ΚΕΝΟΣ ΤΙΤΛΟΣ
Αντρέι Μπιέλι, Η μαγεία των λέξεων
Андрей Белый (Andreï Biély)
(1880 – 1934)
Η μαγεία των λέξεων
[…] Ο δημιουργικός λόγος είναι ένας λόγος ενσαρκωμένος (ο λόγος είναι σάρκα) και μ’ αυτή την έννοια είναι πραγματικός· η ζώσα σάρκα του ανθρώπου είναι το σύμβολο του· η λέξη-όρος είναι ένας σκελετός· κανείς δεν θα προσπαθούσε να αρνηθεί τη σημασία ενός οστεολόγου· η γνώση του είναι απαραίτητη και εξυπηρετεί μια πρακτική ανάγκη της ζωής. Η γνώση της ανατομίας είναι, πάνω απ’ όλα, ένας από τους προαπαιτούμενους όρους για τη θεραπεία της αρρώστιας (πρέπει να μπορεί κανείς να ισιώνει καμπούρες, να ξαναδένει σωστά τα σπασμένα κόκαλα κτλ.), όμως κανείς δεν θα ισχυριζόταν ότι ο σκελετός είναι ο κεντρικός άξονας ενός πολιτισμού. Αποδίδοντας πρωταρχική μάλλον παρά δευτερεύουσα και επικουρική σημασία στο ορολογικό νόημα της λέξης, σκοτώνουμε τη γλώσσα, δηλαδή τον ζωντανό λόγο. Υπάρχει μια αδιάκοπη άσκηση των δημιουργικών δυνάμεων της γλώσσας στον ζωντανό λόγο. Ουσιαστικά ασκούμε δύναμη δημιουργώντας και συνδυάζοντας ηχοεικόνες. Μπορεί να μας πουν ότι μια τέτοια άσκηση είναι ένα παιχνίδι, αλλά μήπως ένα παιχνίδι δεν είναι στην πραγματικότητα μια άσκηση δημιουργίας; Μια ειδική ποικιλία μορφών προβάλλει πάντα από ένα τέτοιο παιχνίδι· το ίδιο το παιχνίδι είναι ένα ζωτικό ένστικτο· στα αθλητικά παιχνίδια ασκούνται και δυναμώνουν οι μυώνες – ένας μαχητής χρειάζεται μυώνες όταν αντιμετωπίζει τον αντίπαλο του· στη ζωντανή ομιλία η δημιουργική δύναμη του πνεύματος ασκείται και δυναμώνει γιατί αυτό χρειάζεται όταν ο άνθρωπος απειλείται. Έτσι, αν και φαίνεται γελοίο για το αυτί του μη ανεπτυγμένου, η άσκηση του πνεύματος στο να συνδυάζει τους ήχους των λέξεων έχει τεράστια σημασία· με τη δημιουργία λέξεων, με την ονομασία των αγνώστων φαινομένων, υποτάσσουμε και μαγεύουμε αυτά τα φαινόμενα με ήχους· ολόκληρη η ζωή στηρίζεται στη ζωτική δύναμη της ομιλίας· έξω από αυτήν δεν έχουμε άλλα άμεσα σήματα για να επικοινωνούμε. Όλα τα άλλα σήματα (παραστατικές χειρονομίες ή αφηρημένα σύμβολα) είναι απλώς δευτερεύοντα, επικουρικά μέσα ομιλίας. Όλ’ αυτά δεν είναι τίποτα μπροστά στη ζωντανή γλώσσα. Η ζωντανή γλώσσα είναι μια αιωνίως ρέουσα δημιουργική δραστηριότητα, που υψώνει μπροστά στα μάτια μας ένα σύνολο εικόνων και μύθων· η συνείδηση μας αντλεί δύναμη και σιγουριά από αυτές τις εικόνες, είναι τα όπλα που με αυτά διαπερνούμε τα σκοτάδια. Μόλις τα σκοτάδια νικηθούν, οι εικόνες διαλύονται και η ποίηση φθείρεται όλο και περισσότερο· ταυτίζουμε ήδη τις λέξεις με αφηρημένες έννοιες, μολονότι όχι, κατά κύριο λόγο, για να πειστούμε για το άσκοπο των εικόνων της γλώσσας· κομματιάζουμε τη ζωντανή γλώσσα σε έννοιες για να την αποσπάσουμε από τη ζωή, να τις συσκευάσουμε σε χιλιάδες τόμους και να τις αφήσουμε να μένουν στην σκόνη των αρχείων και των βιβλιοθηκών. Ύστερα η ζωντανή ζωή στερημένη από τις ζωντανές λέξεις γίνεται τρέλα και χάος για μας. Ο χώρος και ο χρόνος αρχίζουν πάλι να μας απειλούν. Νέα σύννεφα του αγνώστου συσσωρευμένα στον ορίζοντα του γνωστού μας φοβερίζουν με φωτιά και κεραυνούς, απειλώντας να σαρώσουν την ανθρωπότητα από το πρόσωπο της γης. Τότε έρχεται η περίοδος της λεγόμενης παρακμής· ο άνθρωπος καταλήγει να δει πως η ορολογία δεν τον έσωσε. Παραλοϊσμένος από την επικείμενη καταστροφή, ο άνθρωπος έντρομος αρχίζει να εξακοντίζει με τον λόγο το ξόρκι του εναντίον των αγνώστων κινδύνων· βλέπει αμήχανος πως οι λέξεις είναι τα μόνα μέσα που διαθέτει για την πραγματική ενσάρκωση· τότε κάτω από την κρούστα των φθαρμένων λέξεων αναβρύζει ένα αστραφτερό ρεύμα καινούργιων λεκτικών νοημάτων. Νέες λέξεις γεννιούνται. Η παρακμή μετατρέπεται σε ρωμαλέο βαρβαρισμό. Η αιτία της παρακμής είναι ο θάνατος της ζωντανής λέξης. Ο αγώνας με την παρακμή είναι η δημιουργία νέων λέξεων. Σε κάθε πολιτισμική παρακμή η αναγέννηση είχε εξαγγελθεί και συνοδευτεί από μιαν εξαιρετική λατρεία των λέξεων· αλλά η λατρεία των λέξεων είναι η ενεργός αιτία της νέας δημιουργίας. Η περιορισμένη γνώση συγχέει διαρκώς αίτια και αποτελέσματα· η αιτία (ο θάνατος της ζωντανής λέξης) έχοντας ονομαστεί αποτέλεσμα (αντεπίδραση του θανάτου μέσω της λατρείας της λέξης) συγχέεται με το αποτέλεσμα· η δημιουργική λατρεία της λέξης συνδέεται διαρκώς με την παρακμή· το αντίθετο αληθεύει: η παρακμή είναι η συνέπεια της φθοράς των λέξεων. Η λατρεία της λέξης είναι η αρχή της αναγέννησης.
Η λέξη όρος είναι ένα ωραίο και νεκρό κρύσταλλο που σχηματίστηκε ως αποτέλεσμα ολοκλήρωσης μιας διαδικασίας φθοράς της ζωντανής λέξης. Η ζωντανή λέξη (ο λόγος-σάρκα) είναι ένας οργανισμός στην ακμή του.
Όλα αυτά που είναι αισθητά πάνω σε μένα παρακμάζουν όταν πεθάνω· το σώμα μου γίνεται ένα σηπόμενο πτώμα που όζει· μα όταν η διαδικασία της φθοράς τελειώσει παρουσιάζομαι στα βλέμματα αυτών που με αγάπησαν σαν μια ωραία σειρά κρυστάλλων. Ο ιδεώδης όρος είναι ένα αιώνιο κρύσταλλο που κατορθώνεται μόνο με την τελική του παρακμή. Η λέξη-εικόνα είναι σαν μια ζωντανή ανθρώπινη ύπαρξη· δημιουργεί, επηρεάζει και μεταβάλλει το περιεχόμενο της. Μια καθημερινή, πεζή λέξη, μια λέξη που έχει χάσει τον ήχο της και την περιγραφικότητα των εικόνων της, χωρίς να έχει φτάσει ακόμα να γίνει ιδεώδης όρος, είναι ένα όζον, σηπόμενο πτώμα.
Υπάρχουν ελάχιστοι ιδεώδεις όροι διότι υπήρξαν και ελάχιστες ζωντανές λέξεις. Όλη η ζωή μας είναι γεμάτη πτώματα λέξεων που μυρίζουν ανυπόφορα. Η χρήση των λέξεων αυτών μας μολύνει με πτωμαΐνη διότι η λέξη είναι η άμεση έκφραση της ζωής.
Και έτσι στο μόνο που μας εμπιστεύεται η ζωτικότητα μας είναι η δημιουργία λέξεων. Χρησιμοποιούμε την ικανότητα μας για το συνταίριασμα λέξεων· μ’ αυτό τον τρόπο σφυρηλατούμε ένα όπλο για να πολεμήσουμε εναντίον των ζωντανών πτωμάτων που σφετερίζονται τις δραστηριότητες μας· πρέπει να γίνουμε βάρβαροι, εκτελεστές της κοινής λέξης αν δεν μπορέσουμε πρώτα να της εμφυσήσουμε ζωή. Η λέξη-όρος είναι άλλο ζήτημα – αυτή δεν ισχυρίζεται πως είναι ζωντανή· είναι αυτό που είναι – δεν μπορείτε να την ξαναφέρετε στη ζωή. Είναι όμως αβλαβής. Η πτωμαΐνη της έχει κατασταλάξει μέσα σ’ έναν ιδεώδη όρο κι έτσι δεν μπορεί πια να μολύνει κανέναν.
Η όζουσα λέξη, η λέξη που είναι μισή εικόνα μισός όρος. Χωρίς να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, το σηπόμενο ψοφίμι που προσποιείται πως ζει, είναι άλλο θέμα: είναι ένας λυκάνθρωπος που έρπει μέσα στην καθημερινή ζωή μας για να μειώνει τη δύναμη της δημιουργίας με τον ψευδή ισχυρισμό ότι η γνώση είναι ένας άγονος κατάλογος όρων. Εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η μεταφορική ουσία της γλώσσα είναι ένα άσκοπο παιχνίδι με τις λέξεις, ίσως και να ‘χουν δίκιο, γιατί δεν βλέπουμε ένα απτό νόημα στην επιλογή των λέξεων βάσει του ήχου και της παράστασης τους. […] Η σκοπιμότητα στην τέχνη δεν έχει ένα σκοπό μέσα στα όρια της τέχνης, γιατί ο σκοπός της τέχνης είναι ριζωμένος στην δημιουργία των αντικειμένων ακριβώς της γνώσης. Πρέπει κανείς είτε να μετασχηματίζει τη ζωή σε τέχνη είτε να κάνει την τέχνη κάτι που ζει. Τότε μόνο το νόημα της τέχνης αποκαλύπτεται και καθοσιώνεται. Σχετικά με την ποίηση, παραδείγματος χάριν, αυτό αληθεύει με την έννοια ότι ο σκοπός της ποίησης είναι η δημιουργία της γλώσσας και η γλώσσα είναι ακριβώς δημιουργία ζωντανών σχέσεων. Εάν το λεκτικό παιχνίδι δεν έχει σκοπό, τότε υιοθετούμε μια καθαρά αισθητική άποψη· αλλά όταν αναγνωρίζουμε ότι η αισθητική είναι μονάχα μια πλευρά, που διαθλά τη δημιουργία της ζωής κατά τον δικό της τρόπο, και σαν τέτοια, δεν έχει, πέραν αυτής της δημιουργίας, να παίξει άλλο ρόλο, τότε το άσκοπο παιχνίδι με τις λέξεις αποδεικνύεται γεμάτο νόημα: ένας συνδυασμός λέξεων, ανεξαρτήτως του λογικού του νοήματος, είναι το μέσον με το οποίο ο άνθρωπος υπερασπίζεται τον εαυτό του από την πίεση του αγνώστου. Αρματωμένος με την προστασία των λέξεων ο άνθρωπος αναδημιουργεί το κάθε τι που βλέπει, εισβάλλει στα σύνορα του αγνώστου σαν πολεμιστής, και, όταν νικάει, οι λέξεις του βροντούν, αστράφτουν με τις αναλαμπές των αστερισμών, τυλίγουν τους ακροατές με τη σκοτεινιά του διαστήματος, τους εκτοξεύουν σ’ έναν άγνωστο πλανήτη όπου λάμπουν ουράνια τόξα, ποτάμια τραγουδούν και πυργώνονται τεράστιες πόλεις· και μέσα σ’ αυτές οι ακροατές του, σαν να ονειρεύονται, βρίσκονται εξαντλημένοι σ’ έναν τετράγωνο κλειστό χώρο με την ονομασία δωμάτιο, όπου ονειρεύονται πως κάποιος τους μιλάει· νομίζουν ότι ο λόγος του ομιλητή έρχεται από τον ομιλητή και ότι είναι αυθεντικός. Εάν αυτό είναι όπως νομίζουν πως είναι, τότε η μαγεία των λέξεων έχει πραγματοποιηθεί και η φαντασία της γνώσης αρχίζει να φέρνει αποτελέσματα. Αρχίζει τότε να φαίνεται ότι υπάρχει κάποιο κρυμμένο νόημα πίσω από τις λέξεις, ότι η γνώση μπορεί να διαχωρίζεται από τη λέξη· αλλά εν τω μεταξύ ολόκληρο το όνειρο της γνώσης δημιουργήθηκε από τη λέξη. Αυτός που γνωρίζει μιλάει πάντα φωναχτά ή από μέσα του. Κάθε γνώση είναι μια φαντασίωση που ακολουθεί τη λέξη: συνδυασμοί λέξεων και αναλογίες ήχων (για παράδειγμα, η αμοιβαία υποκατάσταση χώρου και χρόνου) γεννιούνται ήδη στους μεταφορικούς τύπους ομιλίας. Εάν η ομιλία δεν σχηματίζεται υπό μορφήν μεταφοράς, μετωνυμίας ή συνεκδοχής, τότε η καντιανή θεωρία της κατηγορίας των καθαρών εννοιών του λόγου δεν μπορεί να υπάρχει, διότι δεν είναι ούτε θεωρία ούτε γνώση, αλλά μονάχα μια ρηματική έκθεση και τίποτα περισσότερο. Αυτός που μιλάει αυτός και δημιουργεί. Αν μιλάει με σιγουριά αρχίζει να πιστεύει πως γνωρίζει, και εκείνοι που επηρεάζονται από τα λόγια του το ίδιο. Δεν υπάρχουν με την αυστηρή έννοια, δάσκαλοι και μαθητές, ούτε γνώστες και μη γνώσιμα πράγματα. Ο γνώστης είναι πάντα ο ακαθόριστος μυκηθμός της άλεκτης ψυχής. Το γνώσιμο είναι η απάντηση που δίνουν σ’ αυτόν τον μυκηθμό τα στοιχεία της ζωής. Μόνο τα πυροτεχνήματα των λέξεων που εκρήγνυνται στα όρια των δύο μη εφαπτομένων κενών δημιουργούν την φαντασίωση της γνώσης, όμως δεν είναι η γνώση αλλά η δημιουργία ενός νέου κόσμου με ήχους. Ο ίδιος ο ήχος είναι αδιαίρετος, παντοδύναμος, αναλλοίωτος, αλλά αν ανακατευτούν χορωδίες ήχου και οι συγκεχυμένοι αντίλαλοι ήχων που ανακαλούνται από τη μνήμη, θα αρχίσει να κυματίζει ο πέπλος μιας αιώνιας φαντασίωσης· ονομάζουμε αυτήν την φαντασίωση γνώση μέχρις ότου η γνώση μας, έχοντας εκτοπίσει τελείως τον ήχο, γίνεται μια άφωνη λέξη ή ένα άφωνο μαθηματικό σήμα για μας.
Η γνώση γίνεται ένας κατάλογος βουβών και κούφιων λέξεων – βουβών γιατί δεν έχουν τίποτα να πουν, κούφιων γιατί έχουν αδειάσει από κάθε περιεχόμενο. Αυτή είναι η θεμελιώδης αντίληψη της επιστημολογίας, ή, τουλάχιστον, αυτή προσπαθεί να είναι. Αυτή η αντίληψη θέλει να απελευθερωθεί από κάθε ψυχική ζωή – αλλά δεν υπάρχει ήχος έξω από την ψυχική ζωή, ούτε λόγος, ούτε ζωή, ούτε δημιουργία. Η γνώση αποδεικνύεται άγνοια.
Στη θαρραλέα σμίκρυνση της γνώσης, όπως ακριβώς και στο θαρραλέο συνταίριασμα των ήχων για χάρη των ήχων, υπάρχει περισσότερη ειλικρίνεια και συνέπεια παρ’ όση στον δειλό τρόπο με τον οποίον προσκολλάται κανείς σε λέξεις που αποπνέουν τη φθορά, σε λέξεις που βρίσκονται σε ενδιάμεση κατάσταση, ούτε νεκρές ούτε ζωντανές. Κάθε επιστήμη, αν δεν είναι αποφασιστικά μαθηματική και ορολογική, μας οδηγεί στην ψευδαίσθηση, στην παρακμή και στο πνεύμα. Κάθε ζωντανή γλώσσα αν δεν είναι φανερά μεθυσμένη με τα λεκτικά πυροτεχνήματα των ήχων και των εικόνων, δεν είναι μια ζωντανή γλώσσα αλλά μια γλώσσα διαποτισμένη πτωμαΐνη.
Ας μιλήσουμε ειλικρινά: δεν υπάρχει γνώση υπό την έννοια μιας ερμηνείας των φαινομένων μέσω του λόγου· έτσι, οι επιστημονικές ανακαλύψεις που βασίζονται στο πείραμα, έχουν τη ρίζα τους στη δημιουργία ήχο-αναλογιών που εξωτερικεύονται και θεωρούνται σαν γεγονότα. […]
Οι κόσμοι των αφηρημένων εννοιών, σαν τους κόσμους των εννοιών, ανεξαρτήτως του πώς ονομάζουμε αυτές τις ουσίες, ύλη (πνεύμα, φύση), δεν είναι πραγματικοί· ο λόγος είναι το πραγματικό καράβι που μας ταξιδεύει από το ένα άγνωστο στο άλλο, μέσα από άγνωστους χρόνους που ονομάζονται γη, ουρανός, αιθέρας, κενό, κ.λπ., μέσα από άγνωστούς χρόνους που ονομάζονται θεοί, δαίμονες, ψυχές. Δεν ξέρουμε τι είναι γη, ουρανός, αέρας, δεν ξέρουμε τι είναι θεός, δαίμονας, ψυχή· ονομάζουμε κάτι «εγώ», «εσύ», «αυτός» αλλά ονομάζοντας τα άγνωστα με λέξεις δημιουργούμε έναν κόσμο για τον εαυτό μας. Η λέξη είναι ένα ξόρκι που ρίχνουμε στα πράγματα, είναι η επίκληση και το επίτευγμα ενός θεού. Όταν λέω «εγώ» δημιουργώ έναν ήχο-σύμβολο, ισχυρίζομαι ότι αυτό το σύμβολο υπάρχει και μόνο τη στιγμή εκείνη συνειδητοποιώ πραγματικά τον εαυτό μου.
Κάθε γνώση είναι τα πυροτεχνήματα των λέξεων με τα οποία γεμίζω το κενό που με περιβάλλει. Αν οι λέξεις μου σπιθοβολούν με χρώματα δημιουργούν τη φαντασμαγορία του φωτός κι αυτή η φαντασμαγορία του φωτός είναι η γνώση. Κανένας δεν πείθει κανέναν. Κανένας δεν αποδεικνύει τίποτα δε κανέναν. Κάθε επιχείρημα είναι μια μάχη λέξεων, είναι μαγεία· μιλάω μόνο για να προφέρω ένα ξόρκι. Μια μάχη με λέξεις που παίρνει τη μορφή φιλονεικίας είναι σαν να γεμίζεις το κενό με ό,τι τύχει: σ’ αυτό το σημείο κανονικά αποστομώνεις τον αντίπαλο με σαπισμένες λέξεις, αλλά αυτό δεν αποτελεί πειστικότητα – ο αντίπαλος μετά την επιστροφή του στο σπίτι μετά το πέρας της συζήτησης αρρωσταίνει από τις σαπισμένες λέξεις. Στους πολύ παλιούς καιρούς το κενό γέμιζε με λάμψη από τις φλόγες των εικόνων, αυτή ήταν η διαδικασία της μυθικής δημιουργίας. Η λέξη γέννησε το περιγραφικό σύμβολο – τη μεταφορά, η μεταφορά φαινόταν σαν κάτι που υπήρχε πραγματικά, έτσι, η λέξη γέννησε τον μύθο, και ο μύθος γέννησε τη θρησκεία, η θρησκεία τη φιλοσοφία και η φιλοσοφία τον όρο.
Είναι προτιμότερο να εκτοξεύεις λέξεις φωτοβολίδες στο κενό απ’ το αφήνεις να μαζεύεται εκεί η σκόνη. Το πρώτο είναι αποτέλεσμα της ζωντανής γλώσσας, το δεύτερο της νεκρής. Συνήθως προτιμάμε το δεύτερο. Είμαστε μισοί ζωντανοί, μισοί πεθαμένοι.
***
Андрей Белый, Η μαγεία των λέξεων, μτφρ. Γ. Λυκιαρδόπουλος, Αθήνα, 1981 (19972η), σ. 14 – 22.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου