Στις αρχές του Αυγούστου, κάπου είκοσι άνθρωποι, έφτασαν στο Λαιμό, ένα μικρό χωριό της Πρέσπας, προκαλώντας την απορία των κατοίκων. Από νωρίς κλείνονταν σε μια αίθουσα με ξύλινο τάπητα και μιλούσαν για τη λογοτεχνία, γράφοντας περιτριγυρισμένοι από έργα ζωγραφικής κι ενίοτε από νότες...


Οι εικαστικές εγγραφές της συνάντησης ''Ψυχή στο Λαιμό'' το καλοκαίρι του 2012 παρασύρθηκαν από τις αντίστοιχες λογοτεχνικές 
 ΨΥΧΗ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ συναντηση λογοτεχνίας και εικαστικών 6-20/8/2012
Διαβάστε κείμενα της ''Ψυχής στο Λαιμό" από  την παρέα των λογοτεχνών όπως δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Ντουέντε 


ΕΛΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ
«Ονειρικό»
Δειλινό στη δεξαμενή
                                Ο ήλιος ματώνει σε τόσο νερό
                    Επιπλέουμε
Η μάνα κι εγώ
        Εκείνη βουλιάζει
                                                                                   Γίνεται δέντρο
                                                     Κρύβομαι στα φυλλώματα
Ένα χέρι άγνωστο
                    Απ’ τη ρίζα του νερού με λυτρώνει
                                                                                 Μένοντας χωρίς βάρος
                                                                        Ανέγγιχτο
Το περικλείω
            Το αλλάζω
                                                                                    Είναι εγώ
                                                           Κι αν όχι;

ΑΔΑΜΑΝΤΙΑ ΞΗΡΙΔΟΥ
«Δεν ήμουν ακόμα»
Έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε. Έκλεισα την πόρτα και κούρνιασα στην αγαπημένη μου γωνιά. Δεν είχα διάθεση για τίποτα. Έσβησα και τα φώτα. Τα βλέφαρα έγειραν. Τις πρώτες ώρες άκουγα νερό. Δυνατό, ορμητικό. Αυτό το νερό, έξω. Κάποιες στιγμές, το βλέμμα μου έπεφτε στον καθρέφτη. Και το πρόσωπο φωτιζόταν από μια αστραπή. Μια ρωγμή από υγρό ασήμι δίχαζε τη μορφή μου. Δεν φοβόμουν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έσπαζα στα δύο. 
Περνούσε η ώρα και το δωμάτιο γέμιζε νερό. Γέμιζε. Γέμιζε. Δεν πρόσεχα πια τι γινόταν έξω. Τράβηξα τ’ αυτιά μου ώστε ν’ ακούν, σαν μυτερά χωνιά, την κάθε σταγόνα στην κάθε γωνιά του δωματίου. Ήμουν ακόμη καθισμένη όταν ένιωσα να βρέχονται τα πόδια μου. Σκέφτηκα να σηκωθώ. Αλλά πού αλήθεια να πάω; Κοίταξα ένα ένα τα παράθυρα. Αυτό το κόλπο μ’ άρεσε από μικρή! Όταν δεν ήθελα να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι, έβαζα στο μάτι ένα ένα τα παράθυρα και μ’ ένα γερό νεύμα μπορούσα να κάνω τα παντζούρια ν’ ανοίξουν. Με ευκολία ύστερα λύγιζε το πόμολο κι άνοιγε και το τζάμι. Με την ίδια σειρά πάντα άνοιγαν, έτσι και τώρα. Το νερό είχε φτάσει μέχρι το λαιμό, έπρεπε λοιπόν να εφαρμόσω το ίδιο κόλπο. Ανοίγοντας τα παράθυρα δεν κινδύνευα να πλημμυρίσει το δωμάτιο. Ήρεμη βυθίστηκα πάλι. 
Ήταν καυτό: ένα νερό που ερχόταν κατευθείαν απ’ το κέντρο της γης. Κολυμπούσα στη ζεστασιά του αφήνοντας για πρώτη φορά την αγαπημένη μου γωνιά. Τα νερά χύνονταν μέσα στα χωνιά-αυτιά μου. Χτύπησε η πόρτα, δεν πήγα. Η πόρτα ωστόσο παραβιάστηκε κι άρχισαν να μπαίνουν λίγα λίγα κι ύστερα κατά σμήνη ψάρια. «Όβα-όβα-όβα» χύθηκε παντού ο ψίθυρος των ψαριών, πλημμύρισε τ' αυτιά μου. «Όβα-όβα-όβα!» Σαν να προσπαθούσαν τα ψάρια να συνεννοηθούν για το ποια θέση θα πάρουν μέσα στο δωμάτιο.
Αναγκάστηκα ν’ ανοίξω τα μάτια. Ένας γυμνός Ινδιάνος ρίχνει χιόνι πάνω στο κρεβάτι για ν’ ακουμπήσει αμέσως μετά εκεί απολιθώματα από ελάφι, άλογο – και, μαζί μ’ αυτά, πολλά, πάρα πολλά φτερά αετού. 
Τα φτερά ύφαιναν τη μορφή του πατέρα και της μητέρας: εδώ ο πατέρας αγόρι μικρό, ακριβώς δίπλα η μαμά με νυφικό, τώρα η μαμά που περπατάει, πιο δίπλα ο πατέρας το μεσημέρι.
-Ε, τι κάνεις εκεί; του φώναξα.
Σταμάτησε την εργασία του και, κρατώντας ένα κλαδί κέδρου, χωρίς να με κοιτάξει στιγμή, απευθύνθηκε στα ψάρια όπως ένας μαέστρος που κουνά τη μπαγκέτα του. Μεμιάς τα ψάρια μ’ έφεραν μπροστά στο κρεβάτι. Κοίταξα τ’ απολιθώματα. Με εκπληκτική τάξη πάνω στο σεντόνι μου είχαν σχηματίσει το περίγραμμα ενός σώματος.
Η απαλή κίνηση του μαέστρου μ’ έσπρωξε κατευθείαν στο κρεβάτι. Και το περίγραμμα αγκάλιασε το σώμα λες και είχε φτιαχτεί ακριβώς για μένα.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ
«Βίοι Αγίων»
Είναι κάποιοι χώροι άγιοι που, όταν τους επισκέπτεσαι, δεν μπορείς να κάνεις τίποτ’ άλλο απ’ το να σωπάσεις.
Σιωπή και μόνο σιωπή καθώς κοιτάζεις, μυρίζεις, ακούς τους βίους αγίων: ο Θ. έχει πράσινα μάτια, πουλιά κρυμμένα κάτω απ’ τα δέντρα των φρυδιών. Κοιτάει λοξά, ποτέ ίσια, τα μάτια του κρύβονται στις άκρες των βλεφάρων και ζαρώνουν καθώς σε κοιτά.
Άραγε σε κοιτά; Δεν είσαι σίγουρος. Ποτέ δεν είσαι. Είναι όμως φορές που, σαν σπαθιές, νιώθεις τις βλεφαρίδες του πάνω στο δέρμα κι εσύ κάτω απ’ την υπερφυσική δύναμη λυγίζεις, και να θέλεις, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Εκείνος ακίνητος, σαν εικόνισμα, κρατάει τον θρόνο του. Ένας μικρός πράσινος άγιος
που κρύβεται
κάτω από τα βλέμματα
πάνω από τον κόσμο. 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΑΝΟΥΔΗΣ
«Λαιμός»
Μπορούσες στ’ αλήθεια ν’ ακούσεις τη σιωπή. Σ’ αυτόν εδώ τον τόπο, η σιωπή είναι επιθετική ακριβώς γιατί έρχεται σε διαρκή υποχθόνια αντιπαράθεση με την έλλειψη σιωπής που έχουμε συνηθίσει εκεί που ζούμε. Είναι φαινομενικά άπιαστη: διαρκώς απούσα από το σημείο όπου πιστεύεις ότι θα τη βρεις. Αλλά, σιγά σιγά, πεισματικά, εμμένοντας σ’ αυτόν τον βόμβο που απλώνεται ομόκεντρα, σαν κύκλος στην επιφάνεια του νερού, αρχίζεις να ξεχνάς την παλιά ιδέα της σιωπής ή τη νιώθεις να μεταλλάσσεται στη ρευστότητα ενός κεριού που λιώνει και γίνεται επίπεδη κρούστα. Τότε, κρατώντας για λίγο την ανάσα, μπορείς να την ακούσεις.  
Ακούγαμε τη σιωπή, που τη διασπούσαν μόνο τα αραιά βυθίσματα και οι αναδύσεις των κουπιών στα βαλτώδη νερά της λίμνης, κοιτάζοντας ευθεία μπροστά μας, τις ίδιες ακριβώς εικόνες, βλέποντας όμως κάτι εντελώς διαφορετικό. Για κείνον ήταν ο τόπος του και τίποτε άλλο δεν έκαναν τα μάτια παρά να διαλύουν το γνώριμο σε αμέτρητες παραλλαγές αναμνήσεων. Εγώ, περαστικός σ’ αυτό το ψαροχώρι όπου οι άνθρωποι ζουν μαζί με τους νεκρούς και τις αγελάδες τους, παράγοντας κονιάκ από φρούτα και κρεμώντας αρμαθιές πετρωμένων ψαριών στις εισόδους των σπιτιών, έβλεπα έναν καινούργιο αλλόκοτο κόσμο, πέρα απ’ το πράσινο νερό κι ανάμεσα στο πέπλο των καλαμιώνων, αντίθετα απ’ το σκόρπισμα του ήλιου και μέσα στην επίδραση της σιωπής· έναν πελώριο κόσμο από γκρίζα λαμπερή πέτρα· μια χαραγμένη αλλά συμπαγή μάζα που έφτανε μέχρι πάνω, στους στρογγυλούς φεγγίτες του βουνού, τις ακανόνιστες αυτές τρύπες, τις ανοιγμένες σαν μάτια προϊστορικού θηρίου που πάγωσε σε μια βίαιη αλλαγή του κόσμου, τις όλο μυστήριο και υπαινιγμούς καταπακτές που οι ντόπιοι αποκαλούν «ερημητήρια», γνωρίζοντας το καθένα από αυτά με το όνομα που άφησε καθένας από τους ασκητές οι οποίοι έζησαν εφ’ όρου ζωής στο σκοτεινό καβούκι τους, ώσπου να εξαφανιστούν ή να αναληφθούν, έρμαια της φαντασίας όσων ανέλαβαν να τους ιστορήσουν, χαμένοι πια στη νεφελώδη μπουρμπουλήθρα της αγιοσύνης. 
«Αν περάσουμε αυτό το σημείο, θα αλλάξουμε χώρα» είπε ο ψαράς. «Δεν είναι καλό να αλλάξουμε χώρα», είπε, «μπορεί να μας παρακολουθούν». Και χαλάρωσε τις κινήσεις των χεριών, αφήνοντας τη βάρκα να παρασυρθεί από το αντίρροπο ρεύμα. Αυτό είναι το ρεύμα που έλκει υπογείως όλες τις θολές ουσίες του βυθού και τις συγκεντρώνει στις όχθες της προκυμαίας, φτιάχνοντας κολπίσκους από βρύα και νεκρά φύλλα, λυγίζοντας, πάνω απ’ το νερό, τα λοφία των καλαμιών και δίνοντας μια παράλογη όψη κατάβασης στο περίγραμμα της ακτής που διαγράφει τη λίμνη. Με λόγια που έσερναν την ανία πολύχρονων επαναλήψεων, ο ψαράς άρχισε να επεξηγεί μία από τις αιτίες των κατολισθήσεων που κάνουν το μέρος αυτό θανάσιμο για τους αμέριμνους αναβάτες· υπάρχουν εδώ βράχια που μαζεύουν την υγρασία της λίμνης στο εσωτερικό τους, αργά αργά, ώσπου το ζιζάνιο της κάθε σταγόνας να ροκανίσει όλη την ψίχα τους, αφήνοντας το κούφιο κέλυφος να γκρεμιστεί από ψηλά. Τότε οι πέτρες, τα συντρίμμια αυτής της κατολίσθησης, οι τραχιές, βάρβαρες, πολεμικά κοφτερές πέτρες, σαν φορτία επίθεσης του στατικού κόσμου απέναντι σε κάθε κινούμενη ύλη, εκτοπίζουν τη λίμνη προς τη μεριά της στεριάς και ολοένα ξεχειλίζουν τις κοίτες σε επιφάνειες που αργότερα μετατρέπονται σε βρώμικα αχνιστά έλη. 
Έμαθα ακόμη, μέσα από τη σύντομη αυτή «ιστορία της διάβρωσης», ότι υπήρξε κάποια εποχή όπου τα νερά παρουσίασαν μια απότομη υποχώρηση, αφήνοντας γυμνές τις ρίζες των βράχων και αποκαλύπτοντας, σαν κόκαλα νεκρών, δοκούς και ξύλα από χαμένες βάρκες – όχι λόγω εκείνου του ιστορικού σεισμού που έχει στιγματίσει την περιοχή αλλά εξαιτίας μιας δύναμης εξίσου απροσδιόριστης με αυτή που οδήγησε τους κατοίκους να τοποθετήσουν το νεκροταφείο ακριβώς στο μέσον της καθημερινής τους ζωής, την οποία ταυτόχρονα διακοσμούν περιφερόμενες αγελάδες, τόσο ελεύθερες ώστε αποφασίζουν από μόνες τους να δημιουργούν στάβλους μέσα σε εγκαταλειμμένα σπίτια ή ακόμα και στα ίδια τα παρεκκλήσια του νεκροταφείου. Δεν ήξερα αν αυτές οι πληροφορίες, που αργόσυρτα έφερνε η φωνή του ψαρά, ήταν μέρος ενός τουριστικού φολκλόρ ή κομμάτι της έμφυτης αυτής κρυπτικότητας των ανθρώπων που κατοικούν εδώ και οι οποίοι έχουν αναπτύξει μια θρυλική σχεδόν φήμη για την παιδιάστικη επιμονή τους στη σιωπή. Άκουγα τούτα τα λόγια σαν κάποιο μουσικό χαλί πίσω από την προσήλωση των ματιών στο αμυγδαλωτό άνοιγμα ενός βράχου· ένα τεράστιο κουκούτσι ροδάκινου από αέρα· ένα διεσταλμένο αιδοίο που το τύλιγαν τα φαρμακερά φύλλα του κισσού, διάστικτο από πεταλούδες στο χρώμα της σίκαλης και μικρές σαύρες που ξεμυτούσαν σαν αναλαμπές φωτός μέσα από το σκοτεινό βάθος. Εκεί, μέσα στο κοίλωμα, ένας ναός χτίστηκε κάποτε από κλαδιά, ασβέστη και σκελετούς παγιδευμένων ερωδιών. Πλησιάζαμε ολοένα την ακτή και, μαζί με τα κεραμίδια της σκεπής, μπορούσα να διακρίνω ένα τμήμα του ξυλόγλυπτου τέμπλου, κάτω από το οποίο, έλεγε τώρα ο ψαράς, οι ερημίτες είχαν χρησιμοποιήσει κρόκους αυγών για να δέσουν τα χρώματα στις ζωγραφιές των αρχαγγέλων που τους κάλεσαν να απαρνηθούν τον κόσμο. Και λίγο πιο βαθιά, στο απόμακρο εσωτερικό του κελιού, σαν μέσα σε μια υλική σμίκρυνση της προσευχής, σιγοκαίει αιωνίως, υπό μορφή φλόγας, το ψυχικό απόθεμα που άφησε πίσω ο τελευταίος ερημίτης· είναι εκεί: ανάμεσα από χαρτιά με παρακλητικά τάματα και μινιατούρες ξεπλυμένων αγίων, στην καρδιά αυτού που μπορεί κανείς να αφουγκραστεί, κατέληγε τώρα ο ψαράς, μόνο αν σιωπήσει αρκετά ακούγοντας τούτη τη σιωπή. 
Τον ρώτησα για τα θαύματα. Πράγματι, μου είπε, έχουν σημειωθεί ορισμένες θαυματουργές περιπτώσεις. Μια γυναίκα είδε τη σπίθα να φουντώνει ξαφνικά από τις πέτρινες χαραμάδες, φωτίζοντας τόσο εκθαμβωτικά τον χώρο ώστε τα μάτια της φέρουν ακόμη εκείνη τη μακρινή λάμψη. Ένα ζευγάρι άκουσε ψαλμωδίες ζωντανής ορχήστρας, βγαλμένες κι αυτές μέσα από τις ρωγμές των πέτρινων τοίχων του κελιού. Περιπτώσεις ακατανόητης ευωδίας· εμφανίσεις λευκών περιστεριών· αυτόβουλες μετακινήσεις λειψάνων· ο ίδιος ο ψαράς ορκίστηκε κάποτε πως ένα μυρωμένο υγρό άρχισε να στάζει από την οροφή του κελιού – αλλά, όπως μεγαλόψυχα παραδέχτηκε, τούτο δεν μπορεί παρά να οφείλεται στην υγρασία που φωλιάζει στους βράχους, κατατρώγοντας τις εσωτερικές τους φλέβες.  
«Θέλω μια ιστορία από αυτές που δεν λες στους τουρίστες». Το είπα λίγο προκλητικά, σίγουρος πως, έτσι κι αλλιώς, δεν είχα τίποτε να χάσω. Ο ψαράς έστρεψε για μια στιγμή το κεφάλι στην πλευρά του ήλιου. Θέλησα να εξηγήσω πως αυτή είναι η δουλειά μου: πρέπει να μαθαίνω κάτι πραγματικό για να μπορώ να το αλλάζω καταπώς με βολεύει. Δεν τον ενδιέφερε και τόσο η διαβεβαίωση. Έσβησε το τσιγάρο στο πλαστικό ποτήρι. Ξεκίνησε, διστακτικός στην αρχή, συνεπαρμένος καθώς προχωρούσε την αφήγηση.
Ο άντρας εκείνος πλήρωσε βαριά το μοναδικό του σφάλμα. Σε καμιά περίπτωση δεν έπρεπε να παραβεί τον κανόνα, αφήνοντας τη γυναίκα να τον επισκεφτεί, ακόμα και αν εκείνη δεν έλεγε ψέματα, ακόμα και αν ήθελε στ’ αλήθεια να προσευχηθεί. Εκεί τελειώνει η σιωπή του και αρχίζει ο έρωτας με την ξένη γυναίκα. Η γυναίκα μαγεύει τον άντρα, τον παίρνει μαζί της στην πόλη, τον ξεριζώνει απ’ το κοίλωμα του βράχου και τον επαναφέρει στον κόσμο. Ζουν ευτυχισμένοι – άλλοι λένε για χρόνια, κάποιοι επιμένουν πως ο έρωτας κράτησε λίγο. Και ο ερημίτης επιστρέφει ξανά στο κελί, απ’ όπου, τις νύχτες χωρίς φεγγάρι, μπορούσες ν’ ακούσεις τις μακρινές φωνές, απλωμένες στα νερά της λίμνης, σπαραχτικές, χωρίς καθαρά λόγια, περισσότερο σαν τις ψιλές φωνούλες του υπνοβάτη· ένα παραμιλητό που εγκλωβίζεται πριν γίνει λόγος, κάπου ανάμεσα, στο λαιμό του. Για καιρό ερχόταν αυτός ο αντίλαλος, τραντάζοντας την ησυχία του χωριού· και το άναρθρο εκείνο κάλεσμα δεν ήταν παρά ο θρήνος που ο ασκητής έπρεπε να ολοκληρώσει ώστε να ενωθεί ξανά, ψυχή και σώμα, με τη σιωπή του.
Ο ψαράς δέχτηκε να συνεχίσει μόνο αφότου συμφώνησα να μην αναφέρω τίποτα απ’ όσα επρόκειτο να ομολογήσει. Ο τόνος του έγινε πιο λεπτός, σχεδόν παιδικός· είχε κάτι από το θάμπος των παιδιών που αφηγούνται μια ιστορία μέσα στο σκοτάδι, τρέμοντας μπροστά στα ίδια τους τα λόγια. Ανάψαμε τσιγάρο. Ακούγαμε πάντα τον ήχο της σιωπής.
Πολλά χρόνια αργότερα, η γυναίκα, εντελώς αλλαγμένη, μια μαυροφορεμένη τώρα φιγούρα, περιφέρεται στο χωριό, ζητώντας έναν τρόπο για να επιστρέψει στο κελί. Είναι μια φόνισσα και την καταζητούν. Το ίδιο βράδυ, ένας ψαράς συμφωνεί να τη μεταφέρει στα κρυφά. Χωρίς κανείς να μιλήσει, τα νέα μαθαίνονται στο χωριό. Έχει δολοφονήσει τα παιδιά της. Ή έχει σκοτώσει ένα μόνο παιδί, τον μοναχογιό της. Τίποτα δεν ακούγεται από την άλλη πλευρά της λίμνης – εκεί που, αν προχωρήσεις λίγο ακόμα, μπορείς να αλλάξεις χώρα. Και οι μέρες περνούνε συνένοχα, οι κάτοικοι ανταλλάζουν τα τυπικά, μερικοί αρνούνται να απαντήσουν στις ερωτήσεις των ανθρώπων που φτάνουν από την πόλη. Οι άνθρωποι από την πόλη εμφανίζονται ένα πρωί στην προκυμαία, βλοσυροί, κρατώντας στα χέρια τους τα χέρια της γυναίκας. Είναι ξανά όμορφη. Λαμπερά μελαχρινά μαλλιά και σώμα τεντωμένο με περηφάνια. Έχει τη γλυκύτητα της εγκυμονούσας· την ήρεμη αχνάδα των γυναικών που θα φέρουν στον κόσμο ένα παιδί. Αλλά κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα λόγια της. Μιλάει με αντρική φωνή και όλοι αναγνωρίζουν την απόκοσμη νυχτερινή ομιλία του ερημίτη· άναρθρες συλλαβές· λόγια που έχουν σκορπίσει πριν βγουν απ’ το στόμα, εγκλωβισμένα στο φράγμα του λαιμού. 
Ένα αυτοκίνητο έφτασε εκείνο το πρωί στο χωριό· και οι άνθρωποι πήραν μαζί τη γυναίκα. «Ποτέ δεν μάθαμε για τον άντρα που έμεινε σ’ αυτό το ερημητήριο» είπε ο ψαράς και έδειξε με το δάχτυλο τη σκοτεινή γούβα κάτω απ’ το αποτρόπαιο χείλος ενός γκρεμού. «Ο κόσμος εδώ», είπε, «πιστεύει ότι η γυναίκα έμεινε έγκυος σ’ εκείνον». 
Προσπάθησα να καταλάβω τι ακριβώς εννοούσε. «Η γυναίκα έμεινε έγκυος σ’ εκείνον». Νόμιζα πως είχε κάνει λάθος. Ξανασκέφτηκα πολλές φορές την τελευταία πρόταση, ώσπου, χωρίς στ’ αλήθεια να περιμένω απάντηση, αποφάσισα να τον ρωτήσω. Όμως αυτό ήταν το τέλος της ιστορίας. Ο ψαράς κράτησε ξανά τα κουπιά και έστρεψε την πορεία μας προς το σημείο απ’ όπου είχαμε ξεκινήσει.
Ήταν η ώρα που τα χρώματα της λίμνης μεταμορφώνονται, περασμένα από όλο και πιο λαμπερές ανταύγειες, στιλπνά όπως το μαχαίρι, επίπεδα και ασημένια κάτω από τη ρευστότητα του ορίζοντα, λίγο πριν το σύθαμπο καλύψει τα πάντα. Έβλεπες την προκυμαία και τα πρώτα φώτα πάνω απ’ τις κρεμασμένες μούμιες των ψαριών. Τους νεκρούς και τις αγελάδες. Μια μητέρα που κυοφορεί έναν άντρα στο λαιμό της.