Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

Διακόσια είκοσι έξι λεπτά με τον Λάσλο Κρασναχορκάι

alt




Η ιστορία αρχίζει με μια ανάρτηση του φίλου μου Βάσου Γεώργα στο facebook. Λέει: Τι να πεις αν μπει ξαφνικά ο Λάσλο Κρασναχορκάι [László Krasznahorkai, 05.01.1954] στο βιβλιοπωλείο σου, μέρα μεσημέρι, και σου ζητήσει τα βιβλία του στα ελληνικά; Θεωρήσαμε αρχικά ότι επρόκειτο για χιούμορ. Του στυλ: Ο Ρασκόλνικοφ στην Κυψέλη, όπως συνήθιζε να λέει ο αείμνηστος φίλος ποιητής Τάσος Δενέγρης. Μετά, θυμηθήκαμε την ιστορία της γνωριμίας των μπορχεσιανών μεταφραστών με τον ίδιο τον Μπόρχες: τον είδαν στον καθρέφτη (και ξέρουμε τη γόνιμη ιδεοληψία του Μπόρχες με τους καθρέφτες) του Ζωναρά, ενόσω έπιναν καφέ και συζητούσαν το ενδεχόμενο να έχει αυτοκτονήσει ο Μπόρχες. Να ᾽σου, λοιπόν, ο Μπόρχες, το είδωλο του Μπόρχες μάλλον, και εν συνεχεία ο ίδιος, με σάρκα και οστά, στην Πανεπιστημίου. Όλα είναι εφικτά, τα πάντα είναι ανοιχτά, όλα συνδέονται.

Η λαχτάρα μου, συνδυασμένη με έντονη περιέργεια, να συναντήσω τον Κρασναχορκάι φουντώνει ακόμα περισσότερο — ήδη από τότε που διάβασα (στα αγγλικά) τα βιβλία του, και ιδίως το Seiobo there bellow (εκδ. Tuskar Rock Press), θεωρώ ότι πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς των καιρών μας.
Ο Γεώργας μού λέει ότι ο Λάσλο ψαχούλεψε στο βιβλιοπωλείο του, την Bibliothèque, και το βλέμμα του εντόπισε πάραυτα ένα τυπογραφικό λάθος στο εξώφυλλο του θαυμάσιου βιβλίου Ο Κλεπτομανής Μεταφραστής του Dezsö Kosztolányi (μτφρ. Αλόη Σιδέρη, εκδ. Άγρα): το όνομα είναι τυπωμένο ως Deszö. Η λαχτάρα μου, συνδυασμένη με έντονη περιέργεια, να συναντήσω τον Κρασναχορκάι φουντώνει ακόμα περισσότερο — ήδη από τότε που διάβασα (στα αγγλικά) τα βιβλία του, και ιδίως το Seiobo there bellow (εκδ. Tuskar Rock Press), θεωρώ ότι πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς των καιρών μας (παρέα με τον άφθαστο Thomas Pynchon, τον λυτρωτικά ζοφερό Cormac MacCarthy, και τον ανοξείδωτο στυλίστα Don DeLillo).
Δύο εικοσιτετράωρα μετά. Χτυπάει το τηλέφωνο. Επίμονα. Δεν το σηκώνω. Ποτέ δεν το σηκώνω αν δεν ξέρω ποιος καλεί. Η Μαρίλη επιμένει να το σηκώσω διότι χτυπάει επίμονα. Την ακούω. Και ω του θαύματος, ακούω μια ευγενική φωνή να με ρωτάει αν έχω χρόνο και διάθεση να γευματίσω με τον Λάσλο Κρασναχορκάι την επομένη. Είναι η Άλκηστις Τριμπέρη, από τις εκδόσεις Πόλις όπου στεγάζεται το έργο του Λάσλο, μεταφρασμένο με ασθμαίνουσα ακρίβεια από την εκλεκτή Ιωάννα Αβραμίδου. Πετάω από τη χαρά μου. Δίνουμε ραντεβού, στις δύο το μεσημέρι, στην Ομόνοια, έξω από το Hondo’s Center. Οι ώρες κυλάνε, η βότκα βοηθάει.
Συναντιόμαστε με την Άλκηστη, και περιμένουμε τον Λάσλο. Εμφανίζεται από μακριά, στην ώρα του. Ψηλός, πολύ ψηλός, ευθυτενής, με ένα αχνό γαλάζιο βλέμμα, βαθύ αλλά και περισκοπικό, ωραίο σακάκι, φίνα υποδήματα. Ανηφορίζουμε τη Σταδίου, χωνόμαστε στα στενά, κουβεντιάζοντας ευθύς εξαρχής λες και είμαστε χρόνια φίλοι για την Αθήνα, την Ελλάδα, την Κρήτη, τη λογοτεχνία, τη μουσική, φτάνουμε στους Αγίους Θεοδώρους, καταλύουμε στο μπιστρό Quartier d’Athènes, όπου έρχεται και ο λεπταίσθητος συγγραφέας Θεόδωρος Γρηγοριάδης.
altΑβίαστα και με ηδύ πάθος εκτυλίσσεται μια συζήτηση και ένα θελκτικό φαγοπότι — ο Λάσλο μάς λέει ότι λυπάται που δεν πίνει και ότι το ποτό τον βοηθούσε πολύ στην αυτοσχεδιαστική του μουσική: έτσι μαθαίνουμε ότι είναι και μουσικός, και μάλιστα παίζει πολλά όργανα και ότι παλαιότερα συνόδευε τον άλλο της Τριάδας Λάσλο/Μπέλα/Μιχάλι, τον Μιχάλι Βιγκ [Mihaly Vig, 21.09.1957] σε μουσικά ξεφαντώματα. Μαθαίνουμε ότι λατρεύει την κρητική λύρα και το ούτι. (Σημειώνω ότι ο Βιγκ κάνει μια επεισοδιακή εμφάνιση στο δυναμικό πολυμυθιστόρημα του Λάσλο, το Πόλεμος και πόλεμος). Μας λέει ότι είχε πληροφορηθεί τον ερχομό του Μιχάλι στην Αθήνα και τις δύο εμφανίσεις του στο Θέατρο Σφενδόνη και μας ρώτησε, χαμογελώντας, εάν είχε προβλήματα με την αστυνομία. Όταν τον διαβεβαιώσαμε πως όχι, απόρησε και θαύμασε την κόσμια διαγωγή του Βιγκ λέγοντάς μας ότι συνήθως οι κραιπάλες του τον οδηγούν σε κάποια τραβήγματα με τις Αρχές!
Τον ρώτησα εάν αληθεύει ότι έγραψε μεγάλο μέρος του Πόλεμος και πόλεμος στην νεοϋορκέζικη κουζίνα του Άλεν. Ναι, εκεί συνέθεσε ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου, το διαμέρισμα του Άλεν ήταν φτωχικό, τα έπιπλα παλιά, όλα εκεί θύμιζαν στον Λάσλο την πατρίδα του, την Ουγγαρία, η φιλοξενία και η φιλία του ποιητή ήταν συγκινητικές και ανεπίληπτες.
Μας έκανε τρομερή εντύπωση η σεμνότητα του Λάσλο. Δεν μιλούσε για τον εαυτό του και το συνταρακτικό έργο του, παρά μονάχα όταν εμείς του θέταμε κάποια συγκεκριμένα ερωτήματα. Κυρίως μιλούσε για άλλους, για τους φίλους του: για τον Έλληνα φίλο του, που ήρθε να δει στην Κρήτη (γνωρίζονταν από τη δεκαετία του 1980, ήταν στενοί φίλοι τότε στο Δυτικό Βερολίνο), για τον Άλεν Γκίνσμπεργκ (όταν τον ρώτησα εάν αληθεύει ότι έγραψε μεγάλο μέρος του Πόλεμος και πόλεμος στην νεοϋορκέζικη κουζίνα του Άλεν). Ναι, εκεί συνέθεσε ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου, το διαμέρισμα του Άλεν ήταν φτωχικό, τα έπιπλα παλιά, όλα εκεί θύμιζαν στον Λάσλο την πατρίδα του, την Ουγγαρία, η φιλοξενία και η φιλία του ποιητή ήταν συγκινητικές και ανεπίληπτες, ο Άλεν είχε διάθεση να δωρίζει τα πάντα, να βοηθάει, να δίνεται, να παραστέκεται.
Μας μίλησε για την παρέα που έκανε με σπουδαίους ανθρώπους, με τη Σούζαν Σόνταγκ, τον Λου Ριντ, τον Ντέιβιντ Μπερν. Όλοι αυτοί, και πολλοί άλλοι, περνούσαν από το διαμέρισμα του Γκίνσμπεργκ. Ο Λάσλο αδημονούσε να περάσει από εκεί και ο Μπομπ Ντύλαν, μας είπε πόσο θαυμάζει τον Ντύλαν, πόσο στενοχωρέθηκε που δεν πέρασε και ο Ντύλαν από εκεί. Μας είπε ότι η Σόνταγκ μάζευε φίλους της και τους «υποχρέωνε» να μυηθούν στο σύμπαν του Μπέλα Ταρ [Béla Tarr, 21.07.1955] και του Λάσλο και του Βιγκ, ότι κάθε χρόνο πρόβαλλε το Satantango και το έβλεπε παρέα με τους φίλους της, και ότι σε μία προβολή η Σόνταγκ ήταν με γύψο στο πόδι και με πατερίτσες και εάν κάποιος από τους θεατές έτεινε να αποκοιμηθεί (το φιλμ διαρκεί εφτάμισι ώρες!), η Σόνταγκ έβαζε τις φωνές και έσειε απειλητικά την πατερίτσα της.
Μας διηγήθηκε τα σχετικά με τη δημιουργία του αριστουργηματικού post-noir του Μπέλα, του Damnation [Kárhozat, 1988]: η ουγγρική λογοκρισία είχε απαγορεύσει τα γυρίσματα του Satantango από το 1985και ο Μπέλα ήταν απαρηγόρητος, είχε περιπέσει σε μελαγχολία, έλεγε εδώ κι εκεί ότι θα αυτοκτονήσει. Η Άγκνες Χρανίτσκι [Ágnes Hranitzky, 04.07.1945], η σύζυγος και μοντέζ του Μπέλα, παρακάλεσε τον Λάσλο, ο οποίος ήδη συνδεόταν φιλικά με τον Μπέλα και την Άγκνες, να γράψει τάχιστα ένα σενάριο για τον Ταρ ώστε να καταπιαστεί ο σκηνοθέτης με τη δημιουργία ενός φιλμ και να βγει από τον λαβύρινθο της κατάθλιψης. Ο Λάσλο δεν είχε ξαναγράψει σενάριο. Αλλά έγραψε τώρα. Και τι σενάριο!
alt
Κυκλοφορούσε και περιπλανιόταν στην Ουγγαρία και την Ευρώπη με ωτοστόπ έχοντας μονίμως το On the Road του Κέρουακ στη μία τσέπη και το Howl του Γκίνσμπεργκ στην άλλη. Διάβασε και ξαναδιάβασε το Κάτω από το Ηφαίστειο του Μάλκολμ Λόουρυ, και λάτρεψε το Μόμπι Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ.
Ο Λάσλο μάς εκθείασε τα βιβλία που τον σημάδεψαν, ήδη από την εφηβεία του. Κυκλοφορούσε και περιπλανιόταν στην Ουγγαρία και την Ευρώπη με ωτοστόπ έχοντας μονίμως το On the Road του Κέρουακ στη μία τσέπη και το Howl του Γκίνσμπεργκ στην άλλη. Διάβασε και ξαναδιάβασε το Κάτω από το Ηφαίστειο του Μάλκολμ Λόουρυ, και λάτρεψε το Μόμπι Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ. Μας είπε, μάλιστα, ότι ακολούθησε τα ίχνη του Μάλκολμ Λόουρυ όταν αυτός είχε ακολουθήσει τα ίχνη του Χέρμαν Μέλβιλ. Πήγε στην αγροικία στην οποία είχε ζήσει ο Μέλβιλ ανάμεσα στα 1850 και 1863, βάδισε στους χώρους της, χάθηκε στο χάος του χρόνου βλέποντας το σχεδόν αναλλοίωτο τοπίο που έβλεπε ο Μέλβιλ. Ερεύνησε και έμαθε σχεδόν τα πάντα για τη ζωή του Μέλβιλ. Το βλέμμα του σκοτείνιασε όταν μας είπε πόσο άδικα αντιμετωπίστηκε το αριστούργημα του Μέλβιλ, κάτι που υποχρέωσε τον Αμερικανό συγγραφέα να κάνει εξευτελιστικές δουλειές για τα προς το ζην.
krasznahorkai Η συζήτηση στράφηκε πάλι στην Αθήνα. Ο Λάσλο επέμενε ότι τον γοητεύει η όμορφη ασχήμια ή/και η άσχημη ομορφιά της πόλης μας, επέμενε ότι του θυμίζει το Βερολίνο της δεκαετίας του 1980, με πάμπολλα στέκια των καλλιτεχνών. Όταν η Άλκηστις τού είπε ότι θα ήθελε διακαώς να ζήσει στο Βερολίνο, ο Λάσλο μειδίασε μελαγχολικά και είπε ότι το παλιό καλό Βερολίνο δεν υπάρχει πια, όπως άλλωστε και το παλιό καλό Παρίσι. «Τότε στο Βερολίνο πήγαιναν καλλιτέχνες για να δημιουργήσουν», μας είπε. «Τώρα πηγαίνουν για να κάνουν μπίζνες». Ενώ η Αθήνα, συνέχισε, είναι σαν χρονοκάψουλα, σαν να διατηρεί ολοζώντανο το παρελθόν για να προετοιμάσει το μέλλον. Τα Εξάρχεια τον γοήτευσαν. Περιπλανήθηκε με τις ώρες στα Εξάρχεια.
Επιστρέψαμε στις διηγήσεις σχετικά με τη συνεργασία του Λάσλο, του Μπέλα, και του Μιχάλι. Μας είπε ότι αποφασίζουν από κοινού σχεδόν για τα πάντα: για τους ηθοποιούς, για τους τόπους των γυρισμάτων, για τον ιδιαίτερο ρυθμό κάθε ταινίας. Όταν επιτέλους, το 1994, γύρισαν το Satantangoο Μιχάλι, ο οποίος υποδύθηκε τον σκοτεινό ψευτοπροφήτη Ιερεμία, περιφερόταν με την ίδια μακριά πουκαμίσα όλη την ώρα και απάγγελνε, με την χαρακτηριστική φωνή του, ποιήματα κλασικών Ούγγρων ποιητών. Ήταν σαν να βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση έκστασης. Είκοσι χρόνια μετά, το 2005, όταν γύριζαν την προτελευταία ταινία τους, τον Άνθρωπο από το Λονδίνο, ο Γάλλος παραγωγός, ο Υμπέρ Μπαλσάν [Humbert Balsan] αυτοκτόνησε, πνιγμένος στα χρέη, και ο Μπέλα αναγκάστηκε να διακόψει τα γυρίσματα και να επιδοθεί σε έναν οδυνηρό αγώνα ευρέσως κεφαλαίων. Τα κατάφερε και τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν το 2006.
alt
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Άλκηστις Τριμπέρη, László Krasznahorkai, Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, η Άλκηστις και εγώ του μιλήσαμε για τις έξοχες και εμπνευσμένες μεταφράσεις του στα ελληνικά και τον πληροφορήσαμε ότι η Ιωάννα Αβραμίδου είχε ήδη μεταφράσει μεγάλους και δύσκολους ποιητές όπως ο Γκέοργκ Τρακλ και ο Πάουλ Τσέλαν, προτού αναλάβει το Πόλεμος και πόλεμος και τη Μελαγχολία της Αντίστασης.
Μιλήσαμε, επίσης, για το πρόσφατο βιβλίο του Λάσλο, το Seiobo there bellowπου κυκλοφόρησε στα αγγλικά μεταφρασμένο από την Ottilie Mulzet, μια μεταφράστρια ακριβείας, όπως μας είπε, ενώ αμέσως μετά εκθείασε τις μεταφράσεις του George Szirtes, ο οποίος είναι ποιητής, γεννημένος το 1948. Μας είπε ότι ο Szirtes έφυγε με την οικογένειά του από τη Βουδαπέστη, μετά τον ξεσηκωμό του 1956 και την καταστολή που ακολούθησε, και λησμόνησε πάραυτα τα ουγγρικά μόλις έφτασαν στο Λονδίνο όπου εγκαταστάθηκαν. Δεκαετίες μετά, ταξίδεψε στην Ουγγαρία και αποφάσισε να μάθει τη λησμονημένη μητρική του γλώσσα από την αρχή. Προικισμένος με την πολύτιμη ραθυμία των ποιητών, ο Szirtes χρειάστηκε δέκα ολόκληρα χρόνια για να ολοκληρώσει τη μετάφραση του Satantango! Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, η Άλκηστις και εγώ του μιλήσαμε για τις έξοχες και εμπνευσμένες μεταφράσεις του στα ελληνικά και τον πληροφορήσαμε ότι η Ιωάννα Αβραμίδου είχε ήδη μεταφράσει μεγάλους και δύσκολους ποιητές όπως ο Γκέοργκ Τρακλ και ο Πάουλ Τσέλαν, προτού αναλάβει το Πόλεμος και πόλεμος και τη Μελαγχολία της Αντίστασης. Το Seiobo there bellow είναι ένα πολύπτυχο εγκώμιο της τέχνης. Ο Κρασναχορκάι μάς μεταφέρει στην Περσία, στην Ιαπωνία, στη Βενετία, μας μεταφέρει σε εποχές άλλες για να μιλήσει με ενάργεια για τη δική μας. Τα δεκαεπτά κεφάλαια/ιστορίες που συνθέτουν το μυθιστόρημα αριθμούνται σκόπιμα με την ακολουθία Φιμπονάτσι, υποδεικνύοντας στον αναγνώστη ότι κάθε ιστορία εμπεριέχει και τις δύο προηγούμενες. Μας εξοικειώνει έτσι και με μια αρχαιολογία της αισθητικής και με μια φιλοσοφία της τέχνης: κάθε ανθρώπινο καλλιτεχνικό επίτευγμα εμπεριέχει κάποια προηγούμενα επιτεύγματα. Ακόμα και το μότο του βιβλίου είναι έτσι συντεθειμένο. Πρόκειται για μια φράση του μεγάλου δημιουργού της τζαζ, του Θελόνιους Μονκ, την οποία χρησιμοποίησε ο Τόμας Πίντσον στο πολυπρισματικό μυθιστόρημά του Against the Day και τώρα τη χρησιμοποιεί εκ νέου ο Κρασναχορκάι, παραλλάσσοντάς την και δηλώνοντας, μέσω του εκδότη του, ότι ακριβώς πρόκειται για μια ανάπλαση της παράθεσης της αρχικής περιλάλητης φράσης. Αποφαίνεται ο Μονκ: «It's always night, or we wouldn't need light» («Πάντα νύχτα είναι, αλλιώς δεν θα χρειαζόμασταν το φως»). Ο Πίντσον χρησιμοποιεί ατόφια τη φράση. Ο Κρασναχορκάι παραλλάσσει, καταγράφοντας τα ονόματα του τζαζίστα δημιουργού και του Αμερικανού μυθιστοριογράφου: «Either it's night, or we don't need light – Thelonious Monk – Thomas Pynchon» («Είτε είναι νύχτα, είτε δεν χρειαζόμαστε φως»).
Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε, όλοι μας, και συμφωνήσαμε να συναντηθούμε όταν επισκεφτεί και πάλι την Αθήνα, και να συνεχίσουμε την τόσο πλούσια, περιεκτική, πολύτιμη συνομιλία μας.
Το Seiobo είναι ένας φόρος τιμής στον σπουδαίο εικαστικό Μάριο Μερτζ (Mario Merz1925 – 2003), ένα έργο του οποίου, ένα από τα περιλάλητα ινγκλού του,  διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στο Πόλεμος και πόλεμος. Ο Λάσλο μάς αφηγείται, γελώντας κατά διαστήματα, την ιστορία της φιλίας του με τον Μερτζ, το ότι επρόκειτο για έναν εξόχως εύσωμο, σχεδόν θηριώδη δίμετρο γίγαντα, ο οποίος ήταν τρομερά ευέξαπτος. Όταν διάβασε, στα γερμανικά, το Πόλεμος και πόλεμος, μας λέει, πήγε έξαλλος στο Μουσείο της πόλης Σαφχάουζεν όπου βρίσκεται όντως ένα ιγκλού του Μερτζ και κατσάδιασε τον διευθυντή του Μουσείου επειδή δεν είχε επιτρέψει στον Γκιόργκι Κόριμ (τον ήρωα του μυθιστορήματος!) να μπει μέσα στο ιγκλού. Ματαίως ο διευθυντής πάσχισε με κάθε τρόπο να του εξηγήσει ότι επρόκειτο για μυθοπλασιακό πρόσωπο. Ο Μερτζ επέμενε ότι όφειλε να τον αφήσει να μπει στο ιγκλού. Εντέλει, ο διευθυντής του Μουσείου, ο οποίος συνέβαινε να είναι καλός φίλος του Μερτζ και λάτρης της τέχνης του, συμφώνησε να χρηματοδοτήσει το εξής εγχείρημα: να στηθεί ένα ιγκλού στην γενέτειρα του Κόριμ, και μάλιστα το πρώτο του Μερτζ που θα στηνόταν σε ανοιχτό χώρο! Έτσι, η μυθοπλασία και η πραγματική πραγματικότητα έσμιξαν σε μιαν αληθινή, αλλά απολύτως υπερρεαλιστική, ιστορία!
Ο Λάσλο, πάντα ευγενέστατος, υπέγραψε και τα εφτά αντίτυπά μου των βιβλίων του (δύο στα ελληνικά, πέντε στα αγγλικά) που του είχα φέρει, και πόζαρε με άνεση και χιούμορ στη Μαρίλη για να τον φωτογραφήσει. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε, όλοι μας, και συμφωνήσαμε να συναντηθούμε όταν επισκεφτεί και πάλι την Αθήνα, και να συνεχίσουμε την τόσο πλούσια, περιεκτική, πολύτιμη συνομιλία μας. 
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου