το eleMMent |
Στην κοινωνία του «λευκού» και της ανατροφοδοτούμενης ευφορίας, το κακό εξοβελίζεται στο όνομα μιας αποστειρωμένης θετικότητας. Στη δια-σεξουαλική φιγούρα του «Τηλεματικού ανθρώπου» τα αρνητικά φορτισμένα ιόντα της ετερότητας του, εκπίπτουν. Απόμακρος και καλωδιωμένος έχει ως επόμενο βήμα το να φτάσει σε μια κατάσταση που ο Baudrillard αποκαλεί «Βιολογική μορφή της διαφάνειας».
(Μέρος 2ο) Ο θεμελιώδης κανόνας της αντιστρεπτότητας
Μέσα στο αποστειρωμένο κουκούλι του και με μεσάζοντα προς τον έξω κόσμο την οθόνη και το μηχάνημα, αυτό που του απομένει είναι να φτάσει σε μια κατάσταση ολικής ασηψίας και ολικού εξορκισμού των σπερμάτων του. Το μηχάνημα στην υπηρεσία του θετικού τον προστατεύει από κάθε μορφής παράσιτο. Ακόμα και η σκέψη αποστειρώνεται από κάθε φιλοσοφικό, μεταφυσικό και οποιονδήποτε προβληματισμό είναι σε θέση να διαταράξει την κατάσταση «ευφορίας» και να αλλοιώσει με δόσεις αρνητισμού τη φούσκα της θετικότητας που τον περιβάλλει. Σε διασύνδεση αναμεταξύ τους τα δισεκατομμύρια των παγκοσμιοποιημένων ανθρώπων του μεταμοντέρνου, καθιερώνουν μια νέα μαζικότητα διαφοροποιημένη από την παλιά. Η άρνηση, που ο Simmel θεωρεί ότι αποτελεί το σημείο συνάντησης των μεγάλων μαζών και υπάρχει ως δύναμη απόρριψης σε οτιδήποτε τις υπερβαίνει, αποθεώνεται στο μεταμοντέρνο έναντι όλων εκείνων των στοιχείων που είναι ικανά να διαταρά ξουν την κατάσταση του «λευκού». (Άρνηση της άρνησης).
Επιπλέον όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο σημείωμα, το σύστημα βρίσκεται σε άμεση διασύνδεση με τις μάζες και τα υποκείμενα που τις απαρτίζουν και σε αυτή τη λογική η πολιτική οργανώνεται με μια εξουσιαστική μορφή της διαφάνειας υπό το πρίσμα της τρομοκρατίας. Η ίδια η κοινωνία είναι δυνάμει φορέας άρνησης και συνεπώς πρέπει να ομογενοποιηθεί με γνώμονα τη συνέργια και την συναίνεση. Η εξουσία λοιπόν, λειτουργεί εκβιαστικά ως προς τη συναίνεση αυτή, θέτοντας το δίλλημα ευφορία ή τρομοκρατία. Έτσι, ωθούνται από τη μια όλο και μεγαλύτερες μάζες στην κατεύθυνση της θετικότητας κι από την άλλη όσοι δεν δύνανται να ανταποκριθούν ή για οποιονδήποτε λόγο απελπίζονται στην προσπάθεια τους, οδηγούνται σε μια κατάσταση αυτοκαταστροφής με φαινόμενα όπως ο Χουλιγκανισμός ή τρομοκρατικές δράσεις κλπ. Σε αντίθεση με τα ρωμαϊκά θεάματα που είχαν κάποια ειλικρίνεια προς τους θεατές τους, στο μεταμοντέρνο οι απελπισμένοι που έχουν εξοβελιστεί από το ίδιο το σύστημα με το στίγμα της τρομοκρατίας, γίνονται βορά στην εξουσία, η οποία στο όνομα της ηθικής και του θεάματος ορμάει σαν άλλος μονομάχος να τους κατατροπώσει προς τέρψη του κοινού.
«…το κράτος, αποκοινωνικοποιεί. Δεν βαδίζει πια στην πολιτική θέληση, βαδίζει τον εκβιασμό, στην αποτροπή, στην προσομοίωση, στην πρόκληση ή στη θεαματική παρότρυνση. Επινοεί την πολιτική της ψυχρότητας και της αδιαφορίας, συμπεριλαμβανομένης εκείνης του κοινωνικού. Αυτή είναι η πραγματικότητα του διαπολιτικού, πίσω από κάθε επίσημη πολιτικη – μια κυνική απόφαση εξαφάνισης του κοινωνικού. Οι χούλιγκαν απλώς φέρνουν στα άκρα αυτή τη διαπολιτική κατάσταση: ωθούν τη συμμετοχή ως το τραγικό της όριο και ασκούν συγχρόνως έναν εκβιασμό στη βία και την εκκαθάριση. Οι τρομοκράτες κάνουν εντελώς το ίδιο.» (Baudrillard,)
Το πολιτικό διακύβευμα πάνω στο οποίο άνθισε το μεταμοντέρνο, στηρίχθηκε στη βάση του «δικαιώματος». Στην «καταναλωτική κοινωνία» ο Baudrillard διαπίστωνε πως «η εμφάνιση αυτών των καινούριων κοινωνικών δικαιωμάτων, που παρουσιάζονται ως συνθήματα, ως δημοκρατική αναγγελία της κοινωνίας της αφθονίας, είναι πράγματι σύμπτωμα της μετατροπής των στοιχείων σε διακριτικά σημεία και ταξικά προνόμια. Το “δικαίωμα στον καθαρό αέρα” σημαίνει την απώλεια του καθαρού αέρα ως φυσικού αγαθού, τη μετατροπή του σε εμπόρευμα και την άνιση κοινωνική του διανομή». Το «δικαίωμα» υπήρξε το όχημα της εξάπλωσης της διαοικονομικής μορφής του συστήματος σε κάθε αξία χρήσης, ακόμα και αυτονόητης. Στη «διαφάνεια» προχωρά τη σκέψη του πιο πέρα διαπιστώνοντας πως τα ανθρώπινα δικαιώματα στο μεταμοντερνισμό, είναι η μόνη διαθέσιμη ιδεολογία ή «μάλλον ο βαθμός μηδέν της ιδεολογίας». Σε αυτή κρύβεται μια μεγάλη υποκρισία και ένα τεράστιο τέχνασμα. Από τη μια καταστρατηγούνται όλα τα δικαιώματα και από την άλλη το σύστημα ευαγγελίζεται δικαιώματα για τα πάντα. π.χ. καταστρέφεται το περιβάλλον στο βωμό του κέρδους αλλά παράλληλα το σύστημα το ίδιο φωνάζει στο όνομα της οικολογίας. Ο Al Goreυπήρξε από τη μια φορέας της πολιτικής εξουσίας της υπ’ αριθμόν ένα ρυπογόνου οικονομίας του πλανήτη και παράλληλα δέκτης του Νόμπελ οικολογίας ως ευαγγελιστής των δικαιωμάτων για καθαρό περιβάλλον. Αυτή είναι η υποκριτική διάσταση του θέματος. Όμως, υπάρχει και ένα τέχνασμα, καθώς όταν αναγάγεις σε δικαίωμα κάθε αυτονόητο και ηλίθιο ζήτημα, τότε με τεχνητό τρόπο προκαλείς σύγχυση περί του όρου και στην ουσία απαξιώνεις αυτή καθ’ αυτή την έννοια του πραγματικού δικαιώματος. Αυτή είναι άλλη μια διάσταση στην πολιτική πρακτική του μεταμοντερνισμού.
« Γιατί να μη διεκδικείς το δικαίωμα να είσαι άντρας ή γυναίκα; Γιατί όχι το δικαίωμα να είσαι Λέων ή Υδροχόος ή Καρκίνος; Αλλά τι σημαίνει να είσαι άνδρας ή γυναικά, αν έχεις το δικαίωμα γι’ αυτό; Το εκπληκτικό είναι ότι η ζωή σας έχει βάλει στη μια μεριά ή στην άλλη, κι από κει και πέρα εσείς παίζετε. Είναι ο κανόνας ενός συμβολικού παιχνιδιού που η παράβασή του δεν έχει κανένα νόημα. Μπορώ να διεκδικήσω το δικαίωμα να κάνω τον ιππότη του σκακιού να προχωρά ευθεία, αλλά τι νόημα μπορεί να έχει κάτι τέτοιο; Το δικαίωμα σ’ αυτού του είδους τα ζητήματα είναι ηλίθιο. […] Τα δικαιώματα του ατόμου χάνουν το νόημα τους». (Baudrillard,)
Τέλος, στο επίπεδο της ιστορίας όλα αποδομούνται και επανέρχονται ειδομένα μόνο υπό το θετικό τους πρίσμα σ’ ένα κλίμα συναίνεσης και μεταμέλειας. Οποιοδήποτε συμβάν εμπεριέχει νοήματα ικανά να διαταράξουν την προοπτική της απόλυτης θετικότητας, είτε εξοβελίζεται, είτε ενδύεται το μανδύα της ακατανοητότητας. Γεγονότα όπως οι επαναστάσεις, το ολοκαύτωμα, η Χιροσίμα κλπ μέσα απο μια Νεκροπτική αντίληψη της ιστορίας αντιμετωπίζονται ως ακατανόητα απολιθώματα του παρελθόντος στα οποία πλέον, ο μεταμοντέρνος δυτικός καπιταλισμός επενεργεί διορθωτικά εντάσσοντάς τα στην κατεύθυνση της θετικοποίησης και της αφομοίωσης. Έτσι, το Άουσβιτς γίνεται τηλεοπτικό προϊόν προς το οποίο η νοηματοδότηση δεν έχει καμία αξία, στο βαθμό που στο τέλος να αναρωτιέται κανείς αν όντως υπήρξε, υπό ποιες μορφές και για ποιους λόγους. Η δυτική Γερμανία επανασυνδέεται με την ανατολική σε ένα κλίμα μεταμέλειας, αποϊδεολογικοποιώντας τους όποιους διαχωρισμούς υπήρχαν με όρους λεύκανσης των πάντων. Και η πρώην ΕΣΣΔ έχει πλήρως αφομοιωθεί σε βαθμό να ανταγωνίζεται την καπιταλιστική δύση σε όλα τα επίπεδα μολυσματικότητας του κοινωνικο-οικονομικού γίγνεσθαι.
Το ερώτημα λοιπόν που πλανάται είναι, τι έχει συμβεί στο κακό; Σε μια κατάσταση στην οποία τα πάντα τείνουν προς μια «ολοσχερή θετικοποίηση» και έναν «ολοσχερή αποσυμβολισμό» το κακό απλώς υπάρχει μέσα στο καλό, σαν μια άλλη πλευρά του η οποία περιμένει τις κατάλληλες συνθήκες για να αναδειχθεί. Υπ’ αυτή την έννοια ο Baudrillard ορίζει πως το κακό ισοδυναμεί υπό όλες τις μορφές του με το θεμελιώδη κανόνα της αντιστρεπτότητας.
Το θεώρημα του καταραμένου αποθέματος
Όταν μιλάμε για ένα σύστημα που πασχίζει με όλα τα μέσα και σε κάθε πεδίο την επίτευξη μιας πλήρους ομογενοποίησης και την κατάσταση μιας καθολικής θετικότητας, τότε το δίχως άλλο πρόκειται για μια κατεύθυνση σε μια προοπτική αντιφατική και ουτοπική. Γιατί τι άλλο παρά ουτοπική είναι μια προσπάθεια εξάλειψης του αρνητικού και απόλυτου εξορκισμού του κακού. Θυμίζει κάπως τους αιμομικτικούς γάμους της αριστοκρατίας στις προνεοτερικές κοινωνίες που στόχο είχαν τη διατήρηση της καθαρότητας στη γραμμή αίματος, μόνο και μόνο για να επιστρέψει το κακό με τη μορφή της αιμοφιλίας και των άλλων γενετικών ασθενειών. Για τον Baudrillard, το AIDS είναι μια ανάλογη κατάσταση στην οποία το κακό επιστρέφει με μια διαφορετική μορφή, χωρίς να περνά απαρατήρητο ότι εμφανίστηκε σε κλειστούς κύκλους ομάδων όπως οι ομοφυλόφιλοι και οι τοξικομανείς. Και αυτομάτως το σύστημα σε κατάσταση συναγερμού περιχαρακώνεται απέναντι του κηρύσσοντας σε όλους τους τόνους την παύση του σεξ και την αποστειρωμένη χαλιναγώγηση του. Αρχικά τα δύο αυτά μηνύματα ακούγονται αντιφατικά. Από τη μια έναν κατακλυσμό σεξουαλικών μηνυμάτων και ερεθισμάτων μέσα σε μια μεταμοντέρνα πορνογραφία κι απ’ την άλλη σεξουαλική αποχή και χαλιναγώγηση. Στα πλαίσια ωστόσο της διασεξουαλικότητας, ακόμα και τόσο ακραία αντιφατικές στάσεις γεφυρώνονται και την τροφοδοτούν ακόμα περισσότερο. Αφενός γιατί η μολυσματική διάχυση του σεξ οδηγεί σε μια δυνητική αδιαφορία γι’ αυτό καθ’ αυτό το σεξ (γεγονός που καθιστά ικανή μια τέτοια αντίφαση) κι αφετέρου γιατί με αυτό τον τρόπο αιτιολογείται η βιολογική μορφή της διαφάνειας, δηλαδή της ύστατης αποστείρωσης στην οποία το άτομο καλύπτει τη σεξουαλική του επιθυμία απομονωμένο μπροστά στην οθόνη. Έτσι το AIDS καταλήγει τελικά να γίνει εργαλείο της θετικοποίησης.
Είναι ωστόσο ουτοπική η πεποίθηση πως μπορεί να εξαφανιστεί πλήρως το κακό. Όσο περισσότερο πασχίζει το σύστημα την εξάλειψη του αρνητικού, τόσο το κακό θα επιστρέφει λόγω του κανόνα της αντιστρεπτότητας σε πιο ακραία μορφή.
«Τούτο σημαίνει πως είναι ανώφελο να επικαλούμαστε την ορθολογικότητα του συστήματος έναντι των εκτοπλασμάτων του. Είναι πλήρης αυταπάτη να πιστεύουμε ότι μπορούμε να καταργήσουμε τα ακραία φαινόμενα. Τα τελευταία θα γίνονται όλο και πιο ακραία όσο τα συστήματα μας θα γίνονται όλο και πιο εκλεπτυσμένα. Ευτυχώς δηλαδή γιατί τα φαινόμενα αυτά αποτελούν την καλύτερη δυνατή θεραπεία των συστημάτων». (Baudrillard)
Είναι αδύνατο να αποστειρώσεις πλήρως ένα βιολογικό σώμα. Κάθε απόπειρα ολικής εξάλειψης των παρασίτων του, των σπερμάτων του, των βακτηριδίων και των βακίλων του, το μόνο που μπορεί τελικά να προκαλέσει είναι τον ίδιο του τν θάνατο. Αν απομακρυνθούν από αυτό όλοι οι βιολογικοί εχθροί του, τότε διατρέχει τον κίνδυνο του καρκίνου, δηλαδή να καταβροχθισθεί από τα ίδια του τα κύτταρα και τα αντισώματα. Κατά τον ίδιο τρόπο, είναι αδύνατο να αποστειρωθεί πλήρως μια κοινωνία μέσα από μια αδιάκοπη παραγωγή θετικότητας, γιατί τελικά εκείνο που θα επιτευχθεί είναι η νέκρωση και ο θάνατος της. Σε όλα τα πράγματα υπάρχει ο νόμος της δράσης και της αντίδρασης, μια «αχωριστότητα του καλού με το κακό» και μια αδυνατότητα να προωθηθεί το ένα δίχως το άλλο. «Κάθε τι που αποκαθαίρει το καταραμένο μέρος του» υπογράφει τον ίδιο του το θάνατο. Αυτό είναι το θεώρημα του καταραμένου αποθέματος.
Η μεταμοντέρνα είναι μια κοινωνία στα πρόθυρα της νέκρωσης. Μια κοινωνία που εξοβελίζει δια του διλλήματος ευφορία ή τρομοκρατία οποιαδήποτε ροπή προς την αρνητικότητα. Μια κοινωνία δίχως κρίση και δίχως γνώση. Μια κοινωνία που το φαντασιακό «μη-Είναι» της ουτοπικής θετικότητας κυριαρχεί επί του «είναι» της συνολικότητας. Πρόκειται για ένα σύστημα που έχει χάσει κάθε αιτιότητα κινούμενο μολυσματικά μεταξύ αποτελεσμάτων. Ένα ακυβέρνητο καράβι ή ένα Τζάγγερνωτ για να θυμηθούμε πάλι τον Giddens. Ο Baudrillard χρησιμοποιώντας τη θέση του Hegel, περιγράφει το μεταμοντέρνο ως μια κατάσταση στην οποία είμαστε πλήρως «μέσα στην αυτοκινούμενη ζωή αυτού που είναι νεκρό».
Όσο για το κακό, αυτό απλώς υπάρχει και περιμένει να αναδειχθεί. Αυτού του τύπου η θετική ολοκλήρωση του συστήματος όταν φτάσει σε ένα συγκεκριμένο σημείο κορεσμού και πλήρους νέκρωσης τότε δεν έχει τίποτε άλλο να κάνει από την αυτοκαταστροφή μέσω της αντιστροφής. Στην ουσία το ίδιο το σύστημα, απειλείται από την ίδια του την διαφάνεια.
Η ΡΙΖΙΚΗ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ
Μεταμοντερνισμός και ταυτότητα
Σε ένα σύστημα που δαιμονοποιεί την ετερότητα, η ταυτότητα μετατρέπεται στον πρώτο και κύριο στόχο εξάλειψης και απονοηματοδότησης. Οτιδήποτε υπάρχει με χαρακτηριστικά φορτισμένα με ιδιαιτερότητες και νοήματα τίθεται αυτομάτως υπό το καθεστώς της αφομοίωσης ή της απόρριψης ως δυνάμει φορέας αρνητικότητας. Ο άνθρωπος, το κεφάλαιο, η ιστορία, το έργο τέχνης, όλα απεκδύονται των ταυτοτήτων τους χάριν της διάχυσης και του «λευκού». Πρώτα και κύρια το άτομο, εξαφανίζει την ατομικότητα του για να ενταχθεί στη μάζα. Στη μεταμοντέρνα τεχνολογική κουλτούρα ο καλωδιωμένος άνθρωπος-μηχανή δεν μπορεί να προσαρμοστεί στα δεδομένα μιας ταυτότητας διαφορετικής και αλλοτριωμένης από τις προσομοίωτικες παραμέτρους που τίθενται. Πρέπει και η ταυτότητα του να είναι συγχρονισμένη και να εξακριβώνεται αυτοστιγμή, όπως η ταχύτητα μετάδοσης των ψηφιακών δεδομένων. Αυτό που στην πραγματικότητα επιδιώκεται είναι μια διαφημιστική ταυτότητα στην οποία το «είναι» εξοβελίζεται για χάρη του δείχνω ότι είμαι. Γιατί το «είμαι» είναι φορέας νοημάτων που τα αντανακλά και χρίζει επεξεργασίας ενώ το «look» είναι η αποστειρωμένη εικονική πραγματικότητα που κουμπώνει και ξεκουμπώνει στις περιστάσεις χωρίς ενστάσεις, χωρίς κρίση, χωρίς άρνηση. Αντίστοιχα με το «είναι» ως προσωπικότητα, εξοβελίζεται και το «είναι» ως φύλο. Γιατί το φύλο είναι κι αυτό φορέας αρνητικότητας και κουβαλάει μια ιστορία και μια σημειολογία που δεν είναι πλέον αποδεκτή. Η διαφήμιση δεν έχει φύλο γιατί είναι πράξη κερδοσκοπίας και στην διαοικονομική της διάσταση δεν μπορεί να ακτινοβολεί το ίδιο προς όλες τις κατευθύνσεις, με την ίδια απήχηση και ανταπόκριση, αν υπόκειται σε τόσο προφανείς διαχωρισμούς.
«Ο καθένας αναζητεί το δικό του look. Καθώς δεν είναι πια δυνατό να αντλείς επιχειρήματα από την ίδια την ύπαρξη σου, δε μένει παρά να προβαίνεις σε πράξεις εμφάνισης χωρίς να νοιάζεσαι τελικά κι αν σε βλέπουν. Όχι πια: υπάρχω, είμαι εδώ, αλλά: είμαι ορατός, είμαι εικόνα – look, look! Δεν πρόκειται καν για ναρκισσισμό, πρόκειται για μια αβαθή εξωστρέφεια, για ένα είδος διαφημιστικής ευήθειας όπου ο καθένας γίνεται ιμπρεσάριος της εμφάνισης του. […] Και το φύλο στο οποίο ανήκουμε, αυτό το μικρό κομμάτι ειμαρμένης που μας απομένει, αυτό το ελάχιστο μοίρας και ετερότητας, κι αυτό θα μπορεί να το αλλάξει κανείς κατά το κέφι του. Παντού συντελείται αυτή η απάνθρωπη αποποίηση του προσώπου, της ομιλίας, του φύλου, του σώματος, της θέλησης, της κοινής γνώμης. Κάθε αναλαμπή ειμαρμένης και αρνητικότητας πρέπει να εξοβελίζεται προς όφελος κάποιου πράγματος που μοιάζει με το χαμόγελο του νεκρού στα funeral homes…» (Baudrillard)
Ομοίως συμβαίνει και με την ταυτότητα της ιστορίας. Κάθε γεγονός πρέπει να είναι ουδέτερο και διυλισμένο μέσα απ’ τη διαδικασία της λεύκανσης. Πρέπει οπωσδήποτε να εκλεπτύνεται στις διαστάσεις του και να αποφορτίζεται ιδεολογικά από κάθε νόημα του οποίου οι σημασίες θέτουν σε κρίση τις κατεστημένες αξίες του συστήματος. Οι ιστορικές πράξεις και δράσεις πρέπει να καθίστανται ασαφείς και ακατανόητες στο βαθμό που να προκαλούν την αδιαφορία, όταν δεν μπορούν να ενταχθούν ως θετικά ανάφορα. Ας θυμηθούμε τη λέξη «συνωστισμός» στα σχολικά βιβλία για την περιγραφή της καταστροφής της Σμύρνης και την ευρύτερη επιχειρηματολογία που ακολούθησε συνηγορώντας την, στην ίδια νεκροπτική αντίληψη των γεγονότων υπό το πρίσμα της εκλέπτυνσης. Ο δυνητικός άνθρωπος είναι ένας καινούριος άνθρωπος. Αποκομμένος από κάθε ιστορικότητα του, είναι ξένος με οποιαδήποτε άλλη μορφή του προηγήθηκε. Δεν πρέπει να βρίσκει τίποτα κοινό με τον άνθρωπο επαναστάτη ή τον άνθρωπο δουλοπάροικο, γιατί οι ιστορικές αυτές ταυτότητες φέρουν άρνηση, καταπίεση, αντίδραση, αμφισβήτηση και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ενταχθεί στο «λευκό». Η αδυναμία ταύτισης με οποιαδήποτε ιστορική ταυτότητα, η εν γένει αδιαφορία προς τα ιστορικά νοήματα, τελικά αποκαθαίρουν την ιστορική κρίση και γνώση και συντηρούν την θετικότητα.
Στα πλαίσια του προβληματισμού του μεταμοντέρνου διαλόγου, ο Jameson συνεπικουρώντας στην άποψη του Baudrillard. επισημαίνει κι αυτός με την σειρά του την άμεση διασύνδεση της εξαφάνισης της ιστορικής ταυτότητας με την μεταμοντέρνα πολιτιστική παραγωγή.
«Δεν μπορεί πλέον να αντικρίσει στα μάτια έναν υποτιθέμενα πραγματικό κόσμο, μια ανασυγκρότηση παρελθούσης ιστορίας που ήταν καθ’ εαυτή παρούσα κάποτε. Πρέπει, αντίθετα, σαν μέσα σε πλατωνικό σπήλαιο, να σχηματίσει τις νοητικές μας εικόνες επάνω στα τείχη που ορθώνονται γύρω-τριγύρω. Αν περισσεύει κάποιο ίχνος ρεαλισμού, είναι ο ρεαλισμός του κλονισμού που προκαλεί η επίγνωση του εγκλεισμού στο σπήλαιο και η αργή συνειδητοποίηση μιας νέας και πρωτογενούς ιστορικής κατάστασης, η οποία μας έχει καταδικασμένους να αναζητούμε την ιστορία μέσα από τις δικές μας λαϊκές, πόπ εικόνες και μέσα από τα ομοιώματα της ιστορίας αυτής […] Πράγματι, εάν το υποκείμενο έχει χάσει την ικανότητα του να προβάλλει τις υποσχέσεις του και τις επισχέσεις του δια μέσου του χρονικού πολυτρόπου και να οργανώνει το παρελθόν και το μέλλον του σε συνεκτική εμπειρία, λογικό είναι η πολιτιστική παραγωγή ενός τέτοιου υποκειμένου να μην καταλήγει παρά στη “σωρεία των θραυσμάτων”». (Jameson)
Και φυσικά στο μεταμοντέρνο υπάρχει η απώλεια της ταυτότητας του έργου τέχνης. Το έργο τέχνης γίνεται εμπόρευμα και στη λογική της κυκλοφορίας σε ένα κερδοσκοπικό περιβάλλον, όπως συμβαίνει και στο φύλο, πρέπει και αυτό να είναι διαφανές. Κι ακόμα περισσότερο, πρέπει να είναι διαφημιστικά προσδιορισμένο και να επικοινωνεί με αυτούς τους κανόνες. Χωρίς ταυτότητα, σημαίνει χωρίς υπερβατικότητα. Ένα ακόμα αντικείμενο κι αυτό όπως τα άλλα εμπορεύματα. Γιατί κατεξοχήν το έργο τέχνης καθίσταται επικίνδυνο στο σύστημα του «λευκού», όταν είναι φορέας νοήματος. Όταν είναι έργο – ιδέα, σαν εκείνη την επικίνδυνη Καφκική ιδέα που έπρεπε στη δίκη να παταχθεί πάση θυσία. Ως προς τούτο ο Baudrillard επικαλείται τον Benjamin θεωρώντας πως εκείνο που πρωτίστως απώλεσε το έργο τέχνης σ’ αυτή την κατάσταση του, είναι η αύρα του, «εκείνη η μοναδική ιδιότητα του εδώ και τώρα», η αισθητική μορφή του που τελικά μεταμορφώνεται σε πολιτική. Είναι προφανές ότι και η πολιτική διάσταση στην πραγματική της μορφή είναι κι αυτή επικηρυγμένη στο όνομα της θετικότητας. Αποτέλεσμα αυτού είναι τελικά η απώλεια της «αυθεντικότητας» και της πρωτοτυπίας του και η ένταξη του έργου σε μια διαδικασία απόνοηματοδοτημένης και απεριόριστης αναπαραγωγής του.
Είναι πραγματικά χρήσιμη ως προς τα παραπάνω η νοηματική αντιπαράθεση προ και μεταμοντέρνου, που κάνει ο Jameson χρησιμοποιώντας τα «παπούτσια» του Βαν Γκόγκ σε σύγκριση με αυτά του Warhol, καθώς και η προβολή της μορφής τηςMonroe.
Είναι πραγματικά χρήσιμη ως προς τα παραπάνω η νοηματική αντιπαράθεση προ και μεταμοντέρνου, που κάνει ο Jameson χρησιμοποιώντας τα «παπούτσια» του Βαν Γκόγκ σε σύγκριση με αυτά του Warhol, καθώς και η προβολή της μορφής τηςMonroe.
«Υπάρχουν ωστόσο μερικές ουσιώδεις διαφορές μεταξύ του ώριμου μοντερνισμού και της στιγμής του μεταμοντέρνου, μεταξύ των παπουτσιών του Βαν Γκόγκ και των παπουτσιών του Άντυ Ουώρχολ, στις οποίες θα επιμείνουμε εν συντομία. Η πρώτη και μάλλον εξόφθαλμη είναι η εμφάνιση μιας καινούριας ισοπέδωσης ή ενός αβαθούς, μιας νέου τύπου επιφανειακό-τητας, με την πλέον κυριολεκτική σημασία του όρου». (Jameson)
Ο πίνακας του Warhol στον οποίο αναπαράγεται η συγκεκριμένη εικόνα, σήμα κατατεθέν της Marilyn Monroe, μέσα σε μια χρωματική ψυχεδέλεια του ενός και του αυτού είναι η αποτύπωση της μεταμοντέρνας τραγωδίας στο ζήτημα της ταυτότητας. Ο Baudrillard περιγράφει το μεταμοντέρνο ως ένα σύστημα κλωνισμού. Η ριζική ετερότητα εκφρασμένη μέσω της μοναδικότητας και της αυθεντικότητας, εξαφανίζεται από το πρότυπο του κλώνου. Μια και μοναδική ταυτότητα που επαναλαμβάνει τον εαυτό της κατά περίσταση. Ασχέτως κοινωνικής κατάστασης, ασχέτως συνθηκών, ασχέτως αναφορικότητας, ασχέτως απόχρωσης, η διαρκής επανάληψη του ενός. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει, δεν πρόκειται καν για διδυμία καθώς στους διδύμους υπάρχει «μια ξεχωριστή και ιερή γοητεία του δύο, αυτού που είναι δύο εξ αρχής και που ποτέ δεν ήταν ένα». Ο κλωνισμός αντιθέτως αφορά την επανάληψη του ενός, την επανάληψη του ταυτού μέσω της υλοποίησης του σωσία και την κατάργηση κάθε ετερότητας. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια διαφορετικά πραγματοποιημένη αιμομιξία, στην ίδια λογική της αριστοκρατίας που αναφέρθηκε προηγουμένως. Μόνο που στην καθολικά εγκαθιδρυμένη συστημική μορφή της, αυτή η νοηματική αιμομιξία της ταυτότητας, αφορά το ζευγάρωμα του ταυτού με το ταυτό, δίχως ποτέ να περνάμε στο Άλλο. Ο εξορκισμός του υποκειμένου από κάθε διάσταση ετερότητας και από κάθε χαρακτηριστικό που θα το καθορίσει ως «άλλο», ως διαφορετικό, όπως και η ασταμάτητη επανάληψη των ταυτοτήτων-κλώνων, προσδιορίζει την κατάπτωση του προσώπου σε αυτό που ο Baudrillard χαρακτηρίζει ως η «κόλαση του ταυτού».
«Η αλλοτρίωση έχει τελειώσει: το Άλλο ως ματιά, το Άλλο ως καθρέφτης, το Άλλο ως αδιαφάνεια έχει τελειώσει.[…] Μέσα στην ακαθοριστία το υποκείμενο δεν είναι πια ούτε το ένα ούτε το άλλο, είναι μόνο το Ταυτό. Τώρα, αν το άλλο μπορεί πάντα να κρύβει ένα άλλο, το Ταυτό κρύβει πάντα μόνο τον εαυτό του. Αυτό είναι το σημερινό μας ιδεώδες-κλώνος: το υποκείμενο αποκαθαρμένο απ το άλλο […] στην καθαρή επανάληψη». (Baudrillard)
Μεταμοντερνισμός και διαφορετικότητα
Είναι αμείωτη η θέληση του συστήματος για απόλυτη ταύτιση, η ισοπέδωση της ταυτότητας σε κάθε της διάσταση (καλλιτεχνική, προσωπική, ιστορική, ταξική κλπ.) Δε μιλάμε σε καμία περίπτωση για μια οργουελική διαδικασία φόβου, ενοχής, καχυποψίας. Αντίθετα το μεταμοντέρνο ισοπεδώνει το υποκείμενο απευθυνόμενο σ’ όλα εκείνα τα ευγενή χαρακτηριστικά που το προσιδιάζουν. Γι’ αυτό ενδεχομένως έχει και τόση αποτελεσματικότητα. Διότι σε ένα οργουελικό περιβάλλον ξυπνούν όλες οι άμυνες αντίστασης, όλες οι επαναστατικές πτυχές, ενώ σε μια απόλυτη θετικότητα η ύπνωση επιτρέπει στις διαδικασίες να ολοκληρώσουν τη διαβρωτική τους δράση καθολικά και ανεπιστρεπτί
Το σύστημα δεν ανέχεται τη διαφορετικότητα. Οι μηχανισμοί προπαγάνδας του δαιμονοποιούν οτιδήποτε βρίσκεται έξω από τον έλεγχο του, οτιδήποτε έξω από τη διαφάνεια του. Κάθε νησίδα εξωσυστημική προκαλεί τον τρόμο και ενισχύει την περιχαράκωση στη θετικότητα. Το Ιράν, η Βόρειος Κορέα, είναι εχθροί όχι για την πολεμική ισχύ τους όπως διατείνεται (και η Κούβα εξάλλου, που ήταν μια κουκίδα στον χάρτη, την ίδια αντιμετώπιση είχε μέχρι τελικά να επιτευχθεί η διείσδυση) αλλά για τα νοήματα που εκπέμπουν, γιατί είναι φάροι αρνητικότητας μέσα στη νύχτα της θετικής νάρκωσης.
Ο Baudrillard επισημαίνει πως και ο ρατσισμός στα πλαίσια του μεταμοντέρνου, είναι εξίσου επικίνδυνος με όλες εκείνες τις ανθρωπιστικές οργανώσεις που πασχίζουν να διασώσουν τα θύματα του. Γιατί σε αντιστοιχία, οι μεν πρώτοι ψάχνουν την κυριαρχία δια της εξαφάνισης, ενώ οι δεύτεροι επιτυγχάνουν την εξαφάνιση δια της αφομοίωσης, δια της αφαίρεσης της διαφορετικότητας. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της γαλλικής πολιτικής εξουσίας με τη νομοθεσία σχετικά με το ζήτημα της μαντίλας. Για τον Baudrillard αυτό αποτελεί ένα έξοχο παράδειγμα φοβικής αντίληψης προς το διαφορετικό και προπαγανδιστικής νοηματοδότησης με αρνητισμό έναντι της θετικά εξομοιωμένης δυτικής νοοτροπίας. Παράδειγμα που μας οδηγεί σε μια ακόμα διαπίστωση, σύμφωνα με την οποία το σύστημα είτε εξομοιώνει, είτε εξοβελίζει. Δεν υπάρχει καν η εναλλακτική οδός της κατανόησης του διαφορετικού. Αν δεν μπορεί να το κάνει «ίδιο», το εκδικείται μέχρις του βαθμού της καταστροφής. Τέλος, η υποκρισία. Δεν είναι η έλλειψη κρίσης και λογικών επιχειρημάτων για την κατανόηση του διαφορετικού απ’ το σύστημα, είναι η τάση κάθε μορφή διαφορετικότητας να αντιμετωπίζεται με την ίδια ηλίθια διάθεση της ακατανοητότητας. Γιατί το σύστημα δε θα δηλώσει ποτέ ευθέως ότι αδιαφορεί να ερμηνεύσει το διαφορετικό, επειδή είναι προκαθορισμένες οι συνθήκες δράσης και απογείωσης της διαοικονομικής κερδοσκοπικής κατάστασης.
Να γίνουμε «άλλοι»
H πρώτη απάντηση στα γεγονότα που αναλύθηκαν είναι η αφύπνιση του νου, η άρνηση στη θετικότητα ακόμα και ως άρνηση στις λύσεις, η ατομική εξήγηση και η προσωπική διέξοδος. Αν επιχειρούσε να δώσει λύσεις καθολικές, τότε κι ο ίδιος ενδεχομένως να ενεργοποιούσε τον κανόνα της αντιστρεπτότητας που τελικά να τις καθιστούσε τροφοδότες του συστήματος και σ’ αυτή την παγίδα ο ίδιος δε θα έπεφτε ποτέ.
Σε τίτλους πάντως θα μπορούσαμε να πούμε πως το ισχυρότερο όπλο είναι η ισχυρή προσωπικότητα, η επίτευξη στο μέτρο του δυνατού του ιδανικού του «Εξώτη» και η αντίσταση στην αφομοίωση και τη διασύνδεση. Να αφεθούμε στις μολύνσεις μας και να αρνηθούμε κάθε μορφή τεχνητής αποστείρωσης. Να γίνουμε αρνητές στις μάζες και στα νοήματα που τις γοητεύουν. Να διαβάσουμε την ιστορία και να βιώσουμε τα μηνύματα της. Να αλλοτριωθούμε απ’ την ταυτότητα του συστήματος και να γίνουμε «Άλλοι». Να αποσυνδεθούμε από την καλωδίωση των μηχανών και να γίνουμε άνθρωποι και όχι δυνητικοί. Να αμφιβάλλουμε και να φεύγουμε καχύποπτα απ τις επιταγές της εξομοίωσης, όπως άλλοι Καβάφηδες από το σπίτι του ιδεατού Μύρη της ατομικότητας μας, πριν προλάβει να τον αλλοιώσει η θρησκευτική ευλάβεια της συστημικής λεύκανσης.
Μύρης, Αλεξάνδρεια του 340 Μ.Χ.
Οι Χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως
για την ψυχή του νέου δέονταν. –
Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια,
και με τι προσοχήν εντατική
στους τύπους της θρησκείας τους, ετοιμάζονταν
όλα για την χριστιανική κηδεία.
Κ’ εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη εντύπωσις.
Αόριστα, αισθανόμουν σαν νάφευγεν από κοντά μου
ο Μύρης,
αισθανόμουν που ευώθη
Χριστιανός,
με τους δικούς του,
και που γενόμουν ξένος εγώ,
ξένος πολύ,
ένοιωθα κιόλα μια αμφιβολία να με σιμόνει:
μήπως κ’ είχα γελασθεί από το πάθος μου,
και πάντα του ήμουν ξένος. –
Πετάχθηκα έξω απ το φρικτό τους σπίτι,
έφυγα γρήγορα
πρίν αρπαχθεί, πρίν αλλοιωθεί απ’ την Χριστιανοσύνη τους
η θύμησι του Μύρη. ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΖΙΜΟΥΡΤΑΣ
Πολύ καλό ..!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή