Η επινόηση ενός Προεδρικού
Διατάγματος με τον αριθμό 407 του σωτηρίου έτους 1980 είναι και αυτή μια
παγκόσμια ελληνική πρωτοτυπία στα πλαίσια των εκπαιδευτικών συστημάτων.
Χιλιάδες ερευνητές, επιστήμονες, καλλιτέχνες στοχαστές και άλλοι διετέλεσαν
όμηροι, όχι οπωσδήποτε της πολιτείας –μιας και με μεγάλη ευκολία φορτώνουμε τα
πάντα σε αυτήν, λες κι εμείς λειτουργούμε πάνω από αυτήν και όχι με αυτήν- αλλά
τις περισσότερες φορές των ίδιων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων-τμημάτων που για
τους δικούς τους λόγους, κάθε φορά, επιλέγουν πόσο θα κρατήσει αυτή η ομηρία
και για να καθησυχάσω το Γιάννη το Ζιώγα για αυτήν του την πενταετή θητεία στο
καθεστώς του 407 η δική μου θητεία κράτησε 7 χρόνια 1991-1997 για να με
εκλέξουν μετά την επταετή δοκιμασία με την αποζημίωση να δίδεται μια φορά το
χρόνο, τότε, και πάλι στη βαθμίδα του λέκτορα.
Γνώρισα το Γιάννη σχεδόν αμέσως,
άμα τη αφίξει του το 2006, είχαν προηγηθεί βέβαια, με ψυχή του πράγματος τον
Πρόεδρο του Τμήματος, ζωγράφο και καθηγητή, Τάκη Μπέσσα όλα τα αναγκαία για να ξεκινήσει
η λειτουργία του Τμήματος, ενός τμήματος διαφορετικού από τα άλλα και γι’ αυτόν
το λόγο πολύ σημαντικού. Η πρώτη εντύπωση που αποκόμισα από τον καλλιτέχνη-
στοχαστή Γιάννη Ζιώγα ήταν αυτή, ενός ορμητικού αλόγου και μιας ακούραστης
μέλισσας με διάθεση για δουλειά για πολύ δουλειά, μια διάχυτη ανησυχία για το
Τμήμα, την Τέχνη, τα όρια και αυτή η εντύπωση δεν αποδυναμώθηκε καθόλου
αντίθετα, μάλιστα, ενισχύθηκε και ενισχύεται ολοένα και περισσότερο. Τριήμερο
25ης Μαρτίου 2013 βόλτα στους Ψαράδες της Πρέσπας και ο Ζιώγας εκεί
με 30 φοιτητές /τριες και μερικούς ακόμη διδάσκοντες στον εικαστικό σταθμό με
εργαστηριακά μαθήματα κατασκευής υλικών, ύφανσης, εικαστικής δημιουργίας και
παρέμβασης στον ίδιο το σταθμό και άπειρες θεωρητικές αναζητήσεις και
συζητήσεις ως προετοιμασία της επερχόμενης ετήσιας εικαστικής πορείας προς τις
Πρέσπες και τη βαλκανική γειτονική ενδοχώρα.
Η συνεργασία μας γνώρισε και
αρκετές εντάσεις και είμαι σίγουρος ότι δεν θα αποφύγουμε κι άλλες, αυτές όμως
οι εντάσεις αντί να αποδυναμώνουν τη συνεργασία, τουλάχιστον, για τη δική μου
πλευρά την ενισχύουν και τη θεμελιώνουν ακόμη περισσότερο γιατί και των δυο μας
η αγωνία είναι μία: Το τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών και όπως
ισχυρίζεται ο ίδιος του αποτιμώντας τις Πλατφόρμες του 2003 και εξής σε μια
ημερολογιακή του εγγραφή της 26 Ιανουαρίου 2007…ότι η συνεργασία έχει νόημα, μόνο με ανθρώπους που έχουν με σαφήνεια
θέσει τον ίδιο τους τον εαυτό, ως μη μέρος των προβλημάτων, που η συνάντηση της
συλλογικότητας επιδιώκει να θέσει σε διάλογο αναστοχασμού ή και αμφισβήτησης.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο
τοποθετώ κι εγώ τη συνεργασία μου με το Γιάννη Ζιώγα.
Ας έρθω όμως στο προκείμενο στην
παρουσίαση του τελευταίου του βιβλίου που συναρθρώνει τέσσερεις διαφορετικές
πτυχές στις εγγραφές του α) τις ημερολογιακές του εγγραφές β) την αγωνία του
για το Τμήμα και το μέλλον του γ) στοιχεία αυτοβιογραφικά του παρελθόντος που
διαμεσολαβούνται στον παρόντα χρόνο και δ) κείμενα για την τέχνη όπως η ιστορία
με τις Πλατφόρμες, ο λόγος του Καλλιτέχνη κ.α .
Η πόλη της Φλώρινας με την
ευρύτερη περιοχή της θα του αναδιπλώσει το πιο σημαντικό μνημείο της, που είναι η ίδια η φύση της. Ήδη οι πρώτες
ημερολογιακές εγγραφές αναδεικνύουν το φυσικό τοπίο, ο χώρος, η λευκή σελίδα,
όπου όλα μπορούν να συζητηθούν εξαρχής. Και αυτή η προδιάθεση για μια εκ νέου
συζήτηση είναι που καθιστά τις σκέψεις του συγγραφέα και μαζί με αυτές και τις
εγγραφές του ελκυστικές, γιατί προτείνει μια νέα συζήτηση απαλλαγμένη από
νομοτελειακούς ντετερμινισμούς και αναντίρρητες μοναδικές αλήθειες,
Η σχέση του καλλιτέχνη-στοχαστή
με το δρόμο-ταξίδι ως διαρκής και επίμονη πραγματικότητα αλλά και ως ου-τοπία της Φλωρινο-Χαλκιδο- Αθήνας.
Η γέννηση της ιδέας για την
εικαστική Πεζοπορία που μετασχηματίζεται στη συνέχεια σε Εικαστική Πορεία προς τις Πρέσπες, συντελείται
στις 10 Μαρτίου 2007 και όπως δηλώνει ο ίδιος ο γεννήτοράς της, πέρα από την
καθημερινή πεντάωρη πορεία, την κατασκήνωση και την εικαστική έκθεση των ντοκουμέντων και των
τεχνουργημάτων ο ουσιαστικός στόχος αυτής της ιδέας είναι η κατάδυση στην ουσία
των νοημάτων, η δήλωση μιας παρουσίας σε
έναν χώρο και η αποτίμηση του χώρου. Σημαντικό στοιχείο αυτού του
βιβλίου θα αποτελέσουν και οι ημερολογιακές εγγραφές για τις δράσεις στις
εικαστικές Πορείες από το 2007-( αρχικά ως συλλέκτες συμβάντων, αλλά και ιδεών
για καλλιτεχνικές δημιουργίες, όπως αυτή που προέκυψε από τα μονοπάτια των
Αλβανών μεταναστών με τα εκατοντάδες χιλιάδες εγκαταλλελειμένα παπούτσια και
ρούχα, και αποτέλεσαν μέρος της εξαιρετικής πτυχιακής εργασίας «εις μνήμην» της
φοιτήτριας Πένυ Κορρέ. Η συμμετοχή προσκεκλημένων ξένων καλλιτεχνών –καθηγητών,
όπως των Βρετανών Mark Durden και Russell Roberts καθώς
και μια πλειάδα Ελλήνων καλλιτεχνών μαζί με τους φοιτητές δημιούργησαν το 2009
το υλικό που στηρίχθηκε σε δύο άξονες: τη θεματική των Παγκόσμιων Τοπίων (Global Landscapes και
τη μεθοδολογική προσέγγιση της κριτικής πρακτικής ) μέχρι
και το 2010. Ένα από τα ζητήματα που απασχολούν τον καλλιτέχνη-στοχαστή Γιάννη
Ζιώγα είναι η έννοια του πεδίου και
μέσα από τις εικαστικές του Πορείες προς τις Πρέσπες ερμηνεύει το πεδίο των Πρεσπών
ως το Απόλυτο πεδίο της Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης, όπου η εφαρμογή της τριπλής
διαδικασίας, της χωρικής, ψυχικής και συμμετοχικής μετασχηματίζουν το χώρο των
πρεσπών σε πεδίο. Το βιβλίο λοιπόν αυτό
τεκμηριώνει με λεπτομερή τρόπο τις τέσσερεις εικαστικές πορείες από το
2007-2010 αλλά και όλες τις ιδέες και τα τεχνουργήματα που γεννήθηκαν μέσα από
αυτές. Η
απόλυτη τεκμηρίωση.
Ένα ακόμη νέο στοιχείο που
αποτυπώνει, μεταξύ άλλων ο Ζιώγας στο κείμενό του- στοιχείο που αποτελεί και το
novum στην
εκπαιδευτική διαδικασία, είναι το αξίωμα-πρόθεση, πως μέσα από την εικαστική
πορεία ενσωματώνεται η εμπειρία για τι διαδικασία καλλιτεχνικής γνώσης ή
καλλιτεχνοσύνης, όπως την ονοματίζει ο ίδιος του, αντιμετωπίζοντας έτσι την
εκπαιδευτική διαδικασία ως μια εξαρχής καλλιτεχνική διαδικασία.
Οι ημερολογιακές εγγραφές με τις
προσωπικές σημειώσεις, άλλοτε εν είδη υπόμνησης και άλλοτε βαθύτατα
αυτοβιογραφικές, διασπώνται από πολύ ενδιαφέροντα κείμενα που είτε απασχολούν
τον συγγραφέα σε θεωρητικό ή πρακτικό επίπεδο, είτε πάλι παρουσιάστηκαν σε
κάποιο συνέδριο ή κάποια άλλη εκδήλωση. Έτσι, για παράδειγμα, η άκρως
ενδιαφέρουσα μελέτη για την απεικόνιση του βλέμματος με συγκεκριμένα
παραδείγματα από την Αναγέννηση και εξής με αφορμή τις «αβέβαιες βεβαιότητες
των «Δεσποινίδων» της Αβινιόν», αποτελεί, κατά την άποψη μου, μια εξαιρετική
μελέτη που θα μπορούσε να αποτελέσει και υποδειγματικό μάθημα στο πεδίο της
Ιστορίας της Τέχνης.
Οι προβληματισμοί για το νόημα
της τέχνης, τη θέση του καλλιτέχνη, το τοπίο, το πεδίο, τη θέση της ελληνικής
τέχνης στο διεθνές στερέωμα, διαπερνούν σχεδόν στο σύνολο τα θεωρητικά κείμενα
που αποτυπώνονται σε αυτό το ημερολόγιο ιδεών. Στον αρχοντοχωριατισμό που
επέπληξε βίαια τα Α.Ε. Ι. και τη λειτουργία τους η προσωπική, ενδεχομένως,
ανεπάρκεια του υφυπουργού Παιδείας Πανάρετου με την περιβόητη εξωστρέφεια και
διεθνοποίηση, ταιριάζει και απαντάει
απόλυτα η θέση του Γιάννη Ζιώγα στο κείμενό του «Παρατζάνοφ ή Koons ή Γιατί η Ελλάδα δεν
είναι Ινδονησία» με το οποίο
απαντάει στο επίσης αρχοντοχωριάτικο ερώτημα της Κατερίνας Γρέγου: «But how many artists really do get opportunities to show their work outside Greece and gain recognition internationally?». Αντιγράφω την
απάντηση του συγγραφέα και τη διασυνδέω με τον αρχοντοχωριατισμό που
συσχετίζεται με τη συζήτηση γύρω από τη περιβόητη «διεθνοποίηση» σε όλα τα
επίπεδα της κοινωνικής συγκρότησης.
«Είναι το «διεθνές» το ένα και μοναδικό συλλογικό αίτημα της εποχής;
Αποτελεί το «διεθνές» ένα τρόπαιο προς κατάκτηση; Είναι ο “artworld” το μοναδικό πιστοποιητικό επιτυχίας; Μεταξύ Koons και Παρατζάνωφ υπάρχουν ορισμένοι
που επιλέγουν τον δεύτερο. Μεταξύ Καβάφη και Κοκτώ κάποιοι διαλέγουν Καβάφη. Με
το να τίθεται αυτό το ερώτημα στην αρχή ενός κειμένου για το σύγχρονο της
ελληνικής τέχνης αποδυναμώνεται η ίδια η ουσία της τέχνης που για πολλούς
εξακολουθεί να είναι η καλλιτεχνική αναγκαιότητα. Το πρωταρχικό ερώτημα
επομένως δεν μπορεί να είναι παρά το ακόλουθο: πως μπορούν οι ιδέες μα ς να
έχουν νόημα και ουσία. Ας έχουν νόημα
και ουσία και ας μη γίνουμε ποτέ διεθνείς. Ή αν είναι να γίνουμε διεθνείς,
τουλάχιστον ας το αξίζουμε».[1]
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο που
απασχολεί τον καλλιτέχνη και στοχαστή Γιάννη Ζιώγα και το οποίο διατρέχει πολλά
από τα θεωρητικά του κείμενα είναι το ζήτημα της λογοκρισίας, όπως το κείμενό
του με ημερομηνία εγγραφής «18 Δεκεμβρίου 2008 Οι άδειοι τοίχοι» αλλά και σε
αρκετά άλλα. Το ζήτημα αυτό απασχολεί συστηματικά τον καλλιτέχνη και αυτό
επιβεβαιώνεται και από τη συμμετοχή του στο συλλογικό τόμο «Όψεις της
λογοκρισίας στην Ελλάδα» που κυκλοφόρησε τη χρονιά του 2008.
Οι σημειώσεις μιας τετραετίας από
το Νοέμβριο του 2006 μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2010 μπορούν να αναγνωστούν
ποικιλότροπα. Μικρές αυτοτελείς ιστορίες που
αποτελούν μέρος της κοινωνικής συγκρότησης τη δεκαετία που διανύσαμε ( ο
αποφυλακισμένος της Αυλώνας και το εισιτήριο για το λεωφορείο, οι Αλγερινοί
Μετανάστες, το Μεσοννήσι ως χώρος δημιουργίας αλλά και ουτοπίας, τα ταξίδια-
μεταβάσεις ανάμεσα στη Φλώρινα- τη Χαλκίδα και την Αθήνα,). Το πολιτισμικό
κεφάλαιο που δημιούργησε η Ραλλού για τον καλλιτέχνη –στοχαστή με την οποία και
επιλέγει να κλείσει τις πολλαπλές του αφηγήσεις. Και τέλος οι θεωρητικοί του
προβληματισμοί για την τέχνη και τη συνεχώς μεταβαλλόμενη ταυτότητα του
καλλιτέχνη και την ανάγκη για τη συνεχή αναθεώρηση των βεβαιοτήτων αλλά και των
ταυτοτήτων.
Στο επίμετρο του βιβλίου ο
Γιάννης Ζιώγας σημειώνει αναρωτόμενος: «Αξίζει
όλος αυτός ο αγώνας ή μήπως μια έντιμη διαφυγή θα ήταν η πιο σωστή λύση;».
Και του απαντώ: αξίζει Γιάννη
αξίζει.
17-Απριλίου 2013
Βιβλιοπαρουσίαση
Γιάννης Ζιώγας, Το ημερολόγιο ενός ΠΔ 407/80, Αιγόκερος, Αθήνα, 2012, σελ. 222.
Αντρέας Π. Ανδρέου
Καθηγητής Πανεπιστημίου
Δυτικής Μακεδονίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου