Φωτορεπορτάζ από την έκθεση "Βαδίζοντας με τον Καβάφη'' στην βιβλιοθήκη Αλεξάνδρειας με την συμμέτοχη των εικαστικών Χάρη Κοντοσφύρη, Χρήστου Τσώτσου και Θωμά Μακινατζή σε ένα συνεργατικό έργο από την Σχολή καλών τεχνών Φλώρινας. Στην εκδηλωση παρευρέθει ο κυβερνήτης της Αλεξάνδρειας και όλες οι προξενικές αρχές χωρών στην περιοχή.
Καβάφης, μια εμψυχωτική εγκατασταση στην κάμαρα του
Κωνσταντίνος Πέτρου Καβάφης
Γεννήθηκε το 1863 και πέθανε το 1933, την ημέρα των γενεθλίων του (29 Απριλίου), στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Στην ίδια αυτή πόλη έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του -εκτός από μια παιδική εξαετία στην Αγγλία, μιαν εφηβική υπερδιετία στην Κωνσταντινούπολη, και λιγοστά ταξίδια μεταγενέστερα, από τα οποία τα σπουδαιότερα, αλλά ολιγοήμερα, έγιναν με προορισμό την Αθήνα: το τελευταίο τους σχετίζεται με την περιπέτεια της υγείας, που τελικά οδήγησε τον Kαβάφη στον τάφο. (Βιογραφική υπόμνηση από τον Μίμη Σουλιώτη)
Το Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού οργανώνει για τα το έτος Καβάφη μια αφιερωματική έκθεση με προσκεκλημένους καλλιτέχνες από την Αίγυπτο, την Κύπρο και την Ελλάδα το Φθινόπωρο του 2013. Στα πλαίσια αυτού του ενχειρήματος ο προσκεκλημένος Χάρης Κοντοσφύρης συνέδραμε με αφορμή το πεζο-ποιήμα Ενδύματα του Κ.Π.Καβάφη με ένα συνεργατικό έργο εικαστικής εγκατάστασης στο υπνοδωμάτιο του Ποιητή. Καθοριστική ήταν η συνεργασία του προσωπογράφου γλύπτη Χρήστου Τσώτσου, του συνθέτη Βασίλη Κίτσου και η μελέτη του νέου καλλιτέχνη Θωμά Μακινατζή. Η εικαστική εγκατάσταση θα ολοκληρωθεί με τη συνεργασία κι άλλων ακόμα καλλιτεχνών.
Το Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού οργανώνει για τα το έτος Καβάφη μια αφιερωματική έκθεση με προσκεκλημένους καλλιτέχνες από την Αίγυπτο, την Κύπρο και την Ελλάδα το Φθινόπωρο του 2013. Στα πλαίσια αυτού του ενχειρήματος ο προσκεκλημένος Χάρης Κοντοσφύρης συνέδραμε με αφορμή το πεζο-ποιήμα Ενδύματα του Κ.Π.Καβάφη με ένα συνεργατικό έργο εικαστικής εγκατάστασης στο υπνοδωμάτιο του Ποιητή. Καθοριστική ήταν η συνεργασία του προσωπογράφου γλύπτη Χρήστου Τσώτσου, του συνθέτη Βασίλη Κίτσου και η μελέτη του νέου καλλιτέχνη Θωμά Μακινατζή. Η εικαστική εγκατάσταση θα ολοκληρωθεί με τη συνεργασία κι άλλων ακόμα καλλιτεχνών.
Ενδύματα
Μέσα σ' ένα κιβώτιο ή μέσα σ' ένα έπιπλο από πολύτιμον έβενο θα βάλω και θα φυλάξω τα ενδύματα της ζωής μου. Τα ρούχα τα κυανά. Και έπειτα τα κόκκινα, τα πιο ωραία αυτά από όλα. Και κατόπιν τα κίτρινα. Και τελευταία πάλι τα κυανά, αλλά πολύ πιο ξέθωρα αυτά τα δεύτερα από τα πρώτα.
Θα τα φυλάξω με ευλάβεια και με πολλή λύπη. Όταν θα φορώ μαύρα ρούχα, και θα κατοικώ μέσα σ' ένα μαύρο σπίτι, μέσα σε μια κάμαρη σκοτεινή, θα ανοίγω καμιά φορά το έπιπλο με χαρά, με πόθο, και με απελπισία.
Θα βλέπω τα ρούχα και θα θυμούμαι την μεγάλη εορτή - που θα είναι τότε όλως διόλου τελειωμένη.
Όλως διόλου τελειωμένη. Τα έπιπλα σκορπισμένα άτακτα μες στες αίθουσες. Πιάτα και ποτήρια σπασμένα κατά γης. Όλα τα κεριά καμένα ώς το τέλος. Όλο το κρασί πιωμένο. Όλοι οι καλεσμένοι φευγάτοι. Μερικοί κουρασμένοι θα κάθονται ολομόναχοι, σαν κ' εμένα, μέσα σε σπίτια σκοτεινά - άλλοι πιο κουρασμένοι θα πήγαν να κοιμηθούν.
(από τα Kρυμμένα Ποιήματα 1877; - 1923, Ίκαρος 1993)
Τα «Ενδύματα» είναι ένα πεζοποίημα του Κ.Π. Καβάφη που στάθηκε η αφορμή να οργανωθεί μια εικαστική εγκατάσταση ενός συνεργατικού έργου των Χάρη Κοντοσφύρη, Χρήστου Τσώτσου, Θωμά Μακινατζή, Βασίλη Κίτσου, Mohamed Elsaid Mohamed, Θωμά Ζωγράφου, Δημοσθένη Αβραμίδη, Γιώργου Τσακίρη, Δήμητρας Σιατερλή, Κλάκης που θα λειτουργήσει «εμψυχωτικά», με την έννοια ενός ζώντα χώρου που ενθαρρύνει την βιωματική αλληλεπίδραση συναισθημάτων, ψυχικών, πνευματικών και σωματικών εντυπώσεων. Για να καταφέρει το μουσείο να παρέχει βιωματική επαφή πρέπει η συμμετοχικότητα να γίνει μέσα από την σωματική έκφραση και αφήγηση των εικαστικών ερεθισμάτων αποθαρρύνοντας τους ενδοιασμούς των επισκεπτών να πιάσουν, να μυρίζουν, να ακούσουν, να δουν, ώστε αποχωρώντας να αισθάνονται τα της συνάντησης με ακατανόητο αλλά ουσιαστικό τρόπο.
Ο Καβάφης κάθεται στο πάτωμα στην άκρη του κρεβατιού του και αγκαλιάζει με το υπόλοιπο σώμα το κρεβάτι. Ο εναγκαλισμός γίνεται με μια προτεταμένη κυκλική σχέση των χεριών που θυμίζει τους βραχίονες του λιμανιού της Αλεξάνδρειας, με σηκωμένη την αριστερή παλάμη στο σημείο του χαμένου Φάρου και το κεφάλι του να κείτεται στην θέση της αρχαίας και της νέας Βιβλιοθήκης. Ο επισκέπτης θα βρεθεί ανάμεσα στο σώμα του ποιητή και μια συρταριέρα γεμάτη γλυπτά πουκάμισα και αίφνης θα ακούει θεσπέσιους ήχους να αναβλύζουν από το χώρο.
Ένα μουσείο είναι ένα τοπίο έρευνας και μέσω της σύνθεσης των εκθεμάτων υποδεικνύεται το ορόσημο της δράσης. Η επιλογή μιας εμψυχωτικής εικαστικής εγκατάστασης, στο σπίτι-μουσείο του Κ. Καβάφη εγγράφεται σε ένα έδαφος κατοικημένο από καιρό. Η αρχιτεκτονική του διαμερίσματος έχει μια κατοικήσιμη πληρότητα, τόσο από τα χρόνια του ποιητή, όσο και τόσων άλλων άγνωστων ενοικιαστών. Αυτή η πληρότητα ήρθε κι από την συσσώρευση ενθυμημάτων, άρρητων και διαστρωματωμένων, κεκτημένων γνώσεων για τον ποιητή σε τούτο το εσωτερικό τοπίο που είναι μνήμη και παλίμψηστο.
Το γλυπτό με όλη την εικαστική του εγκατάσταση οργανώνει το χώρο του υπνοδωματίου ως πλαίσιο μιας αφήγησης, όπου οι διηγήσεις ανοίγουν ένα καινούργιο δρόμο που σημαίνει την οριοθέτηση ενός νεωτερικού πεδίου. Ελπίζω ότι θα συγκεκριμενοποιηθεί επίσης και ένας τρόπος να πορεύεσαι σε ένα αστικό βιωματικό τόπο, το διαμέρισμα της παλιάς οδού που βίωσε την έρημο ποιητική ζωή ο ινδαλματικός ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης.
Το έργο αποτελεί συνεργατικό εγχείρημα με άλλους καλλιτέχνες και έτσι δόθηκε η δυνατότητα η εικαστική έρευνα να γίνει πληθυντική. Αυτό θα βρει την συνέχεια με τους τόσους περαστικούς επισκέπτες που θα διασταυρωθούν με την εγκατάσταση. Η εγκατάσταση αποτελείται από πολλά διάσπαρτα ευρεθέντα αντικείμενα ενός υπνοδωματίου που δεν ταυτίζεται με το χρηστικό του Καβάφη αλλά ανασκευάστηκε από τον Κωστή Μοσκώφ. Η θεατρική ατμόσφαιρα από τα αντικείμενα που συνέλεγε ο Μοσκώφ και η εμψυχωτική λειτουργία του έργου ενθαρρύνουν την αναβίωση της αύρας της ποιητικής ζωής ως έμψυχης αναπαράστασης.
Μια ερώτηση που μπορεί να τεθεί αφορά τους τρόπους με τους οποίους ενεργούν οι επισκέπτες, σχετικά με τις τελέσεις που τους οδηγούσαν μέχρι τώρα στην παθητικότητα και την πειθαρχία (κοιτάμε και δεν ακουμπάμε). Το ζητούμενο μας είναι να πραγματευτούμε ένα εύκολα φευγαλέο και θεμελιώδες θέμα: την εμψύχωση ενός χώρου. Ο σκοπός μας θα έχει επιτευχθεί, αν οι καθημερινές πρακτικές, η καθημερινότητα ενός μουσείου φαντάζει σαν τον απόηχο μιας κοινωνικής δραστηριότητας και όχι σαν σύνολο μόνο θεωρητικών ζητημάτων, μεθόδων κατηγοριών ενός αρχείου. Ένα οπτικό γεγονός διαπερνά και επιτρέπει στον θεατή να αρθρώσει το ανάστημά του στην κατοικήσιμη πληρότητα του χώρου. Μια οντολογία, μια υπαρξιακή ευθύνη του επισκέπτη θα αναπτύξει μέσα του ένα περιεχόμενο κοινωνιολογημένο, ανθρωπολογημένο, ψυχαναλυμένο και πολιτικοποιημένο. Θα γίνει προσπάθεια να αναπτυχθεί μια κοινωνική συνειδητοποίηση μέσα σε παράξενες αντιστροφές του χρόνου από τα οπτικά ερεθίσματα, όπου κάθε ατομικότητα του επισκέπτη θα είναι ο τόπος αλληλενέργειας μιας, χωρίς συνοχή και συχνά αντιφατικής, πόλωσης των σχεσιακών καθορισμών της αδιάλειπτης παρουσίας του νεκρού ποιητή. Ο ποιητής αδιάλειπτα υπάρχει. Συζητιέται και δέχεται επισκέπτες στο σπίτι του. Η πρόταση για ένα εμψυχωμένο μουσείο ενισχύει τελέσεις ή σχήματα δράσεων που μέχρι τώρα περιελάμβαναν π.χ παρουσιάσεις ποιημάτων υπό το φως κεριών, αγαπημένη συνήθεια του ποιητή, ο οποίος είχε αποκλείσει το ηλεκτρικό από το διαμέρισμα του. Η γλυπτική εγκατάσταση στοχεύει σε μια τελεστική λογική, σε μια διαδραστική λειτουργία μέσω του ήχου από τον άκομψο γλυπτό Καβάφη που σαν μια εμψυχωμένη κούκλα ανατρέχει τα πανάρχαια τεχνάσματα των πρωτεϊκών μορφών και μεταμορφώσεων.
Στο παρόν η πραγματικά υπερδιογκωμένη σύγχρονη κουλτούρα και η κατανάλωσή της βασίζεται στα μάτια. Ένας οπτικός πολιτισμός της τηλεόρασης, της διαφήμισης, της εφημερίδας δείχνουν ότι η κοινωνία δίνει καρκινική ανάπτυξη στην όραση, μετρά τα πάντα στην εποπτεία του ματιού και της αναγνωστικής ενόρμησης (κανιβαλισμός του ματιού). Η ανάγνωση της εικόνας ή του κειμένου φαίνεται να αποτελεί το αποκορύφωμα της παθητικότητας του καταναλωτή ο οποίος μετατρέπεται σε ηδονοβλεψία, τρωγλοδύτη ή πλάνητα της κοινωνίας του θεάματος.
Ο επισκέπτης του σπιτιού-μουσείου του Καβάφη δεν πρέπει να διαφέρει αλλά η αλληλεπίδραση στο μουσείο παρεκκλίνει και μεταμορφώνει το ταξίδι του ματιού, με αυτοσχεδιασμούς και προσδοκίες σημασιών συναγόμενων από αλληλεπικαλύψεις χώρων, νοημάτων, τόπων, συμβόλων, εφήμερων και διαχρονικών αποθέσεων. Η εμψύχωση του τυφλού βλέμματος του Καβάφη στο κρεβάτι που συνέστησε ο Κωστής Μοσκώφ είναι ένα πανούργο τέχνασμα εγκάλεσης του επισκέπτη στην καινούργια συνθήκη, την εμψυχωτική. Είναι μια μεταφορά και μια συνδυαστική ικανότητα για βαθιά επινοημένη μνήμη. Το αναγνωρίσιμο μεταβάλλεται σε αείμνηστο. Το σώμα του Καβάφη κείτεται ανάμεσα στο κρεβάτι και την συρταριέρα για να γίνει από ενικός πληθυντικός σαν τους θορύβους των σωμάτων. Αυτός είναι ένας καινούργιος κόσμος, διαφορετικός, ο κόσμος του επισκέπτη που εισάγεται στην θέση των καλλιτεχνών. Η μεταλλαγή αυτή καθιστά το διαμέρισμα κατοικήσιμο σαν νοικιασμένο σπίτι. Μετατρέπεται σε μια χωρικότητα, σε τόπο που τον δανείζεται ένας περαστικός. Οι περαστικοί ένοικοι διενεργούν αυτή την μεταλλαγή στο σπίτι που ξαναεπιπλώνουν με τις χειρονομίες και τις αναμνήσεις τους. Ένας τέτοιος ιδανικός επισκέπτης, δανειστής και ενοικιαστής στην μετάλλαξη του σπιτιού στάθηκε ο πρωτοπόρος Κωστής Μοσκώφ, που ανήγαγε τα τοπία της παιδικής ηλικίας στην Καβαφική χρονολογική επικαιρότητα, επινοώντας ένα παιχνίδι χώρων γεμάτων ατμόσφαιρες και θεατροποιημένη ιστορικότητα. Αυτή η αυστηρότητα σπάει ή ενισχύει ένα πλαίσιο αυτοσχεδιασμών από τον επισκέπτη με την καταληκτική ημερομηνία 14/4/2013, όταν ολοκληρώθηκαν οι πρώτες τσιμεντένιες παρεμβάσεις στο υπνοδωμάτιο. Η επίσκεψη σε εισάγει σε μια τέχνη που δεν ανήκει καθόλου στην παθητικότητα. Οδηγεί στην διάδραση, στην εμψυχωτική αλληλεπίδραση των αρχειακών συσσωρεύσεων του μουσείου.
Οδηγηθήκαμε σε αυτή την ουτοπική εικόνα (ο Καβάφης βρίσκεται στο κρεβάτι ανάμεσα στην συρταριέρα με τα γλυπτά τσιμεντένια πουκάμισα) προσπαθώντας να δημιουργήσουμε εκείνη την ανομοιότητα που συμπαραθέτει και συναρθρώνει τις θεωρητικές φιλοδοξίες του μουσείου (κειμενικές αναφορές στον ποιητή) με εκείνη την καθημερινή παρουσία, την αύρα της ύπαρξής του στο σκευοφυλάκιό του: το σπίτι–μουσείο του Κ.Π.Καβάφη. Ο επισκέπτης φεύγοντας κουβαλά το ακατανόητο ευχάριστο της συνάντησης με κάτι οντολογικά ανύπαρκτο μπροστά του. Το υποκείμενο έχει συναντήσει το υποκείμενο. “Ο κερματισμός του κοινωνικού ιστού καθιστά σήμερα πολιτικά καίριο το ζήτημα του υποκειμένου. Πολλά συμπτώματα το αποδεικνύουν: Οι εντοπισμένες σε ένα σημείο ή σε μια στιγμή δράσεις, τα τοπικά εγχειρήματα ..., παρότι τα απασχολεί κατά προτεραιότητα η θέληση να διαχειριστούν συλλογικά τις σχέσεις με το περιβάλλον. Αυτοί οι τρόποι επανιδιοποίησης του συστήματος που έχει παραχθεί, δημιουργίες καταναλωτών στοχεύουν σε μια θεραπευτική της χαλασμένης κοινωνιακότητας και μετέρχονται τεχνικές αναχρησιμοποίησης, όπου μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τις διαδικασίες των καθημερινών πρακτικών. Θα πρέπει να επεξεργαστούμε μια πολιτική αυτών των τεχνασμάτων. Στην προοπτική που άνοιξε ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας, η πολιτική αυτή θα πρέπει επίσης να διερευνήσει τι μπορεί να είναι σήμερα η δημόσια παράσταση των μικροσκοπικών, πολύμορφων και αναρίθμητων συμμαχιών ανάμεσα στο χειρίζεσθαι και το απολαμβάνειν, φευγαλέα και μαζική πραγματικότητα μιας κοινωνικής δραστηριότητας που παίζει με την τάξη πραγμάτων στην οποία εντάσσεται.”
Μισελ ντε Σερτω Επινοώντας την καθημερινή πρακτική
Η προφορικότητα, κάτι σαν την επίκληση στις μούσες, η αναζήτηση χαμένων φωνών, έχει να κάνει με την ποιητική εκφορά, όπου συνηχήσεις, εύθραυστες απηχήσεις, πολλαπλές φωνές ή ήχοι αποδιωγμένοι από ένα ηχητικό περιβάλλον ιδιαίτερα ελεγμένο και με εμπειρία τηλεοπτική ανάγονται σε ηχητικό μουρμουρητό, σε μια μουσική που θα αναπαραγάγει πειθαρχίες ως αποξενώσεις. Επιλέχθηκε το ηχητικό έκδοχο του οργάνου Yayli tanbur που μπορεί πλαγιοκοπήσει τόσο έναν δυτικό ήχο όσο και έναν ανατολίτικο. Η διάδραση με τους μουσικούς ήχους συνθέτει το τεχνούργημα ενός άλλου κόσμου, σαφώς κατασκευασμένου, πετυχαίνοντας έτσι με πολλές διαφορετικές μορφές να οικοδομήσουμε ένα έργο σε έναν ιδιοχώρο. Αυτό συνιστά την θεμελιακή και γενικευμένη ουτοπία για τις φωλιές των ποιητών. Μέσα στον μουσικό ήχο το πάσχον κοινωνικό και ατομικό σώμα προσδιορίζεται το ίδιο, οριοθετείται και διαρθρώνεται από ό,τι το καταγράφει. Ο ποιητής ταριχευμένος σαν μια διηνεκής αρχαιολογία αναπτύσσει τόσο μια τοπογραφία της ερήμου, του λιμανιού της Αλεξάνδρειας όσο και το χαμένο φάρο στο ανασηκωμένο αριστερό χέρι και την βιβλιοθήκη στο πίπτον κεφάλι του. Η κρυπτογραφική σχέση του σώματος με το τοπίο είναι η οδύνη να μετατρέπεται ένα σώμα σε τόπο, σε τοπίο, αλλά και ηδονή ότι αναφέρεται κάπου, ότι συμβολοποιείται, αναγνωρίζεται και ταυτοποιείται με ένα περιδιάβημα από ένα επώνυμο τοπίο σε ένα τόπο– σώμα του ποιητή Καβάφη που τα εγγράφει και τα κουβαλά όλα στους ώμους του. Ο τόπος είναι αποκλειστικά και μόνο ο τόπος του άλλου. Περιγράφεται ένας τόπος υπεραξίας χρόνου και χώρου, ένα αποποιημένο τοπίο με συμβολική αξία δίχως ιδιοκτήτη και δημιουργό. Κάθε κείμενο, κάθε ποίημα, κάθε εικαστικό έργο είναι μια αμφίθυμη εμπειρία του σώματος από το άλλο και το αλλού, από την επεκτατική σχέση με το μακρινό και το άφθαρτο, το σκονισμένο, το υδάτινο, το υπερπέραν. Το ενσωματωμένο τοπίο σε υπόσταση ανθρώπινη είναι μια αποτύπωση της γεωγραφίας, μια δερματοστιξία, μια πρωτόγονη μύηση μέχρι το μυστρί και το πινέλο μου να οργώσει το σώμα του ποιητή του ενθάδε κείται. Η τσιμεντένια ανάσα του γλύπτου στοχεύει στη σάρκα, συναρθρώνει όλα τα σκελετικά μηχανικά ζητήματα μιας γλυπτικής κατασκευής επιτυγχάνοντας τελικά την ανορθωτική χειρονομία της αριστερής παλάμης να πραγματώνεται από το ίδιο το σώμα.
Η τσιμεντένια πανοπλία, προφυλάσσει, ταριχεύει, συντηρεί, φυλάει σαν αποθήκη, σαν μουσείο το πνεύμα του Καβάφη, το περισφίγγει. Η ιδέα ενός μουσείου σώματος για τον πνευματικό Καβάφη είναι συναρπαστική γιατί αυτή η τσιμεντένια σαρκοφάγος τσιμεντογραφεί απτά τις σχέσεις του αμετάβλητου πια σώματος, σε εν στάση κίνηση διαρθρώνοντας την κοινωνική και υπερρεαλιστική ανάπτυξη ενός τόπου-σώματος, ενός τοπίου που πια δεν θα είναι αμφιλεγόμενο. Για τον Καβάφη δεν υπάρχει πια το ατομικό σώμα γιατί με την ποίηση του κατάφερε να παράγει, να μετατρέψει το σώμα του σε κείμενο, σε έμψυχο κείμενο, σε εμψυχωμένο σώμα σαν μαριονέτα. Το σώμα του ποιητή κείτεται στο σώμα της τέχνης δηλαδή της παράστασης εκείνης με την οποία διαχειριζόμαστε την ευζωία των ατόμων. Και τότε επέρχεται μια μεταβολή ένα νέο όριο: “o σωματικός χώρος”. Ποιο είναι το μέσα και ποιο το απέξω του σώματος; Ποιο είναι το όριο και πού επεκτείνεται, πού περιτέμνεται; Πότε ένα σώμα γίνεται τόπος; π.χ φαραωνικός. Πότε γίνεται τοπίο; π.χ συστοιχίες πυραμίδων. Πότε γίνεται λόφος τοπίου; π.χ. Μακεδονικός τύμβος. Πότε γίνεται δοχείο - έγκλειστος χώρος; π.χ μια αράδα σκελετικά υπολείμματα στο σκευοφυλάκιο. Πότε γίνεται υπόδειγμα ζωγραφικό ή γλυπτική αναπαράσταση; π.χ. Φαγιούμ, αστικοί τάφοι. Όλες αυτές οι διερωτήσεις θα θέσουν τον προβληματισμό για πιο μάτι προορίζονται όλα αυτά. Κείμενα, εικόνες τιθασεύουν την μνήμη του σώματος. Μια νοερή τάξη δηλαδή ένας συλλογισμός του νου παράγει αφηγήσεις σχηματίζοντας τοπία ολόκληρα, ενσαρκώσεις τόπων. Στην προκειμένη περίπτωση ο Καβάφης σαρκώνει την έρημο και το λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Το γλυπτό θέαμα του Καβάφη είναι μια εικόνα προς διάδοση μέσα στο σπίτι-μουσείο και αντιπροσωπεύει με το σύμπλεγμα των υπολοίπων έργων της εικαστικής εγκατάστασης τις πολύστροφες γνώσεις, ώστε το μάτι να διείσδυσει στον προσωπικό λαβύρινθο της ζωής του και της ποίησης όπου ζει. Μια μαριονέτα ενσαρκωμένη, υπηρέτης μιας ανθρώπινης αφήγησης για πλανόδιους και περαστικούς επισκέπτες. Αυτή η τσιμεντένια μούμια, αυτή η έμψυχη υπόσταση αποκτά μια οργανική αξία στον περιβάλλοντα χώρο του μουσείου επειδή επιχειρεί μια διαμορφωτική και αναμορφωτική σχέση του επισκέπτη στο σπίτι μουσείο, μια αναγκαιότητα πέραν της συλλογής των ποιημάτων, γιατί ο επισκέπτης έρχεται να περπατήσει τον χώρο που περπατούσε ο ποιητής. Όταν δεν υφίσταται διαχωρισμός ανάμεσα στο κείμενο που διαβάζεται και στο σώμα που το ιστορικοποιεί, το σύστημα είναι αμήχανο. Ωστόσο το σύστημα παύει να ισχύει στην περίπτωση αυτής της εμψυχωτικής διείσδυσης του ματιού που μετατρέπει μυθοπλασίες και διάσπαρτα ομοιώματα πορτρέτων του Καβάφη σε ένα συνεχές φυσικών δυνάμεων, ενορμήσεων και ενστικτωδών ροών για ένα νέο οντολογικό σπίτι–μουσείο. Αυτή η ένσαρκη γλυπτική πραγματικότητα στο μουσείο Καβάφη, η μέχρι χθες (140 χρόνια θανάτου) ζωή υποταγμένη στην ποίηση μπορεί να ξαναλειτουργήσει σαν κραυγή οδύνης ή ηδονής μια φωνή ανάρμοστη στην συνδιαστικότητα των προσομοιώσεων της μορφής του ποιητή που έχει πλέον εκτιναχθεί σε απόλυτο σύμβολο στο συμπαγές υπόστρωμα του παρόντος.
Όσο ζούσε ο ποιητής μια δυναμική τον ωθούσε να γίνει σημείο, να βρει σε ένα λόγο το μέσον, την λέξη για να μεταβληθεί σε ενότητα νοήματος και ταυτότητας. Από την σκιερή και έτοιμη να διασκορπιστεί σάρκα, από την αλόγιστη και θολή ζωή, περνά, περνάς στην διαύγεια μιας λέξης, γίνεσαι απόσπασμα της γλώσσας, ένα μόνο όνομα, κύριο όνομα, ΙΘΑΚΗ, αναγνωρίσιμο από όλους, παραθέσιμο σε καταστάσεις όπως αυτό του πάθους που κατοικεί τον ασκητή. Το περιβόητο ψυχή και σώματι λειτουργεί σαν ένα δίπολο αρένας για να αποκτήσει νόημα η ύπαρξη και “να αρχίζει να έχει θάρρος και καλές ελπίδες”. Η ποιητική σύνταξη του Καβάφη ακολουθούσε πάντα τη νόρμα του απέξω ( της ιστορίας) προς τα μέσα να χειμά ανελέητα εντός του ποιητή και να τον οδηγεί σε μια ζωή “δυσπιστίας, παραδοχής” και “φρόνιμης τόλμης”. Το μουσείο Καβάφη στην Αλεξάνδρεια είναι γεμάτο με βλέμματα που οδηγούν τον επισκέπτη σε αμηχανία και ξεγύμνωμα. Ένας άχρηστος ηρωισμός και μια ποταπή αδράνεια δεν θα έπρεπε να φθείρει το μουσείο-σπίτι. Η πρόταση για ένα συν-έργο τόσων και τόσων εικαστικών όπου θα εμψύχωνε τον χώρο λειτουργεί ως πρόσκληση για συγκατοίκηση. Ο επισκέπτης θα λειτουργήσει ως παράθεση φωνής ενεργοποιημένης ή απενεργοποιημένης από τον συνθέτη Βασίλη Κίτσο, ως μουσικός δίαυλος στο λαβύρινθο ενός περιπαθούς στοχασμού, ενόσω ο ποιητής αγκαλιάζει το κρεβάτι του Μοσκώφ. Το αγκαλιάζει στα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου και δεν αποχαιρετά την Αλεξάνδρεια που χάνει αλλά τον τοπιογραφημένο ποιητή που την ενσαρκώνει. Η ζώσα τοπιογραφία στην τσιμεντένια σαρκοφάγο του εμψυχωμένου σώματος, κρυμμένη πίσω από τα Τείχη των κάγκελων του κρεβατιού σου ζητάει να μην γελαστείς να πεις πως ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκε η ακοή σου και άκουσε ως τελευταία απόλαυση τα μουρμουρητά, τους ήχους, το εξαίσιο όργανο Yayli tanbur του μυστικού θιάσου, των επίπλων που εκδράμουν την μουσική σαν η μουσική να είναι το δέρμα του δωματίου καμωμένου από ιασεμή. Το συν-έργο Ενδύματα προσφέρεται μεταρρυθμιστικά, εξισορροπώντας γεύσεις ζωής μετουσίωση μνήμης, αναγνώσεις βιωματικές, εξισώσεις στοίχων της ποίησης του. Αναδύεται λοιπόν μια εμψυχωμένη ιδέα και μνήμη όπως για τον Καβάφη λειτουργεί η μνήμη- εικόνα και μνήμη-ιδέα.
«Οι σύγχρονοι ποιητές που παλεύουν με το παρελθόν (το δικό τους ή το ιστορικό), καταλήγουν σχεδόν πάντα στην απόρριψη ή και στην πλήρη άρνηση της ανάμνησης· αυτό συμβαίνει επειδή σκύβουν πάνω σε μιαν Hρακλείτειαν εικόνα του χρόνου: την εικόνα του ποταμού που διαβρώνει τις ίδιες του τις όχθες, πνίγοντας ταυτόχρονα και τον παρατηρητή και το παρατηρούμενο αντικείμενο. O Προυστ παιδεύτηκε με την εικόνα αυτή σε όλη την διάρκεια του Xαμένου Xρόνου· και δεν εγλίτωσε, μερικώς μόνο, παρά προσεγγίζοντας τις Πλατωνικές όχθες του Ξανακερδισμένου Xρόνου. O Kαβαφικός χρόνος ανήκει περισσότερο στον χωροχρόνο της Eλεατικής φιλοσοφίας ―«βέλος που πετάει και δεν πετάει», τμήματα μεταξύ τους ίσα, σταθερά, στερεά, μα διαιρετά επ’ άπειρον, σημεία ακίνητα αποτελούντα μια γραμμή που μας φαίνεται εν κινήσει. H κάθε στιγμή που πέρασε γίνεται γι’ αυτό πιο σίγουρη, πιο προσδιορισμένη, πιο προσιτή στην ενατένιση του ποιητή, ή και στην απόλαυσή του, από όσο είναι το ασταθές παρόν, το διαρκώς σχεδόν μελλούμενο ακόμα, ή σχεδόν ήδη περασμένο. Eίναι ασάλευτη, ενώ το παρόν δεν είναι. Aπό τούτη την οπτική γωνία, η απόπειρα του ποιητή να ξανασμίξει με το παρελθόν, δεν είναι πια τοποθετημένη στην περιοχή του παράλογου, έστω και αν παραμένει σπαρακτικά στα σύνορα του αδύνατου. Στο «Kατά τες συνταγές αρχαίων Eλληνοσύρων μάγων», η ανέφικτη απαίτηση της ανάμνησης καθαίρει ένα υπόλειμμα εύκολης αισθηματικότητας:
«Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται από βότανα
γητεύματος», είπ’ ένας αισθητής,
«ποιο απόσταγμα κατά τες συνταγές
αρχαίων Eλληνοσύρων μάγων καμωμένο
που για μια μέρα (αν περισσότερο
δεν φθάν’ η δύναμίς του), ή και για λίγην ώρα
τα είκοσι τρία μου χρόνια να με φέρει
ξανά· τον φίλον μου στα είκοσι δυο του χρόνια
να με φέρει ξανά – την εμορφιά του, την αγάπη του.
»Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται κατά τες συνταγές
αρχαίων Eλληνοσύρων μάγων καμωμένο
που, σύμφωνα με την αναδρομήν,
και την μικρή μας κάμαρη να επαναφέρει.»
Tο ποίημα αυτό είναι το μόνο όπου ο Kαβάφης καταγράφει μια μερικήν αποτυχία της ανάμνησης, οφειλόμενη εν μέρει στο ανεπίστρεπτο του χρόνου, εν μέρει στην εξαιρετικά περίπλοκη φύση των πραγμάτων. Συνήθως, εκείνο που επιζητεί δεν είναι τόσο η ανάσταση του παρελθόντος, όσο μια εικόνα του, μια Iδέα, ίσως μια Oυσία. O αισθησιασμός του τον οδηγεί σε μια μυστικιστική διύλιση της πραγματικότητας, όπως άλλους η πνευματικότητα. Tα κενά της ιστορίας, και συνεπώς η απουσία περιττών γι’ αυτόν λεπτομερειών, εξυπηρετούν τον ερωτικό νεκρομάντη για να ανακαλέσει αποτελεσματικότερα τον Kαισαρίωνα· χάρη σε έναν χωρισμό είκοσι ετών, που απομονώνει και σφραγίζει οριστικά την ανάμνηση, μπορεί ο ποιητής να εξορκίσει από τα βάθη της μνήμης του την εικόνα του νεαρού κατόχου των γκρίζων ματιών. Στο «Mέρες του 1908» η σιλουέτα του κολυμπητή όρθιου στην παραλία, επιμελώς καθαρισμένη από τα παράταιρα και τα μέτρια, διαγράφεται για πάντα επάνω σε ένα θαυμαστό φόντο λήθης:
...Α μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια οκτώ,
απ’ το είδωμά σας, καλαισθητικά,
έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά.
Tο είδωμά σας τον εφύλαξε
όταν που τα ’βγαζε, που τα ’ριχνε από πάνω του,
τ’ ανάξια ρούχα, και τα μπαλωμένα εσώρουχα.
K’ έμενε ολόγυμνος· άψογα ωραίος· ένα θαύμα.
Aχτένιστα, ανασηκωμένα τα μαλλιά του·
τα μέλη του ηλιοκαμένα λίγο
από την γύμνια του πρωιού στα μπάνια, και στην παραλία.»
«Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται από βότανα
γητεύματος», είπ’ ένας αισθητής,
«ποιο απόσταγμα κατά τες συνταγές
αρχαίων Eλληνοσύρων μάγων καμωμένο
που για μια μέρα (αν περισσότερο
δεν φθάν’ η δύναμίς του), ή και για λίγην ώρα
τα είκοσι τρία μου χρόνια να με φέρει
ξανά· τον φίλον μου στα είκοσι δυο του χρόνια
να με φέρει ξανά – την εμορφιά του, την αγάπη του.
»Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται κατά τες συνταγές
αρχαίων Eλληνοσύρων μάγων καμωμένο
που, σύμφωνα με την αναδρομήν,
και την μικρή μας κάμαρη να επαναφέρει.»
Tο ποίημα αυτό είναι το μόνο όπου ο Kαβάφης καταγράφει μια μερικήν αποτυχία της ανάμνησης, οφειλόμενη εν μέρει στο ανεπίστρεπτο του χρόνου, εν μέρει στην εξαιρετικά περίπλοκη φύση των πραγμάτων. Συνήθως, εκείνο που επιζητεί δεν είναι τόσο η ανάσταση του παρελθόντος, όσο μια εικόνα του, μια Iδέα, ίσως μια Oυσία. O αισθησιασμός του τον οδηγεί σε μια μυστικιστική διύλιση της πραγματικότητας, όπως άλλους η πνευματικότητα. Tα κενά της ιστορίας, και συνεπώς η απουσία περιττών γι’ αυτόν λεπτομερειών, εξυπηρετούν τον ερωτικό νεκρομάντη για να ανακαλέσει αποτελεσματικότερα τον Kαισαρίωνα· χάρη σε έναν χωρισμό είκοσι ετών, που απομονώνει και σφραγίζει οριστικά την ανάμνηση, μπορεί ο ποιητής να εξορκίσει από τα βάθη της μνήμης του την εικόνα του νεαρού κατόχου των γκρίζων ματιών. Στο «Mέρες του 1908» η σιλουέτα του κολυμπητή όρθιου στην παραλία, επιμελώς καθαρισμένη από τα παράταιρα και τα μέτρια, διαγράφεται για πάντα επάνω σε ένα θαυμαστό φόντο λήθης:
...Α μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια οκτώ,
απ’ το είδωμά σας, καλαισθητικά,
έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά.
Tο είδωμά σας τον εφύλαξε
όταν που τα ’βγαζε, που τα ’ριχνε από πάνω του,
τ’ ανάξια ρούχα, και τα μπαλωμένα εσώρουχα.
K’ έμενε ολόγυμνος· άψογα ωραίος· ένα θαύμα.
Aχτένιστα, ανασηκωμένα τα μαλλιά του·
τα μέλη του ηλιοκαμένα λίγο
από την γύμνια του πρωιού στα μπάνια, και στην παραλία.»
(Μαργαρίτα Γιουρσενάρ, Κριτική παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καβάφη (1958) [απόσπασμα], μετ. Γ.Π. Σαββίδης)
Η ονειρώδης συμπαθητική ευμορφία της εγκατάστασης στο δωμάτιο του μπαλκονιού κάνει τον ποιητή-τόπο να χαίρεται για όποιον μπαίνει στην κάμαρά του. Η σωματική ταρίχευση του Καβάφη τον προτείνει στην αθανασία άχρονα χρονολογημένο στις εντυπώσεις των αναγνωστών, των επισκεπτών στο κάθε παρόν που θα προκύπτει στον αιώνα τον άπαντα.
"Κάθομαι και ρεμβάζω. Επιθυμίες και αισθήσεις εκόμισα εις την Τέχνη"(Εκόμισα εις την Τέχνη,Καβάφης)
"Τη Σάρκα, το αίμα θα βάλω σε σχήμα βιβλίου μεγάλο"(Σταδιοδρομία, Λαπαθιώτης)
Κοντοσφύρης Χάρης
Φλώρινα 28/04/2013
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ
ΜΙΣΕΛ ΝΤΕ ΣΕΡΤΩ, Επινοώντας την καθημερινή πρακτική, εκδ. Σμίλη, 2010
ΜΙΜΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ, K.Π. Kαβάφης: Eπίσημος, Kρυμμένος και Aτελής, "Eρμής" 1995ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΓΙΟΥΡΣΕΝΑΡ, Κριτική παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καβάφη (1958) , μετ. Γ.Π. Σαββίδης, Εκδ, Χατζηνικολή
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΥ, επιμέλεια, Από την μουσική στον ήχο, εκδ Αλεξάνδρεια, 2005
ΛΟΥΙΣ ΜΑΜΦΟΡΝΤ, Ο μύθος της μηχανής τόμοι δύο,εκδ Νησίδες, 2005
MICHEL SERRES, Το παράσιτο, εκδ Σμίλη, 2009
ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΚΕΦΟΥ-ΜΑΔΙΑΝΟΥ, Πολιτισμός και εθνογραφία. Από τον εθνογραφικό ρεαλισμό στην πολιτισμική κριτική, Ελληνικά γράμματα,1999
Μανωλης Μαραγκούλης, Καιρός να συγρονισθώμεν. Η αίγυπτος και η αιγυπτιωτική διανόηση(1919-1938), Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός, 2011
Α. Β ΣΤΡΑΤΗΣ, Δύο- τρεις συναντήσεις, Καβάφης-ΛαπαθιώτηςΑΛΕΞΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ, η πρώτη Λέξη , εκδ Εξάντας 2011
ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ, Μέρες Αλεξάνδρειας, εκδ Ψυχογιός 2012
E.M.FOSTER-Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ, Φίλοι σε ελαφρήν απόκλιση, εκδ Ικαρος 2013
ΕΥΧΑΡΙΣΤΊΕΣ
Πέτρο και Ηλέκρα Δουμά, Μανώλη Μαραγκούλη, Δημήτρη Γαβαλά, προσωπικό Ιδρύματος Ελληνικού πολιτισμού,Αλεξάνδρειας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου