Σάββατο 24 Μαρτίου 2012


Θεόδωρος Ρακόπουλος – Από το “ηθικό ζήτημα” των κομμουνιστών στη “legalita” των ΜΗ.ΚΥ.Ο: H διαφάνεια και η ρητορική εναντίον της Μαφίας στον σύγχρονο ιταλικό ακτιβισμό


Θεόδωρος Ρακόπουλος
Σ’ αυτό το άρθρο, θα εξετάσω εν συντομία την ιστορικότητα των πολιτικών διεκδικήσεων για διαφάνεια και τη διάρθρωση της κινητοποίησης για νομιμότητα και ηθικολογία στην Ιταλία. Θα θέσω έναν προβληματισμό για τον πολιτικό λόγο που βασίζεται στην ηθική, ερευνώντας την ηθικο-πολιτική βάση του, την ηγεμονία του στην ιταλική κοινωνία και κάποιες δυσαρέσκειες που επιφέρει. Θα υποστηρίξω πως σχηματίζει λογικές αλληλουχίες με την ιστορική “ευρωκομμουνιστική” ιταλική Αριστερά, σε εμφανή αντίφαση με τις δεσμεύσεις των συντελεστών του σε ιδέες μνήμης που αμφισβητούν την πολιτική γενικά ή επιτρέπουν αντιδραστικές ερμηνείες. Θα αναφερθώ επίσης εν συντομία στο ρόλο του δικαστικού σώματος στο πλαίσιο της ηθικοποιητικής πολιτικής.



Τον τελευταίο καιρό, “κοινωνικά κινήματα” υπέρ της διαφάνειας στην Ανατολική Ευρώπη προωθούν διεκδικήσεις για μια “καθαρή δημόσια ζωή” ( Holler&Shore 2005). Η κοινωνία των πολιτών του Παλέρμο ηγείται της πολιτικής κατά της διαφθοράς από τη δεκαετία του 1980, καθώς οι τοπικοί υπέρμαχοι ενός κινήματος της μεσαίας τάξης εναντίον της μαφίας υποστηρίζουν ότι η “καθαρή πολιτεία” αποτελεί βασική δημοκρατική αρχή και “δικαίωμα των πολιτών” ( Jamieson 2000, Schneider & Schneider 2000). Οι αντιδράσεις στις αποκαλύψεις για τις διασυνδέσεις ανάμεσα στο κυβερνών Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα ( DC) και την Κόζα Νόστρα έχουν συμβάλει στη δημιουργία ενός νέου όρου –κλειδί που αποκτά αυξανόμενη σημασία: “legalita“.

H υποστηρικτική κινητοποίηση της κοινωνίας των πολιτών γύρω από τη “legalita” έχει καταστήσει τον όρο ιδεολογική ραχοκοκαλιά της Libera, της μεγαλύτερης ΜΗ.ΚΥ.Ο. στην Ιταλία σε ό,τι αφορά τον αριθμό των μελών της, συμπεριλαμβανομένων πολλών μικρότερων οργανώσεων. Ο κύριος στόχος της οργάνωσης είναι ʺη μάχη εναντίον της μαφίαςʺ. Οι παράγοντες της Libera κινητοποιούν τους ενεργούς πολίτες μέσω της πολιτικής συμμετοχής σε μια προσπάθεια “διεκδίκησης του κράτους“, η οποία συμβάλλει στην αναπαραγωγή του κράτους με την ενίσχυση της σημασίας “του” και την επιβεβαίωσης της παρουσίας “του”. Η πιο απτή συνεισφορά της Libera στην πολιτική για τη διαφάνεια είναι η άσκηση πίεσης στην κυβέρνηση για την ψήφιση του νόμου 109/95, που επιβάλλει την κατάσχεση όλων των περιουσιακών στοιχείων των μαφιόζων που έχουν συλληφθεί και την διάθεσή τους στις τοπικές κοινότητες με δωρεάν επικαρπία.

Στη διάρκεια της εθνογραφικής έρευνάς μου μεταξύ των Σικελών ακτιβιστών κατά της Μαφίας, δεν συνάντησα κανέναν συμπαθώντα της Libera που να έχει δεξιές αποκλίσεις: τα μέλη (οι περισσότεροι εθελοντές) είναι συνήθως νεαροί αριστεροί. Η “δεξιά”, ιστορικά ύποπτη για τις σχέσεις της με τη Μαφία, λόγω της σκιώδους συμμαχίας του DC που έφερε στο κόμμα “μια δεξαμενή ψήφων” στη Σικελία, μέσω του πατροναρίσματος της Μαφίας ( Ginsborg 2002), συνδέεται σήμερα με τον Μπερλουσκόνι, ο οποίος αψηφά ανοιχτά το δικαστικό σώμα της χώρας, και είναι συνήθως απορριπτέα στους ακτιβιστικούς κύκλους που τάσσονται υπέρ της νομιμότητας.

Μια ιδέα της Αριστεράς; Το ηθικό ζήτημα

Ωστόσο, η δέσμευση για τη διατήρηση της “καθαρότητας” της διοίκησης μετά βίας υφίσταται στο πολιτικό πεδίο της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Πώς ένας φαινομενικά “αντιδραστικός” όρος ( η προώθηση της επιβολής του νόμου) έγινε αντικείμενο λατρείας της ιταλικής Αριστεράς; Η θεώρησή του ως εγγενή έννοια- αυτό που οι ανθρωπολόγοι αποκαλούν κατηγορία emic-καθιστά την ιστορικοποίησή του δυνατή.

Η Libera ιδρύθηκε το 1995, αμέσως μετά την άτυπη εγκαθίδρυση της Δεύτερης Ιταλικής Δημοκρατίας και ακολούθησε την εξέλιξή της. Από τότε, η προχώρηση των ΜΗ.ΚΥ.Ο στηLibera, δείχνει ότι η “νομιμότητα” βρίσκεται στο επίκεντρο σε ό,τι αφορά τη διακυβέρνηση και τη διοίκηση και έχει ζωτική σημασία στην καθημερινή ζωή. Η αναδιάρθρωση του ιταλικού πολιτικού μηχανισμού μετά την έρευνα του 1992 που έγινε γνωστή ωςTangentopoli (στην κυριολεξία: δωροδοκούπολη), επέδρασε σε όλες τις πτυχές της πολιτικής των κομμάτων. Συνέβαλε στον τερματισμό της Πρώτης Ιταλικής Δημοκρατίας, εν μέσω των αποκαλύψεων για αναρίθμητες υποθέσεις δωροδοκίας στην καρδιά της πολιτικής ζωής της χώρας. Είναι ενδιαφέρον ότι η ιδέα μιας Δεύτερης Ιταλικής Δημοκρατίας (σε αντίθεση με την γαλλική θεσμική αναδιάρθρωση που απαιτεί νέα συντάγματα) συνεπάγεται μια ηθική αναδιάρθρωση: την αναβίωση της ηθικής, που εκδηλώθηκε με τον σχηματισμό νέων κομμάτων. Η ιταλική κυρίαρχη πολιτική τάξη δέχτηκε σοβαρά πλήγματα από αυτή την εξέλιξη: οι Σοσιαλιστές και το DC λόγω της πληθώρας των πληροφοριών για δωροδοκίες στις οποίες εμπλέκονταν βουλευτές, οι Κομμουνιστές λόγω του κύματος των αλλαγών που είχαν μόλις σαρώσει την Ανατολική Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, όπως δείχνει η Γκλάζνοστ, οι ριζικές αλλαγές καθεστώτων επιβλήθηκαν ευρέως μέσω των ιδιωμάτων για πολιτική διαφάνεια.

Η δικαστική επιχείρηση “καθαρά χέρια” για τη διαφάνεια, της οποίας ηγήθηκε ο Μιλανέζος δικαστής Ντι Πιέτρο, ανέτρεψε μάλλον ένα σύστημα διακυβέρνησης παρά μια “Δημοκρατία”. Η ρητορική για τη νομιμότητα που πυροδότησε την ιταλική θεσμική ανανέωση αντηχεί σήμερα στον ακτιβισμό των ΜΗ.ΚΥ.Ο. Είναι ενδεικτικό ότι πολλά μέλη της Libera είναι σήμερα υποστηρικτές του κόμματος της Ιταλίας των Αξιών, του οποίου ηγείται ο Ντι Πιέτρο, ο οποίος στράφηκε στην πολιτική ύστερα από την προσωπική αναγνώριση που βίωσε μέσω της Tangentopoli.

Ωστόσο, το πολιτικό μομέντουμ της ηθικής και της διαφάνειας δεν περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Η σημερινή ρητορική κατά της Μαφίας και υπέρ της “legalita” πηγάζει από ένα καθαρά πολιτικό παρελθόν: η μάχη κατά της διαφθοράς αποτελεί ιστορική κινητήρια δύναμη του Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI), κεντρικό σημείο της πολιτικής του και συστατικό στοιχείο της πολιτικής φιλοσοφίας του. Η “legalita” της κοινωνίας των πολιτών κατέστησε οικείες στις μεσαίες τάξεις της δεκαετίας του 1990 τις δομικά μεταμορφωτικές ιδέες που χάραξε το μεγαλύτερο δυτικό ευρωκομμουνιστικό κόμμα στη δεκαετία του 1970. Η διαδικασία σύντηξης “μιας κάποιας ηθικής της Αριστεράς” με πολιτική δραστηριότητα και οργάνωση υπήρξε μια εσωτερική μάχη ιδεών μεταξύ των μελών του PCI. Αποκρυσταλλώθηκε σε αυτό που ο γενικός γραμματέας του, Ενρίκο Μπερλινγκουέρ (1972-1984) κωδικοποίησε ως “la questione morale“: “το ηθικό ζήτημα”.

Η ρητορική του κόμματος, μολονότι καθαρολογική, απηχούσε τον Γκράμσι: τα μέλη επεδίωκαν ηγεμονία στην πράξη, μέσω πρακτικών που επέτρεπαν μια ανέπαφη πολιτική πράξη και αποσυνέδεαν τους κομμουνιστές από το πατρονάρισμα και τις πελατειακές σχέσεις αυτού που ο Μπερλίνγκουερ αποκαλούσε “το καθεστώς”: το κυβερνών DC. Οι κομμουνιστές έβλεπαν τους εαυτούς τους ως ευμενείς δυνάμεις του καλού, ως ηθική φωνή σε μια διεφθαρμένη δημόσια ζωή. Ο Παζολίνι έγραψε ότι το PCI ήταν ένα “ηθικό νησί” στη διεφθαρμένη ιταλική θάλασσα. Το PCI κατάφερε να καταστήσει την ηθικοκολογική γλώσσα ηγεμονικό πολιτικό μονοπώλιό του- και από αυτή την άποψη η κληρονομιά του Μπερλινγκουέρ υπήρξε επιτυχής. Ωστόσο, η ρητορική για νομιμότητα και οι εκκλήσεις του για “καθαρότητα” επέτρεψαν μια δυσάρεστη πολιτική συγγένεια με την καθαρολογική ρητορική των νεοφασιστών, που ήταν ανέγγιχτοι απ’ τη διαφθορά και ήθελαν να εξουδετερώσουν τη Μαφία, καθώς η άκρα δεξιά το θεωρούσε ως αμφισβήτηση ενός ισχυρού συγκεντρωτικού κράτους από την εποχή του Μουσσολίνι (Mack Smith 1983).

Το “ηθικό ζήτημα” συνδέεται με το κίνημα εναντίον της Μαφίας της δεκαετίας του 1980, το οποίο γονιμοποίησε. Το μονοπώλιο της ηθικής/διαφάνειας ως πολιτικά εργαλεία του PCI είχε ως αποτέλεσμα το κίνημα να αναπτύσσεται ως συμπλήρωμα στον κομμουνισμό, αλλά με την κατάρρευσή του και τη μεταμόρφωση του PCI, το “ηθικό ζήτημα” έδωσε τη θέση του στη δεκαετία του 1990 στη “legalita“, ως ηγεμονική ώθηση προς μια πολιτική που δεν είχε μολυνθεί από σκοτεινούς παράγοντες. Από αυτή την άποψη, το “ηθικό ζήτημα” ήταν μια ηγεμονική ιδέα του PCI που κληροδοτήθηκε στη σύγχρονη ιταλική πολιτική ρητορική, καθώς στόχευε να φέρει όλους τους διφορούμενους πολιτικούς παράγοντες (όπως η Μαφία) στην επιφάνεια και να καταστήσει “το Κράτος” διαφανές. Χρησιμοποιούμενη από τους αριστερούς καθαρολόγους η “legalita” χρησιμοποιείται σήμερα με τρόπους που μιμούνται και αναπαράγουν το ηθικό ζήτημα του τέλους της δεκαετίας του 1970.

Νεοφιλελεύθερες μεταμορφώσεις: από το κόμμα στη ΜΗ.ΚΥ.Ο και το δικαστικό σύστημα

Υπάρχουν ωστόσο δυο ανακολουθίες στην ανάπτυξή της που συνδέονται μεταξύ τους μέσω της νεοφιλελεύθερης ρητορικής για την “ενεργή υπηκοότητα” που έχει μεταμορφώσει τον ακτιβισμό για τη διαφάνεια. Πρώτον, όπως συνέβη με την πολιτική του Μπερλινγκουέρ, στην καθαρολογία της νομιμότητας αναφέρεται εξίσου η δεξιά άκρη του πολιτικού φάσματος: αυτή τη φορά όμως είναι μια διάχυτη έκκληση για τη χρήση μιας χωρίς έλεος νομιμότητας στην καθημερινή ζωή. Απ’ αυτή την άποψη, η αντανάκλαση ενός ιδιώματος της Αριστεράς στη Σικελία χρησιμοποιείται από τους ρατσιστές στη βόρεια Ιταλία. Η κινητήρια δύναμη τηςlegalita χρησιμοποιείται ως έκφραση της ιταλικής καθαρότητας κατά των μεταναστών και των Ρομά που θεωρούνται “εγκληματογενείς”, ιδίως στη Λομβαρδία και τη Βενετία. Το φαινόμενο της ronde (“νυχτοφύλακες”) είναι βασικά η έκκληση στους πολίτες να διαφυλάσσουν, με αυτοσχέδιες περιπολίες, την ασφάλεια στους δρόμους. Μπορεί να θυμίζει τους μελανοχίτωνες του Μουσολίνι, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια βαθιά νεοφιλελεύθερη πολιτική: υποστηρίζει τον πασίγνωστο ηθικό βολονταρισμό και το κοινοτικό πνεύμα του “ενεργού πολίτη” που επωμίζεται ευθύνες τις οποίες το κράτος έχει παραμελήσει.[1] Η προοδευτική ηγεμονική ρητορική για τη νομιμότητα γίνεται τότε αμφισβητούμενο ζήτημα, με την έννοια ότι η εφαρμογή της μπορεί να οδηγήσει σε αντιδραστικές πρακτικές, ενεργοποιώντας την ατζέντα τού “να πάρουμε τις κρατικές υπηρεσίες στα χέρια μας”. Η αλλαγή σε ό,τι αφορά τις ευθύνες του κράτους για την εφαρμογή του νόμου, που διοχετεύεται μέσω της διαφάνειας και των ιδιωμάτων της ηθικής, ενθαρρύνει τις μορφές επαγρύπνισης και τη διάδοση της βίας, συνδέοντας την κωδικοποιημένη νομική τάξη με ηθικούς κώδικες συμπεριφοράς που θεωρούνται αυθαίρετοι.

Δεύτερον, οι διεκδικήσεις της “legalita” για διαφάνεια έχουν αποσυνδεθεί από το βασισμένο σε ταξικά κριτήρια κίνητρο της δημοκρατικής ολοκλήρωσης των κατώτερων, όπως και από την πολιτική του “ηθικού ζητήματος”. Σε αντίθεση με την πολιτικοποίηση της ηθικής ρητορικής από τους οπαδούς του PCI που καλούσαν για μια κοινοβουλευτική δύναμη, οι ακτιβιστές των ΜΗ.ΚΥ.Ο. εκφράζουν σήμερα τη δέσμευσή τους για μια καθαρή πολιτική έξω από πολιτικές διασυνδέσεις : η νομιμότητα γίνεται τεχνική, και όχι πολιτικοποιημένη ρητορική. Οι εκκλήσεις για “legalita” και από τις δυο πλευρές του σύγχρονου πολιτικού φάσματος, έχουν να κάνουν περισσότερο με τη δικαστική τάξη (που σε γενικές γραμμές θεωρείται πως δεν έχει μολυνθεί) παρά με την εκτελεστική ή την κοινοβουλευτική, που ρέπει στη διαφθορά λόγω των μέσων συστημικού πατροναρίσματος με τα οποία έχει φτιαχτεί. Οι ιστορικές ενσαρκώσεις της “legalita” είναι οι “άνθρωποι των θεσμών”, που επιχειρούν πέρα από την ενδεχομένως διεφθαρμένη αρπάγη της νομιμότητας μέσω της ψήφου. Ο ηρωϊσμός των δικαστικών που, συνεπικουρούμενοι από την αστυνομία, μάχονται για τη διαφάνεια και τη χειρουργική αποσύνδεση της ιταλικής δημόσιας ζωής από τη μεσιτεία της μαφίας εξυμνείται στις ανακοινώσεις της Libera και τις εφημερίδες της κεντροαριστεράς. Επικαλούμενη παραδείγματα αστυνομικών, αξιωματούχων του στρατού και ιδίως δικαστών δολοφονημένων από την Κόζα Νόστρα, η Libera αφηγείται μια ιστορία κατά της Μαφίας που φτιάχνεται “από εκείνους που έδωσαν τη ζωή τους πολεμώντας τη Μαφία και για μια καθαρή δημοκρατία”. Η 21η Μαρτίου έχει θεσμοποιηθεί ως “ημέρα μνήμης και δέσμευση” ως προς αυτές τις αρχές, με μια εκδήλωση μνήμης σε διαφορετική πόλη κάθε χρόνο.

Η Libera επομένως προωθεί μια εικονογραφία νεκρών ηρώων, που έχουν θυσιαστεί για τη νομιμότητα και μια καθαρή δημόσια ζωή. Οι δολοφονημένοι δικαστικοί Φαλκόνε και Μπορσελλίνο αποτελούν παραδείγματα μορφών “υπεράνω κομμάτων” που επιβεβαίωσαν και αναμόρφωσαν μια πολιτική κληρονομιά που έχει να κάνει με τη δικαιοσύνη, τη νομιμότητα και τη δημόσια ηθική, χωρίς να φθείρεται από τις “διεφθαρμένες δυνάμεις του δημοκρατικού παιχνιδιού”. Η σκιά του Μπερλουσκόνι στη σύγχρονη ιταλική πολιτική απηχεί αυτή την έλλειψη εμπιστοσύνης στις κοινοβουλευτικές οδούς προς μια “καθαρή δημόσια ζωή” (Lane: 2005). Ψηφίστηκε ως πρώτος πρωθυπουργός της παροιμοιώδους Δεύτερης Δημοκρατίας το 1994 (στο Νότο ως μέρος του συνασπισμού “Πόλος για Καλή Κυβέρνηση”)[2] στο ιστορικό μομέντουμ όπου έπρεπε να οδηγήσει την Ιταλία σε μια μετάβαση, μέσω εντιμότητας, μετά την Tangentopoli. Η κινητοποίηση των ΜΗ.ΚΥ.Ο. για τη νομιμότητα, που επικαλείται μορφές “εκτός πολιτικής”, αντανακλά τη λαϊκή απογοήτευση γι’ αυτή την εξέλιξη. Η απόδοση τιμής στη magistratura democratica (δημοκρατικό δικαστικό σώμα) είναι η τελευταία διέξοδος των ακτιβιστών που έχουν απογοητευτεί από τους θεσμούς: ο μόνος μηχανισμός που παραμένει αξιόπιστος και συνεχίζει την ηθικολογική κληρονομιά μοιάζει να είναι οι “δεσμευμένοι” δικαστές, που αποκαλούνται στη λαϊκή γλώσσα tute rosse (κόκκινα κοστούμια).

Η κατασκευή μιας λίστας ηρώων που θυσιάστηκαν για τη δημοκρατία πολεμώντας εναντίον της Μαφίας δίνει έμφαση στην ηθική της νομιμότητας ως πολιτική κατευθυντήρια αρχή, ως πολιτικό καθήκον συνδεδεμένο με μια αμοιβαιότητα που είναι αδύνατον να επιτευχθεί. Η ιστορική μεταμόρφωση της πολιτικής της διαφάνειας από το “ηθικό ζήτημα” (έναν πολιτικοποιημένον λόγο ταυτισμένο με ένα ισχυρό κόμμα) στη διάχυτη “νομιμότητα” που αμφισβητεί την πολιτική, αποκαλύπτει νεοφιλελεύθερες αλλαγές, με την εξατομικευμένη, άμεση επιβολή του νόμου της ronde ως την πιο σκοτεινή σκιά τους. Σε σχέση με την αριστερή πολιτική των ΜΗ.ΚΥ.Ο., οι απολιτικοποιημένες επιδράσεις αυτού που ο Ferguson αναγόρευσε σε “αντι-πολιτική μηχανή” (1994) μετατρέπουν τη διαφάνεια, από μια όψη της δημοκρατικής συμμετοχής σε μια δέσμευση σε θεσμικές μορφές που βρίσκονται εξ ορισμού εκτός καθημερινής πολιτικής: τους διορισμένους για να εφαρμόζουν το νόμο, όπως οι δικαστές. Η απολιτικοποίηση της διαφάνειας ήταν ενδεχομένως η κύρια αιτία για την αναπαραγωγή του Μπερλουσκόνι στην εξουσία στη διάρκεια της Δεύτερης Δημοκρατίας.

Είναι ενδιαφέρον πως με την έκθεση του όρου legalita στην κοινωνία των πολιτών του “συνειρμισμού”, η πολιτικοποιημένη οξύνοια του όρου υφίσταται έναν διαρκή αφοπλισμό. Ο ένθερμος εναγκαλισμός του όρου από όλο το φάσμα της καθημερινής πολιτικής (το γεγονός ότι έχει γίνει κοινός τόπος) συνεπάγεται σ’ αυτή την περίπτωση έναν “ανοιχτό” όρο που έγινε φαινομενικά ηγεμονικός, καθώς χρησιμοποιείται σχεδόν απ’ όλους. Η κυκλωτική εφαρμογή αυτής της ιδέας, περιλαμβάνει τις συνεχείς εκκλήσεις του Μπερλουσκόνι στη “λαϊκή δικαιοσύνη” αναφορικά με τη δική του περίπτωση και στην “αποκατάσταση της τάξης στους δρόμους” σε σχέση με τη ronde. Ωστόσο, η ηθικοποίηση του πολιτικού λόγου άφησε απέξω ένα επίπεδο κρατικής δραστηριότητας που, όπως προαναφέραμε, προσελκύει τη λαϊκή προσοχή και χαίρει της εναπομείνουσας εμπιστοσύνης στους δημόσιους θεσμούς: το δικαστικό σώμα. Οι σφοδρές επιθέσεις του Μπερλουσκόνι στους δικαστικούς, τους οποίους σε πολλές περιπτώσεις αποκαλεί “κομμουνιστές”, δείχνουν ότι αυτοί είναι οι θεματοφύλακες της ηθικής της Δημοκρατίας. Το κόμμα “Ιταλία των Αξιών” του Ντι Πιέτρο έχει καθιερωθεί ως η κύρια κεντρώα εξουσία στη χώρα, ενώ οι ίδιοι οι δικαστικοί, ιδίως εκείνοι των δικαστικών σωμάτων κατά της Μαφίας, αποκτούν συχνά μια “δημόσια φωνή”.[3] Πολλοί απ’ αυτούς έχουν γίνει αναγνωρίσιμες μορφές με αυξημένη δημοτικότητα στις αριστερές εφημερίδες. Η ρητορική που χρησιμοποιούν αυτοί οι δικαστικοί τους κάνει να μοιάζουν περισσότερο με κοινωνιολόγους (με μια βεμπεριανή πίστη στο ιδανικό είδος κράτους και μια συμπάθεια στην τάξη) παρά με τεχνικές μορφές. Απ’ αυτή την άποψη, η σύγκλιση του δικαστικού με το πολιτικό, ειδικά την εποχή του Μπερλουσκόνι και της αυξανόμενης δραστηριότητας της Μαφίας στη χώρα, ενδέχεται να αντανακλά την ανάληψη του πολιτικού λόγου από τη legalita, έναν όρο που όπως μου είπε ένας πληροφοριοδότης, μοιάζει “γραφειοκρατικά ουδέτερος”. Αυτές οι δομές δίνουν νέα πολιτικά (ή μεταπολιτικά;) νοήματα στη διαφάνεια, καθώς ο Μπερλουσκόνι μοιάζει να βρίσκεται μπροστά στη μεγαλύτερη δικαστική πρόκληση μιας σταδιοδρομίας που συμπίπτει με την ιστορία της Δεύτερης Δημοκρατίας.

Σημειώσεις
[1] Η ιδιοποίηση του όρου “κοινότητα” από το New Labour με τον όρο Νέων Εργατικών έχει οδηγήσει σε παρόμοιες νομικίστικες πολιτικές όπως η «παρακολούθηση της γειτονιάς» (neighbourhood watch) στη Βρετανία.
[2] “Καλή διακυβέρνηση” είναι ένας όρος που συνηθίζει η Παγκόσμια Τράπεζα.
[3] Βλ., για παράδειγμα, κείμενα όπως το Lodato και Grasso 2001, έναν τόμο που περιλαμβάνει ‘engaged’ συνεντεύξεις του εθνικού πληρεξούσιου της αντι-μαφίας, Piero Grasso, από έναν εξέχοντα αριστερό δημοσιογράφο.

Αναφορές
– Ferguson, James:  The anti-politics machine : “development,” depoliticization, and bureaucratic power in Lesotho / Minneapolis : University of Minnesota Press, c1994.
Ginsborg, Paul:  Italy and its discontents : family, civil society, state, 1980-2001 / Λονδίνο: Penguin, 2003.
Haller Dieter και Shore Chris: Corruption (edited by): anthropological perspectives / Λονδίνο: Ann Arbor, MI : Pluto, 2005.
Jamieson, Alison: The antimafia: Italy’s fight against organized crime/ Νέα Υόρκη: St. Martin’s Press, 2000.
– Lane, David Stuart:  Berlusconi’s shadow : crime, justice and the pursuit of power / Λονδίνο: Penguin Books, 2005.
– Lewis, David και Mosse, David (edited by): Development brokers and translators: the ethnography of aid and agencies / Bloomfield, CT : Kumarian Press, 2006.
- Lodato, Saverio και Grasso, Piero: L’antimafia invisibile: la nuova strategia di Cosa Nostra / Μιλάνο: Mondadori 2001.
- Mack Smith, Denis:  Mussolini / Νέα Υόρκη: Vintage Books, 1983.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου