Ξεκίνησα από την συνειδητοποίηση της σημασίας του αποφατισμού. Ήταν το κλειδί για την αποφυγή της διολίσθησης στον σχετικισμό, στον αγνωστικισμό, κλειδί για να περισωθεί η προτεραιότητα εμπειρικής επαλήθευσης της γνώσης. Όρισα τον αποφατισμό: Είναι η άρνηση να εξαντλήσουμε τη γνώση στη διατύπωσή της. Άρνηση να ταυτίσουμε την κατανόηση των σημαινόντων με τη γνώση των σημαινομένων…» ο καθηγητής φιλοσοφίας Χρήστος Γιανναράς, δίδει στην Κρυσταλία Πατούλη, μία «σύνοψη εισαγωγική και πάντως αυτεξεταστική», για το βιβλίο του «Έξι Φιλοσοφικές Ζωγραφιές» των εκδ. Ίκαρος.
Είδα τις επιπτώσεις της αποφατικής αρχής στη γλώσσα της Τέχνης, αρχαιοελληνικής και ελληνοχριστιανικής («βυζάντινής»). Την είδα ως τον παράγοντα που ενοποιεί την εκφραστική, της χαρίζει λειτουργική, γνωστοποιό ομοτροπία – από το άγαλμα και την Εικόνα ως την αρχιτεκτονική και τη δραματουργία, ως και την «πολιτική τέχνην».
«…Αναζήτησα την ιστορική αφετηρία του αποφατισμού. Την εντόπισα στην Αρχαία Ελλάδα: Αρχή σαφέστατα εκφρασμένη από τον Ηράκλειτο, αυτονόητα προϋποτιθέμενη στη σύνολη αρχαιοελληνική γραμματεία.
Οδηγήθηκα στον εντοπισμό του ελληνικού κριτηρίου επαλήθευσης της γνώσης: στην κοινωνική επαλήθευση – καθ’ ό,τι αν κοινωνήσωμεν αληθεύομεν, ά δε αν ιδιάσωμεν ψευδόμεθα.
Η γνώση είναι εμπειρική, η εμπειρία επαληθεύεται όταν κοινωνείται, ο τρόπος κοινωνίας της εμπειρίας είναι η γλώσσα.
Η γλώσσα λειτουργεί συμβολικά: συν-βάλλει, βάζει - μαζί, συντονίζει τις ατομικές εμπειρίες, καλεί – προκαλεί σε μετάβαση από το νοητικό σημαίνον στο εμπειρικό σημαινόμενο.
Η γνώση αληθεύει όταν, μέσω των σημαινόντων του γλωσσικού κώδικα ή όποιας άλλης εκφραστικής τέχνης κοινωνείται (υπό πάντων μετέχεται ενικώς) η εμπειρία γνώσης του σημαινομένου.
Προσδιόρισα ποιαν οντολογία προϋποθέτει στην Αρχαία Ελλάδα, η κοινωνική επαλήθευση ως γνωσιοθεωρητική αρχή: Η αλήθεια της γνώσης συνάγεται από την αλήθεια της ύπαρξης.
Η γνώση αληθεύει όταν κοινωνείται, επειδή η μόνη υπαρκτή πραγματικότητα, που ο αρχαίος Έλληνας εμπειρικά πιστοποιεί ότι αληθεύει (δεν μεταβάλλεται, δεν φθείρεται, δεν πεθαίνει), είναι κοινωνούμενη: Είναι ο «ξυνός (κοινός) λόγος», ο λόγος – τρόπος της ύπαρξης και της συνύπαρξης των υπαρκτών, της δεδομένης μορφής κάθε υπαρκτού και της συνολικής διαμορφωσης των υπαρκτών.
Τα επιμέρους υπαρκτά είναι μεταβλητά, φθαρτά και θνητά, ενώ ο λόγος – τρόπος της ύπαρξής τους (το είδος, η μορφή τους), όπως και ο λόγος – τρόπος της συνύπαρξής τους (η αρμονία και κοσμιότητα των μεταξύ του σχέσεων) είναι αμετάβλητες, άφθαρτες, αθάνατες σταθερές.
Η λογικότητα των ειδών και των σχέσεων (συνάφειας) των υπαρκτών, ο «ξυνός (κοινός) λόγος», συγκροτεί τον τρόπον της του παντός διοικήσεως: τη συμπαντική κοσμιότητα (τάξη, αρμονία, κάλλος).
Είναι το αιώνιο στοιχείο της πραγματικότητας και ως αιώνιο είναι και το πραγματικά υπαρκτό (το όντως ον) – ο λόγος-τρόπος της αλήθειας, το κριτήριο του αληθεύειν.
Διασάφησα τον αποφατισμό ως το κύριο γνώρισμα της αρχαιοελληνικής γνωσιολογίας και τη σύνδεση αυτής της γνωσιολογίας, του εμπειρικού χαρακτήρα της, με την οντολογία των αρχαίων Ελλήνων.
Ο τρόπος για να διακρίνουμε το σωστό από το λάθος, την έγκυρη γνώση από την ψευδή γνώση, συνάγεται στην ελληνική παράδοση από την οντολογία: από την εμπειρία της άμεσης σχέσης με το πραγματικά υπαρκτό, την ψηλάφηση του τρόπου του όντως όντος.
Η γνωσιολογία και η ηθική των Ελλήνων αντλούνται από την οντολογία τους.
Έδειξα ωστόσο πως όταν αλλάζει η οντολογία (η κοινή εκδοχή του πραγματικά υπαρκτού) δεν αλλάζει οπωσδήποτε όταν αλλάζει η γνωσιολογία (η κοινή εκδοχή του τρόπου επαλήθευσης της γνώσης).
Με την αποδοχή από τους Έλληνες του χριστιανικού ευαγγελίου, το πραγματικά υπαρκτό δεν είναι πια η ανερμήνευτη (νομοτελειακή δίκην ειμαρμένης) λογικότητα που αναδείχνει το σύμπαν σε «κόσμον» - κόσμημα αρμονίας και κάλλους.
Τρόπος του όντως υπαρκτού είναι τώρα η ελευθερία της ύπαρξης από κάθε προκαθορισμό, από κάθε αναγκαιότητα δεδομένου λόγου-τρόπου φύσεως ή ουσίας.
Η ιστορική συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού (τρόπου του αληθεύειν, τρόπου της Τέχνης, τρόπου της πολιτικής, τρόπου ιεράρχησης των αναγκών) εξασφαλίζεται με τη συνέχιση της πιστότητας στην αποφατική γνωσιολογία, παρά το γεγονός ότι με τον εκχριστιανισμό των Ελλήνων αλλάζει η οντολογία, δηλαδή η νοηματοδότηση της ύπαρξης και της πράξης.
Κατέθεσα (ως πρόταση ερμηνευτική, υποκείμενη σε επαλήθευση ή διάψευση) την πιστοποίηση του ενιαίου χαρακτήρα (χάρη στην αρχή του αποφατισμού) της γνωσιοθεωρίας των Ελλήνων, σε μια ιστορική διάρκεια από τον Ηράκλειτο ως τον Γρηγόριο Παλαμά – διάρκεια και συνέχεια ενοείδειας του ελληνικού πολιτισμού.
Η κατάθεσή μου είναι οπωσδήποτε ασύμπτωτη με την αξιωματική βεβαιότητα που παρήγαγα, ήδη από τον σκοτεινό της Μεσαίωνα, η Δύση: Ότι στην Αρχαία Ελλάδα γεννήθηκε η ατομοκεντρική νησιαρχία, που θαυμαστά την συνέχισε και την αξιοποίησε η Μετα-Ρωμαϊκή Δύση.
(Συγχέουν ως σήμερα οι Δυτικοί τον ορθολογισμό, δηλαδή τη λογική μέθοδο, τις προϋποθέσεις του ορθώς διανοείσθαι που έχει στόχο το ορθώς κοινωνείν, το συγχέουν με την ατομοκεντρική νοησιαρχία: τον πρωτογονισμό της ανάγκης για «νοητά είδωλα», για θωράκιση του εγώ με «αντικειμενικές» βεβαιότητες ατομικής νοητικής σύλληψης.)
Η ατομοκεντρική γνωσιολογία παράγει στη Μετα-Ρωμαϊκή Δύση (The Barbarian West) έναν πολιτισμό με αντεστραμμένους τους ελληνικού όρους – παράγει τρόπους της Τέχνης, τρόπους της πολιτικής, τρόπους ιεράρχησης των αναγκών, στους αντίποδες των ελληνικών.
Αναπότρεπτα η ατομοκεντρική γνωσιολογία αλλοιώνει στη Δύση και την οντολογία του χριστιανικού ευ-αγγελίου, ξαναγυρίζει στην «πενία του ιουδαϊκού μονοθεϊσμού», στην εκδοχή των υποστάσεων ως «εσωτερικών σχέσεων» της ουσίας – στο Filioque.
Στον Heidegger συνάντησα τη συνεπέστερη ανατροπή της νοησιαρχικής πρόσβασης στον οντολογικό προβληματισμό – πρόσβασης που κυριάρχησε στη Δύση, από τον Αυγουστίνο ως και τον Hegel, τουλάχιστον.
Κατέδειξε ο Heidegger τα οντολογικά αδιέξοδα της νοησιαρχίας παραμένοντας εγκλωβισμένος στον γνωστικό ατομοκεντρισμό που την γέννησε.
Δεν διέκρινε ποτέ, παρά την εκπληκτική ελληνομάθειά του (όπως άλλωστε και τόσοι άλλοι κορυφαίοι Ελληνιστές στη Δύση), την ελληνική εμμονή στον αποφατισμό. Γι’ αυτό και η έντιμη δική του εμμονή στην άρνηση των «νοητών ειδώλων» τον οδήγησε σε συνεπή αγνωστικισμό, σε επαλήθευση της οριστικής αγνωσίας μέσω της απουσίας ως υπαρκτικής εμπειρίας, με κατάληξη τον μηδενισμό κάθε «νοήματος» του υπάρχειν.
Αλλά η φιλοσοφικά συνεπής μηδενιστική οντολογία του Heidegger ήταν για μένα μία γόνιμη πρόκληση. Αν η νοησιαρχία των θεολόγων – φιλοσόφων της Δύσης οδήγησε αναπόφευκτα στον μηδενισμό, στον «θάνατο του Θεού» που οξυδερκέστατα διέγνωσε ο Nietzshe, o ελληνικός αποφατισμός θα μπορούσε άραγε να οδηγήσει σε μια συνεπή φιλοσοφικά και εμπειρικά προσβάσιμη οντολογία με βάση τη μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας;
Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας δεν συστηματοποιήθηκε ποτέ σε φιλοσοφικά συνεπή πρόταση οντολογικής ερμηνείας του υπαρκτού – ίσως η επίγνωση του κινδύνου διολίσθησης στην ειδωλοποιητική νοησιαρχία να λειτούργησε αποτρεπτικά.
Όμως κομίζει η εκκλησιαστική εμπειρία μια οντολογική οπτική, συγκεκριμένη πρόταση νοήματος της ύπαρξης και των υπαρκτών.
Αναζητώντας την παραλληλία (ή μεθοδική αναλογία) με τους όρους Είναι (Etre) και Mηδέν (Neant) της αντίστοιχης προσπάθειας του Sartre – η μελέτη αντιπροσωπευτικών κειμένων μαρτυρίας της εκκλησιαστικής εμπειρίας με οδήγησε στους όρους Πρόσωπο και Έρως:
Να τους κατανοήσω ως κλειδιά ή συγκεφαλαιώσεις της οντολογίας που θα μπορούσε να συναχθεί από την οπτική της εκκλησιαστικής εμπειρίας.
Να συναχθεί και να συναχθεί οντολογική πρόταση με την μεθοδολογική αυστηρότητα και συνέπεια του χαϊντεγγεριανού εγχειρήματος – συνέπεια ως προς την κάλυψη κάθε πτυχής του οντολογικού ερωτήματος και αυστηρότητα ως προς τον εμμονή στη γνωσιοθεωρητική αρχή «κοινωνικής επαλήθευσης» των απαντητικών προτάσεων, αρχή εμπειρισμού.
Το πρόσωπο δηλώνει την έλλογη αυτοσυνείδηση υπαρκτική υπόσταση της ελευθερίας – ελευθερίας από κάθε αναγκαιότητα της ύπαρξης: οριστικό προκαθορισμό, προϋπάρχοντα λόγο-τρόπο ουσίας ή φύσεως.
Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας παραπέμπει σε Αιτιώδη Αρχή του υπαρκτού προσωπική, δηλαδή ελεύθερη από την αναγκαιότητα να υπάρχει, ελεύθερη από προκαθορισμό θεότητας – προκαθορισμό να υπάρχει με τον τρόπο μια δεδομένης θείας φύσης ή ουσίας.
Η μαρτυρία παραπέμπει στην εμπειρία της παρουσίας συγκεκριμένου ιστορικού προσώπου, Ιησού του από Ναζαρέτ, που η ελευθερία του από τους υπαρκτικούς περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης (βεβαιωμένη από πλήθος κοινά πιστοποιημένων «σημείων» της βιοτής του) υπεμφαίνει την ελευθερία του Θεού από τη θεότητά του: την ελευθερία της αγάπης του που ταυτίζεται με τον τρόπο της ύπαρξής του και κάνει δυνατή την ενανθρώπησή του, χωρίς τροπή ή αλλοίωση του Είναι του.
Η αγάπη, ως αιτιώδης αρχή του υπαρκτού, δεν είναι ιδίωμα της συμπεριφοράς, είναι τρόπος υπάρξεως.
Και αυτός ο τρόπος που είναι θελημένος και όχι δεδομένος, όχι αναγκαστικός, η ύπαρξη ως αυτοαιτία, δηλώνεται, στη σχετικότητα του γλωσσικού μας κώδικα, με τρία ονόματα: Πατήρ, Υιός, Πνεύμα.
Και τα τρία δηλώνουν την ύπαρξη όχι ως ατομικότητα αλλά ως σχέση, δηλώνουν την Αιτιώδη Αρχή του υπάρχειν ως αγαπητική – ερωτική υπαρκτική κοινωνία τριών προσώπων.
Η αγάπη που δεν είναι τρόπος ατομικής συμπεριφοράς αλλά τρόπος υπαρκτικής ελευθερίας, τρόπος να πραγματώνεται η ύπαρξη κοινωνούμενη, δηλώνεται ακριβέστερα με τη λέξη έρως.
Ο έρως διασώζει τον εκ-στατικό χαρακτήρα της αγάπης, την έκ-σταση στην πρωταρχική της σημασία (από το εξ-ίσταμαι, έξω-ίσταμαι, βγαίνω από το εγώ μου, ελευθερώνομαι από τις αναγκαιότητες που καθορίζουν τη φυσική μου ατομικότητα).
Με τους όρους Πρόσωπο και Έρως συγκρότησα μια πρόταση συνεπούς και μεθοδικής απάντησης στο οντολογικό ερώτημα, πρόταση προσωποκεντρικής οντολογίας, οντολογίας προσώπου.
Γινόταν αμέσως φανερό ότι αυτή η οντολογία, βασισμένη στον εμπειρικό ρεαλισμό του αποφατισμού, απαντούσε και σε ένα δεύτερο βασικό, αλλά αδιέξοδο αίτημα της φιλοσοφικής αναζήτησης: στο αίτημα κριτικής επαλήθευσης των οντολογικών προτάσεων.
Ο Kant απέκλεισε το ενδεχόμενο κριτικής (εμπειρικά επαληθεύσιμης) πρόσβασης στην υπαρκτική πραγματικότητα καθεαυτήν, απέκλεισε μια κριτικά επαληθεύσιμη απάντηση στο οντολογικό ερώτημα.
Οι φιλοσοφικές «μεταφυσικές» ή «απόλυτες» αλήθειες, είπε, προκύπτουν από αναλυτικούς και αναγωγικούς συλλογισμούς και συνιστούν «συνθετικές κρίσεις», δηλαδή λογικές δυνατότητες, όχι πραγματικότητες.
Λειτουργούν οι συνθετικές κρίσεις ως παράγωγα της ατομικής διάνοιας και νομιμοποιούνται με την εμπειρική επαλήθευση μόνο στο πεδίο της φυσικής ή μέσω της χρηστικής αναγκαιότητας στα μαθηματικά και στην Ηθική – ποτέ στη της υπαρκτικής πραγματικότητας καθεαυτήν.
Στα βιβλία Προτάσεις Κριτικής Οντολογίας και Οντολογία της Σχέσης επιχείρησα να καταδείξω ότι ο αποκλεισμός που έθεσε ο Kant αίρεται στην περίπτωση της οντολογίας του προσώπου, της ερωτικής πραγμάτωσης και γνώσης του προσώπου.
Το οντολογικό περιεχόμενο της έννοιας σχέση (η σχέση ως τρόπος ύπαρξης και τρόπος γνώσης) είναι η μοναδική δυνατότητα να συγκροτηθεί μια συνεπής κριτική οντολογία, με αποκλεισμό των a priori αναγωγών και με εμπειρικά επαληθεύσιμη (κοινωνούμενη) γνωστική πρόσβαση στην υπαρκτική πραγματικότητα καθεαυτήν.
Νομίζω ότι υπέμνησα με την οντολογία του προσώπου ότι τόο η φύση όσο και η υπόσταση είναι λέξεις που δηλώνουν τρόπο της ύπαρξης: τον τρόπο μιας ομοείδειας (των υπαρκτών που έχουν κοινό το είδος) και τον τρόπο της ετερότητας (μορφικής μόνο ή και υπαρκτικής) κάθε επιμέρους υποστατικής πραγμάτωσης του κοινού είδους.
Ο τρόπος ενεργείται υπαρκτικά ως φύση και ως υπόσταση, είναι μια ενεργούμενη πραγματικότητα. Και κάθε ενέργημα είναι λόγος – φανέρωση της φύσης και της υπόστασης.
Αυτή η διάκριση είναι δεδομένη και συχνά επαναλαμβανόμενη στη γραμματεία που καταγράφει τη μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας.
Έδειξα ότι η διάκριση της φύσης και της υπόστασης από τις ενέργειες της φύσης που πραγματώνουν και φανερώνουν την υπόσταση, μπορεί να θεμελιώσει και μιαν οντολογία της Τέχνης:
Να απαντήσει στο ερώτημα, πώς και γιατί το έργο της Τέχνης είναι λόγος αποκαλυπτικός της προσωπικής (υποστατικής) ετερότητας του καλλιτέχνη, άμεση εμπειρική δυνατότητα σχέσης, δηλαδή γνωστικής ψηλάφησης του μοναδικού, ανόμοιου και ανεπανάληπτου χαρακτήρα της ύπαρξής του.
Με τις συντομογραφικές αυτές επισημάνσεις οριοθετείται, τουλάχιστον κατά πρόθεση, η οφειλόμενη στον αναγνώστη αιτιολόγηση του καβαφικού υπότιτλου στο εν λόγω βιβλίο («εκόμισα εις την Τέχνην).
Ελπίζω πληρέστερη αιτιολόγηση να συναγάγει ο αναγνώστης από την ανάγνωσή του.»
Χρήστος Γιανναράς
Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης (Παρίσι).
Δίδαξε Φιλοσοφία, Πολιτιστική Διπλωματία και Συγκριτική Οντολογία σε πανεπιστήμια της Γαλλίας, της Ελβετίας, της Ελλάδας.
Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
ΠΗΓΗ: TVXS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου