υλιστή, τον επαναστάτη μαρξιστή, «κάθε δευτερόλεπτό του αποτελεί τη μικρή πύλη απ΄ όπου μπορεί να εμφανιστεί ο Μεσσίας». Κάθε στιγμή, σε ευνοϊκές και σε δυσμενείς συνθήκες, σε αμπώτιδες και σε πλημμυρίδες της επανάστασης, δουλεύει γι΄ αυτήν, ολόψυχα, αναζητώντας θεωρητικά και πρακτικά την ενυπάρχουσα επαναστατική δυνατότητα. Αρνείται τον συλλογικό ύπνο, μένοντας εν εγρηγόρσει, σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, φύλακας στο φάρο της διαλεκτικής μπροστά στον φουρτουνιασμένο ωκεανό της ιστορίας.













ΤΟ ΝΑ ΧΑΘΕΙΣ ΣΕ ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΑΠΑΙΤΕΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ-(ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ)
3η Μπιενάλε της Αθήνας 2011
ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ
23 Οκτωβρίου – 11 Δεκεμβρίου
Η 3η Μπιενάλε της Αθήνας 2011 ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ έχει σχεδιαστεί ως το τελευταίο μέρος της τριλογίας που ξεκίνησε με την έκθεση DESTROY ATHENS 2007 και συνεχίστηκε με την έκθεση HEAVEN 2009. Ο ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ εμπνέεται από τη ζωή και το έργο του Walter Benjamin και από το ομώνυμο βιβλίο του «Μονόδρομος» (1928). Την έκθεση έχουν επιμεληθεί ο Nicolas Bourriaud και οι Χ&Υ (Ξένια Καλπακτσόγλου και Poka-Yio, συνιδρυτές της Μπιενάλε της Αθήνας). Πρόκειται για μια αφήγηση που εκτυλίσσεται σε μια σειρά από ιστορικά κτίρια της Αθήνας και συνιστά έναν φανταστικό διάλογο μεταξύ του Μικρού Πρίγκιπα και του Walter Benjamin. Καθώς ο διανοούμενος αποχωρεί ηττημένος μπροστά στον ζόφο της σημερινής πραγματικότητας, ο Μικρός Πρίγκιπας θέτει συνεχώς ερωτήματα με την αφοπλιστική αθωότητα

Τίτλος  έργου:      ΗΤΤΕΣν



.



















Η μουσική είναι ένα ταξίδι  στον απροσδιόριστο χρόνο, στον απροσδιόριστο τόπο. Ενυπάρχει παντού και πάντα καταλύοντας την αύρα του έργου και παίζοντας το παιχνίδι της αναπαραγωγικότητας προσεγγίζει τις μάζες και γίνεται σύμμαχος στις όποιες ενοράσεις του.    
Στέκεται μεταξύ ουρανού και γης, μεταξύ της ανθρώπινης αρχιτεκτονικής και της αρχιτεκτονικής της φύσης. Το σαξόφωνο γίνεται ο διαμεσολαβητής  και ο ήχος που παράγει είναι του κουδουνιού που χτυπά και ανοίγει την κλειστή πύλη των αναστολών και την προσχώρηση στην αναγκαιότητα  της ανατροπής.      

Αρχίζει η μουσική, και μένα τράνταγμα το παιδί ξεγλιστράει απ΄ τη  μητέρα. Στην αρχή φοβάται να την εγκαταλείψει. Μετά όμως νιώθει πόσο πιστό είναι. Σαν άρχοντας πιστός θρονιάζεται πάνω από έναν κόσμο που του ανήκει. (Μονόδρομος)

Ανάμεσα στις μουσικές που αναφέρονταν ως εκφυλισμένες ήταν η μουσική που συνέθεταν οι Εβραίοι, ατονική μουσική, μουσική με προφανή σεξουαλικότητα, και τη Jazz που είχε αφρικανική και αμερικανική καταγωγή. Το σαξόφωνο είχε απαγορευτεί στη ναζιστική Γερμανία. 
















Κοντοστάθηκε.Προσδιόρισε το σημείο.Τα σώματα κείτονταν σαν άψυχα.Ο θόρυβος  νανούριζε τα όνειρα.Αναρωτήθηκε: -Εγώ τι κάνω; Πέταξε τα περιττά και ξάπλωσε.

Το εσωτερικό της κατοικίας είναι το άσυλο που βρίσκει καταφύγιο η τέχνη.  Είναι ο χώρος της προσωπικής μας φαντασμαγορίας. Εκεί συνταιριάζουν απομακρυσμένοι τόποι και μνήμες του  παρελθόντος.  Ο συλλέκτης είναι ο πραγματικός κάτοικος του εσωτερικού. Δουλειά του είναι η εξιδανίκευση του αντικειμένου.  Σ΄αυτόν πέφτει το σισύφειο καθήκον να στερεί από τα πράγματα τον εμπορευματικό τους χαρακτήρα. Μπορεί να τους προσδώσει μονάχα την αξία που αναγνωρίζει ένας ειδήμονας και όχι αξία χρήσης.  Ο συλλέκτης ευχαριστιέται να ζωντανεύει έναν κόσμο όχι μόνο μακρινό και παρελθόντα, αλλά επίσης  καλύτερο-έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι, σίγουρα, δεν καλύπτουν τις ανάγκες τους περισσότερο απ΄ό,τι στον πραγματικό κόσμο, αλλά όπου τα πράγματα έχουν απελευθερωθεί από τη σκλαβιά του να είναι χρήσιμα.
Το εσωτερικό του διαμερίσματος δεν είναι απλώς το σύμπαν του ιδιωτεύοντος ατόμου. Είναι η θήκη του.  ( WALTER BENJAMIN: ΠΑΡΙΣΙ, ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ
(Σύνοψη του 1939)




















Ο  καμπουράκος  πρωταγωνιστής  του θεάτρου σκιών κινεί τα νήματα της αλληγορίας.     Μαγεύει  το βλέμμα του θεατή και προμηνύει  τη δημιουργία νέων ερειπίων . Ερειπίων ως  είδωλα στον καθρέφτη του παρελθόντος.   Προσπαθεί να αφυπνίσει  τους  εφησυχασμένους,  επιδεικνύοντας  τη συσσώρευση των σκοτεινών δυνάμεων που απειλούν να καλύψουν τον ουρανό της μνήμης και να αφανίσουν τις ήττες της εργατικής τάξης  για να στερήσουν το σύγχρονο άνθρωπο από  τη λάμψη του παρελθόντος.    



Ανασύνθεση του παρελθόντος δεν σημαίνει αναγνώρισή του «με τον τρόπο που υπήρξε πραγματικά». Σημαίνει το άρπαγμα μιας μνήμης καθώς αστράφτει σε μια στιγμή κινδύνου. (Προμήνυμα  κινδύνου)

Σαν πάω στην κουζίνα
Τη σουπίτσα μου να φτιάξω,
Να σου ένας καμπουράκος
Μου το’ σπασε το πιάτο.

Σαν πηγαίνω στο δωματιάκι
Τη σουπίτσα μου να φάω,
Να τος ο καμπουράκος
Μού ΄φαγε τη μισή.

Ω  αγαπημένο  μου παιδί, σε ικετεύω
Προσευχήσου για τον Μικρό  Καμπούρη.
( Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο)

Οποιον κοιτάει ο καμπουράκος , δεν έχει το νου του, δεν προσέχει ούτε τον εαυτό του ούτε τον καμπουράκο. Βρίσκεται ξάφνου συγχυσμένος μπροστά σε ένα βουνό συντρίμμια.  (Μονόδρομος).
  
Γνωρίζουμε τον θρύλο  για το αυτόματο που, σε μια παρτίδα σκάκι, είναι  ικανό να απαντά σε κάθε κίνηση του αντιπάλου του και να έχει εξασφαλισμένη τη νίκη στην παρτίδα. Μια κούκλα με τούρκικη φορεσιά και ναργιλέ στο χέρι κάθεται μπροστά απ΄τη σκακιέρα , που είναι τοποθετημένη σ΄ ένα τεράστιο  τραπέζι. Στην πραγματικότητα , έχει κρυφτεί μέσα της ‘ενας καμπούρης νάνος, δεξιοτέχνης στο σκάκι, ο οποίος κινεί τα νήματα, κατευθύνει  το χέρι της κούκλας. Μπορούμε να  φανταστούμε έναν πανομοιότυπο  μηχανισμό  στη φιλοσοφία. Πάντοτε θα κερδίζει η κούκλα που αποκαλούμε  <<ιστορικό  υλισμό>>. Μπορεί να αψηφά με τόλμη τον οποιονδήποτε αν πάρει στην υπηρεσία της τη θεολογία, η οποία σήμερα, όπως ξέρουμε, είναι μικρή το δέμας και άσχημη, και η οποία, στο εξής, δεν μπορεί πιά να κάνει την εμφάνισή της. (Θέση  Ι  -Προμήνυμα κινδύνου).













Το σκουριασμένο λυχνάρι της λήθης  περίμενε χρόνια   ώστε να επαναπροσδιοριστεί .  Το παρελθόν προβάλλεται στο παρόν  κι η λάμψη του  φωτίζει την ιστορική εκείνη στιγμή που τροφοδοτεί τους αγώνες του σήμερα.  Το χέρι γίνεται εξάρτημα ατμομηχανής   προσφέροντας  «γεύση νεωτερικότητας»   


Εχουμε λησμονήσει προ πολλού το τελετουργικό με το οποίο ανεγέρθηκε  το  σπίτι της ζωής μας. Όταν όμως πρόκειται να δεχτεί επίθεση και ήδη το πλήττουν οι βόμβες του εχθρού, τι ρημαγμένες, τι αλλόκοτες αρχαιότητες δεν φανερώνονται μες τα θεμέλια. Και  τι δεν έχει καταχωνιαστεί και θυσιαστεί με ξόρκια, τι ανατριχιαστική συλλογή σπάνιων αντικειμένων εκεί κάτω, όπου το πιο καθημερινό φυλάγεται στα πιο βαθιά   φρεάτια.
Μόνον αυτός  που θα μπορούσε να θεωρήσει το παρελθόν  του σαν αποκύημα  εξαναγκασμού  και ανάγκης, θα’  ταν σε θέση να το εκμεταλλευτεί στο έπακρο σε  οποιοδήποτε παρόν.
Βέβαια μόνον σε μια λυτρωμένη ανθρωπότητα ανήκει πλήρως το παρελθόν της.(Προμήνυμα κινδύνου).
Το να αρθρώνουμε ιστορικά το παρελθόν δεν σημαίνει να το γνωρίζουμε «έτσι όπως πραγματικά υπήρξε» αλλά, πολύ περισσότερο, να αποκτούμε μια ανάμνηση καθώς εκείνη αστράφτει σε μια στιγμή κινδύνου. (Προμήνυμα κινδύνου).   
.

















Ο συλλέκτης  γραμματοσήμων εμπλέκεται στη διαδικασία ταξινόμησής τους ανάλογα με τη χρονιά κυκλοφορίας τους  και το θέμα. Οι ήττες του παρελθόντος συλλέγονται υπό μορφή γραμματοσήμων και κοσμούν το βιβλίο του δρόμου-  τις κολώνες και τους τοίχους-, για να γεννήσουν και σε άλλους το ενδιαφέρον για να συμπεριληφθούν στην ομάδα των συλλεκτών  επικείμενης εξέγερσης.   


Ξέρουμε πως υπάρχουν συλλέκτες που ασχολούνται αποκλειστικά με γραμματόσημα σφραγισμένα, και σχεδόν θα μπορούσε κανείς να πιστέψει πως είναι οι μόνοι που ‘εχουν διεισδύσει στο μυστικό. Στέκονται στο απόκρυφο σημείο του γραμματοσήμου: στη σφραγίδα. Γιατί η σφραγίδα είναι η νυχτερινή τους όψη. (Μονόδρομος). 
Κάθε πέτρα που ‘εβρισκα, κάθε κομμένο λουλούδι και κάθε καρφιτσωμένη πεταλούδα, αντιπροσώπευε για μένα την απαρχή μιας συλλογής, και όλα όσα, γενικά, είχα στην κατοχή μου αποτελούσαν μια μοναδική συλλογή.  

Ετσι μου ερχόταν  να πάρω ψαλίδι και κόλλα και μετά από κοπιαστική εργασία, να κολλάω τέτοιες κουκλίτσες στους πυλώνες, πίσω από τα όπλα, ανάμεσα στους κίονες κι όπου αλλού μου άρεσε. Πλάσματα μιας χαρούμενης αυθαίρετης διάθεσης σαν της δικής μου ήταν εκεί, πάνω στο φως οι άνθρωποι. Ηταν Αιώνια Κυριακή γύρω τους, ή μόνο αιώνια επέτειος της μάχης του Σεντάν ;  
Και όταν έβρεχε, δεν χρειαζόταν να σταματήσω στις αφίσες με τις πενήντα εικόνες που ήταν κολλημένες πάνω στις δύο κολόνες-έμπαινα στο εσωτερικό και έβρισκα εκεί στα φιόρδ και τους κοκοφοίνικες το ίδιο φως που φώτιζε το αναλόγιό μου το βράδυ, ‘όταν ετοίμαζα τα σχολικά μου μαθήματα.
 (Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο)

















Περιφέρεται  στους αγχωμένους  δρόμους της  πόλης που οδηγούν στο πουθενά. Ψάχνει να βρει διέξοδο από το λαβύρινθο της σκέψης.   Τα κτίρια μοιάζουν με νεκρούς γίγαντες.  Τα θραύσματα του μυαλού  συναντιούνται  με τα θραύσματα της  εικόνας. Το ξέφωτο ξεπροβάλλει όταν συνειδητοποιεί την αλήθεια της υπόστασής  της. Αναγνωρίζει  την πραγματική της φύση και οδηγεί τα βήματά της  στο φυσικό της  περιβάλλον.


Το να μην μπορείς να προσανατολιστείς σε μια πόλη δεν σημαίνει και πολλά πράγματα. Το να χαθείς, όμως περιπλανώμενος σε μια πόλη όπως χάνεσαι σε ένα δάσος, απαιτεί εκπαίδευση. Στην περίπτωση αυτή , τα ονόματα των δρόμων μιλούν στους περιπλανώμενους τη γλώσσα των ξερών κλαδιών που τρίζουν, ενώ οι μικροί δρόμοι στο εσωτερικό της πόλης  αντανακλούν  τόσο καθαρά τις ώρες της ημέρας όσο και μια βουνοπλαγιά.(Τα παιδικά χρόνια στο  Βερολίνο.)
Η ανασφάλεια ακόμη και των κατοικημένων περιοχών καθιστά τον άνθρωπο της πόλης έρμαιο εκείνης της θολής και εξαιρετικά φρικιαστικής κατάστασης, όπου αναγκάζεται ν΄αποδεχτεί  τα εκτρώματα της  αστικής αρχιτεκτονικής μέσα στα δεινά της ερημωμένης υπαίθρου.
Μόνον αυτός που περπατά συνειδητοποιεί τη δύναμή του, κι αυτός ο ίδιος χώρος που για τον αεροπόρο δεν είναι παρά μια ξετυλιγμένη πεδιάδα, σε κάθε στροφή κάνει να ξεπροβάλλουν μακρινοί ορίζοντες, όμορφες σκοπιές, ξέφωτα, προοπτικές, έτσι όπως το κάλεσμα του διοικητή  βγάζει από την  παράταξη τους στρατιώτες.(Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο)

















Αδράξαμε τις  μικρές πυγολαμπίδες  για να μεταβούμε από το σκοτάδι της λήθης στο φως της αναμνημόνευσης.


Στα θεμέλια οι λάμψεις των εκρήξεων φωτίζουν ξεχασμένα αντικείμενα, όπως στα θεμέλια της ζωής βρίσκονται εμπειρίες  ξεχασμένες που παρ΄όλα αυτά την καθόρισαν.
Μια γειτονιά φοβερά μπερδεμένη, ένα οδικό δίκτυο που το απέφευγα χρόνια μου αποκαλύφθηκαν δια μιας  όταν μια μέρα εγκαταστάθηκε  εκεί  ένας  άνθρωπος που τον  αγαπούσα. Σαν να’ ταν στημένος στο παράθυρό του ένας προβολέας που τεμάχιζε την περιοχή  με δέσμες  φωτός.  
Όταν βρίσκεται κανείς στην έσχατη βαθμίδα, εκτεθειμμένος στα αιώνια βάσανα που του επιβάλλουν άλλα ανθρώπινα όντα, υποδαυλίζει σαν όνειρο απελευθέρωσης τη σκέψη ότι κάποιο ον θα έρθει, θα σταθεί σ΄ένα άπλετο φως και θα φέρει σ΄αυτόν την αλήθεια και τη δικαιοσύνη.  Δεν χρειάζεται κάν αυτή η σκέψη να παραχθεί από το δικό σας βίωμα, ούτε από βιώματα εκείνων που σας βασανίζουν μέχρι θανάτου. Ωστόσο  κάποια μέρα όλα αυτά θα έχουν αποκατασταθεί (…)  
Είναι  πικρό  να είναι κανείς παραγνωρισμένος και να πεθαίνει μέσα στη σκοτεινιά. Φωτίστε αυτή τη  σκοτεινιά,  αυτή  είναι η δόξα της ιστορικής αναζήτησης (Προμήνυμα κινδύνου).  (Horkheimer)

 Ὅλα     τ’ ἀστέρια     γνωρίζουν   τὸν ἥλιο. Οἱ    πυγολαμπίδες  γνωρίζουν   τ’ ἀστέρια.
Κι     ὁ    ἥλιος,   αὔριο     τὸ     πρωί,   ποὺ    θὰ     σ ταθῶ   στ’    ἀνθισμένο
κατώφλι  κάτου ἀπ’ τ’ ἁγιόκλημα, θὰ     μὲ    γνωρίσει.
Θὰ   βγάλω τὸ σκοῦφο μου, θὰ κάνω τὸ σταυρό μου
σὰ νὰ μπαί νω στὴν ἐκκλησιὰ καὶ θὰ πῶ τὴν πρώτη-πρώτη προσευχή μου.***Πόσον καιρὸ ἀποδημήσαμε στοὺς δρόμους τῶν χελι-δονιῶν;Ἥλιος πολὺς δὲν ἦταν πουθενὰ γιὰ νὰ ζεστάνουμε τὰ χέρια μας. Μέσα μας ἕ να σπουργίτι κρύωνε. Πεθυμήσα-
με τὸν κάμπο μὲ τὰ χαμομήλια, μὲ τὸ ψηλὸ χορτάρι ὅπου κυλιοῦνται τὰ ξανθὰ μοσκάρια. Πεθυμήσαμε τ’ ἀγαθὰ μάτια τῶν μοσκαριῶν γιὰ νὰ κοιτάξουμε τὴ γῆ, τὸν οὐρανό,καὶ τὴν καρδιά μας.
Ποῦ  ἀφήσαμε τὸ σιωπηλὸ χαμόγελο ποὺ δὲν ξέρει καὶ
χαίρεται; Σὲ ποιά γωνιὰ τῆς αὐγῆς ἔχουμε πετάξει τὴν ἄσπρη κυριακάτικη ποδιά μας καὶ τὸ πρῶτο σχολικὸ τετράδιο μὲ τ’ ἀδέξια σχέδια τῶν προβάτων
καὶ τῶν ἀνθρώπων;***
 Ἡ νύχτα περπατοῦσε στὴ στέρνα τοῦ κήπου μας ὅπως ὁ
Χριστὸς περπατοῦσε    στὴ θάλασσα.
( Ἔτσι ἔγραφε τὸ βιβλίο ποὺ μᾶς διάβαζε ὁ πατέρας μετὰ τὸ
δεῖ πνο).
  Ἦταν μιὰ γεύση ζεστοῦ ψωμιοῦ καὶ γιασεμιῶν στὸν ἀέ-
ρα.
Τὸ φῶς τοῦ δειλινοῦ χτυποῦσε ἀκόμα στὴν καρδιὰ τῶν
φύλλων.
Βάζαμε τὸ αὐτὶ στὸν τοῖχο  τῆς μάντρας ν’ ἀκούσουμε
τὸ βῆμα  τῆς   σιωπῆς ποὺ περνοῦσε   πί σω ἀπ’ τὰ   δάση καὶ
τοὺς λόφους.
  Ἕνα βῆμα σιγαλὸ καὶ μακρινὸ σὰ νὰ περπάταγε ἕνα
κάτασπρο πουλὶ στὶς καστανὲς πευκοβελόνες τῆς πλαγιᾶς,
σὰ νά ‘σπαζαν στὸν ἴσκιωμενο ἀέρα λεπτὲς φυσαλίδες ἀπὸ
φῶς.  Κάτι ἔτρεμε κρυμμένο στὴν καρδιά μας ποὺ ζήταγε νὰ τραγουδήσει καὶ δὲν τοῦ δίναμε  φωνή.
Καὶ καθισμένοι στὶς ψηλὲς ταράτσες, πλάι στὶς γλάστρες, κλαίγαμε σιωπηλοὶ καὶ λυπημένοι, μικροὶ μπρὸς στὴν ἀπέραντη χαρὰ ποὺ μᾶς πλημμύριζε. *** Ἡ Ρηνούλα κοιτοῦσε τὴ δύση. Τὸ κόκκινο   νεράτζι   τοῦ
λιου γλί στρησε ἀπ’ τὸ χέρι τῆς ἡμέρας κι ἔπεσε στοὺς
μενεξέδες τοῦ   βουνοῦ.
  Ἕνα   μακρὺ τριανταφυλλένιο σύγνεφο ἔφεγγε   πάνου
π’ τὶς στέγες.
 Ἡ Ρηνούλα φώναξε: «Θέλω ἕ να φόρεμα μακρὺ ἀπὸ
τριανταφυλλένιο σύγνεφο». Κι ἐγὼ τῆς εἶ πα: «Θὰ σοῦ τὸ φέρω   αὔριο» Ἡ ἐμπιστοσύνη γέμιζε τὸ δειλινὸν ἀγέρα καὶ δὲν μιλήσαμε ἄλλο. Περάσαμε κάτου ἀπ’ τὰ δέντρα σιωπηλοὶ κι  ἀκούγαμε τοὺς γρύλους ποὺ σκάλωναν στὰ μαλλιὰ τῆς νύχτας.
  Ἔξω ἀπὸ τὶς αὐλὲς ποὺ εὐώδιαζαν, οἱ ἀγελάδες ἥμερες, μὲ τὰ μεγάλα μάτια τους κλειστά, ὀνειρεύονταν τὸν
παράδεισο. *** Ἄ, τὰ δικά μας βράδια, τὰ φεγγερὰ  καὶ τὰ μεγάλα, γιο-
μάτα  λουλούδια, καμπάνες, ἄστρα κι ἀγγελούδια, γιομάτα
πὸ τὴ μυστικὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ.
Φιλούσαμε τὸ χέρι τῆς
σιωπῆς   ὅπως φιλοῦν τὸ   κόνισμα   οἱ   τσοπάνοι κάθε σκό-
λη ποὺ κατεβαίνουν ἀπ’ τὰ βοσκοτόπια   γιὰ   νὰ   λειτουργηθοῦν.
 Ἀκούγαμε, στὸ δάσος πέρα, τὸ κόκκινο ἄλογο τ’ Ἅι- Γιώργη ποὺ χτύπαγε τὰ πέταλα στὶς πέτρες
 κι  οἱ  πέτρες
βγάζανε σπιθίτσες γαλανές,
σὰ ν’ ἀνάβανε οἱ ξωμάχοι τὰ τσακμάκια τους.
 Ἡ μυρωδιὰ τοῦ κάμπου
εὐώδιαζε τὸν ὕπνο τῶν περιστεριῶν.
Κι ὁ ὕπνος τῶν περιστεριῶν ἔμοιαζε μὲ ἀνοιγμένο κρίνο
ποὺ   μέσα του δύο φίλες πεταλοῦδες κάθονται καὶ μιλοῦν γιὰ τὶς ἀχτίνες.
Μεγάλοι κύκλοι φωτεινοὶ   ἀνέβαιναν ἀπ’ τὰ ποτάμια
στὸν  ἀπέραντο οὐρανό.
 Ἡ Ρηνούλα κι  ἐγὼ ἀγρυπνούσαμε ὥσπου νὰ  βγεῖ  τ ὸ γελαστὸ   φεγγάρι  νὰ φωτίσει   τὸ   δρόμο   τῆς  Παναγίας ποὺ
κατεβαίνει νὰ εὐλογήσει τὰ χωράφια.
Κάθε φορὰ ποὺ ἕ να πεφτάστερο κρεμιόταν στὸν ἀέρα, λέγαμε  πὼς μιὰ   χορδὴ ἔσπασε ἀπ’ τὰ   μαντολίνα  τῶν
ἀγγέλων καὶ περιμέναμε ὕστερ’ ἀπ’ τὸ φῶς ν’ ἀκούσουμε τὸν ἦχο.
(Αὐτὸ μᾶς τό ’χε μάθει ὁ δάσκαλος: πρῶτα τὸ φῶς μᾶς
φτάνει κι ὁ ἦχος ὕστερα).  Ὁ δάσκαλος δὲν  ἤξερε τί λέει.  Ἐμεῖς ἀκούγαμε μαζὶ τὸ φῶς καὶ τὸ τραγούδι.
( Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μιὰ πυγολαμπίδα φωτίζει τὴ νύχτα»,ἐκδ. Κέδρος, Ἀθήνα 1984 )















Το πνεύμα  της φαντασμαγορίας ταλαντεύεται   σε ένα συμπυκνωμένο  χώρο λαμπερών αντικειμένων προσπαθώντας να επιτείνει τη ζάλη στο βλέμμα και να προκαλέσει τη   δίψα  της απόκτησης του εμπορεύματος.


Την πόλη δεν την επισκέπτεσαι, την ψωνίζεις.
Μια κάποια ευγενική αδιαφορία για τη σφαίρα του πλούτου και της φτώχιας έχει χαθεί  εντελώς  από τα πράγματα που κατασκευάζονται.  Καθένα σταμπάρει τον ιδιοκτήτη του, που έχει ως  μόνη επιλογή να φανεί φουκαράς ή κομπιναδόρος. 
Γιατί  ενώ η γνήσια πολυτέλεια επιτρέπει από τη φύση της  στο πνεύμα και στην κοινωνικότητα να διεισδύσουν μέσα της και να την κάνουν να λησμονηθεί, αυτά που εδώ κομπάζουν σαν είδη πολυτελείας έχουν τόσο ξεδιάντροπα συμπαγή χαρακτήρα που πάνω τους θρυμματίζεται κάθε πνευματική ακτινοβολία. (Μονόδρομος)
Η ελευθερία της συνομιλίας χάνεται. Αν παλιότερα, κουβεντιάζοντας, ήταν αυτονόητο το ενδιαφέρον για τον συνομιλητή, τώρα το υποκαθιστά η ερώτηση για την τιμή των παπουτσιών ή της ομπρέλας του.
Είναι σαν να βρίσκεσαι εγκλωβισμένος σ΄ένα θέατρο και να πρέπει να παρακολουθείς το ε-ργο στη σκηνή, θες δε θες, ξανά και ξανά, θες δε θες να το κάνεις αντικείμενο της σκέψης και της συνομιλίας.   (Μονόδρομος)















Το χέρι χαιδεύει το αντικείμενο  . Το κορμί  πάλλεται  ακολουθώντας   τον ήχο που παράγει το  αντικειμένο-φετίχ.  Το βλέμμα βυθίζεται, προκαλεί.  Η ύπαρξη αυτοαναιρείται  παρασυρμένη  από την φενάκη της φαντασμαγορίας.       


Και το χέρι του έμοιαζε με δερβίση που υπέκυπτε στη φιληδονία του ιλίγγου του.
Ηταν ιδίως πολύ μικρό και είχε ένα μόνον παράθυρο. Στον απέναντι τοίχο ακουμπούσε με τη στενή πλευρά του το γραφείο. Μπροστά μου καθόταν και έγραφε ο ποιητής σε έσχατο γήρας. Στεκόμουν δίπλα όταν διέκοψε το γράψιμό του και μου χάρισε ένα μικρό βάζο, ένα αρχαίο αγγείο. (Μονόδρομo)


















Η ανάγκη της επικοινωνίας γίνεται θόρυβος, χαμένα βλέμματα, πνιγμένες αλήθειες σ΄ένα σφηνάκι. Ο χρόνος συρρικνώνεται  και κάνει προβολές στο σκοτάδι.  Το προμήνυμα κινδύνου αποκτά υλικότητα. Διαγράφεται σαν ένα πέρασμα αφύπνισης ανάμεσα στο πλήθος, και επιχειρεί την ανάκτηση της υγιούς σκέψης.     


Ανασφάλεια και μάλιστα διαστροφή των απαραίτητων για τη ζωή ενστίκτων, ανικανότητα  και παρακμή της νόησης. Αυτή είναι η νοοτροπία ολόκληρης της αστικής τάξης στη Γερμανία.
Οποιος δεν αποφεύγει ν΄αντιληφθεί την παρακμή δεν θ΄αργήσει να επικαλεστεί κάποιαν ιδιαίτερη δικαιολογία για την παραμονή, τη δράση και τη συμμετοχή του σ΄αυτό το χάος. Οσες οι διαπιστώσεις της γενικής αποτυχίας, τόσες και οι εξαιρέσεις για τη σφαίρα της προσωπικής δραστηριότητας, τον τόπο κατοικίας και τη στιγμή. Η τυφλή θέληση να περισωθεί το γόητρο της προσωπικής ύπαρξης μάλλον, παρά αυτή ν΄απελευθερωθεί τουλάχιστον από το φόντο της γενικής τύφλωσης με μιάν απερίφραστη καταδίκη της αδυναμίας και της εμπλοκής της, επιβάλλεται σχεδόν παντού. Γι΄αυτό κυκλοφορούν στον αέρα τόσες απόψεις για τη ζωή και τις κοσμοθεωρίες, και γι΄αυτό προβάλλουν εδώ τόσες αξιώσεις, επειδή τελικά σχεδόν πάντα στοχεύουν στην επικύρωση μιάς εντελώς ασήμαντης ιδιωτικής κατάστασης. Γι΄αυτό είναι και τόσο γεμάτος ψευδαισθήσεις κι αντικατοπτρισμούς κάποιου ανθηρού μέλλοντος που παρ΄όλ΄αυτά θα ανατείλει μέσα σε μια νύχτα, επειδή ο καθένας δεσμεύεται από τις οπτικές απάτες της στενά προσωπικής του σκοπιάς.   (Προμήνυμα κινδύνου).  













Η ύλη διεγείρεται  γίνεται οργή, θυμός  καθώς ο επαναλαμβανόμενος ήχος του κουδουνιού υπενθυμίζει. Οι χαμένοι της γης ορμούν και παλεύουν με το φίδι που απλώνεται τρομαχτικό. Ορίζουν  τον κύκλο της γης και προστατεύουν  την ύπαρξή τους.


Αμέσως μετά την εξώπορτα, βρισκόταν δεξιά στο διάδρομο η σκοτεινή πόρτα του διαμερίσματος με το κουδούνι.  Ηταν  ένα  κουδούνισμα που ηχούσε, λίγα δευτερόλεπτα πριν η εικόνα χαθεί και αφήσει ελεύθερο  το πεδίο, αρχικά στο κενό, κι έπειτα στην επόμενη εικόνα.
Το κουδούνισμα του μεταξύ δύο και τέσσερις, όταν κάποιος συμμαθητής και φίλος επιθυμούσε να μου μιλήσει, ήταν συναγερμός που διατάρασσε όχι μόνο το μεσημεριανό ύπνο των γονιών μου,  αλλά και ολόκληρη την ιστορική εποχή που μέσα στην παγκόσμια ιστορία αποτελούσε εγγύηση  και προστασία γι΄αυτόν τον ύπνο.
Ηταν νυχτερινοί θόρυβοι.  Καμιά μούσα  δεν τους προανήγγειλε. Η νύχτα, από την οποία ξεπήδησαν, ήταν ίδια μ’ αυτήν που προηγείται κάθε νέας γέννησης.
(Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο)

Ετσι, άλλο τίποτε δεν απομένει παρά, στην αναμονή της τελικής εφόδου, να στρέφει το βλέμμα  στο εξαιρετικό εκείνο γεγονός που μόνο αυτό μπορεί να φέρει τη σωτηρία. (Μονόδρομος).
Αν αληθεύει μια θεωρία που λέει που λέει πως η αίσθηση δεν φωλιάζει μέσα στο κεφάλι, πως ένα παράθυρο, ένα σύννεφο, ένα δέντρο δεν το αισθανόμαστε  μες στο μυαλό μας, παρά στον τόπο που το αντικρίζουμε.
Οι αισθήσεις δραπετεύουν στις σκιερές ρυτίδες,  τις άχαρες  χειρονομίες και τ΄ αθέατα ψεγάδια του αγαπημένου κορμιού, όπου κουρνιάζουν ασφαλείς μες στην κρυψώνα.   
Το νόημα κάθε τεχνικής, διδάσκουν οι ιμπεριαλιστές, είναι η κυριαρχία πάνω στη φύση. (Μονόδρομος).



























Ήρθε η ώρα των δικών μας θραυσμάτων.  Σε μια προσπάθεια συρραφής με τα θραύσματα που συλλέγονται από τα ερείπια του παρελθόντος,  αναπαριστούμε την κατακερματισμένη ιστορία και διαβαίνοντας το κατώφλι της συνειδητοποίησης  ερχόμαστε σε  βίαιη ρήξη με τα φαντάσματα του παρόντος.



Για τους σπουδαίους τα ολοκληρωμένα έργα βαραίνουν λιγότερο από τα θραύσματα, με τα οποία ασχολούνται μια ζωή. Γιατί μόνον ο πιο αδύναμος , ο πιο σκόρπιος νιώθει ασύγκριτη χαρά ολοκληρώνοντας κάτι, έτσι σαν να τον ξαναχάριζαν στη ζωή του. Για τον μεγαλοφυή κάθε τομή, τα βαριά πλήγματα της μοίρας πέφτουν σαν ύπνος  απαλός μέσα στο μόχθο του εργαστηρίου. Και εγκλωβίζει  τη γοητεία τους μέσα στο θραύσμα. «Η μεγαλοφυία είναι μόχθος.>>
Γενικά ο άνθρωπος χρειάζεται να καταβάλει καθημερινά τεράστιο μόχθο για να υπερνικήσει τις αντιστάσεις-κι όχι μόνο  τις φανερές-που το προβάλλουν.  Αναγκάζεται να εξισσοροπεί την ψυχρότητά τους με τη δική του θέρμη για να μην παγώσει στο άγγιγμά  τους , και να πιάνει τ΄αγκάθια τους με απέραντη δεξιοσύνη για να μην αιμορραγήσει μέχρι θανάτου. Από τους συνανθρώπους  του δεν περιμένει βοήθεια.
Κι αν ο μεσαιωνικός  καταναγκασμός καθήλωνε τον  άνθρωπο μέσα σε φυσικούς συνδέσμους, τώρα είναι αλυσοδεμένος σε μιάν αφύσικη κοινότητα (Μονόδρομος).


















Ο Μπένγιαμιν αναγεννάται καθώς περνά από μπροστά του η μορφή των ηττημένων. Η νέα γενιά στέκεται μπροστά του και ανοίγει τα χέρια σχηματίζοντας το σύμβολο της νίκης. Μιάς νίκης που δε χρειάζεται επιβεβαίωση και καταχώρηση στο βιβλίο της πόρνης ιστορίας.




Σε κάθε εποχή θα πρέπει να επιχειρούμε εκ νέου να αποσπάσουμε την παράδοση από τον κομφορμισμό που θέλει να την κυριεύσει. Ο Μεσσίας δεν έρχεται μόνον ως λυτρωτής΄ έρχεται επίσης ως νικητής του αντίχριστου. Το χάρισμα να υποδαυλίζει τη σπίθα της ελπίδας λαχαίνει μόνο  στον ιστοριογράφο που είναι απολύτως πεπεισμένος ότι από τον εχθρό, αν εκείνος νικήσει, ακόμη και οι νεκροί δεν θα βρουν κάπου ασφάλεια. Και αυτός ο εχθρός δεν έχει πάψει να νικά.
 Η παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει ότι η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» στην οποία ζούμε είναι ο κανόνας. Θα πρέπει να φτάσουμε σε μια σύλληψη της Ιστορίας που να ανταποκρίνεται σ΄αυτήν την κατάσταση. Τότε θα είναι οφθαλμοφανές το χρέος μας, να προκαλέσουμε ως συμβάν την αληθινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης: κάτι που θα ενισχύσει και τη θέση μας έναντι του φασισμού. (Προμήνυμα κινδύνου).
Το υποκείμενο της ιστορικής γνώσης είναι η ίδια η αγωνιζόμενη τάξη, η καταπιεζόμενη τάξη. (προμήνυμα  κινδύνου).



ΜΕΤΑΚΕΙΜΕΝΟ 3ο

Ο  χρόνος της ιστορίας είναι ιδιόρρυθμος. Άλλοτε απλώνεται νωχελικά και ράθυμα σε μεγάλους περιόδους κι άλλοτε συμπυκνώνεται σε στιγμές οριακές. ( Χιροσίμα-Ναγκασάκι, σουρεαλισμός)
Το σπιτάκι της Χιονάτης και των νάνων γκρεμίστηκε. (Δέντρο που κόπηκε, ξεσυγυρισμένο, ο καιρός είναι κακός, Χιλή-Πινοσέτ, ερείπια της προδομένης   αλήθειας).

Η πεταλούδα φτερούγισε κι ένας ανεμοστρόβιλος πήρε μαζί του τα ερείπια του σπιτιού. (πλινθόκτιστα εγκαταλελειμμένα στο Βίτσι, τα πληγωμένα  φτερά ακούμπησαν την απελπισία τους στην εγκατάλειψη). 

 Ο χρόνος συμπύκνωσε τη ρέμβη  σε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή της αποδόμησης.  (ο Αϊνστάιν σκέφτεται, ατομική βόμβα, άρλεκιν, ο σκελετός κραύγασε σιωπηλά). 

Το δέντρο λύγισε από το βάρος της σκιάς του μεγαλύτερου σε ηλικία δέντρου.  ( Κεμάλ, Σμύρνη, Σκιάχτηκε).
Ο    άνθρωπος εναντιώνεται στο μεγάλο και πάντα αυξανόμενο βάρος του περασμένου: αυτό που τον καταπιέζει και τον λυγίζει. Αυτό δυσχεραίνει την πορεία του σαν ένα αδιόρατο και σκοτεινό φορτίο..(Nietzche, το βάρος των κλειδιών στην τσέπη του σακακιού, Κλειτοριδεκτομή).
Δεν είναι δυνατόν να αποκοπεί κανείς εντελώς απ΄αυτήν την αλυσίδα( 
Nietzche, Μάρσιπος, άρνηση).
Ο Μαύρος Πολεμιστής με τα 4 χέρια μοιάζει με νυχτερίδα. (Το σκήπτρο, το κοντάρι της γης, η σκιά των πέντε χειρονομιών, ρατσισμός).
Σεβαστικοί και εξευτελιστές στο άπλωμα των χεριών τους δύσκολα θα ξεχώριζαν αν με μεμβράνες όπως του βατράχου των μπροστινών ποδιών τα δάχτυλα,  τυλίγανε, δεν θα ήταν πλέον ξεκάθαρη η αρχική τους δράση.   (χειρόπτερα, Μασονία, υποκρισία).
Κι  έγινε η μεμβράνη ζελές κι άρχισε να τυλίγει το σύμπαν σαν το χέρι που σφίγγει με δύναμη την απόγνωση. Κι έγινε κύκλος, που γέννησε άλλους κύκλους που ενώθηκαν  σε μια συμπαντική αλυσίδα απροσδιόριστου γένους. ( παγκοσμιοποίηση, ολυμπιακοί αγώνες, ανισότητα).
Καθώς απαραίτητη προϋπόθεση για το σχηματισμό αλυσίδας είναι η εμπιστοσύνη που απαλλαγμένη από την αμφισβήτηση  δημιουργεί ομοιόσχημους κρίκους.  
  Η ομοιότητα των φράκταλς αναγνωρίζεται  στις ανθρώπινες συμπεριφορές.  (ψυχολογία της μάζας, συμπτώσεις, ρομπότ).
-Η καταστροφική εικόνα ενός πνευματικού σωτήρα, κινεί τα νήματα της ανθρωπότητας παγκοσμίως.  (Χίτλερ, Χένρι  Κίσσινγκερ).
-Μεταλλάσσοντας και υποδαυλίζοντας τη σκέψη και τη συμπεριφορά των ατόμων. (Ευρωπαϊκή ένωση-παρόν, ψευδαίσθηση).               
Ο κακός θεός, ο Τυρρανόσαυρος Ρεξ και ο πειρατής Κάπτεν Χούκ που κάνει τον κόσμο κακό. (κακός πειρατής, Τριμερής συνθήκη Βερολίνου, παράνοια).
Η εμπειρία της εμπειρίας είχε συσσωρευτική επίδραση στους πάσχοντες. Γι' αυτό έστρεψαν το βλέμμα στο παρελθόν και το ονόμασαν παράδοση. ( Σπιναλόγκα ) (υστεροφημία)
 Με τη παράδοση έχουμε τη μετατροπή της πρώτης ύλης σε κειμήλιο.  ( φθορά ) (απολιθωμένα  όνειρα)
Η συνάρτηση  του χρόνου μεταβίβασης από τη μια γενιά στην επόμενη είναι υποδιαιρέσεις του αιώνα.  (τεμαχίζοντας το τίποτα).
Ο χρόνος προσθέτει συσσωρευτική αξία σε ένα αντικείμενο και αυξάνει  τη βαρύτητα. (ματωμένα διαμάντια). 
Τα παλαιοπωλεία ως τόποι αγοροπωλησίας παρελθοντικού φορτίου ελαφρύνουν το βάρος τους μέσω των οικονομικών συστημάτων.  (  καντάρι )
-Εγκλωβίζοντας τα βλέμματα στο χρόνο, ξεχνάς (φυλακή- Άννα Φράνκ-μετανάστες, πρέζα, γκέτο).
Σέρνοντας ένα φορτίο που παραμένει αδιόρατο κοιτάμε μόνο μπροστά. ( εθελοτυφλώντας  μικραίνουμε την απόσταση ).
Αποφύγαμε να στρέψουμε το βλέμμα μας να του ρίξουμε φως και να το αναγνωρίσουμε γίναμε συνυπεύθυνοι στην εσαεί απόκρυψή του. (διαφθορά, κλονισμός, υστεροβουλία).
Για να φέρει βάρος συνεχώς αυξανόμενο σημαίνει πως σαν μαγνήτης έλκει το αφανές εσωτερικό αυτού του φορτίου (βουλιμικός).
Καλπάζοντας ο σπειροειδής χρόνος σε πορεία συνειδητοποίησης, κλονίζει την παγκόσμια αυταρέσκεια και εκμετάλλευση των κυρίαρχων. (Επαναστατημένοι, ανατροπή). 
Τα νεαρά άτομα  που υποτάσσονται σε μια υπάρχουσα συνθήκη όπως αυτή έχει δημιουργηθεί από τη προηγούμενη γενιά,  καθυστερούν τη φανέρωση της προσωπικότητάς τους, διαμορφώνοντας μια λανθασμένη γνώμη για το δικό τους πραγματικό βάρος. ( μπάτσοι, τα σημάδια στα μάτια δηλώνουν την απώλεια της συνείδησης).
ο στοχασμός της οπισθοδρόμησης στην υπηρεσία της μάζας. (αφύπνιση, η  εκδίκηση  της άγνοιας).
Ο καταπιεζόμενος υποδοχέας της διαφθοράς σαρώνει με την οργή του την κυρίαρχη τάξη των πραγμάτων μέσα από το σπειροειδές ταξίδι του στο χρόνο. (Εμείς-λαός).
Η εικόνα και ο απόηχος αφηγείται την επίκαιρη διαφθορά (Δίδυμοι πύργοι, μοντέρνα τέχνη, μέσα  μαζικής ενημέρωσης).
Το παρελθόν ''κατοικεί'' στο παρόν .. Το παρελθόν που εγώ είμαι το έχω για να είναι, χωρίς δυνατότητα να μην είναι. Φέρω όλη την ευθύνη, σαν να μην μπορώ να το αλλάξω, αλλά δεν μπορώ να είμαι τίποτα άλλο από αυτό.(Sartre, καμήλα).
Αυτή η αλυσίδα που μας ενώνει με τα παρελθόντα, αιωρείται έχοντας ανοδική πορεία για να απολήξει στον παρόντα χρόνο και να μετα(α αφέρει σαν ηλεκτροφόρο καλώδιο την ενέργεια  που αναπτύχθηκε τη ιστορική στιγμή  της δημιουργίας ''ερειπίων''. (αντίσταση, ανασύνταξη).
Η δύναμη της σκόνης των ερειπίων έγινε κινητήριος δύναμη και τρόπος να διακρίνει κανείς τη διαφορετικότητα της ύπαρξης. (αποκάλυψη)
Ήταν ξεχωριστός και πήγαινε μόνος του ο Τόμας, το τραινάκι. ο εξολοθρευτής που βγάζει φωτιά από το κούτελο. (παιχνίδι, ιππότης, αυτισμός).
Αυτή η φλόγα μπορεί να γίνει δύναμη εξουσίας όταν αλόγιστα  χρησιμοποιείται. Αυτή η εξουσία εμποδίζει το πέρασμα στην ελευθερία. (καπιταλισμός)
Μερικά κομμάτια χρόνου παραμένουν σαν βράχια ή σαν κόμποι στη ροή του χρόνου, στέκουν σαν κτηνώδης παρουσία (
Haeuptner, προδοσία).
Η δύναμή μας είναι το να είμαστε ενωμένοι. Ενωμένοι σε κάθε τι που θέλει να μας διαβρώσει. (ρωγμές)
-Πίνοντας Τούρκικο καφέ σκέφτομαι ότι έχω δικαίωμα στην επανάσταση (Συμφιλίωση)(όνειρο θερινής  νύχτας)
-Η ασθενική αλήθεια για την ψυχή της γυναίκας. (Μαντάμ Μποβαρύ, Φλωμπέρ, ευνουχίζοντας την ύπαρξη)
-Ο κενός χρόνος απομακρύνεται, εξαφανίζοντας τις ασθενικές αλήθειες (διαφθορά που δεν επιτρέπει τη δημιουργία, λύτρωση)
Η κρίση ενισχύει την ανορθολογική όψη των πραγμάτων. (κάλπη)
Η πατριδοπληξία κατασκευάζει εύκολα τον  άλλο εχθρό. (Κου-κλουξ-κλαν)
 Είναι οι κόμποι στη ροή του χρόνου οι οποίοι παραμένουν άλυτοι γιατί είναι φτιαγμένοι από νερό. (ρόζοι, ανισσόροπες ροές)
Στο παρόν αναπαραγάγουμε τις ηρωικές στιγμές του παρελθόντος και δεν ενσκήπτουμε στα ''τραύματά του''. (εμφύλιος, εφηβεία)
Ο εθνικιστικός η μισαλλοδοξία παραμένουν στάσιμες από τη στιγμή της δημιουργίας τους μέχρι σήμερα ως παρελθόν (ομίχλη)
Η πρώτη θύελλα  παραμένει στο παρελθόν, αναμένοντας να ξαναφυσήξει άνεμος από διαφορετικό σημείο. ( αντίρροπες δυνάμεις)
Χιλιάδες  τα φαντάσματα που μας στοιχειώνουν. Και γίνονται παιχνίδι αλλόφρονης συμπεριφοράς. (λυκοφιλίες).
 Οσοι σπέρνουν φόβο θερίζουν  οργή 
Η ρήξη είναι η στιγμή της μεταλλαγής της βαρβαρότητας σε φιλοσοφία. (από την Αρχαιότητα στον χριστιανισμό, ουτοπία)
Μην μουντζώνεις, μην ναζιστικά χαιρετάς,  μην δακτυλοδείχνεις γιατί η Νίκη δεν είναι παρά δύο κωλοδάκτυλα. (ανάσχεση, γήπεδο, νίκη ίσον ήττα)
Σε κοινωνίες που δεν γνωρίζουν άλλη ανάπαυση από την αδράνεια ή τη σπατάλη ο θάνατος εγκαταλείπεται σε θρησκευτικές χειρονομίες.
Λέω σημαίνει πιστεύω (αμφισβήτηση).





















Γκουέρνικα (Πάμπλο Πικάσο )       





















φαντασμαγορία (Σαλβαδορ  Νταλί)









«Λευκή κορδέλα»: τα παιδιά και ο εκκολαπτόμενος  φασισμός»
(Μίκαελ  Χάνεκε)


























 Δεν είναι μόνο εικαστικό το ζήτημα





   
 Τέχνη του δρόμου



                                                              













  
Ήττες
Μικρασιατική καταστροφή
Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου
Σφαγή των Αρμενίων του 1896
Επανάσταση του Σπάρτακου ή Επανάσταση των Μονομάχων.[1]
 












Η ήττα του Ιούνη του 1848



Η σφαγή του Σετίφ στην Αλγερία

Η ρώσικη «Ματωμένη Κυριακή»

  







Από την εξέγερση του 1886 στο Σικάγο, στον  «ματωμένο» Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη.





 














Το αγωνιστικό πνεύμα στα Επτάνησα

 

Τα χρόνια που προηγούνται του κινήματος των Ριζοσπαστών και της Ένωσης, το αγωνιστικό λαϊκό πνεύμα αντίστασης και διεκδικήσεων σμιλεύτηκε στους ντόπιους εθνικούς και ταξικούς αγώνες (τοπικές εξεγέρσεις, Ορλωφικά, επανάσταση 1821, κ.λπ.). Στους αγώνες αυτούς, μπορούμε να πούμε ότι η απομόνωση ή διαφοροποίηση της μΊας ή της άλλης παραμέτρου είναι ιδιαίτερα δυσδιάκριτη, καθώς κανείς δεν μπορεί να πει ότι η συμμετοχή σε εθνικούς αγώνες δεν εμπεριείχε και το όραμα της συνολικής καλυτέρευσης της καθημερινής ζωής και της προόδου. Ενώ, από την άλλη, οι ταξικοί αγώνες λόγω του καθεστώτος της Αποικιοκρατίας και των τοπικών «υπαλλήλων» της, δρομολογούνται μέσα από τα ιδανικά της ελευθερίας και της εθνικής ανεξαρτησίας.

Ανεξάρτητα από το εύρος, την ένταση ή τη διάρκεια, οι αγώνες αυτοί, στην ουσία, προετοίμασαν ένα γόνιμο έδαφος για τους Ριζοσπάστες, είτε μέσα από τη δυναμική της κληρονομιάς λαϊκών αγώνων στη συνείδηση των Επτανησίων, είτε ως ευκαιρία για διαμόρφωση τόσο του θεωρητικού μοντέλου του κινήματος, όσο και της πράξης.
Ενδεικτικά αναφέρουμε:

Η Επανάσταση της Βουκέντρας (Λευκάδα)

Εξέγερση των χωρικών, το 1357, που ξεκίνησε στα ορεινά χωριά του νησιού. Αιτία ήταν η δυσβάστακτη φορολογία που επέβαλαν οι Φράγκοι, κυρίαρχοι τότε της Λευκάδας.

 Έχοντας ως ορμητήριό τους ένα μικρό φρούριο στη θέση Επισκοπή, οι χωρικοί ξεσηκώθηκαν εναντίον του Τζώρτζη Γρατσιάνου, «αυθέντη» του νησιού. Ο Λευκαδίτης ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης εμπνέεται από το συγκεκριμένο γεγονός, χαρακτηριστικό του μίσους των συμπατριωτών του για τους Φράγκους δυνάστες, για να γράψει την ποιητική σύνθεση «Ο Φωτεινός».

Η Επανάσταση των Ποπολάρων (Το Ρεμπελιό των Ποπολάρων)

Η λαϊκή αυτή εξέγερση λαμβάνει χώρα στη Ζάκυνθο, μέσα στην περίοδο της μακραίωνης ενετικής κατοχής των Ιονίων Νήσων (1484-1797).

 Διαρκεί 4 χρόνια (1628-1631) και για πολλούς ιστορικούς αποτελεί την πρώτη ταξική επανάσταση στη νεοελληνική ιστορία.

 Το ενετικό απολυταρχικό καθεστώς υποτέλειας που υπήρχε στα Ιόνια Νησιά έκανε αβίωτη τη ζωή των Επτανησίων. Η εκμετάλλευση του λαού ήταν τεράστια, τόσο μέσω της δυσβάστακτης φορολογίας, όσο και μέσω της στρατολόγησης των ντόπιων στους πολέμους της αυτοκρατορίας. Επιπλέον, η φεουδαρχική δομή της κοινωνίας δημιούργησε την τυχοδιωκτική τάξη των «αρχόντων». Η τοπική διοίκηση που ασκούσαν χαρακτηριζόταν από την υποταγή και την αφοσίωση στην ξενοκρατία και από την καταδυνάστευση του λαού.

 Η αφορμή του Ρεμπελιού ήταν ένα μικρό επεισόδιο καθημερινού αυταρχισμού σε κάποιους ποπολάρους. Βασισμένοι στο γεγονός αυτό, οι ποπολάροι κατέγραψαν όλους όσοι από την τάξη τους μπορούσαν να φέρουν όπλα, προβάλλοντας με τον τρόπο αυτό την πρόθεση αντίστασής τους στο αρχοντολόι.

 Κατόπιν, το Ρεμπελιό οργανώθηκε μέσω της επιλογής τεσσάρων επιτρόπων, που θα διεκδικούσαν τα συμφέροντα του λαού.

Οι πρωτεργάτες της εξέγερσης αυτής απομόνωσαν τους ευγενείς και κατάργησαν τη συμμετοχή τους στην τοπική αυτοδιοίκηση.

 Αυτή η επαναστατική κίνηση είχε και θρησκευτική διάσταση, που ενδυνάμωσε τον αγώνα. Ο ανθρωπιστής αρχιεπίσκοπος Νικόδημος Μεταξάς παίρνει τη θέση του αρχιεπισκόπου Κεφαλληνίας-Ζακύνθου Παχώμιου Δοξαρά, τον οποίο πίεζαν οι κάτοικοι να παραιτηθεί. Όταν ο Νικόδημος –επιστήθιος φίλος του Οικουμενικού Πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη– επισκέφτηκε τη Ζάκυνθο, οι άρχοντες και ο ανώτερος κλήρος αντέδρασαν και τον υποδέχτηκαν με άσχημο τρόπο.

 Ο ιεράρχης πήρε ανοικτά το μέρος των ποπολάρων. Αργότερα, κατά τη διάρκεια της ενθρόνισής του στη Ζάκυνθο και υπό τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις του λαού, ο Νικόδημος Μεταξάς πραγματοποίησε δοξολογία που υμνούσε τη λύτρωση των κατώτερων τάξεων από τον ασφυκτικό κλοιό εκμετάλλευσης της ξενοκίνητης ολιγαρχίας.

 Μετά από 4 χρόνια συνεχών προσπαθειών, οι άρχοντες ξαναπαίρνουν την εξουσία και εκδικούνται με διώξεις, τρομοκρατία και εξορίες τους πρωτεργάτες της εξέγερσης, ενώ οι συνθήκες ζωής των κατοίκων ξαναγίνονται δυσβάστακτες.

 Συμμετοχή στα Ορλωφικά και στις μάχες με τους Τούρκους, από το 1770 έως το 1800

Οι Επτανήσιοι, όμοια με τους υπόλοιπους Έλληνες, αναθερμαίνουν τις ελπίδες τους για απελευθέρωση ζητώντας στήριγμα στη Ρωσία. Οι Επτανήσιοι και ιδιαίτερα οι Κεφαλλονίτες θα συμμετέχουν στον πρώτο ρωσοτουρκικό πόλεμο (1768-1774).

Παρά την αρνητική και πολλές φορές εχθρική στάση των Βενετών, μόλις ξεσπούν τα πρώτα κινήματα στην Πελοπόννησο οι Επτανήσιοι ξεσηκώνονται. Στην Κεφαλλονιά, παρά την απαγόρευση της ανάμειξης των ντόπιων στον πόλεμο, περίπου 3.000 Κεφαλλονίτες (κατά άλλους 6.000) μετακινούνται στην Πελοπόννησο.

Επιπλέον, μετά τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), με την οποία τερματίζεται ο πρώτος ρωσοτουρκικός πόλεμος, σε όποιες πολεμικές επιχειρήσεις διαδραματίζονται ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία οι Κεφαλλονίτες συμμετέχουν, ακόμα και στο πλευρό των Βενετών, με πολεμιστές, πλοία ή χρήματα.

 Εξεγέρσεις χωρικών στην Κέρκυρα (κατά την Ενετοκρατία)

Στην Κέρκυρα, σποραδικές και περιοδικές εξεγέρσεις σημειώνονταν κατά του συστήματος διακυβέρνησης και των αρχόντων την περίοδο της Ενετοκρατίας. Οι συνθήκες που θα ευνοούσαν οργανωμένες κινήσεις ανατροπής ήταν ιδιαίτερα δυσχερείς στην Κέρκυρα, καθώς ήταν η έδρα της κυβέρνησης. Παρ’ όλα αυτά σημειώθηκαν αρκετές εξεγέρσεις, κυρίως στα ορεινά και απομακρισμένα χωριά, όπου δεν μπορούσε να φτάσει εύκολα ο στρατός. Τέτοια χωριά ήταν οι Νυμφές, η Επίσκεψη, η Λευκίμμη, οι Αυλιώτες και οι Καρουσάδες.

 Εξέγερση των χωρικών στην Λευκάδα (1819)

Εξαιτίας της βαριάς φορολογίας, οι χωρικοί της Λευκάδας εξεγείρονται εναντίον των Άγγλων κατακτητών. Αρνούμενοι να πληρώσουν φόρους και πνιγμένοι από τους τοκογλύφους, οι αγρότες οχυρώθηκαν στη θέση Γιοχάρη και έστησαν ενέδρα στους Άγγλους στρατιώτες στη θέση Μπόζα. Οι εχθροπραξίες ήταν σφοδρές και οι ντόπιοι προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στον στρατό. Έπειτα, οι χωρικοί οχυρώθηκαν στη θέση Ασπραχαλίκια και συνέχισαν τη σκληρή μάχη. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης τοποθετεί εκεί την κατοικία του ήρωά του «Φωτεινού» στο ομώνυμο ποιητικό του έργο.

 Συμμετοχή στην Επανάσταση του 1821

Ενδεικτικά:

• Σημειώνεται μεγάλη συμμετοχή απόδημων Επτανησίων –ιδιαίτερα Κεφαλλονιτών– στη Φιλική Εταιρεία, μέσω της οποίας στέλνουν χρήματα ή πολεμοφόδια στους επαναστατημένους συμπατριώτες της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου.

• Κεφαλλονίτες και Ιθακήσιοι της διασποράς παίρνουν μέρος στην Επανάσταση της Μολδοβλαχίας.

 • Σημαντική θεωρείται η συμβολή των Κεφαλλονιτών στη μάχη του Λάλα (9-13 Ιουνίου 1821), όταν οι ναυτικοί Γεράσιμος Μουσούρης, Ευαγγελής Πανάς, Ανδρέας και Κωνσταντίνος Μεταξάς οργανώνουν εθελοντικά σώματα μαχητών και διαφεύγουν στην Πελοπόννησο. Εκεί ενώνονται με Ζακυνθινούς εθελοντές και συμβάλλουν αποφασιστικά στη νικηφόρα έκβαση της μάχης.

 Ευρύτερη, πάντως θεωρείται η συμμετοχή των Επτανησίων στις μάχες της Επανάστασης του 1821, γεγονός που δείχνει πως ένιωθαν κομμάτι της σκλαβωμένης Ελλάδας και συνέδεαν την ανεξαρτησία τους με την ευρύτερη απελευθέρωση της Ελλάδας.

 Η εξέγερση του Σταυρού

Πραγματοποιήθηκε στην Κεφαλλονιά, την ημέρα της γιορτής του Σταυρού, στις 14 Σεπτέμβρη 1848. Το σχέδιο της εξέγερσης αλλά και η προετοιμασία της υποκινήθηκαν από τους, Νικόλαο Φωκά «Ρεπούμπλικα», Ιωάννη Μεταξά Ιακωβάτο, ιερέα Παΐσιο Μεταξά, Ιωάννη Τυπάλδο Δοτοράτο Καπελέτο, Μένεγο Ξυδιά κ.ά.

Στόχος ήταν η προσωρινή διακυβέρνηση του νησιού από τους επαναστάτες, εφόσον η επιτυχής έκβαση της εξέγερσης θα κατέληγε στην αιχμαλωσία του τοποτηρητή Ντ’ Έβερτον και της φρουράς του.
Οι χωρικοί και οι κάτοικοι των πόλεων, κατευθυνόμενοι προς το Αργοστόλι, κτυπήθηκαν από Άγγλους στρατιώτες και ντόπιους αστυνομικούς και είχαν τρεις νεκρούς και πολλούς τραυματίες.

 Εξέγερση άναψε και στο Ληξούρι, με μεγαλύτερη επιτυχία, λόγω του μικρότερου αριθμού αστυνομικών, αλλά και της προσχώρησης πολλών εξ αυτών στις επαναστατικές ομάδες. Οι χωρικοί κατέλαβαν τα κρατητήρια, απελευθέρωσαν τους φυλακισμένους, ενώ δεν πρόλαβαν να καταλάβουν τα δικαστήρια, ώστε να καταστρέψουν τα χρεώγραφα και τα ομόλογα, που τους κρατούσαν οικονομικούς δέσμιους της εξουσίας.

 Οι μάχες συνεχίστηκαν στην ύπαιθρο, σε μικρότερη ένταση και έκταση, τις επόμενες μέρες. Στη διάλυση των επαναστατών βοήθησε η αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων από την Κέρκυρα και την Ιθάκη.

 Ο αρμοστής Σίτον ξεκίνησε τις ενέργειες εντοπισμού και τιμωρίας των πρωτεργατών του κινήματος. Από τους 58 συλληφθέντες, οι 18 κρίθηκαν ένοχοι εσχάτης προδοσίας, ενώ οι υπόλοιποι αφέθηκαν ελεύθεροι. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και οι Ριζοσπάστες Γεράσιμος Λιβαδάς, Ιερώνυμος Τυπάλδος Πρετεντέρης, ιερέας Παΐσιος Μεταξάς, Ηλίας Ζερβός κ.ά., γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των ντόπιων αρχόντων και το αίτημα του Σίτον να επανεξεταστεί η υπόθεση.

Παρά την έλλειψη συνεκτικής οργανωτικής δομής και συντονισμού, η εξέγερση της Σκάλας ενδυνάμωσε το κίνημα στα νησιά και ενίσχυσε την αγωνιστική αυτοπεποίθηση του λαού.

 Η εξέγερση της Σκάλας

Η συγκεκριμένη επαναστατική κίνηση πραγματοποιήθηκε στο χωριό Σκάλα της Κεφαλλονιάς, τον Αύγουστο του 1849. Πρωτοστάτησαν ο Θεόδωρος Βλάχος ή «καπετάν Θοδωράκης», ο ιερέας Γρηγόρης Ζαπάντης-Νοδάρος (γνωστός ως «παπα-ληστής») και ο Αναστάσιος Λαμπρινάτος-Μπομποτής.

 Η κλιμάκωση των εχθροπραξιών ξεκίνησε με αφορμή τον φόνο του Άγγλου δασονόμου Πάρκερ από τον Θοδωρή Βλάχο. Ενώ η Προστασία αναζητούσε τους υπόπτους, οι πρωτεργάτες της εξέγερσης ξεσήκωναν τον λαό στα χωριά και συγκέντρωναν πολεμοφόδια. Οι κινήσεις αυτές θορύβησαν την κυβέρνηση και την αστυνομία και ενισχύσεις στάλθηκαν στα χωριά της νοτίου Κεφαλλονιάς. Στις 15 Αυγούστου ξεσηκώνεται η Σκάλα (όπου οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν τον αστυνομικό σταθμό) και, τις επόμενες ημέρες, οπλισμένοι χωρικοί γενικεύουν την εξέγερση στα υπόλοιπα χωριά. Η οργή τους στρέφεται εναντίον των γαιοκτημόνων που θεωρούνται συνεργάτες των αγγλικών Αρχών και προδότες. Παράλληλα, τα γεγονότα αυτά ήταν και μια ευκαιρία να εκδικηθούν τους άρχοντες, από τους οποίους ο λαός ένιωθε οικονομικά και κοινωνικά καταπιεσμένος.

 Τελικός στόχος ήταν η κατάληψη του Αργοστολίου, στο οποίο κατευθύνονταν οι επαναστάτες με τον παπά-ληστή να οδηγεί το πλήθος, κρατώντας την ελληνική σημαία και τον σταυρό.

 Ο κίνδυνος να εξαπλωθεί η εξέγερση σ’ όλο το νησί αύξησε την κινητοποίηση των Αρχών. Οι υπέρτερες αγγλικές και ντόπιες δυνάμεις διασκορπίζουν τους επαναστάτες και κηρύσσουν στρατιωτικό νόμο στο νησί.

 Ο Μπομποτής παραδίδεται στις Αρχές και υποδεικνύει ως υποκινητές του κινήματος τους, Γερ. Πρετεντέρη, Φωκά «Ρεπούμπλικα», Άγγελο Λιβαδά, Σδρίνια κ.ά.

 

Τα μέτρα καταστολής ήταν σκληρά και βίαια. Κατέφθασε αγγλική ναυτική δύναμη από τη Μάλτα (13.000 άντρες), ενώ ο μητροπολίτης Σπυρίδων Κοντομίχαλος, συνεργάτης της Προστασίας, αφορίζει τον παπά Ζαπάντη-Νοδάρο.

Ο Θοδωρής Βλάχος και ο παπα-ληστής απαγχονίζονται, ενώ ο Μπομποτής καταδικάζεται σε ισόβια.
Οι Αρχές «φωτογραφίζουν» ως θεωρητικούς υποκινητές –εκτός των προαναφερομένων– και τους Ηλία Ζερβό, Γεράσιμο Λιβαδά, Μομφερράτο, Άγγελο Λιβαδά κ.ά.

 Οι αδυναμίες, οι αντιφατικότητες του κινήματος και της οργάνωσής του, ή η διαπλοκή προσωπικών αντεκδικήσεων είναι υπαρκτές και αντιστοιχούν σε αυτές του κινήματος του Σταυρού. Η πραγματικότητα αυτή δεν συσκοτίζει όμως την ταξική, πολιτική και εθνική φύση της εξέγερσης, η οποία υπήρξε συνέπεια της ασφυκτικής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής καταπίεσης που ασκούσε η αποικιοκρατία και η ντόπια ολιγαρχία. Ο Ηλίας Ζερβός επιβεβαιώνει την ταξική προέλευση των εξεγέρσεων 1848-49, ενώ ενδεικτικά για το πατριωτικό τους ύφος είναι τόσο ο όρκος των επαναστατών (βλ.: κεφ 5: Ύμνοι, άσματα, λόγια), όσο και τα συνθήματά τους: «Ζήτω η ελευθερία και η πατρίς», «Βάλε και συ το στήθος σου για την πατρίδα»  κ.ά.



ΟΔΗΓΙΕΣ  ΓΙΑ ΜΟΝΤΑΖ


-Προσπάθεια να συλλάβουμε την έκφραση των πραγμάτων.
-Διερεύνηση μέσα στην ίδια τη γλωσσική πράξη της σχέσης φαντασίας και σκέψης.
-Η φαντασία δεν προσφέρει απλώς το υπόστρωμα πάνω στο οποίο εκτελείται η επεξεργασία μετασχηματισμών στο χώρο των εννοιών, αλλά λειτουργεί η ίδια σαν καταλύτης σε μια διαδικασία όπου το λογικό-εννοιακό στοιχείο εμπλουτίζεται προκειμένου να προσεγγίσει επαρκέστερα τα πράγματα χωρίς ωστόσο να απορροφά το φαντασιακό απόθεμα εγκλωβίζοντάς το σε ολοένα εκτενέστερες εννοιακές κατασκευές.
-Μια σκέψη που θέλει να κατανοήσει τον κόσμο δεν χρησιμοποιεί τις εικόνες για να διατυπωθεί, να επιχειρηματολογήσει ή να καταστεί σαφής, αλλά φτιάχνεται, αρθρώνεται από εικόνες.
-Η φυσιογνωμική γραφή  του Μπένγιαμιν, αυτή που έδωσε τα περίφημα πορτρέτα των πόλεων, είναι μια γραφή που δείχνει με εικόνες, καθώς αναπτύσσει στοχασμούς-εικόνες.
-Το πορτρέτο ενός ανθρώπου σαν το ιερογλυφικό των ιστορικών συνθηκών που διαμόρφωσαν τη βιογραφία του ή το φωτογραφικό στιγμιότυπο ενός χώρου σαν τη χαρτογράφηση της ψυχής των ανθρώπων που τον κατοικούν.   
-Οι εικόνες  δεν περιγράφουν δεν αναπαριστούν μια σκέψη, αλλά διαπερνούν τη συγκρότησή της.
-Συγκρίνοντας την εκδίπλωση της ζωής με την ανέγερση μιάς κατοικίας, επιμένει να μιλά για την εικόνα της κατοικίας  αναζητώντας ουσιαστικά εκείνο που καθορίζει τη ζωή.
-Γιατί έχει μάθει να θεωρεί τη φαντασμαγορία φυσική κατάσταση.
-Η αναπάντεχη συνύπαρξη, αυτήν που κυνήγησαν με πάθος οι υπερρεαλιστές για να χειρονομήσουν εναντίον της σταθερής απόδοσης σημασιών, είναι ταυτόχρονα καταστατική συνθήκη, της ίδιας της εμπειρίας της πόλης. Εικόνες, ήχοι, μυρωδιές , η υφή των χώρων, εντυπώσεις που εισβάλλουν από παντού, όχι σαν ερεθίσματα αλλά σαν αιφνίδιες αποκαλύψεις νέων σημασιών, συγκροτούν ακαριαία ένα τοπίο. Με ανάλογο τρόπο η διασταύρωση εικόνων γεννά αναπάντεχες συσχετίσεις στο εσωτερικό του υπερρεαλιστικού κειμένου. Το υπερρεαλιστικό μοντάζ, όχι μόνον ως σχέδιο αποδιάρθρωσης της τέχνης  αλλά ως τρόπος διαχείρισης της εμπειρίας της πόλης, γίνεται εργαλείο κατεργασίας ενός τέτοιου κειμένου. Και σε τούτο βοηθά μια συνεχής καθημερινή απροσδόκητη παράθεση εικόνων που χαρακτηρίζει τον αποσπασματικό χαρακτήρα  της  εμπειρίας της πόλης.  Το μοντάζ όχι μόνον δεν επιδιώκει να αναδείξει συνέχειες παρά επιδιώκει να τις αποδιαρθρώσει, να ανατρέψει την παράλυση, την αναισθητοποίηση μπροστά σε ‘ο,τι  φαντάζει απειλητικό, άγνωστο και ακατανόητο. Με το κέντρισμα του «οπτικά  ασυνείδητου» γεννιέται τελικά  το βάθος της σχέσης με την εικόνα, καθώς το μοντάζ προκαλεί την αιφνίδια ανάδυση που φωτίζει όλο το πλάτος και το μήκος της αίσθησης.    (Μονόδρομος σελ.  157-165)
-Πρέπει να μάθει να αναζητά τον σπινθήρα εκεί που η βίαιη αντίθεση ανάμεσα στις εικόνες προκαλεί μια στιγμιαία εκφόρτιση.
-Ο σπινθήρας ανάβει αναπάντεχα, εκεί που ποτέ δεν θα προσέχαμε, γεννιέται από συναντήσεις που ποτέ, κυριολεκτικά και μεταφορικά, «δεν θα τους δίναμε σημασία».
-Η τέχνη της περιπλάνησης βρίσκεται στην ανάπτυξη της ικανότητας να αναγνωρίζει κανείς εικόνες-δείκτες , ιερογλυφικά του κοινωνικού που αποκαλύπτονται με τη δύναμη του μονταζ.
-Γι΄αυτό και στην αλληγορική κατασκευή χρησιμοποιείται η λογική του μοντάζ  που μπορεί παραθέτοντας να συσχετίζει φαινομενικά ασύνδετες πραγματικότητες.
-Επειδή τα πράγματα δεν είναι φορείς σταθερών σημασιών, η αλληγορία οφείλει να φέρει στο φως ένα φευγαλέο συσχετισμό μεταξύ τους.
-Ο Μονόδρομος δεν καταγράφει περιστατικά ή εντυπώσεις από τη ζωή της πόλης, ούτε την καθημερινότητα των κατοίκων  της, παρά αποτυπώνει, σε ένα πλέγμα σημασιολογικών μετατοπίσεων και παραπομπών, αφοριστικούς στοχασμούς για τον κόσμο που αυτή συνιστά και  ταυτόχρονα αντιπροσωπεύει.  Ο τρόπος όμως που αυτό εμφανίζεται προϋποθέτει το μετασχηματισμό του ιστορικού υλισμού σε αλληγορικές εικόνες, οι οποίες συνέρχονται σε μια αποκαλυπτική συστοιχία. Η αποκαλυπτική σύγκριση τέτοιων εικόνων είναι που χαρακτηρίζει το περπάτημα-ανάγνωση του Μονόδρομου, εκεί που η εμπειρία των τόπων συμπλέκει παρελθόν και παρόν.
-Ο  Μπένγιαμιν αναγνωρίζει στη λήθη, παρά στη μνήμη, το πραγματικό σημείο εκκίνησης για την αξιοποίηση της εμπειρίας.
-Ο,τι δεν έχει καταγραφεί στη μνήμη, μπορεί τη στιγμή της ανακάλυψής του να γίνει αντικείμενο της εμπειρίας και μάλιστα σε διαστάσεις που δεν πήρε στο παρελθόν.
-Σε τούτα τα σημάδια που προκαλούν μια «αθέλητη ανάμνηση»  θα σκαλώσει η σκέψη για να πάρει αδιάβατους μέχρι τότε δρόμους.  Μια ανάμνηση που άλλο τρόπο δεν έχουμε να τη ζωντανέψουμε παρά μόνο προκαλώντας την, παγιδεύοντάς τη στο σοκ του μοντάζ.
-Αν από το υπερρεαλιστικό εγχείρημα ο Μπένγιαμιν κράτησε την αποκαλυπτική δύναμη των εικόνων που αναβλύζει τη στιγμή αιφνίδιων και αναπάντεχων εμπειριών, από την αλληγορική γραφή άντλησε τη δύναμη των αποκαλυπτικών συσχετίσεων που μπορούν να μετατρέψουν τις εικόνες σε δείκτες.
-Το παρελθόν αναφέρεται στο παρόν με μια διαλεκτική συσχέτιση που συμπυκνώνει δύο στιγμές καταργώντας την απόστασή τους.
-Ο Μπένγιαμιν συλλέγει καταναλωτικά  όνειρα και πεζές εικόνες για να συναρθρώσει τους αλληγορικούς μετασχηματισμούς, στους οποίους προβαίνουν οι στοχασμοί του Μονόδρομου, καθιστώντας  τους  μια πραγματική υπογραφή της νεωτερικής εποχής. Η ανάγνωση της νεωτερικότητας περνά μέσα από την αναστοχαστική περιπλάνηση στην πόλη και την έκθεση στο σοκ των ερεθισμάτων της,  πριν αστράψει στα μάτια του  περιπατητή-αναγνώστη η εικόνα της ιστορίας που αποδίδει στα θαμμένα όνειρα την επικαιρότητα που δεν αναγνώρισε ποτέ η εποχή τους.         

RED THYME
Αθήνα 27/10/2012


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου