Νίκος Καρούζος
Το τρένο της γραμμής δεν φτάνει πια στ' Ανάπλι. Εκεί κοντά στο σπίτι του. Οι σιδερένιες ράγες χάσκουν στην άσφαλτο. Η ηλεκτροφόρα του ποίηση λοξοδρόμησε για το μέλλον. Εκείνος μόνο ήξερε πόσο οι λέξεις του είναι ποτισμένες από τα αιθέρια έλαια των πορτοκαλεώνων του αργολικού κάμπου, σκαμμένες από την υγρασία του νοτιά, αρραγείς βράχοι του Παλαμηδιού, της Ασίνης, της Τίρυνθας, των Μυκηνών, χωρίς τους βασιλιάδες, μόνο με τους τρελούς των παλατιών, τους ποιητές που ψαύουν την αλήθεια.
Μεγαλωμένος σ' αυτό το τοπίο, δεν είχε παρά να ακούσει το παρελθόν, να ζητήσει το παρόν και να θελήσει να βρεθεί με το σάλτο των στίχων του στο ύστερα, ένα επέκεινα που επιφυλάσσει η αγωνία της λογοτεχνίας για κείνους τους εκλεκτούς που συνέθλιψε αυτή όσο βρέθηκαν εκείνοι στην ηφαιστειογενή της ζώνη. Τις μεινεσμένες του λέξεις δεν θα τις βρει ο διαβάτης στους τουριστικούς οδηγούς. Θα τις νιώσει καρφωμένες στον ίδιο τον τόπο, στη δίψα του χώματος, στη σκιά των πεύκων και της ελιάς, κι εκεί θα ακούσει την ανάσα του ποιητή να νηστεύει Μεγάλη Εβδομάδα της άνοιξης από "την τρομερή τοξίνη της αιτιότητας".
Κι εκείνα τα ενετικά κάστρα και τα ορθόδοξα ξωκλήσια - κείνα που λαχτάρησε κι ο νομπελίστας Σεφέρης- κι εκείνο το λιβάνι και τ' άνθη του Επιταφίου, ο ποιητής αποφάσισε να τα κουβαλάει παντού. Να τα αφήνει να ξεμυτίζουν σε ένα πακέτο από τσιγάρα δανεικό, σε χαρτοπετσέτες, σ' ό,τι να 'ναι. Μοιρασμένα κοσμοπολίτικα δώρα μέσα σε ημιφωτισμένα μπαρ και αλκοολούχα υπόγεια. Εκείνος ατένιζε την "έλαφο των άστρων" (1962) μέσα από τους χρησμούς που του υπαγόρευε ο μυστικισμός της ορθοδοξίας, η υπόσχεση της Οκτωβριανής Επανάστασης -έζησε βέβαια ίσα για να δει την κατάρρευση του Τείχους- και η βαθύτερη δέσμευση απ' όλα: η ίδια η ομορφιά˙ της Υπαρξης. Αυτή η τελευταία με το κεφαλαίο Υψιλον ορθώθηκε μπροστά του τραγικό οιδιπόδειο τρίστρατο και τον έβαλε στον "βέβαιο δρόμο" της ποίησης.
Σφυρηλάτησε ο Καρούζος, με όλη τη δύναμη του φιλοσοφικού του στοχασμού, έναν λυρισμό της υπαρκτικότητας. Οι ιδέες του πλανώνται ίσκιοι φαντασμάτων γύρω από τις λέξεις, ανάμεσα στους τοίχους των στίχων. Οι εικόνες ξεπηδούν από τη βαθιά του θρησκευτικότητα για την πλάση και τον άνθρωπο, από την ταραχή στην ψυχή του που γεννά η πίστη στην ανυπαρξία, από τα ατέλειωτα ερωτηματικά που τον στήνουν στη γωνία και τον εκτελούν κάθε μέρα. Τα αισθήματά του ξεπλένουν το περιθώριο στα τεφτέρια της Ιστορίας. Κοιτάζει ψηλά τον κόσμο, προκειμένου να σκύψει βαθιά μέσα του και να εξορύξει τη βαρύτιμη αρρώστεια από την οποία πάσχει: την ποίηση. "Οι ποιητές είναι πιο άρρωστοι απ' τις μητέρες". Και η πόλη του η πιο θανάσιμη απ' όλες: το άστυ της ετερότητας. Σ' αυτό δόθηκε ολότελα. Μέχρι τέλους. Στην κραυγή του από το "Θανάσιμο Ανάπλι" διαφαινόταν ήδη, όταν ψύχραιμα ζητούσε από το φίλο "Mείνε ξένος". Με ειρωνεία κάποτε, άλλοτε με χιούμορ και μια πιο μεγαλόφωνη χροιά, πάντα με μια υγρή αισθαντικότητα που -τι αστείο- είχε τις ρίζες της σε μια ασκημένη λογική των νομικών και των πολιτικών επιστημών, στη μελέτη των αρχαίων, σε μια οξεία φαντασία, ολόδική του, θέλησε να πει την πολιτική. Λέγεται η πολιτική μέσα στην ποίηση; Αυτός την είπε, γιατί ακόμα οι ιδεολογίες ζέσταιναν την καρδιά ως μύθοι, ως αφηγήσεις απαραίτητες στην υπηρεσία της Υπαρξης. Τώρα είμαστε σε αναζήτηση νέας αφηγήσεως και φυσικά αφηγητού. Η δε ύπαρξη, με μικρό ύψιλον, απειλείται με αφανισμό. Κι οι ποιητές παραμένουν αφανείς. Οπως πάντα.
Ο Καρούζος παραμένοντας ο αναρχοκομμουνιστής δικής του εμπνεύσεως που αναζητά ευλαβικά παραμυθία στο τελετουργικό της ορθοδοξίας, ξεχωριστή δική του περίπτωση εντελώς, είδε και τον κόσμο μέσα από αυτό το πρίσμα, ήταν σαν να είδε τους επερχόμενους αλλά έγραψε για όλους τραβώντας μερικά ασπρόμαυρα ενσταντανέ.
Φωτογραφία
Δώσε έναν κόκκο ειρήνης να απολαύσεις ένα βουνό δικαίωση σαν κόκαλο αιωρούμενο σε σκύλο η αγάπη που δείχνει τα δόντια της. Εγώ ξεκρέμασα τη ζωή μου από κάθε προοπτική πέταξα τα μανταλάκια απ' το σύρμα τελευταία νότα της αληθοσύνης: η αθωότητα ενυπάρχουσα στο άπειρο ο χρόνος απορρυθμίζει σχηματίζει μέσα του το αμάρτημα: τη φοβερή διαιρετότητα. Ζούμε θα πει αλητεύουμε στους αμέτρητους ίμερους αλητεύουμε στα σώματα των απέραντων γυναικών αλητεύουμε στη μιλιά μας αλητεύουμε στην πείνα και στην ακάλεστη δίψα.
Κοινός προαυλισμός
Ο Νίκος Καρούζος και ο Μίλτος Σαχτούρης μοιράστηκαν, από κοινού με τον Τάκη Βαρβιτσιώτη, το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1972). Βίοι παράλληλοι χρονικά που κατάφεραν να τέμνονται από την τέχνη τους. Ο καθένας μια δική του ευθεία πορεία γύρω από τον κοινό άξονα: την εποχή τους. Μεσοπόλεμος. Κατοχή. Εμφύλιος. Μετεμφυλιακά χρόνια. Χούντα. Μεταπολίτευση. Κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Τα είδαν όλα με τα μάτια τους. Ο 20ός αιώνας μπήκε στο σουρωτήρι των στίχων τους και διυλίστηκε μέχρι κεραίας.
Και έγραψαν ποίηση μακριά από την ποιητικότητα. Εγραψαν ποίηση με την πραγματικότητα παρούσα. Κοινή τους συνισταμένη το σαράκι που τους ροκάνιζε εκ των έσω, που υπέσκαπτε την απλή ζωή τους: τι θα ήταν χωρίς ποίηση; Η ζωή; Μπορεί ο τάφος -και δη των ιδεολογιών- να είναι ομαδικός, ο θάνατος όμως είναι προσωπική αναπόφευκτη υπόθεση. Κι αυτός τους ρουφάει το μεδούλι, μέσα από τον φόβο. Αυτόν κοίταξαν κατάματα κι οι δυο. Τον θάνατο. Ο ένας, ο Καρούζος, γλεντώντας και γελώντας εις βάρος του με πόνο ψυχής και ο άλλος, ο Σαχτούρης, κόβοντάς τον κομματάκια με το νυχτέρι της μελαγχολίας και της ωμής ειρωνείας. Ειρωνεύτηκαν τον θάνατο κι οι δυο, αφού δεν θα του ξέφευγαν.
Ο Σαχτούρης πρόλαβε να γράψει και για τον θάνατο του ομοτέχνου του:
Για τον Νίκο Καρούζο
Καημένε Νίκο τι ζωή ήταν κι αυτή κατατρεγμένοι από τους Κατσιμπαλήδες οι πλούσιοι φτύναν πάνω στη φτώχεια σου όμως εσύ καλά έκανες έπινες τα ουζάκια σου κι όλους αυτούς τους μούντζωνες και να πριν να φύγεις πρόφτασες κι αρπάχτηκες από ένα κάτασπρο σύννεφο από ψηλά τώρα από το σύννεφο αυτό κοιτάζεις την αθανασία σου.
Μίλτος Σαχτούρης
Μα, κατάφερε να ξεφύγει από τη φυματίωση αυτός ο άνθρωπος, αλλά όχι από την ποίηση, από τις φρικτές της δαγκάνες. Η ένδοξη υδραίικη καταγωγή του από ναυάρχους δεν στάθηκε αρκετή να τον απομακρύνει από τη φωτιά. Παράτησε τις σπουδές στα νομικά, έκαψε τα βιβλία, και υποκύπτοντας στη βαθιά παραβατικότητα της ποίησης, έζησε τη ζωή του μέσα σ' αυτή την παρεκτροπή. Και παρέδωσε στίχους γεννημένους πάνω σε εικόνες, αφηγήθηκε ιστορίες, με τον ένα και μοναδικό άνθρωπο στο επίκεντρο της συντριβής του ή της αποθέωσης της ζωής του.
Η λησμονημένη
[...] Η λησμονημένη είναι ο στρατιώτης που σταυρώθηκε η λησμονημένη είναι το ρολόγι που σταμάτησε η λησμονημένη είναι το κλωνάρι που άναψε η λησμονημένη είναι η βελόνα που έσπασε η λησμονημένη είναι ο επιτάφιος που άνθισε η λησμονημένη είναι το χέρι που σημάδεψε η λησμονημένη είναι η πλάτη που ανατρίχιασε η λησμονημένη είναι το φιλί που αρρώστησε η λησμονημένη είναι το μαχαίρι που ξεστόχησε η λησμονημένη είναι η λάσπη που ξεράθηκε η λησμονημένη είναι ο πυρετός που έπεσε. [...]
Στα ποιήματά του ο άνθρωπος μένει ακάλυπτος, ανυπεράσπιστος μπροστά στην αλήθεια. Δεν ωραιοποιείται τίποτα. Οι λέξεις είναι νυστέρια και κόβουν, ματώνει ο άνθρωπος για να μείνει άνθρωπος. Και η ομορφιά απομακρύνεται από την ωραιότητα. Ο Σαχτούρης στήνει μελαγχολικά δράματα στον δρόμο κυρίως. Εκεί συναντά τον χρόνο και αναμετριέται, εκεί συναντά τον θάνατο και του δίνει το περίστροφο να συνεχίσει τη δουλειά του θερισμού του, εκεί βγαίνει να συναντήσει τους ανθρώπους κι εκεί ανταμώνεται με την ποίηση. Με τα ειρωνικά αφηγήματα της ύπαρξης.
Το κεφάλι του ποιητή
Εκοψα το κεφάλι μου το 'βαλα στο πιάτο και το πήγα στο γιατρό μου
-Δεν έχει τίποτε, μου είπε, είναι απλώς πυρακτωμένο ρίξε το μέσα στο ποτάμι και θα ιδούμε
το 'ριξα στο ποτάμι μαζί με τους βατράχους τότε είναι που χάλασε τον κόσμο άρχισε κάτι παράξενα τραγούδια να τρίζει φοβερά και να ουρλιάζει
το πήρα και το φόρεσα πάλι στο λαιμό μου
γύριζα έξαλλος στους δρόμους
με πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή.
Είναι ο ποιητής που θα πει την υπερτονικότητα και την κατατονικότητα της Αθήνας. Αμα ζούσε τώρα και περπατούσε την πόλη, θα έπιανε και πάλι αυτόν τον αντιφατικό της σφυγμό που την κάνει τόσο μοιραία. Θα επιβεβαίωνε πώς έχουμε χάσει τον δρόμο μας και βρεθήκαμε σε μια ξένη γειτονιά. Πρόλαβε να δει μεν την άνοδο και την κατάπτωση της Κυψέλης που έζησε, αλλά τουλάχιστον δεν πρόλαβε να δει τη σημερινή εξαθλίωση των ανθρώπων που τρώνε από τα σκουπίδια. Το μεταπολεμικό σκηνικό που επαναλαμβάνεται σε έναν ακήρυχτο -τούτη τη φορά- πόλεμο. Εκείνος δεν είχε παρά να αντιδράσει με τα ίδια δικά του ειρωνικά αφηγήματα της ανυπαρξίας.
Υπάρχω-δεν υπάρχω, ήταν το παιχνίδι που έπαιξαν αυτοί οι δύο ποιητές κατά τον 20ό αιώνα. Είχαν διαβλέψει τι θα επακολουθούσε. Αυτό το παιχνίδι θα παίξουμε και τον 21ο αιώνα, αλλά στ' αλήθεια, όχι στην ποίηση. Θα αναρωτιόμαστε άμα θα υπάρχουμε, μέσα από τους ιστούς του Διαδικτύου, μέσα από τα κύτταρα μιας ασώματης κοινωνίας κι επικοινωνίας.
Η μικρή ιστορία
Το καφενείο που πίνω τον καφέ μου είναι άδειο μόνο εγώ υπάρχω έτσι το καφενείο είναι τελείως άδειο γιατί ούτε εγώ υπάρχω.
H Σταυρούλα Σκαλίδη είναι πεζογράφος. Εχουν εκδοθεί δύο βιβλία της (Προδοσία και εγκατάλειψη, 2008 & Κρέας από σταφύλι, 2010, αμφότερα στις εκδόσεις Πόλις). Το πρώτο τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα αυτής της χρονιάς από το περιοδικό Διαβάζω
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου