εγκαίνια 20,20 μ.μ 20/04/2017 |
Ακρότατα πλάσματα ανήλικων αισθήσεων με ενήλικες παραισθήσεις είναι τα όντα
που δημιουργεί η Χριστίνα Τζάνη στο χαρτί της. Τα όντα αυτά μεσήλικης εμπειρίας
φέρονται σκανδαλωδώς ως παιδιά. Την αθωότητα την χρειάζονται για να υποδυθούν
την υποκρισία πού εκλύει η καθημερινή παραμονή στην κοινωνία. Η προσδοκία για
τις ομοειδής μάσκες εξαγνίζονται από τις σιωπές και τις ψιθυριστές συζητήσεις.
Το ακατάληπτο των ψιθύρων προστατεύει αυτά τα μικρά πλάσματα με πολλά
αποσιωπητικά. Η τρωτή ζωή τους άπροικη και πονεμένη γίνετε μια γκρίνια που
γλιστρά από το κάτω μέρος της γλώσσας σαν να συμμετέχει η στοματική
κοιλότητα στο κύμα απανωτών ψιθυρισμάτων. Βελάσματα συλλαβών απλώνονται
στην συνάθροιση.
Τα μυστικοπαθή πλάσματα συναντήθηκαν σε μια προσπάθεια διεκδίκησης της ατεύκτης ανθρώπινης ελευθερίας, για να προσδιορίσουν το κακό. Το κακό είναι μια μεταπτωτική συνέχεια της ζωής αλλά είναι ανύπαρκτο και ανούσιο. Η κορύφωση και το εμπόδιο που ανορθώνει είναι η ανενεργή κατάσταση που καταλήγουν τα θύματα. Αντίθετα το αγαθό είναι μια καταστασιακή λειτουργία μέσα στην υπερβατική ζωή. Αυτό μπορεί να κατανοηθεί ως κατόρθωμα οντολογικό, ως κάτι άλλο από τα συμβεβηκότα. Το καλό δεν επιδέχεται εναντίωση, αύξηση ή μείωση, παραμένει σταθερό και ενεργό. Το κακό που ανακύπτει ως καταγραφή στο κόσμο της Χριστίνας Τζάνη είναι μια Φαουστικής αποκάλυψης ποιότητα του κακού. Βρίσκεται γύρω μας και προβάλετε αποφενικά με την έννοια ότι δυσκολεύετε κάποιος να το ξεχωρίσει.
Ο φόβος και η ανασφάλεια που προκαλεί ενεργοποιεί μια διαδικασία αποβολής
εκτός ζωής, στην ανυπαρξία.
Τα κοριτσάκια της Τζάνη ντυμένα Κυριακάτικα πρωινά παίζουν στο προαύλιο,
ταλαιπωρούνται διελκιστυνδικά και Μανιχαΐστικά: «Παρά του πάππου το
καλοήθες και το αόργητον. Παρά της μητρός το θεοσεβές και το μεταδοτικόν. Παρά
του πατρός το αιδήμον και το αρρενικόν.» Απροστάτευτα τα τέκνα εξουσιάστηκαν
από αντίθετες δυνάμεις και βρόντηξαν «Παν εφήμερον και το μνημονεύον και
το μνημονευόμενον» αναφέρει ο Μάρκος Αυρήλιος στο ημερολόγιο του εις
εαυτόν. Αυτή είναι η εκδοχή του συνυπάρχοντος κακού με το αγαθό.
Θα μπορούσαμε να φανταστούμε τα κοριτσάκια να παίζουν καταβολεμένα
στην άκρη του τοίχου του παράδεισου κήπου. Ο κήπος είναι παλιός όσο και οι
γενεές των ανθρώπων και η περιτοίχιση σε κάποιο σημείο είναι σαθρή και τα
κορίτσια επιχειρούν μια έξοδο παιχνιδιάρικη, περιπετειώδη. Στο σκαρφάλωμα της
μάντρας μωλωπίζονται ελαφρά, αυτοτραυματίζονται και χιασματίζονται
(χίασμα θεωρείται το συγκεχυμένο φαινόμενο που εκφράζεται μέσα σε αντίθετες
θέσεις π.χ μικρομέγαλο, χαρμολύπη, νηπιογέραστο, κακοκάγαθο, αποσάρκωση της
σαρκός). Τα πάθη αλλά και τα παθήματα μπορούν να αποτελέσουν αρνητικοθετικές
ενεργοποιήσεις με κοινό τους τόπο το ανθρώπινο πρόσωπο και σώμα. Τα δαντελένια ρούχα
που τα ενδύει είναι εκδοχές καλοσχηματισμένων περίπλοκων εκδορών στην
χιασματική ζωγραφική επινόηση της περίπτωσης των ενδυμάτων αμύητης ζωγραφικής
δεξιότητας που εφαρμόζει η Χριστίνα Τζάνη στα διαδρούμενα. Η καθολίκευση των
συνεπειών της πτώσης των δευτερόπλαστων, ή και των τριτόπλαστων, σαν μια
διαφυγή κατεξακολούθηση αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους παραλογισμούς της
ανθρώπινης ιστορίας καθώς ο άνθρωπος βρίσκεται υπαρκτικά συνεχώς σε εγκλωβισμό
δέσμιων αμαρτιών, κακουχιών και δραπετεύσεων. Αν αποδεχόμαστε την πρώτη πτώση
του ανθρώπου ως το υπέρτατο συμβολικό γεγονός που συνοψίζει σε μια μόνο πράξη
όλο το κακό της ιστορίας, τότε δεν θα επανέρχονταν μύθοι και αφηγήσεις πάνω
στην αδίδακτη επανάληψη της ανταρσίας και κακοβουλίας του ανθρώπου. Το κακό
είναι εμμενειακό γεγονός και όχι υπερβατικό, δεν εδράζει στην ύπαρξη.
Τα κορίτσια, τα φορώντα των εκδορών τους μοτίβα ως ένδυμα,
προτείνονται ως μια νέα γυμνότητα των πρωτόπλαστων. Κρυμμένα στο χώρο της
ΕΜΜΕΝΕΙΑΣ αρχίζουν μια διαδικασία αποσυμπιέσης των όσων έζησαν ανάμεσα στην
υπερβατολογικότητα της ύπαρξης και την ενδοκοσμικότητα του είναι. Ο ήχος των
μουρμουρητών τους αρχικά είναι σπλαχνικός μετά θα γίνει θωρακικός
και το καταφύγιο θα γεμίσει με φωνές χαμηλότονες. Οι ψίθυροι είναι ολοκληρωμένες
προτάσεις, αληθείς που γίνονται ακατάληπτες για το λόγο ότι δεν ακούγονται
ολοκληρωμένες, γίνονται αποσπασματικές από την σχεδόν σιωπηλή τους διάχυση.
Ο ρόλος της σκηνοθεσίας του σημαινόμενου στα σώματα των παιδιών
προκαλεί αμφισημία, που χαράσσει τη στιγμιαία εντύπωση μιας ανοιγμένης
επιφάνειας που δεν είναι τίποτα άλλο από την εκφραστικότητα της γραφής. Οι
παιδικές μορφές εμφανίζονται με κοκκινισμένα διαχωρισμένα άκρα που απογυμνώνουν
την όψη της σάρκας και η δομική λειτουργία του σώματος αποσαφηνίζεται προκαλώντας
την αμφισβήτηση. Το εξιδανικευμένο πρότυπο νοσεί εκτεθειμένο, ακυρώνοντας την
κλασική έννοια της ομορφιάς και συνδέοντας με την τονισμένη υπερβολή των
κόκκινων σημείων, τη φθορά. Η ανατρεπτική αισθητική αναπαράσταση των παιδιών
αποκαλύπτει και ταυτόχρονα απομυθοποιεί τη διαχείριση της απεικόνισης σε σχέση
με την ερμηνεία του θεατή αφήνοντας τους ψιθύρους έρμαιους.
Το τέμενος των ψιθύρων αλληλοπεριέχει μορφές παιδιών και τις αποσπασματικές
φωνές που μπορούμε να κρυφακούσουμε. Ο χώρος είναι κοινότατος και ανυπέρβλητης
απλότητας. Ένα έπιπλο καναπέ εμποδίζει την άμεση πρόσβαση και φρουρείται από
κυνόμορφους αγγέλους μιας συντροφικής εξημερωμένης αγριότητας. Ξεκίνησε η
φρούρηση των ανήλικων ψιθύρων!
Ακούγονται παντού κουβέντες, απαγγελίες :
Ανέλπιδο είναι το μάτι μου και θεάται τα πάντα. Αρνιέμαι ότι κοιτούν. Τα
ανείδωτα ψάχνω να ειδώ που δεν είναι ανέγγιχτα. Να πεθαίνεις και να ψιθυρίζεις:
Θάνατος δεν υπάρχει . Αυτή είναι η αιματηρή κωμωδία, ο αθάνατος, ο ανύπαρκτος
θάνατος σε ποιο σώμα δεν φωλιάζει; Ο Θάνατος είναι ένα πλάσμα μονοήμερο,
εφήμερο, αδύναμο, καταματωμένο με την αφέλεια του διακομιστή.
Τα θεμέλια μου είναι πάνω στα βουνά, τα σπλάχνα μου είναι κάτω στους
βυθούς. Πονάς και χαίρεσαι τα πέρατα της γης μέσα σε ομοαίματα κορμιά. Το αίμα
ενωμένο κάνει την πλάση κορμική σαγήνη.
Στον πυθμένα είναι ακουμπισμένα τα σπλάχνα μου και κάπου στον αγέρα τα
μυαλά μου. Μυριάδες κορυφές βουνών τα αναζητούν. Πέτρινα αν γίνουν τα μυαλά, τα
σπλάχνα συντρίβονται στο τωρινό κορμί με μια ζωή μελλούμενου αβέβαιου.
Πόσο ζυγίζω, δε μετρώ, δεν λογαριάζω. Υπολογίζω από τους χτύπους της
καρδιάς το βάρος του γεγονότος. Όταν η καρδιά είναι αναίσθητη, μικρές
γρατσουνιές φόβου κάνουν το μέτρημα του γεγονότος.
Όσα δάκρυα έχυσα, τόσο νερό ήπια. Ακράτητος ποταμός μιας δύναμης που χωράει
τα πάντα, που γεννά τα πάντα. Τα γεννά, τα αγαπά και τα αφανίζει. Αυτό το
πρόσωπο εμφανίζεται σε κάθε μας δάκρυ. Εξαφανίζεται με πολύ νερό, καθαρό νερό.
Από λάθος πίστευαν πως γινόταν με αίμα και αλύτρωτες θυσίες. Μόνο νερό
χρειάζεται.
Παραπατώ, ψαχουλεύω. Το δάσος είναι αγγιγμένο από δεντροκόμους. Αγωνιώ πάνω
σε τόσα φύλλα. Ψάχνοντας ακαταμέτρητα κορμιά κορμών άρχισαν να χυμώνονται οι λασπερές
ρίζες του μυαλού μου.
Σιγή εν τη σαγήνη της πυράς. Έρπει το καψαλισμένο έντομο που ερωτεύτηκε την φωτεινή αναλαμπή. Οκνηρότητα διασώστη στην βρογχότητα του μυαλού, ακροθυμεί επίμονα το σπλαχνικό φως της γυναικός που ξεντεριάζεται με αυτό του αντρός για να καρπίσει η άβυσσος.
Αναπαύομαι στην κορφή της πυρκαγιάς. Ξαπλώνω στο φως. Αφήνω όλες τις
κόκκινες γραμμές να ανεμοδέρνονται στον αμόλευτο χώρο του φωτός. Ξαφνικά
παρανάλωμα. Πυρ φωναχτό. Λούζομαι το πύρινο φως, τρέμω το αιματηρό φωσφόρισμα,
καψαλίζονται και κυρτώνουν οι γωνιές της καρδιάς. ...............................................................Καταντώ Εωσφόρος.
Ο επισκέπτης φτάνοντας στο χώρο βλέπει την πλάτη του διθέσιου
τσιμεντένιου καναπέ της δεκαετίας του είκοσι, έργο του Χάρη Κοντοσφύρη
εμποδίζοντας ελαφρά ή επιβραδύνοντας την κίνηση των επισκεπτών. Στο βάθος τα
έκλαμπρα έργα ακουαρέλας της Xριστίνας Τζάνη «οι χαμένοι ψίθυροι» με πορτραίτα
παιδιών που βρίσκονται στην δύνη κακουχιών. Ο επισκέπτης ανακαλύπτει κύνες
φύλακες των ψιθύρων δίπλα στον καναπέ, τσιμεντένια έργα του Χάρη
Κοντοσφύρη. Η εγκατάσταση αποτελεί ψυχοδυναμική προσέγγιση του ακανθώδους
διλλήματος της κατοίκησης του κακού και του καλού στην ανθρώπινη ζωή. Η
αλληλεπιδραστική λειτουργιά των έργων προτείνεται αντικριστή και συναυγής.
Χάρης Κοντοσφύρης / Χριστίνα Τζάνη Φλώρινα 16/4/2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου